28/2/11

Πλασμένοι από πηλό...

 


Διονύσης Καψάλης

Ι.

Το προσωπείο του έρωτα δακρύζει,
το πρόσωπο από μέσα σιωπηλό
σαν πέτρα∙ είτε πλασμένοι από πηλό
είτε από μέταλλα ευγενή, ορίζει

άλλος την ώρα της επιστροφής:
έγκλειστος μέσα μου σε χαμηλό
κελί, περνούν οι μέρες μου, μιλώ
μόνος με τις σκιές της οροφής

κι εκτίω μιας αόριστης ποινής
τις εποχές∙ με λίγο φως τα βράδια
μετέρχομαι μιας τέχνης ταπεινής

την ταπεινή παρηγοριά - σκοτάδια
αργοπορούν τριγύρω μου σαν χάδια,
εδώ που δεν αγάπησε κανείς.

 

25/2/11



ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ


Όταν οι αισθήσεις προδίδουν

Την τρέχουσα θεατρική περίοδο δύο παραστάσεις προκαλούν το ενδιαφέρον του θεατρόφιλου κοινού της πρωτεύουσας, έχοντας επιβληθεί ως εξέχοντα γεγονότα: ο λόγος για τη «Φρεναπάτη» του Κορνέιγ σε μετάφραση-σκηνοθεσία Μαυρίκιου και το «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Λιβαθινού, με το πλεονέκτημα του Βραβείου Κριτικών Θεάτρου 2009. Δυο παραστάσεις με παράλληλες συντεταγμένες κι όμως ολότελα αποκλίνουσες πορείες: δύο αντίποδες, με τη ζυγαριά να κλίνει σαφώς υπέρ του πρώτου.

Έργα γραμμένα στη Γαλλία και την Αγγλία αντίστοιχα του 1600, πραγματεύονται ένα θέμα κοινό, πανανθρώπινο και πάντα επίκαιρο, τη σχέση γονέων-παιδιών και την άσκηση (συχνά κατάχρηση) εξουσίας μέσα σε αυτήν. Κύριο στοιχείο αμφότερων η ψευδαίσθηση, τα παιχνίδια του νου που αφορούν ένα γονέα ευρισκόμενο σε ταραχή ή στο κατώφλι της τρέλας. Όσο για τις παραστάσεις του 2010, πρόκειται αναμφισβήτητα για σύνθετες παρουσιάσεις με συγκερασμό διαφόρων οπτικοακουστικών μέσων και, κυρίως, για ξεκάθαρες μεταφορές και προσαρμογές στην αισθητική του σήμερα. Εδώ όμως εξαντλούνται και τα σημεία τομής των δύο παραστάσεων και η μεταξύ τους απόκλιση δεν οφείλεται μόνο και μόνο στο γεγονός ότι στη «Φρεναπάτη» γινόμαστε μάρτυρες της σχέσης μιας δεσποτικής μάνας απέναντι στο γιο της, ενώ στο Βασιλιά Ληρ η σχέση είναι αντίστροφη∙ ούτε στο διαφορετικό είδος τρέλας, ως αθώα ψευδαίσθηση αφενός και διατάραξη της λογικής αφετέρου∙ αντιθέτως, η κύρια διαφορά συναντάται στον τρόπο της αισθητικής επεξεργασίας και στο αν τελικά κατορθώνεται η μεταφορά στο σήμερα ή καταργείται η όποια έννοια αισθητικής. Ή μήπως να αρκεστούμε στην παραδοχή της απουσίας της αισθητικής σήμερα;

Η «Φρεναπάτη» δεν συνιστά εξύμνηση του κόσμου του θεάτρου λόγω του καταληκτικού συμπεράσματος, αλλά πολύ περισσότερο όντας η ίδια εξαιρετικό δείγμα αισθητικής. Δωρικά σκηνικά κρατούν ηθοποιούς και έργο στο προσκήνιο, χωρίς να τα επισκιάζουν, οι μαριονέτες και οι βιντεοπροβολές πλαισιώνουν άριστα το παραμύθι, χαρίζοντάς του πολυεπίπεδο βάθος και η μουσική συνοδεύει την παράσταση όπως σε ελάχιστες περιπτώσεις. Βεβαίως, προϋποτίθεται η εξοικείωση με τον έμμετρο λόγο που, όταν απουσιάζει, ξενίζει ίσως το θεατή, όταν όμως υφίσταται, δεν μπορεί παρά να τον συνεπάρει. Η μετάφραση του Μαυρίκιου απολαυστική και ειλικρινά κωμική συμβάλλει καταλυτικά σε ένα άρτιο και απόλυτα αρμονικό αποτέλεσμα. Ξεχωρίζουν οι Γάλλος, Κολιανδρή, Κοταμανίδου και συγκινεί η παρουσία του Βογιατζή, με το έργο να συνιστά, θα λέγαμε, απόδοση τιμής στον ίδιο.


Στον «Βασιλιά Ληρ», αντιθέτως, με εμφανή τη σφραγίδα του Λιβαθινού, τα αναγνωρίσιμα στοιχεία της σκηνοθεσίας του δε βρίσκουν το δρόμο της ενσωμάτωσης στο έργο, παραμένοντας ξένα προς αυτό. Πρόκειται για μια παράσταση άνιση, με τραγικές νότες μέσα σε ένα γενικότερο αποτέλεσμα που φτάνει να γίνεται κωμικό. Πώς αλλιώς, αφού κύριο στοιχείο είναι η υπερβολή, τόσο στην απόδοση (ερμηνεία των ηθοποιών), όσο και στη σκηνογραφία και τη μουσική επένδυση; Με τους ηθοποιούς να κραυγάζουν, ακόμα και χωρίς προφανή λόγο, τους ιππότες του βασιλιά ως συμμορία ληστών με πέτσινα, τις κόρες ως τραγουδίστριες καμπαρέ, ντυμένες με διαστημικά γκρίζα φορέματα, τον υπηρέτη ως Emo που συνεχώς χτενίζεται και τους θεατές να βουλώνουν τα αυτιά στα μουσικά διαλείμματα όπου η ηλεκτρική κιθάρα κάνει εξώστη και θεωρεία να δονούνται κυριολεκτικά, νομίζει κανείς ότι μπέρδεψε τα θεάματα. Με αυτά τα μέσα δεν επιτυγχάνεται η διαφοροποίηση, ούτε και η επικαιροποίηση, αν αυτοί ήταν οι στόχοι του κατά τα άλλα επιφανούς σκηνοθέτη. Το λυπηρό είναι ότι η συγκεκριμένη διασκευή υπονομεύει ηθοποιούς όπως ο Τσακίρογλου και ο Χαρίσης, των οποίων η υποκριτική ποιότητα επιμένει, χωρίς να φτάνει στο απόγειό της. 

Με τη «Φρεναπάτη» και το «Βασιλιά Ληρ» τίθενται ακόμη μια φορά τα ζητήματα του σεβασμού του έργου (και του κοινού) κατά την αναζήτηση της πρωτοτυπίας, των ορίων κατά τη μεταφορά του παλιού και την παρουσίασή του ως καινούργιου, της άκρατης αποδοχής του προκλητικού ως καλού και αγαθού  και, τέλος, της αισθητικής της αναπαράστασης ως καθρέφτη της γενικότερης ισχύουσας αισθητικής. Η «Φρεναπάτη» μάς κέρδισε, ο «Βασιλιάς Ληρ» δεν έπεισε.


Έλενα Σταγκουράκη,
Αθήνα, 14.11.2010


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη" (τεύχος 3)


23/2/11

Είσαι η δική μου η Μοίρα...

 


Οδυσσέας Ελύτης

Ιδού εγώ λοιπόν

Ιδού εγώ λοιπόν,
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες
και τα νησιά του Αιγαίου∙
ο εραστής του σκιρτήματος
των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς∙
ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.
Ιδού εγώ καταντικρύ
του μελανού φορέματος
των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών,
που τα τέκνα της άμβλωσε,
γαστέρας, το άγκρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή
προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη,
να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα,
κι άλλα πλούτη δεν άκουσα
παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς
τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω
που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία
και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων,
είσαι η δική μου η Μοίρα!

21/2/11

Για την Ελένη...

Όνομα δίκοπο...



          

                                                                                                Τούτες τις πληγές
                                                                                               πώς να επουλώσεις
                                                                                              απ’ όνομα που γίναν
                                                                                              δίκοπο; Ε.Σ.



Τρέχει με χίλια,
ιλιγγιώδης η χαρά∙
σπάει το κοντέρ: "σ...".

***

Πάλι και πάλι
σκοντάφτω στο παρόν σου
περασμένο Εσύ.

***

Ανοίγει φτερά,
πετά και βρίσκει τοίχο:
στερνή σοφία.



Έλενα Σταγκουράκη

17/2/11

Μια υπέροχη μελωδία...

Μέσα στην αγάπη σαν σε καταιγίδα...

 


Τάσος Αναστασίου

Όταν σε άγγιζα

Πονούσα όταν σε άγγιζα, έτρεμα, τώρα
όλα σβήσαν. Α, ο χρόνος ιατρός ψυχών.
Την απόσταση που μας χωρίζει δεν μπορεί να διασχίσει
ούτε καράβι, ούτε αεροπλάνο.
Ήρεμος είμαι, στα παγωμένα χέρια
της καθημερινότητας. Σπάνια πια
να σ' ενοχλήσω: Όταν το ποτό έχει ανάψει το αίμα.
Όταν ακούω το "Dark Globe". Όταν διαβάζω για "κύματα
παφλάζοντα, κυρτά, φαληριόωντα".
Θυμάμαι, ναι, πονούσα. Το σώμα
ντυνόταν τη σκέψη του ήλιου για ν'αντέξει.
Ήρεμος είμαι τώρα. Όλα σβήσαν.
Η ανάσα σου, το βλέμμα σου. Με κοιτούσες
και με ταξίδευες στην αγάπη σαν σε καταιγίδα.

14/2/11

Πες το κι έγινε!



Heinrich Böll

Κά­τι θὰ γί­νει: Μιὰ ὑ­περ­δρα­στή­ρια ἱ­στο­ρί­α  

                 Στις πιο ξεχωριστές πε­ρι­ό­δους τῆς ζω­ῆς μου θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ κα­τα­τά­ξει ἐ­κεί­νη, ὅ­ταν ἐρ­γα­ζό­μουν στὸ ἐρ­γο­στά­σιο τοῦ Ἄλ­ρεντ Βούν­ζην­τελ. Ἐκ φύ­σε­ως τεί­νω μᾶλ­λον πρὸς τὴν πε­ρί­σκε­ψη καὶ τὴν ἀ­πρα­γί­α πα­ρὰ πρὸς τὴν δου­λειά, ἀλ­λὰ ὅ­λο κι ἀ­ναγ­κά­ζο­μαι λό­γῳ δια­ρκοῦς οἰ­κο­νο­μι­κῆς δυ­σπρα­γί­ας —ἡ πε­ρί­σκε­ψη ἐ­ξάλ­λου ἀ­πο­φέ­ρει τό­σα ἀ­κρι­βῶς ὅ­σα καὶ ἡ ἀ­πρα­γί­α— ν’ ἀ­πο­δέ­χο­μαι μιὰ, ὡς εἴ­θι­σται ν’ ἀ­πο­κα­λεῖ­ται, θέ­ση ἐρ­γα­σί­ας. Ἔ­χον­τας φτά­σει λοι­πὸν γι’ ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ σὲ τέ­τοι­ο ση­μεῖ­ο πα­ρακ­μῆς, ἐμ­πι­στεύ­τη­κα τὴν τύ­χη μου στὰ χέ­ρια τοῦ γρα­φεί­ου εὑ­ρέ­σε­ως ἐρ­γα­σί­ας, τὸ ὁ­ποῖ­ο μ’ ἔ­στει­λε μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ἑ­πτὰ στὸ ἐρ­γο­στά­σιο τοῦ Βούν­ζην­τελ, ὅ­που θὰ ὑ­πο­βαλ­λό­μα­σταν καὶ σὲ ἐ­ξε­τά­σεις κα­ταλ­λη­λό­τη­τος… Ἡ ἴ­δια ἡ ὄ­ψη τοῦ ἐρ­γο­στα­σί­ου ξύ­πνη­σε τὴ δυ­σπι­στί­α μέ­σα μου: τὸ ἐρ­γο­στά­σιο ἦ­ταν κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου ἀ­πὸ γυ­ά­λι­να τοῦ­βλα, καὶ ἡ ἀ­πέ­χθειά μου γιὰ τ’ ἀ­νοι­χτό­χρω­μα κτί­ρια καὶ τοὺς φω­τει­νοὺς χώ­ρους εἶ­ναι τό­σο με­γά­λη ὅ­σο αὐ­τὴ γιὰ τὴ δου­λειά. Ἀ­κό­μα πιὸ δύ­σπι­στος ἔ­γι­να σάν μᾶς σέρ­βι­ραν (στὸ φω­τει­νὸ καὶ ἀ­νοι­χτό­χρω­μο κυ­λι­κεῖ­ο) καὶ πρω­ι­νό. Ὄ­μορ­φες σερ­βι­τό­ρες μᾶς ἔ­φε­ραν αὐ­γά, κα­φὲ καὶ τό­στ, γου­στό­ζι­κες κα­νά­τες πε­ρι­εῖ­χαν χυ­μὸ πορ­το­κά­λι καὶ τὰ χρυ­σό­ψα­ρα πλη­σί­α­ζαν στὸ τζά­μι τοῦ ἐ­νυ­δρεί­ου ἀ­να­δει­κνύ­ον­τας τὰ σὰν σὲ λή­θαρ­γο ἀ­δι­ά­φο­ρα μά­τια τους. Οἱ δὲ σερ­βι­τό­ρες τό­σο εὔ­θυ­μες, ποὺ κόν­τευ­αν, θαρ­ρεῖς, νὰ σκά­σουν ἀ­πὸ τὴν τό­ση εὐ­φο­ρί­α. Μό­νο μὲ τὴν κα­τα­βο­λὴ ὑ­περ­βο­λι­κῆς προ­σπά­θειας καὶ τὴν ἐ­πί­δει­ξη ἐκ­πλη­κτι­κῆς ἐγ­κρά­τειας —αὐ­τὴν τὴν ἐν­τύ­πω­ση εἶ­χα του­λά­χι­στον— κα­τά­φερ­ναν νὰ μὴν ξε­σπά­σουν σὲ κε­λα­ϊ­δη­τὸ δι­αρ­κεί­ας. Τό­σο γε­μά­τες ἔ­μοια­ζαν ἀ­πὸ τρα­γού­δια μὴ τρα­γου­δι­σμέ­να, ὅ­σο καὶ κό­τες ἀ­πὸ κυ­ο­φο­ρού­με­να ἀ­κό­μα αὐ­γά.           
             Ἀ­μέ­σως δι­έ­βλε­ψα αὐ­τὸ ποὺ οἱ ἄλ­λοι ὑ­πο­ψή­φιοι φαί­νε­ται πὼς ἀ­γνο­οῦ­σαν: ὅ­τι δη­λα­δὴ τὸ πρω­ι­νὸ ἀ­πο­τε­λοῦ­σε μέ­ρος τῆς ἐ­ξέ­τα­σής μας. Ἔ­τσι, μα­σοῦ­σα λοι­πὸν κι ἐ­γὼ στω­ι­κά, μὲ ὕ­φος ἀν­θρώ­που ποὺ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι εἰ­σφέ­ρει στὸ σῶ­μα του τρο­φὲς ἀ­νε­κτί­μη­της ἀ­ξί­ας. Μέ­χρι ποὺ ἔ­φτα­σα νὰ κά­νω καὶ αὐ­τό, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πα­ρα­κι­νή­σει κα­μί­α δύ­να­μη —γνω­στὴ καὶ ἄ­γνω­στη— αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου: μὲ ἄ­δει­ο στο­μά­χι, ἤ­πια τὸ χυ­μό, δὲν ἄγ­γι­ξα κὰν τὸν κα­φὲ καὶ τ’ αὐ­γά, ἐ­νῶ ἄ­φη­σα στὸ πιά­το τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ τό­στ. Ἔ­πει­τα ση­κώ­θη­κα κι ἄρ­χι­σα νὰ βα­δί­ζω πά­νω κά­τω στὸ κυ­λι­κεῖ­ο, μὲ τὸν ἀ­έ­ρα ἀν­θρώ­που ποὺ κα­τα­στρώ­νει στὸ μυα­λό του σχέ­διο δρά­σης γιὰ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χει νὰ κά­νει.        
            Ἔ­τσι, ὁ­δη­γή­θη­κα πρῶ­τος στὴν αἴ­θου­σα τῆς ἐ­ξέ­τα­σης, ὅ­που ἤ­δη μᾶς πε­ρί­με­ναν πά­νω σὲ φί­να τρα­πέ­ζια τὰ ἐ­ρω­τη­μα­το­λό­για. Οἱ τοῖ­χοι δὲ βαμ­μέ­νοι σὲ τέ­τοι­ο τό­νο τοῦ πρά­σι­νου, ποὺ θὰ ἔ­κα­νε κά­θε φα­να­τι­κὸ τῆς δι­α­κό­σμη­σης ν’ ἀ­να­φω­νή­σει μὲ δέ­ος «θαῦ­μα!». Κα­νεὶς δὲ φαι­νό­ταν τρι­γύ­ρω, ὡ­στό­σο ἤ­μουν τό­σο σί­γου­ρος ὅ­τι μὲ πα­ρα­κο­λου­θοῦν, ποὺ συμ­πε­ρι­φε­ρό­μουν ὅ­πως ἕ­νας πο­λυ­πράγ­μων ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­γνο­εῖ ὅ­τι τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦν: ἀ­νυ­πό­μο­να ἔ­βγα­λα ἀ­π’ τὴν τσέ­πη τὴν πέ­να μου, ἀ­φαί­ρε­σα τὸ κα­πά­κι, κά­θη­σα στὸ πλη­σι­έ­στε­ρο τρα­πέ­ζι καὶ τρά­βη­ξα πρὸς τὸ μέ­ρος μου τὸ ἐ­ρω­τη­μα­το­λό­γιο, ὅ­πως τρα­βᾶ τὸ λο­γα­ρια­σμὸ στὸ ἑ­στι­α­τό­ριο ὁ ἰ­δι­ό­τρο­πος. Ἐ­ρώ­τη­ση πρώ­τη: Θε­ω­ρεῖ­τε σω­στὸ ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος δι­α­θέ­τει μό­νο δύο χέ­ρια, δύο πό­δια, δύο μά­τια καὶ δύο ἀ­φτιά; Ἐ­πι­τέ­λους, νὰ μιὰ φο­ρὰ ποὺ χρει­ά­στη­κε ν’ ἀ­δρά­ξω τοὺς καρ­ποὺς τῆς κο­πι­ώ­δους πε­ρί­σκε­ψής μου, γρά­φον­τας χω­ρὶς κα­νέ­να δι­σταγ­μό: «Ἀ­κό­μα καὶ τέσ­σε­ρα χέ­ρια, πό­δια, μά­τια κι ἀ­φτιὰ νὰ εἶ­χε ὁ ἄν­θρω­πος, ἐ­μέ­να δὲ θὰ μοῦ ἔ­φτα­ναν. Τό­ση ἡ πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη μου, ἀλ­λὰ τί νὰ κά­νω; Ἐλ­λι­πὴς ὁ ἐ­ξο­πλι­σμὸς τοῦ ἀν­θρώ­που.» Ἐ­ρώ­τη­ση δεύ­τε­ρη: «Πό­σα τη­λε­φω­νή­μα­τα εἶ­στε σὲ θέ­ση ν’ ἀ­παν­τή­σε­τε ταυ­το­χρό­νως;» Ἡ ἀ­πάν­τη­ση καὶ αὐ­τῆς τῆς ἐ­ρώ­τη­σης ἦ­ταν τό­σο εὔ­κο­λη, ὅ­σο μιὰ ἐ­ξί­σω­ση πρώ­του βαθ­μοῦ. «Μὲ ἑ­φτὰ μό­νο τη­λε­φω­νή­μα­τα», ἔ­γρα­ψα, «εἶ­μαι ἀ­νυ­πό­μο­νος. Μό­νο ὅ­ταν γί­νουν ἐν­νιά, αἰ­σθά­νο­μαι ὅ­τι ἀγ­γί­ζω τὴ μέ­γι­στη ἀ­πό­δο­ση.» Ἐ­ρώ­τη­ση τρί­τη: «Τί κά­νε­τε με­τὰ τὸ σχό­λα­σμα;» Ἡ ἀ­πάν­τη­σή μου: «Δὲν ξέ­ρω πιὰ τί ση­μαί­νει ἡ λέ­ξη ‘σχό­λα­σμα’. Τὴ δι­έ­γρα­ψα ἀ­π’ τὸ λε­ξι­λό­γιό μου στὰ δέ­κα­τα πέμ­πτα γε­νέ­θλιά μου διότι ἐν ἀρ­χῇ ἦν ἡ πρά­ξις.» Ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν δι­κή μου. Πραγ­μα­τι­κά, οὔ­τε καὶ μὲ τὰ ἐν­νιὰ τη­λε­φω­νή­μα­τα αἰ­σθα­νό­μουν ὅ­τι προ­σέγ­γι­ζα τὴ μέ­γι­στη ἀ­πό­δο­ση. Φώ­να­ζα μὲς στὸ ἀ­κου­στι­κό: «Ἀ­να­λά­βα­τε ἀ­μέ­σως δρά­ση!» ἢ «Κά­νε­τε κά­τι!» ἢ «Κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει! Κά­τι θὰ γί­νει! Κά­τι ἔ­γι­νε! Κά­τι θὰ ἔ­πρε­πε νὰ γί­νει!». Τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς ὅ­μως (κα­θὼς αὐ­τὸ φαι­νό­ταν ν’ ἁρ­μό­ζει στὴ γε­νι­κό­τε­ρη ἀ­τμό­σφαι­ρα) χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σα τὴν προ­στα­κτι­κή. Ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον πα­ρου­σί­α­ζαν τὰ δι­α­λείμ­μα­τα γιὰ τὸ με­ση­με­ρια­νὸ φα­γη­τό, ὁ­πό­τε ὅ­λοι στὸ κυ­λι­κεῖ­ο, πε­ρι­βαλ­λό­με­νοι ἀ­πὸ ἄ­φω­νη εὐ­φο­ρί­α, κα­τα­να­λώ­να­με πλού­σι­ες σὲ βι­τα­μί­νες τρο­φές. Τὸ ἐρ­γο­στά­σιο τοῦ Βούν­ζην­τελ ἔ­βρι­θε ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­κα­ναν σὰν πα­λα­βοὶ γιὰ νὰ δι­η­γη­θοῦν στὸν ἄλ­λο τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς ζω­ῆς τους, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἁρ­μό­ζει σὲ πο­λυ­πράγ­μο­νες ἀν­θρώ­πους. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς ζω­ῆς τους εἶ­ναι γιὰ κεί­νους ση­μαν­τι­κό­τε­ρη ἀ­πὸ τὴ ζω­ή τους τὴν ἴ­δια. Δὲν ἔ­χει πα­ρὰ νὰ πι­έ­σει κα­νεὶς ἕ­να κουμ­πὶ καὶ νά σου, ξε­χύ­νε­ται σὰν χεί­μαρ­ρος ὁ δρό­μος τους, γε­μά­τος δάφ­νες καὶ τι­μές.                        
                Ὁ ἀν­τι­κα­τα­στά­της τοῦ Βούν­ζην­τελ ἦ­ταν ἕ­νας ἄν­δρας ὀ­νό­μα­τι Μπρό­σεκ, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἀ­πο­κτή­σει φή­μη σε­βα­στή, κα­θώς, ὄν­τας φοι­τη­τής, δού­λευ­ε νύ­χτα γιὰ νὰ θρέ­ψει τὰ ἑ­φτὰ παι­διὰ καὶ τὴν πα­ρά­λυ­τη γυ­ναί­κα του, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα εἶ­χε δι­εκ­πε­ραι­ώ­σει ἐ­πι­τυ­χῶς τέσ­σε­ρις ἐμ­πο­ρι­κὲς ἀ­πο­στο­λὲς καὶ μέ­σα σ’ ὅ­λα αὐ­τά, εἶ­χε πε­ρά­σει ἐ­πι­τυ­χῶς δύο φο­ρὲς μέ­σα σὲ δύο χρό­νια τὶς κρα­τι­κὲς ἐ­ξε­τά­σεις καὶ μά­λι­στα μὲ ἔ­παι­νο. Ὅ­ταν ρω­τή­θη­κε ἀ­πὸ δη­μο­σι­ο­γρά­φους «Καὶ πό­τε κοι­μᾶ­στε, κύ­ρι­ε Μπρό­σεκ;» ἐ­κεῖ­νος ἀ­πάν­τη­σε: «Ὕ­πνος ἴ­σον ἁ­μαρ­τί­α!» Ἡ δὲ γραμ­μα­τέ­ας τοῦ Βούν­ζην­τελ ἔ­τρε­φε τὸν πα­ρά­λυ­το σύ­ζυ­γό της καὶ τὰ τέσ­σε­ρά τους παι­διὰ ζω­γρα­φί­ζον­τας, εἶ­χε ἐκ­πο­νή­σει δι­α­τρι­βὴ πα­ράλ­λη­λα στὴν ψυ­χο­λο­γί­α καὶ τὴν ἐ­θνο­γρα­φί­α, ἐ­ξέ­τρε­φε λυ­κό­σκυ­λα καί, δου­λεύ­ον­τας ὡς τρα­γου­δί­στρια σὲ μπάρ, εἶ­χε γί­νει γνω­στὴ μὲ τὸ ὄ­νο­μα «Βὰμπ 7». Ἀλ­λὰ κι ὁ ἴ­διος ὁ Βούν­ζην­τελ ἀ­νῆ­κε σ’ ἐ­κεί­νους ποὺ πρω­ὶ-πρω­ί, πρὶν κὰν ξυ­πνή­σουν γιὰ τὰ κά­λα, εἶ­ναι ἕ­τοι­μοι γιὰ δρά­ση. «Πρέ­πει νὰ δρά­σω», σκέ­φτον­ται, τὴ στιγ­μὴ ποὺ σφίγ­γουν στὴ μέ­ση τους τὴ ζώ­νη τοῦ μπουρ­νου­ζιοῦ τους. «Πρέ­πει νὰ δρά­σω», σκέ­φτον­ται, ἐ­νῶ ξυ­ρί­ζον­ται, κοι­τά­ζον­τας θρι­αμ­βευ­τι­κὰ τὶς τρί­χες ποὺ ξε­πλέ­νει τὸ νε­ρὸ ἀ­π’ τὴν ξυ­ρι­στι­κὴ μη­χα­νὴ μα­ζὶ μὲ τὸν ἀ­φρὸ ξυ­ρί­σμα­τος. Αὐ­τὲς οἱ τρί­χες εἶ­ναι τὰ πρῶ­τα θύ­μα­τα τῆς ὁρ­μῆς τους γιὰ δρά­ση. Ἀ­κό­μα καὶ οἱ πιὸ ἰ­δι­ω­τι­κὲς ἐ­νέρ­γει­ες προ­κα­λοῦν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση στοὺς ἀν­θρώ­πους αὐ­τούς. Τὸ νε­ρὸ τρέ­χει ἀ­π’ τὸ κα­ζα­νά­κι, χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται χαρ­τί. Κά­τι γί­νε­ται. Ἐ­κεῖ­νοι τρῶ­νε ψω­μί, κα­θα­ρί­ζουν τὸ αὐ­γό. Ἡ πα­ρα­μι­κρὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα συ­νι­στοῦ­σε γιὰ τὸν Βούν­ζην­τελ δρά­ση. Τὸ πῶς ἔ­βα­ζε τὸ κα­πέ­λο του, τὸ πῶς —σφύ­ζον­τας ἀ­πὸ ἐ­νέρ­γεια— κούμ­πω­νε τὸ παλ­τό του, τὸ πῶς φι­λοῦ­σε τὴ γυ­ναί­κα του φεύ­γον­τας, ὅ­λα γιὰ τὸν Βούν­ζην­τελ ἦ­ταν δρά­ση.         
                    Μπαί­νον­τας στὸ γρα­φεῖ­ο του, χαι­ρε­τοῦ­σε τὴ γραμ­μα­τέ­α του λέ­γον­τάς της: «Κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει!» Κι ἐ­κεί­νη ἀ­παν­τοῦ­σε εὔ­θυ­μη: «Κά­τι θὰ γί­νει!» Πή­γαι­νε τό­τε ὁ Βούν­ζην­τελ ἀ­πὸ τὸ ἕ­να τμῆ­μα τοῦ ἐρ­γο­στα­σί­ου στὸ ἄλ­λο φω­νά­ζον­τας μὲ εὐ­φο­ρί­α: «Κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει!» Κι ὅ­λοι ἀ­παν­τοῦ­σαν: «Κά­τι θὰ γί­νει!» Ἀ­κό­μα κι ἐ­γὼ τοῦ φώ­να­ζα λάμ­πον­τας, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος ἐρ­χό­ταν καὶ στὸ δι­κό μου γρα­φεῖ­ο: «Κά­τι θὰ γί­νει!»       
                 Τὴν πρώ­τη κι­ό­λας ἑ­βδο­μά­δα ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν τη­λε­φω­νη­μά­των ποὺ ἀ­παν­τοῦ­σα ἔ­φτα­σε τὰ ἕν­τε­κα καὶ τὴ δεύ­τε­ρη τὰ δε­κα­τρί­α. Εἶ­χε πλά­κα ν’ ἀ­να­κα­λύ­πτω κά­θε πρω­ὶ στὸ τρὰμ νέ­ες προ­στα­γὲς καὶ νὰ βρί­σκω νέ­ους τρό­πους νὰ παί­ζω μὲ τὸ ρῆ­μα «γί­νο­μαι», χρη­σι­μο­ποι­ών­τας το σὲ δι­ά­φο­ρους χρό­νους, πρό­σω­πα καὶ φω­νές. Δυὸ μέ­ρες συ­νε­χό­με­να ἔ­λε­γα μί­α καὶ μό­νο φρά­ση για­τὶ μοῦ ἄ­ρε­σε πά­ρα πο­λύ: «Κά­τι θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἔ­χει γί­νει.» Δυὸ ἄλ­λες μέ­ρες ἔ­λε­γα: «Αὐ­τὸ δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ἔ­χει γί­νει.» Ἔ­τσι, ἄρ­χι­σα νὰ αἰ­σθά­νο­μαι ὅ­τι φτά­νω πραγ­μα­τι­κὰ τὸν ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ ἀ­πό­δο­σης, ὅ­ταν ξαφ­νι­κὰ κά­τι ἔ­γι­νε στ’ ἀ­λή­θεια. Μιὰ Τρί­τη πρω­ί, πρὶν κα­λὰ κα­λὰ ἀρ­χί­σω τὴ δου­λειά, μπῆ­κε σὰν σί­φου­νας ὁ Βούν­ζην­τελ στὸ γρα­φεῖ­ο μου μὲ τὸ οἰ­κεῖ­ο του «Κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει!». Κι ὅ­μως, κά­τι ἀ­νε­ξή­γη­το στὸ πρό­σω­πό του μ’ ἔ­κα­νε νὰ δι­στά­σω καὶ νὰ μὴν ἀ­παν­τή­σω μ’ εὐ­χά­ρι­στο καὶ ζων­τα­νὸ ὕ­φος, ὅ­πως προ­βλε­πό­ταν, μὲ τὴ φρά­ση «Κά­τι θὰ γί­νει!». Κα­τὰ τὰ φαι­νό­με­να, ὁ δι­σταγ­μός μου αὐ­τὸς δι­ήρ­κε­σε πο­λύ, κα­θὼς ὁ Βούν­ζην­τελ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πὸ κα­νο­νι­κὲς συν­θῆ­κες σπα­νί­ως σή­κω­νε τὸν τό­νο τῆς φω­νῆς του, μοῦ φώ­να­ξε ἐ­ξορ­γι­σμέ­νος: «Ἀ­παν­τῆ­στε! Ἀ­παν­τῆ­στε τώ­ρα, ὅ­πως προ­βλέ­πε­ται κι ἁρ­μό­ζει!» Κι ἐ­γὼ ἀ­πάν­τη­σα χα­μη­λό­φω­να, ἀν­τι­δρα­στι­κός, σὰν παι­δὶ ποὺ τὸ βά­ζουν νὰ πεῖ «Εἶ­μαι κα­κὸ παι­δί.» Κα­τό­πιν με­γά­λης προ­σπά­θειας κα­τά­φε­ραν νὰ προ­φέ­ρουν τὰ χεί­λη μου τὴ μα­γι­κὴ φρά­ση «Κά­τι θὰ γί­νει!» Δὲν πρό­λα­βα νὰ τε­λει­ώ­σω τὴ φρά­ση κι ἐ­κεῖ ἀ­πά­νω ἔ­γι­νε πραγ­μα­τι­κὰ κά­τι. Σω­ρι­ά­στη­κε στὸ πά­τω­μα ὁ Βούν­ζην­τελ, κύ­λη­σε πέ­φτον­τας στὸ πά­τω­μα καὶ στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ ἀ­κρι­βῶς στὴν ἀ­νοι­χτὴ πόρ­τα, φρά­ζον­τάς την. Ἀ­μέ­σως κα­τά­λα­βα αὐ­τὸ ποὺ σὲ λί­γο δι­α­πί­στω­σα μὲ βε­βαι­ό­τη­τα σὰν τὸν πλη­σί­α­σα, βγαί­νον­τας ἀρ­γὰ ἀρ­γὰ πί­σω ἀ­π’ τὸ γρα­φεῖ­ο μου: ἦ­ταν νε­κρός.       
                   Κου­νών­τας τὸ κε­φά­λι πέ­ρα­σα ἀ­πὸ πά­νω του κι ἀ­φοῦ δι­έ­σχι­σα τὸ δι­ά­δρο­μο, ἔ­φτα­σα στὸ γρα­φεῖ­ο τοῦ Μπρό­σεκ, ὅ­που μπῆ­κα χω­ρὶς νὰ χτυ­πή­σω στὴν πόρ­τα. Ὁ Μπρό­σεκ κα­θό­ταν στὸ γρα­φεῖ­ο του, σὲ κά­θε χέ­ρι κι ἀ­πὸ ἕ­να ἀ­κου­στι­κὸ καὶ στὸ στό­μα ἕ­να στυ­λό, μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο κρα­τοῦ­σε ση­μει­ώ­σεις σὲ ἕ­να ση­μει­ω­μα­τά­ριο. Μὲ γυ­μνὰ τὰ πό­δια χει­ρι­ζό­ταν μί­α πλε­κτο­μη­χα­νὴ το­πο­θε­τη­μέ­νη κά­τω ἀ­π’ τὸ γρα­φεῖ­ο, κα­θὼς αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ τρό­πος του νὰ συμ­βάλ­λει στὴν ἔν­δυ­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. «Κά­τι ἔ­γι­νε» τοῦ εἶ­πα σι­γά. Ὁ Μπρό­σεκ ἔ­φτυ­σε τὸ στυ­λὸ ἀ­π’ τὸ στό­μα, ἔ­κλει­σε καὶ τὰ δυ­ὸ τη­λέ­φω­να, τρά­βη­ξε δι­στα­κτι­κὰ τὰ δά­χτυ­λα τῶν πο­δι­ῶν του ἀ­π’ τὴν πλε­κτο­μη­χα­νὴ καὶ ρώ­τη­σε: «Τί ἔ­γι­νε;» «Ὁ κύ­ριος Βούν­ζην­τελ εἶ­ναι νε­κρός» ἀ­πάν­τη­σα. «Ἀ­πο­κλεί­ε­ται» ἀν­τέ­δρα­σε ὁ Μπρό­σεκ. «Κι ὅ­μως» εἶ­πα «ἐ­λᾶ­τε μα­ζί μου». «Ὄ­χι, ἀ­δύ­να­τον», δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ὁ Μπρό­σεκ, ἀλ­λὰ φό­ρε­σε τὶς παν­τό­φλες του καὶ μ’ ἀ­κο­λού­θη­σε στὸ δι­ά­δρο­μο. «Ὄ­χι» ἀ­να­φώ­νη­σε φτά­νον­τας στὸ πτῶ­μα τοῦ Βούν­ζην­τελ, «ἀ­δύ­να­τον!» Δὲν ἀν­τέ­δρα­σα. Κύ­λη­σα ἀ­νά­σκε­λα τὸν Βούν­ζην­τελ μὲ προ­σο­χή, τοῦ ἔ­κλει­σα τὰ μά­τια καὶ τὸν κοί­τα­ξα σκε­πτι­κός.     
                 Αἰ­σθα­νό­μουν σχε­δὸν τρυ­φε­ρό­τη­τα γιὰ ἐ­κεῖ­νον καὶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­σα ὅ­τι πο­τέ μου δὲν τὸν εἶ­χα μι­σή­σει. Στὸ πρό­σω­πό του ἦ­ταν ἀ­πο­τυ­πω­μέ­νη ἡ ἔκ­φρα­ση ποὺ ἀν­τι­κρί­ζει κα­νεὶς στὰ πρό­σω­πα μι­κρῶν παι­δι­ῶν ποὺ ἀρ­νοῦν­ται πει­σμα­τι­κὰ νὰ πα­ρα­τή­σουν τὴν πί­στη τους στὸν Ἅι-Βα­σί­λη, πα­ρὰ τὴν πει­στι­κό­τη­τα τῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των τῶν φί­λων τους ποὺ τὰ πει­ρά­ζουν. «Ὄ­χι», ἐ­πα­νέ­λα­βε ὁ Μπρό­σεκ, «ἀ­δύ­να­τον». «Κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει» εἶ­πα χα­μη­λό­φω­να. «Ναί», συμ­φώ­νη­σε ἐ­κεῖ­νος, «κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει». Κι ὄν­τως κά­τι ἔ­γι­νε: Ὁ Βούν­ζην­τελ κη­δεύ­τη­κε κι ἐ­πέ­λε­ξαν ἐ­μέ­να ἀ­π’ ὅ­λους νὰ κου­βα­λῶ ἕ­να στε­φά­νι ψεύ­τι­κα τρι­αν­τά­φυλ­λα πί­σω ἀ­π’ τὸ φέ­ρε­τρό του, κα­θὼς πέ­ρα ἀ­π’ τὴν τά­ση μου πρὸς πε­ρί­σκε­ψη κι ἀ­πρα­γία, δι­α­θέ­τω καὶ τὴν ἰ­δα­νι­κὴ κορ­μο­στα­σιὰ καὶ τὸ ἰ­δα­νι­κὸ πρό­σω­πο γιὰ τὰ μαῦ­ρα κου­στού­μια. Προ­φα­νῶς ἤ­μουν χάρ­μα ὀ­φθαλ­μῶν μὲ αὐ­τὸ τὸ στε­φά­νι ἀ­πὸ ψεύ­τι­κα τρι­αν­τά­φυλ­λα στὰ χέ­ρια, πί­σω ἀ­π’ τὸ φέ­ρε­τρο τοῦ Βούν­ζην­τελ. Ἔ­τσι, ἕ­να γρα­φεῖ­ο τε­λε­τῶν μοῦ πρό­τει­νε ἔμ­μι­σθη θέ­ση ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α πεν­θοῦν­τος. «Εἶ­στε γεν­νη­μέ­νος γι’ αὐ­τὴν τὴ θέ­ση», εἶ­πε ὁ δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ γρα­φεί­ου καὶ πρό­σθε­σε: «Τὰ ροῦ­χα τ’ ἀ­να­λαμ­βά­νου­με ἐ­μεῖς. Ἄχ τὸ πρό­σω­πό σας: ἁ­πλὰ ὑ­πέ­ρο­χο!»         
                  Ὑ­πέ­βα­λα στὸν Μπρό­σεκ τὴν πα­ραί­τη­σή μου μὲ τὴν αἰ­τι­ο­λο­γί­α ὅ­τι δὲ φτά­νω στὸ ἐρ­γο­στά­σιο τὸν ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ ἀ­πο­δο­τι­κό­τη­τάς μου κι ὅ­τι, πα­ρὰ τὰ δε­κα­τρί­α τη­λε­φω­νή­μα­τα, ἕ­να μέ­ρος τῶν ἱ­κα­νο­τή­των μου πα­ρα­μέ­νει ἀ­νε­κμε­τάλ­λευ­το. Με­τὰ τὴν πρώ­τη κι­ό­λας ἐμ­φά­νι­σή μου ὡς ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α πιὰ σὲ κη­δεί­α, εἶ­πα στὸν ἑ­αυ­τό μου: «Ἐ­δῶ ἀ­νή­κεις! Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ προ­ο­ρι­σμός σου.» Στέ­κο­μαι σκε­πτι­κὸς πί­σω ἀ­π’ τὸ φέ­ρε­τρο τοῦ νε­κροῦ μέ­σα στὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ κρα­τῶ μιὰ ἁ­πλὴ ἀν­θο­δέ­σμη ἐ­νῶ ἀ­κού­γε­ται τὸ «Λάρ­γο» τοῦ Χαῖν­τελ, ἕ­να ἔρ­γο πραγ­μα­τι­κὰ πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νο. Τὸ κα­φε­νεῖ­ο τοῦ νε­κρο­τα­φεί­ου ἔ­χει γί­νει τὸ στέ­κι μου κι ἐ­κεῖ περ­νῶ τὸ χρό­νο μου ἀ­νά­με­σα στὶς δι­ά­φο­ρες ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κές μου ἐμ­φα­νί­σεις. Ὡ­στό­σο, με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἐμ­φα­νί­ζο­μαι καὶ σὲ κη­δεῖ­ες ποὺ δὲ μ’ ἔ­χουν πα­ραγ­γεί­λει, ἀ­γο­ρά­ζω ἀ­π’ τὴ δι­κή μου τσέ­πη μιὰ ἁ­πλὴ ἀν­θο­δέ­σμη καὶ πλη­σιά­ζω τὸν ὑ­πάλ­λη­λο τῆς Πρό­νοι­ας ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ μό­νος τὸ φέ­ρε­τρο κά­ποιου ἀ­πά­τρι­δος. Συ­χνὰ πυ­κνὰ ἐ­πι­σκέ­πτο­μαι καὶ τὸν τά­φο τοῦ Βούν­ζην­τελ για­τί σὲ τε­λι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση χρω­στά­ω σ’ ἐ­κεῖ­νον τὴ νέ­α μου δου­λειά, ὅ­που ἡ πε­ρί­σκε­ψη εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μη­τή, ἡ δὲ ἀ­πρα­γί­α ὑ­πο­χρέ­ω­σή μου. Ἦ­ταν πιὰ πο­λὺ ἀρ­γὰ ὅ­ταν μοῦ πέ­ρα­σε ἀ­π’ τὸ μυα­λὸ ὅ­τι στὴν οὐ­σί­α δὲν ἐν­δι­α­φέρ­θη­κα πο­τὲ γιὰ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο ποὺ πα­ρα­γό­ταν στὸ ἐρ­γο­στά­σιο τοῦ Βούν­ζην­τελ. Θὰ πρέ­πει νά ‘ταν μᾶλ­λον σα­πού­νι.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


Πρώτη δημοσίευση: 
Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον" (03.12.2010)

11/2/11

Σαν λεκές λαδιού...

 


José Saramago (2008)

Η επικινδυνότητα της μη άσκησης κριτικής

Πιστέψαμε πως με τη δημοκρατία εγκαταλείφθηκαν κάποιοι φόβοι, ωστόσο μάλλον τους αντικαταστήσαμε με έναν άλλο, συλλογικό και γενικευμένο, φόβο, ο  οποίος δε σχετίζεται στο ελάχιστο με το βασανισμό ή τη λογοκρισία. Πρόκειται για το διαρκή φόβο απώλειας της θέσης εργασίας, έναν φόβο που περιορίζει τις δυνατότητες του ατόμου, του οποίου η ζωή κρέμεται απ’ αυτήν τη θέση εργασίας. Αυτόν ακριβώς το φόβο ενισχύει η πραγματική άρχουσα τάξη του σημερινού κόσμου που δεν είναι άλλη από την εξουσία των πολυεθνικών, η οποία προσαρμόζει τα πάντα στη δική της λογική. Μία λογική που επιβάλλει την επικίνδυνη επικράτηση της μη άσκησης κριτικής, η οποία εξαπλώνεται όπως ο λεκές από λάδι στα πέρατα της οικουμένης  Φαίνεται πως ο κανόνας είναι πλέον η απαγόρευση της σκέψης, η απαγόρευση της αντίδρασης και η απαγόρευσης της κριτικής.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

(Πηγή: José Saramago, Otros cueadernos)


************

Un peligroso acriticismo (del año 2008)

Creímos que con la democracia abandonábamos ciertos miedos, pero los hemos cambiado por otro miedo colectivo y general que nada tiene que ver con la tortura o la censura. Es el constante temor a perder el empleo, un miedo que limita y condiciona totalmente la vida de quien lo padece. Y ese miedo lo alimenta el verdadero gobierno del mundo de hoy, el poder de las multinacionales que lo conforma todo a su propia lógica. Una lógica que impone un peligroso acriticismo que crece como una mancha de aceite por todo el mundo. Parece que la norma es no pensar, no reaccionar, no criticar.


(Tomado de: Otros cuadernos, José Saramago) 

8/2/11

Ίσαμε της αιωνιότητας την άκρη...

 


Ερωτική ποίηση από την αρχαία Αίγυπτο


Ι

Ω λουλούδια του Μεχμέκ, δώστε μας ειρήνη!
Για σένα θα κάνω ό,τι προστάξει η καρδιά μου.

Όταν με αγκαλιάζεις
Λάμπεις με τόσο αστραποβόλο φως
Που χρειάζομαι βάλσαμο για τα μάτια μου.

Επειδή είμαι σίγουρη για την αγάπη σου
Φωλιάζω στο πλευρό σου σαν πουλί.

Η καρδιά μου γνωρίζει καλά πως εσύ
Ανάμεσα σ' όλους τους άνδρες είσαι ο άνδρας για μένα.

Ο κόσμος ολόκληρος λάμπει
Είθε να μπορούσαμε να κοιμόμαστε μαζί,
Όπως τώρα, ίσαμε της αιωνιότητας την άκρη.


ΙΙ

Τόσο μικρά είναι τα άνθη του Σεάμου
Που δίπλα τους κανείς νιώθει σαν γίγαντας.

Είμαι η πρώτη μέσα στις αγάπες σου,
Σαν φρεσκοανασκαμμένος κήπος από χλόη και
Άνθη μυρωμένα.

Ευφρόσυνο το ρυάκι που έχεις σκάψει
Στη φρεσκάδα του βόρειου ανέμου.

Γαλήνια τα μονοπάτια μας
Όταν το χέρι σου με χαρά αναπαύεται πάνω στο δικό μου.

Η φωνή σου δίνει ζωή, όπως το νέκταρ.

Το να σε βλέπω, αξίζει περισσότερο κι από φαί κι από πιοτό.



Μετάφραση από την αγγλική: Φώτης Τερζάκης



3/2/11

Φεγγαροτρόπια...


Gerardo Diego

Δική σου

Δυο λέξεις βρίσκεις μοναχά: «δική σου».
Οι άγγελοι στη θάλασσα τις λένε,
δεν τις αφήνουν να πνιγούν, μον’ καίνε
στη θέρμη τα φτερά και τη φωνή τους.

Τα πλάσματα υμνούνε: «Και αν μακρύνει,
κι αν σου κρυφτεί, στα ύπουλα να κλάψει,
δική σου είναι, κι αν φωτιά το κάψει
κι αν το νερό της θάλασσας το πλύνει.»

«Δική σου» τραγουδούν πουλιά και ψάρια,
το γράφουν άλαλα με τα φτερά τους:
το δέλτα, γιώτα, κάπα και το ήτα.

Ξανά να τραγουδήσετε την άρια,
ντουέτο να δοκιμαστεί, σειρά τους:
«Εσύ δική μου;» «Ναι, δική σου, στο είπα.»


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

*************************

Tuya

Ya sólo existe una palabra: tuya.
Ángeles por el mar la están salvando
cuando ya se iba a hundir, la están alzando,
calentando sus alas. ¡Aleluya! 

Las criaturas cantan: «Aunque huya,
aunque se esconda a ciegas sollozando,
es tuya, tuya, tuya. Aunque nevando
se borre, aunque en el agua se diluya».

«Tuya» , cantan los pájaros, los peces
mudos lo escriben con sus colas de oro:
Te, u, y griega, a, sí, tuya, tuya.

Cantádmela otra vez y tantas veces,
a ver si a fuerza de cantar a coro.
« ¿Tú? ¿Ya? ¿De veras?» «Sí. Yo, Tuya. Tuya.»

― · ―   ― ·  ―   ― · ―  ― · ―   ― · ―

Vicente Aleixandre

Αγαπιόντουσαν

Αγαπιόντουσαν.
Πάσχιζαν στο φως, χείλη μπλαβά κατά το ξημέρωμα,
χείλη που βγαίνουν από μια νύχτα σκληρή,
χείλη μισάνοιχτα, αίμα∙ αίμα; Πού;
Αγαπιόντουσαν σε στρώμα πλεούμενο, μισό νύχτα, μισό φως.

Αγαπιόντουσαν όπως τα λουλούδια και τα αγκάθια τα βαθιά,
σ’ εκείνο το μπουμπούκι της αγάπης σε κίτρινο καινούργιο,
όταν τα πρόσωπα γυρίζουν μελαγχολικά,
φεγγαροτρόπια που μ’ εκείνο το φιλί γυαλίζουν.

Αγαπιόντουσαν τη νύχτα, καθώς τα σκυλιά στα βάθη
αλυχτούν κάτω απ’ τη γη και οι κοιλάδες τεντώνονται
σαν ράχες αρχαϊκές που ανακαινισμένες αισθάνονται
-χάδι, μετάξι, χέρι, φεγγάρι που φτάνει κι αγγίζει.

Αγαπιόντουσαν απ’ αγάπη στο χείλος του ξημερώματος,
ανάμεσα στις σκληρές πέτρες τις κλειστές της νύχτας,
σκληρές σαν τα σώματα, παγωμένα απ’ τις ώρες,
σκληρές σαν τα φιλιά από δόντι σε δόντι μονάχο.

Αγαπιόντουσαν τη μέρα, παραλία που ολοένα επεκτείνεται,
κύματα που, φτάνοντας στα πόδια, χαϊδεύουν τα βρύα,
σώματα που σηκώνονται απ’ τη γη και αιωρούμενα…
Αγαπιόντουσαν τη μέρα, πάνω στη θάλασσα, κάτω απ’ τον ουρανό.

Μεσημέρι απόλυτο, αγαπιόντουσαν τόσο μόνοι κι οικείοι,
θάλασσα άφταστη και νέα, αισθαντικότητα διάσπαρτη,
μοναξιά του έμψυχου, ορίζοντες απόμακροι
πλεγμένοι σαν σώματα μοναχικά που τραγουδούν.

Μες στην αγάπη. Αγαπιόντουσαν σαν φωτεινή σελήνη,
σαν αυτή τη θάλασσα τη στρογγυλή που περιρέει αυτό το πρόσωπο,
γλυκιά έκλειψη νερού, μάγουλο σκιασμένο,
όπου τα ψάρια τα ερυθρά πάνε κι έρχονται δίχως μουσική.

Μέρα, νύχτα, δειλινά, ξημερώματα, χώροι,
κύματα νέα, παλιά, φευγαλέα, αέναα,
είτε θάλασσα είτε γη, πλεούμενο, στρώμα, φτερό, κρύσταλλο,
μέταλλο, μουσική, χείλη, σιωπή, βλάστηση,
κόσμος, γαλήνη, η μορφή τους.
Αγαπιόντουσαν. Να το ξέρετε.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

*******************************

Se querían

Se querían.
Sufrían por la luz, labios azules en la madrugada,
labios saliendo de la noche dura,
labios partidos, sangre, ¿sangre dónde? 

Se querían en un lecho navío, mitad noche, mitad luz. 

Se querían como las flores a las espinas hondas,
a esa amorosa gema del amarillo nuevo,
cuando los rostros giran melancólicamente, 

giralunas que brillan recibiendo aquel beso. 

Se querían de noche, cuando los perros hondos
laten bajo la tierra y los valles se estiran
como lomos arcaicos que se sienten repasados: 

caricia, seda, mano, luna que llega y toca. 

Se querían de amor entre la madrugada,
entre las duras piedras cerradas de la noche,
duras como los cuerpos helados por las horas,
duras como los besos de diente a diente solo. 


Se querían de día, playa que va creciendo,
ondas que por los pies acarician los muslos,
cuerpos que se levantan de la tierra y flotando...
Se querían de día, sobre el mar, bajo el cielo. 


Mediodía perfecto, se querían tan íntimos,
mar altísimo y joven, intimidad extensa,
soledad de lo vivo, horizontes remotos
ligados como cuerpos en soledad cantando. 


Amando. Se querían como la luna lúcida,
como ese mar redondo que se aplica a ese rostro,
dulce eclipse de agua, mejilla oscurecida,
donde los peces rojos van y vienen sin música. 


Día, noche, ponientes, madrugadas, espacios,
ondas nuevas, antiguas, fugitivas, perpetuas,
mar o tierra, navío, lecho, pluma, cristal,
metal, música, labio, silencio, vegetal,
mundo, quietud, su forma.
Se querían, sabedlo.




Περισσότερα στο 3ο τεύχος του περιοδικού "Κουκούτσι"
με αφιέρωμα στη γενιά  του ’27 της ισπανικής ποίησης 
(επιμέλεια αφιερώματος: Έλενα Σταγκουράκη).