Σελίδες

29/3/11

Μαζί...

 


Λε­ω­νί­δας Τούρ­λας

Μα­ζί, δώ­δε­κα μὲ δύ­ο


Μπήκε στο σπίτι καὶ κοι­τά­χτη­κε στὸν κα­θρέ­πτη τῆς εἰ­σό­δου. Κα­τσα­ρω­μέ­να τσου­λού­φια ἔ­πε­φταν στὸ μέ­τω­πό της. Προ­σπά­θη­σε μὲ τὰ δά­χτυ­λα νὰ τὰ ση­κώ­σει. Ἄ­δι­κος κό­πος. Εἶ­χε φύ­γει χω­ρὶς ὀμ­πρέ­λα καὶ στὸ γυ­ρι­σμὸ κρα­τοῦ­σε τὴ ζα­κέ­τα πά­νω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι της, γιὰ νὰ προ­στα­τέ­ψει τὸ κτέ­νι­σμα. «Πε­τα­μέ­να λε­φτά», μο­νο­λό­γη­σε καὶ πα­ρά­τη­σε τὴν προ­σπά­θεια. Τὸ ρο­λό­ι στὸν ἀ­πέ­ναν­τι τοῖ­χο ἔ­δει­χνε ἕ­να τέ­ταρ­το πρὶν τὶς δώ­δε­κα. Εὐ­τυ­χῶς εἶ­χε προ­λά­βει.
       Εἶ­χαν βρε­θεῖ στὸ τα­βερ­νά­κι τῆς γει­το­νιᾶς νὰ γι­ορ­τά­σουν τὰ γε­νέ­θλια τῆς μο­να­δι­κῆς φί­λης ποὺ τῆς εἶ­χε ἀ­πο­μεί­νει. Μα­ζὶ καὶ ἡ ἀ­δελ­φὴ τῆς ἑ­ορ­τά­ζου­σας. Κά­θε χρό­νο ἡ ἴ­δια γυ­ναι­κεί­α πα­ρέ­α. Ὅ­ταν ση­κώ­θη­κε νὰ φύ­γει πρώ­τη, οἱ ἄλ­λες προ­τί­μη­σαν νὰ πε­ρι­μέ­νουν ἐ­κεῖ. Μπό­ρα ἦ­ταν, σὲ λί­γο θὰ στα­μα­τοῦ­σε. Ἔ­φυ­γε, βι­α­ζό­ταν νὰ γυ­ρί­σει σπί­τι της.
       Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κοι­μη­θεῖ νω­ρίς. Εἶ­χε πε­ρά­σει ἄ­πει­ρες ὧ­ρες στὴ σι­ω­πή, μὲ τὰ μά­τια ἀ­νοι­χτά, στραμ­μέ­να στὸ τα­βά­νι τοῦ δω­μα­τί­ου της νὰ ὀ­νει­ρεύ­ε­ται. Ὥ­σπου ἕ­να βρά­δυ ἄ­κου­σε τυ­χαῖ­α στὸ ρα­δι­ό­φω­νο τὴν ἐκ­πομ­πὴ «Μα­ζί, Σάβ­βα­το καὶ Κυ­ρια­κή, δώ­δε­κα μὲ δύ­ο τὴ νύ­χτα». Ἀ­πὸ τό­τε δὲν τὴν ἔ­χα­σε πο­τέ. Ἦ­ταν οἱ κα­λύ­τε­ρες στιγ­μὲς τοῦ εἰ­κο­σι­τε­τρα­ώ­ρου. Ἄ­κου­γε τοὺς ἄλ­λους ἀ­κρο­α­τές. Γε­λοῦ­σε, σχο­λί­α­ζε, θύ­μω­νε. Ὅ­ταν δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κρα­τη­θεῖ ἄλ­λο τη­λε­φω­νοῦ­σε στὸν σταθ­μό. Τό­τε ἄρ­χι­ζε τὸ γλυ­κὸ βα­σα­νι­στή­ριο. Νὰ πε­ρι­μέ­νει, ἂν θὰ τὴν κα­λέ­σει ὁ συν­το­νι­στὴς τῆς ἐκ­πομ­πῆς.
      Ξαφ­νι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὸν ἦ­χο τοῦ τη­λε­φώ­νου. Ἀ­να­ρω­τή­θη­κε ποι­ὸς νά ‘ταν τέ­τοι­α ὥ­ρα. Ποῦ εἶ­χε ἀ­φή­σει τὴ συ­σκευ­ή; Ἀ­κου­γό­ταν ἀ­πὸ τὸ δω­μά­τιο τῆς μά­νας της. Κι­νή­θη­κε γρή­γο­ρα. Ὅ­σο ἐ­πέ­τρε­παν τὰ πε­νῆν­τα πέν­τε χρό­νια της, τὰ πα­ρα­πά­νω κι­λὰ καὶ ἡ ἀρ­θρί­τι­δα ποὺ τὴ βα­σά­νι­ζε, ὅ­ταν εἶ­χε ὑ­γρα­σί­α.
      Λά­θος νού­με­ρο. Κά­ποι­ος ἄ­γνω­στος ζή­τη­σε συ­γνώ­μη καὶ τό ‘κλει­σε. Εὐ­τυ­χῶς ἡ μά­να της κοι­μό­ταν βα­θιὰ ὑ­πὸ τὴν ἐ­πή­ρεια τῶν φαρ­μά­κων.
      Γυ­ρί­ζον­τας, στὸ δι­ά­δρο­μο πα­ρα­λί­γο νὰ σω­ρια­στεῖ στὸ πά­τω­μα ἀ­πὸ τὸ γά­το, ποὺ ἔ­τρε­ξε νὰ τρι­φτεῖ πά­νω της. Ἕ­ναν πα­χύ, κά­τα­σπρο, μὲ πλού­σιο τρί­χω­μα, ὅ­πως ὅ­λες οἱ γά­τες Ἀγ­κύ­ρας. Τὸν πα­ρα­μέ­ρι­σε τρυ­φε­ρὰ μὲ τὸ πό­δι. «Ὄ­χι τώ­ρα, πα­σά μου.»
      Ἔ­γει­ρε στὸ προ­σκέ­φα­λο τοῦ κρε­βα­τιοῦ της. Τρά­βη­ξε δύ­ο μα­ξι­λά­ρια γιὰ νὰ εἶ­ναι ὅ­σο πιὸ ἀ­να­παυ­τι­κὰ μπο­ροῦ­σε. Οἱ εἰ­δή­σεις τῶν δώ­δε­κα τέ­λειω­ναν. Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ἄ­κου­γε τὴ γνώ­ρι­μη φω­νὴ τοῦ Γι­ώρ­γου Πο­λύ­ζου, τοῦ πα­ρου­σια­στῆ τῆς ἐκ­πομ­πῆς.
      «…Ἀ­πό­ψε θὰ μι­λή­σου­με γιὰ τὶς σχέ­σεις… οἱ γραμ­μές μας θὰ εἶ­ναι ἀ­νοι­χτὲς μό­νο γιὰ γυ­ναῖ­κες.»
      Ἡ πρώ­τη ἀ­κρο­ά­τρια ἔ­βα­λε τὰ κλά­μα­τα κα­θὼς ἐ­ξι­στο­ροῦ­σε πῶς χώ­ρι­σε μὲ τὸν κα­λό της πρὶν ἀ­πὸ τρί­α χρό­νια. Ὁ Γι­ῶρ­γος προ­σπά­θη­σε νὰ τὴν πα­ρη­γο­ρή­σει. Ἡ ἀ­γα­πη­μέ­νη φρά­ση τῆς ἑ­πό­με­νης —καὶ τὴν ἐ­πα­νά­λα­βε πολ­λὲς φο­ρές— ἦ­ταν «γου­ρού­νια ἄν­τρες». Οἱ γραμ­μὲς πῆ­ραν φω­τιὰ ἀ­πὸ γυ­ναῖ­κες, ποὺ ἡ μία με­τὰ τὴν ἄλ­λη, στό­λι­ζαν τὸ ἀν­τρι­κὸ φύ­λο μὲ ἄ­πει­ρα κο­σμη­τι­κὰ ἐ­πί­θε­τα.
      «Για­τί πάν­τα ὁ ἄλ­λος φταί­ει;» ἀ­να­ρω­τή­θη­κε φω­να­χτά. Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ τη­λε­φω­νή­σει, νὰ βά­λει τὰ πράγ­μα­τα στὴ θέ­ση τους. Πε­ρί­με­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κά. Τὸ ρο­λό­ι ἔ­δει­χνε σχε­δὸν μία καὶ μι­σή. Φο­βή­θη­κε πὼς δὲν θὰ τὰ κα­τά­φερ­νε νὰ μι­λή­σει. Ὥ­σπου…
      «Ἑ­πό­με­νή μας ἀ­κρο­ά­τρια ἡ Χα­ρά, ἀ­πὸ τὸ Πα­λαι­ὸ Ψυ­χι­κό.»
      Εἶ­πε «Χα­ρά». Τὸ ὄ­νο­μά της.
      «Μι­λᾶ­με πο­λὺ συ­χνὰ μὲ τὴ Χα­ρά. Πῶς τὰ πᾶς λοι­πὸν μὲ τὸν σύν­τρο­φό σου; »
      «Γειά σου Γι­ῶρ­γο. Δὲν εἶ­ναι ὅ­λα ἄ­σχη­μα ὅ­πως τὰ πε­ρι­έ­γρα­ψαν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες φί­λες. Ἐ­γώ, ἐ­δῶ καὶ πέν­τε χρό­νια, ἔ­χω μιὰ πο­λὺ κα­λὴ σχέ­ση. Μὲ λα­τρεύ­ει καὶ μοῦ τὸ δεί­χνει κά­θε στιγ­μή. Δὲν ἔ­χει μά­τια γιὰ ἄλ­λη.»
      «Μπρά­βο Χα­ρά. Εἶ­σαι πο­λὺ τυ­χε­ρή.»
      «Τὸ ξέ­ρω. Εἶ­ναι σπά­νιο πλά­σμα. Ὅ­ταν τὸν ἔ­χω ἀγ­κα­λιὰ τρε­λαί­νο­μαι. Γι’ αὐ­τὸ κι ἐ­γὼ θέ­λω νὰ τοῦ προ­σφέ­ρω ὅ,τι τοῦ ἀ­ρέ­σει. Νὰ μὴ τοῦ λεί­ψει τί­πο­τα.»
      Ἡ αἴ­σθη­ση ὅ­τι χι­λιά­δες ἄν­θρω­ποι ἄ­κου­γαν τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή της τὴν ἔ­κα­νε νὰ ἱ­δρώ­νει. Αἰ­σθα­νό­ταν σὰν νὰ εἶ­χε πυ­ρε­τό. Τὰ μά­γου­λά της ἔ­και­γαν.
       «Δυ­στυ­χῶς, ὅ­πως ὅ­λα τα ὡ­ραῖ­α πράγ­μα­τα στὴ ζω­ή, Θε­έ μου, τί κλι­σὲ φρά­ση, ἡ θαυ­μά­σια σχέ­ση μας κά­ποι­α στιγ­μὴ θὰ τε­λει­ώ­σει.»
      Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ Χα­ρὰ τέ­λει­ω­νε τὴ φρά­ση της, ὁ Μίλ­τος μπῆ­κε στὸ δω­μά­τιο βα­δί­ζον­τας ἀ­νά­λα­φρα. Τοῦ ἔ­κα­νε νό­η­μα, φέρ­νον­τας τὸ δά­κτυ­λο στὸ στό­μα, νὰ μεί­νει ἥ­συ­χος. Αὐ­τὸς ἀ­νέ­βη­κε στὸ κρε­βά­τι, χα­σμου­ρή­θη­κε καὶ ξά­πλω­σε δί­πλα της.
      «Για­τί τὸ λὲς αὐ­τό; Ἀ­φοῦ, ὅ­πως μᾶς εἶ­πες, ὅ­λα πη­γαί­νουν τό­σο τέ­λεια.»
      «Ἄς το κα­λύ­τε­ρα. Δὲν θέ­λω οὔ­τε νὰ τὸ σκέ­φτο­μαι.»
      « Κα­λά, ἀ­φοῦ θέ­λεις νὰ τὸ κρα­τή­σεις μυ­στι­κό… Τὸ ὄ­νο­μα τοῦ τυ­χε­ροῦ ;»
      « Μιλ­τιά­δης»
      «Ἄ, σπά­νιο ὄ­νο­μα»
      « Καὶ νὰ σκε­φτεῖς ὅ­τι ἔ­τσι ἔ­λε­γαν καὶ τὴν πρώ­τη μου ἀ­γά­πη, στὸ λύ­κει­ο.»
      «Τί φο­βε­ρὴ σύμ­πτω­ση ! Κα­λη­νυ­χτί­ζου­με τὴ Χα­ρὰ καὶ περ­νᾶ­με στὴν ἑ­πό­με­νη ἀ­κρο­ά­τρια.»
      Ἔ­κλει­σε τὸ τη­λέ­φω­νο. Αἰ­σθα­νό­ταν ἀ­νά­λα­φρη, ἀ­να­κου­φι­σμέ­νη. Ὁ γά­τος ποὺ λα­γο­κοι­μό­ταν, ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια, νι­α­ού­ρι­σε πα­ρα­πο­νι­ά­ρι­κα καὶ γύ­ρι­σε ἀ­νά­σκε­λα. Ἡ Χα­ρὰ πρό­θυ­μα τοῦ χά­ι­δε­ψε τὴν κοι­λιά.
      «Μπρά­βο Μίλ­το, ἤ­σουν κα­λὸ παι­δί. Πη­γαί­νω νὰ σοῦ φέ­ρω τὶς νι­φά­δες W­h­i­s­k­as ποὺ σ΄ ἀ­ρέ­σουν.»


Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον"

26/3/11

Μέρος έχω κλέψει του κορμιού και της ψυχής σου...

 


Raúl Gómez Jattin

Έρωτας της πλάνης

Μέρος έχω κλέψει του κορμιού και της ψυχής σου
Μια παγίδα στις αναμνήσεις έχω στήσει
μιας κι εδώ σε ενθυμούμαι Θυμάσαι αγάπη μου;
Ο ουρανός της νύχτας σχεδόν θα ’λεγες μπλε πλησιάζει
ανάμεσα στα ματόκλαδά σου Νύχτα γεμάτη ματόκλαδα
Κάποτε έφτασα ως το ορεινό βασίλειό σου
δηλητηριασμένος από μανιτάρια και λύπες πολύ λυπητερές
Κι οραματίστηκα τη μορφή σου ψηλή και λυγερή
ιππεύοντας ένα άλογο από σύννεφα Έπειτα
Ερχόσουν το απόγευμα από το Ρετίρο ντε λος Ίντιος
στη λευκή σου άμαξα ενώ εγώ πεζός
στο δρόμο Σαν υπνοβάτης
Χαμογελάς από μακριά
σαν στα δόντια σου ανάμεσα να είχες την καρδιά μου
Οι λέξεις μου θάνατο αφαιρούν απ’ τη ζωή σου
Σε αυτό το βιβλίο μέσα ζεις αν και σε φοβάμαι
Αν και ίσα που ανταλλάξαμε δυο κουβέντες
Μα τόσο εγώ σε αγαπώ όσο πάντα
Τόσο όσο μπορείς να φανταστείς
Κι είμαστε τόσο μακριά
Όσο ο ήλιος απ’ τη θάλασσα


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


*************************

El amor brujo

He robado parte de tu cuerpo y de tu alma
Le he tendido una celada a los recuerdos
que aquí te recuerdo ¿Recuerdas amor?
El cielo de la noche casi azul se asoma
entre tus pestañas Noche vibrátil
Una vez me fui hasta tu regió de monte
enfermo de hongos y tristezas muy tristes
Y aluciné con tu imagen alta y flexible
galopando un caballo de nube Luego
Venías por la tarde desde el Retiro de los Indios
en tu carruaje blanco y yo iba a pie
por la carretera Como un sonámbulo
Sonríes desde lejos como si masticaras
mi corazón entre tus colmillos
Mis palabras le quitan a tu vida muerte
Vives en este libro aunque te tengo miedo
Aunque apenas si hemos hablado
Pero te amo tanto como siempre
Tanto como puedas imaginar
Y estamos lejos
Como el sol del mar


Αναδημοσίευση από το περιοδικό Poeticanet (τεύχος 14 - Μάρτιος 2011)

24/3/11

Ο ερχομός σου Ι και ΙΙ




Γιώργος Χαβουτσάς

Ο ερχομός σου Ι

Ντύνομαι απ' τα χαμόγελα το πιο όμορφο
όταν οι δονήσεις του αέρα
μαζί με τις φωνές των χελιδονιών
προμηνύουν τον ερχομό σου.

Ύστερα μορφώνω τα δέντρα, τ' άστρα, τα λουλούδια
τους δίνω το σχήμα της καλοσύνης σου
της απαλής αποδοχής σου του πεπρωμένου.

20/6/2003


******************************* 

Ο ερχομός σου ΙΙ

Ντύνομαι απ' τα χαμόγελα το πιο όμορφο
όταν οι δονήσεις του αέρα
μαζί με τις φωνές μερικών πουλιών
(που τ' όνομά τους αρχίζει από άλφα
και τελειώνει σε "ηδόνι")
προμηνύουν τον ερχομό σου.

Ύστερα ντύνω και τα δέντρα, τ' άστρα, τα λουλούδια
με ντύμα εύπλαστο της καλοσύνης σου
με απαλή αποδοχή σου του πεπρωμένου.

20/6/2003


Ούτε καν μια νύχτα γλυκειά...

 


Raúl Gómez Jattin

Ούτε καν μια νύχτα γλυκειά

Εκείνος ο έρωτας του πυρετού και του βασάνου
Εκείνο το αίσθημα εκκρεμούς απ’ το φεγγάρι
ανάμεσα στις φοινικιές Μήπως κι εκείνο
οιωνούς μου φέρει του σώματός σου Μάταια όμως
Μα ήμουν υπερβολικά ασθενικός για ν’ αντέξω
το χάδι της απαλότητάς σου Δε θα γνώριζες σε ’μένα
παρά το ρίγος ενός ποιητή και του θανάτου του
Εκείνος ο τρόμος να κοιταχτούμε στα μάτια δεν ήταν άσκοπος
Ήσουν ντυμένος έναν κόσμο άλλο Ήσουν μακριά
προπάντων όταν σε αγαπούσα Όταν ήμουν
για ’σένα όπως το σύννεφο στον καθρέφτη πάνω του νερού
Μέσα του μα μακριά Στα σπλάχνα
μιας πραγματικότητας επινοημένης και φευγαλέας
Ήταν ωραίο με τρόπο απόλυτο γιατί δεν άγγιξα—
το σώμα σου αν και το θέλαμε κι εσύ κι εγώ
Μα πριν τον πόθο μου υπήρχε το μέλλον μου
Υπήρχες εσύ πριν τον πόθο μου για ’σένα
πριν τον πόθο υπήρχε ο έρωτας
Πριν τον έρωτα υπήρχε η ζωή και το κακό
Εκείνον τον έρωτα που δεν του δόθηκε μια νύχτα
Ούτε καν μια νύχτα γλυκειά αγάπη μου



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


********************************

Ni siquiera una dulce noche 


Aquel amor de fiebre y de tormento Aquel estar
pendiente de la luna entre los cocoteros Por si ella
me traía presagios de tu cuerpo Pero en vano
Pero estaba demasiado enfermo para soportar
la intimidad de tus caricias No hubieras conocido
en mí sino el temblor de un poeta y de su muerte
Aquel temor de mirarnos a los ojos no era vano
Estabas revestido de otro mundo Estabas lejos
Sobre todo cuando yo te amaba Cuando era
de ti como la nube en el reflejo del agua
Dentro pero lejos Dentro en el vientre
de una realidad inventada y fugaz
Era íntegramente bello porque no toqueteé;
tu cuerpo aunque tú lo querías y yo también
Pero antes de mi deseo estaba mi futuro
Estabas tú antes de mi deseo de ti
antes que el deseo estaba el amor
Antes que el amor estaba la vida y la maldad
Aquel amor que no tuvo una noche
Ni siquiera una dulce noche amor mío



Αναδημοσίευση από το περιοδικό Poeticanet (τεύχος 14 - Μάρτιος 2011) 


Πιασμένοι από ’να στίχο...

 
Γιάννης Ρίτσος
 
Αυτό ήταν το ζήτημα

Δεν ήξερε πού να πάει, τί να κάνει. Τον κύκλωνε το άδειο.
Η αμηχανία του σκόνταφτε στους τέσσερις τοίχους.
Μιά μύγα ήταν πιασμένη στο δίχτυ του βόμβου της.
Μια αράχνη κατέβαινε επίσημα πιασμένη απ’ τον σπάγκο
  του σάλιου της.
Πιάστηκε τότε κι αυτός από ’να στίχο και κατέβαινε
  αμίλητος,
χαρούμενος απ’ την κάθετη αυτή ισορροπία
  της καταβύθισης,
σίγουρος πως, όποια στιγμή, θα μπορούσε ν’ ανέβει
και μάλιστα ακόμη πιο ψηλά από κει που ξεκίνησε.
Όμως το ζήτημα δεν ήταν αυτό. Το ζήτημα ήταν
Αν το σκοινί του στίχου του άντεχε για ν’ ανεβάσει
  κι έναν άλλο.

15/3/11

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

 


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Οι εκδόσεις Αρμός και το περιοδικό περιποίησης Κουκούτσι σας καλούν στην παρουσίαση του 3ου τεύχους του περιοδικού το Σάββατο 19 Μαρτίου 2011 στις 12.00 το μεσημέρι στο βιβλιοπωλείο Αρμός (Μαυροκορδάτου 11, τηλ. 210 3306589).

Για το τεύχος που είναι αφιερωμένο στη "Γενιά του '27" της ισπανικής ποίησης θα μιλήσουν:
ο εκδότης του περιοδικού  Βασίλης Ζηλάκος και 
η επιμελήτρια του αφιερώματος Έλενα Σταγκουράκη.

Θα διαβαστούν ποιήματα των Θερνούδα, Αλτολαγκίρε, Πράδος, Λόρκα, Σαλίνας, Γκιγιέν, Ντιέγο κ.ά.

Περιοδικό Κουκούτσι. Κωνσταντίνου Παλαιολόγου 40Α, Βούλα 166 73
e-mail: koukoutsi.peripoihsh@gmail.com

CU there!

13/3/11

Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος...

 


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Η άλλη Πηνελόπη

Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.
κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,
μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.
Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση
στην ιδέα «Οδυσσέας»
που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια  
να περιμένουν στο προαύλιο
των μυστικών συνηθειών του κορμιού της.      
Εκεί στο παλάτι του νησιού
με τους φτιαχτούς ορίζοντες
μιας γλυκερής αγάπης
και το πουλί απ’ το παράθυρο
να συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειρο
είχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσης
την προσωπογραφία του έρωτα.
Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο
βαστώντας μια κούπα καφέ
πρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστός
να βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.
 
Η σκιά του στον τοίχο
σημάδι από έπιπλο που μόλις το σήκωσαν
αίμα από αρχαίο φόνο
μοναχική παράσταση του Καραγκιόζη
στο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.
Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος
όπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιά
το αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ' τα χέρια
η πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώο
το χώμα και το φτυάρι
το γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.
 
Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρα
την υποβλητική μουσική του φόβου
τα κρουστά της παραίτησης
το γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέρας
χωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνου
τις περίπλοκες συγχορδίες
μιας άπειρης ευγνωμοσύνης
για ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεται
νεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωτα
όχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματα
αγγίγματα και δαγκώματα
φωνούλες στα σκοτάδια
μυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως.
Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός
και του ’κλείσε την πόρτα.
 

11/3/11

Στης σάρκας σου το χιόνι.../ Bordando la piel...



Η εκδίκηση της ιστορίας                                          


Ντυμένη χρώματα άλλα,                                             
λαλιά θα έχω άλλη,                                                    
μανα!– προσβάλλω πάλι                                          
την άθικτή σου γυάλα.                                                

Ικέτιδα άλλου έθνους,                                                            
ναού ιέρεια άλλου,                                                      
ραγίζω τους κρυστάλλους,                                         
δικούς σου μα και ξένους.                                          

Το όνομά μου ίδιο                                                       
και σύμφωνα και τόνοι:                                               
ατέλειωτοι οι πόνοι―                                                 
του άνθρακα διοξείδιο.                                               

Το όνομά μου ίδιο∙                                                      
καρφίτσα που τρυπώνει                                              
στης σάρκας σου το χιόνι—                                      
φαρμάκι επιτήδειο.                                                                                                   



Έλενα Σταγκουράκη

**************************

La venganza de la historia

Vestida de otros colores,
lenguaje hablaré diferente;
de nuevo invadí y de repente
tu imperio de pocos dolores.

De otra nación suplicante,
de templo sirviente distinto;
rompí ya el cristal claro-tinto,
el tuyo y ajeno y picante.

Mi nombre es siempre lo mismo,
sus tonos y sus consonantes:
dolores horribles como antes―
abrí para ti el abismo.

Mi nombre es siempre lo mismo:
aguja que sigue pinchando
la nieve de tu piel, bordando―
veneno eficaz y maligno.


Elena Stagkouraki


Traducción al español: Elena Stagkouraki

9/3/11

Μια όμορφη πρωτοβουλία...

 


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.
Στείλτε ένα ΒΙΒΛΙΟ, ακόμα και απ΄ αυτά που έχετε ήδη διαβάσει, στο ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ.
Γράψτε στην πρώτη σελίδα την αφιέρωση σας ή το μήνυμα σας
και στείλτε το με ένα απλό γραμματόσημο (κόστος γραμματ. από 1,90 έως 2,12ευρώ)
στοιχεία παραλήπτη: Δημοτικό Σχολείο Καστελορίζου ΤΚ85111 (συμμετοχή στην εκστρατεία του www.24grammata.com).

8/3/11

Στο σταυρό της ιερής θηλύτητας...

 
  
                                                                    Λόγω της ημέρας, αφιερωμένο...


Άγγελος Σικελιανός

Λιλίθ

Ώ µυστική, µεγάλη πρωτοεικόνα·
εδώ που πλέον ακοίµητο το πνέµα
το βαθύ του ανδρισµού µου, τραβηγµένο,
σάµπως λιοντάρι λαβωµένο πάσκει,
παλεύοντας το Θεό να σµίξει πάλι
την πρώτη ακατάστροφη πατρίδα
πιο πάνω από τα σύνορα του Μύθου
µακρύτερα απ’ τον κύκλο το γραµµένο
της Ιστορίας, πιο πέρα από το Λόγο,
ως πότε θα Σε βλέπω σταυρωµένη
στο σταυρό της ιερής θηλύτητας Σου,
στο µεγάλο σταυρό της οµορφιάς Σου...


6/3/11

Πιότερο να δω παρά να πω...




Κωνσταντίνος Καβάφης

Ζωγραφισμένα

Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε.             Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει.            Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πια για να το αποκοιμίσει. —
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της. 


Ποιος λόγος πιο αιματηρός...

 


Παντελής Μπουκάλας

Καρδιοπονόθλιβος

Λέξη στου λεξικού κρυμμένη τις σελίδες,
πες κοιμωμένη, πες από το χρόνο ηττημένη
αφού αλλάζουν και τα πάθη σύνταξη και τρόπο.
Τυχαία καθήλωσε το μάτι, άλλα ζητούσε,
η λέξη-έρμαιο, τυχαία ξεκλείδωσε τη σκέψη.
Κάποιος πολύ που πόνεσε την έπλασε, ποιος άλλος,
κάποιος που σάλο διένυσε και βγήκε συντριμμένος
και τα συντρίμμια σύναξε να ξαναρμόσει κόσμο.
Κι έφτιαξε λέξη όμορφη, και δύσκολη, και πλήρη,
μέσα να κλείσει τον καημό και να τον φυλακίσει,
μέσα κι ο ίδιος να κλειστεί για να 'χει να γκρεμίσει,
για να ξανάβγει όπου φως, όπου καημός κι αγάπη,
πάλι να λάβει, να δοθεί, να ξοδευτεί, ν' ανοίξει,
πάλι το φόβο να γευτεί, το σπαραγμό να ζήσει,
πάλι η χαρά να του δοθεί θάλασσα αγριεμένη,
δίχως λιμάνι πουθενά, δίχως σκαριά σωσίβια.
Λέξη σαν λήμμα ουδέτερο στο λεξικό χαμένο,
σάμπως δεν είναι μάχαιρα η κάθε συλλαβή της,
σάμπως δεν είναι πυρκαγιά το κάθε της το γράμμα,
φωτιά που καίει και καταλεί, φωτιά που αποτεφρώνει.
Καρδιοπονόθλιβος λοιπόν. Λέξη τυχαία, σβησμένη,
που πάλι παίρνει τη φωνή, και τρέμει και τρομάζει,
πάλι τον κόσμο ζωγραφεί, πλήρη και συντριμμένο.
Εφτά καρφιά οι συλλαβές, εφτά γλυκά φαρμάκια.
Καρδιοπονόθλιβος - αυτό. Ποιον τάχα; Ποιον ορίζουν
τα γράμματα κι οι συλλαβές, ηχώντας και σιωπώντας;
Ποιος άλλος απ' τον έρωτα στον πόνο νόημα δίνει,
το χρόνο τον περιγελά κι ας μοιάζει ηττημένος;
Ποιο λεξικό ασφαλέστερο, πιο πλούσιο απ 'το σώμα,
όταν φιλάει και φλέγεται, φιλιέται σπαρταράει;
Ποιος λόγος πιο αιματηρός από το σ' αγαπάω;
Ποιον καρδιοπονόθλιβο άλλον να ιστορήσεις
παρά τον που συντρίβει
                                             καρδιά
                                                             κορμί
                                                                           και λογισμό;