29/6/11

Η αποθέωση της μινιατούρας...

 


 Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ, «Ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες».

­πο­θέ­ω­ση τῆς μι­νι­α­τού­ρας

«Γι’ αὐ­τὸ ἀ­παι­τῶ…» Οἱ ἐκ­πρό­σω­ποι τοῦ Ο­Η­Ε κοί­τα­ξαν πα­γω­μέ­νοι τὸν ὁ­μι­λη­τή. «Πό­λε­μο!» Ξέ­σπα­σε θύ­ελ­λα ἀν­τι­δρά­σε­ων. Ὁ δι­ερ­μη­νέ­ας χα­μο­γε­λοῦ­σε.


Ο ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ Ἄν­τολφ Γκρήμ, φο­ρέ­ας ἔ­ρευ­νας καὶ ποι­ο­τι­κοῦ ἐ­λέγ­χου στὸ χῶ­ρο τῶν ἐ­πι­κοι­νω­νι­ῶν καὶ τῶν ΜΜΕ στὴ Γερ­μα­νί­α, ἀ­πέ­νει­με τὸ βρα­βεῖ­ο δι­α­δι­κτύ­ου “G­r­i­m­me O­n­l­i­ne A­w­a­rd” γιὰ τὸ ἔ­τος 2010 σὲ χρή­στη τοῦ δι­κτύ­ου t­w­i­t­t­er. Τὸ ὄ­νο­μα τοῦ βρα­βευ­θέν­τος; Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ (Florian Meimberg). Ὁ Μάιμπεργκ κέρ­δι­σε τὸ βρα­βεῖ­ο γιὰ τὶς λο­γο­τε­χνι­κές του ἐ­πι­δό­σεις, κα­θὼς χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ πα­ρα­πά­νω δί­κτυ­ο προ­κει­μέ­νου νὰ κά­νει γνω­στὲς στὸ εὐ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, τὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» του.
         Τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο στοι­χεῖ­ο κι αὐ­τὸ ποὺ μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ ἐν προ­κει­μέ­νῳ, δὲν εἶ­ναι τό­σο ἡ χρή­ση τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου μέ­σου, οὔ­τε τοῦ δε­δο­μέ­νου δι­κτύ­ου, ὅ­σο τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι στὸ χῶ­ρο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἰ­σά­γε­ται μία ἀ­κό­μη και­νούρ­για μορ­φή: αὐ­τὴ τῶν 140 χα­ρα­κτή­ρων, τῶν κε­νῶν συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων. Μέ­χρι τώ­ρα οἱ ἀ­νὰ τὸν κό­σμο λά­τρεις καὶ ἐ­παΐ­ον­τες τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἶ­χαν ἀ­κού­σει καὶ εἶ­χαν δεῖ λο­γο­τε­χνί­α νὰ δη­μο­σι­εύ­ε­ται στὸ δι­α­δί­κτυ­ο, συλ­λο­γὲς κι ἀν­θο­λο­γί­ες νὰ ἐ­ξε­λίσ­σον­ται σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες «κομ­μά­τι-κομ­μά­τι» καὶ μὲ εὐ­ρὺ κοι­νό, ἱ­στο­λό­για καὶ φό­ρουμ γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνί­α, ἀ­κό­μα καὶ ἐ­πει­σό­δια ὁ­λό­κλη­ρων μυ­θι­στο­ρη­μά­των νὰ ἀ­πο­στέλ­λον­ται μὲ μή­νυ­μα στὸ κι­νη­τὸ τη­λέ­φω­νο. Νά, λοι­πόν, ποὺ βρί­σκον­ται τώ­ρα ἀν­τι­μέ­τω­ποι μὲ ἕ­να νέ­ο λο­γο­τε­χνι­κὸ φαι­νό­με­νο, συν­το­μό­τε­ρο μά­λι­στα ἀ­πὸ ἕ­να μή­νυ­μα κι­νη­τοῦ τη­λε­φώ­νου, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­τρέ­πει κα­τὰ κα­νό­να 160 χα­ρα­κτῆ­ρες.
        Δι­α­πι­στώ­νου­με ἔ­τσι μιὰ τά­ση συρ­ρί­κνω­σης τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων στὸ ἐ­λά­χι­στο, ἂν καί, δε­δο­μέ­νων τῶν ἕ­ως τώ­ρα ἐ­ξε­λί­ξε­ων, μᾶλ­λον θὰ ἔ­πρε­πε ἀ­κό­μη νὰ εἴ­μα­στε προ­σε­κτι­κοὶ μὲ τὴ χρή­ση τῆς λέ­ξης «ἐ­λά­χι­στο». Πο­τὲ δὲν ξέ­ρει κα­νεὶς ποῦ μπο­ρεῖ νὰ φτά­σει αὐ­τὸ κι ἂς θυ­μη­θοῦ­με τὸν Κι­νέ­ζο μο­να­χὸ ποὺ ἔ­γρα­φε ὁ­λό­κλη­ρο ποί­η­μα πά­νω σὲ κόκ­κο ρυ­ζιοῦ. Βρι­σκό­μα­στε ἀν­τι­μέ­τω­ποι μὲ μία ἐ­ξέ­λι­ξη, αὐ­τὸ εἶ­ναι βέ­βαι­ο. Αὐ­τὸ ποὺ εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο βέ­βαι­ο εἶ­ναι ἡ ἀ­πάν­τη­ση στὸ ἐ­ρώ­τη­μα ἂν πρό­κει­ται γιὰ μί­α ἐ­ξέ­λι­ξη στὸν κό­σμο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας πρὸς τὸ κα­λύ­τε­ρο ἢ πρὸς τὸ χει­ρό­τε­ρο. Ἂς πά­ρου­με ὅ­μως τὰ πράγ­μα­τα ἀ­π’ τὴν ἀρ­χὴ καὶ ἂς ἐ­ξε­τά­σου­με ἀ­να­λυ­τι­κό­τε­ρα τὸ φαι­νό­με­νο τῶν «ἐ­λάχιστων ἱ­στο­ρι­ῶν», ὅ,τι ὁ Γερ­μα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας τους προ­τί­μη­σε ν’ ἀ­πο­δώ­σει μὲ τὸν ἀγ­γλι­κὸ τίτ­λο “t­i­ny t­a­l­es”.
        Ὁ λό­γος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­ξί­ζει ν’ ἀ­σχο­λη­θεῖ κα­νεὶς μὲ τὶς συγ­κε­κρι­μέ­νες ἱ­στο­ρί­ες, εἶ­ναι πὼς μιὰ πιὸ προ­σε­κτι­κὴ μα­τιὰ πεί­θει γιὰ τὸ ὅ­τι δὲν πρό­κει­ται γιὰ αὐ­θαί­ρε­τες ἐκ­δη­λώ­σεις ἑ­νὸς κοι­νοῦ χρή­στη τοῦ δι­κτύ­ου twit­ter. Ἀ­φε­νὸς ὁ συγ­γρα­φέ­ας φέ­ρει τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἐ­κεῖ­να ποὺ τοῦ ἐ­πι­τρέ­πουν τὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ καὶ τὸ και­νο­τό­μο, ἀ­φε­τέ­ρου τὰ κεί­με­να αὐ­τὰ κα­θ’ αὐ­τὰ δι­α­θέ­τουν τὴ φυ­σι­ο­γνω­μί­α λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ὁ Μάιμπεργκ, ὄν­τας ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νος δι­α­φη­μι­στής, εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος μὲ μιὰ γλώσ­σα σύν­το­μη, ἄ­με­ση, με­στὴ καὶ γνω­ρί­ζει νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ μέ­σα ὅ­πως τὸ χι­οῦ­μορ, ἡ εἰ­ρω­νεία κι ὁ σαρ­κα­σμὸς μὲ ἀρ­τι­ό­τη­τα. Πρό­κει­ται γιὰ στοι­χεῖα πού, ἐν­ταγ­μέ­να στὰ κεί­με­να τοῦ Μάιμπεργκ, δη­μι­ουρ­γοῦν τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ ἕ­να ὕ­φος προ­σω­πι­κό. Ἐ­πί­σης, ὁ συγ­γρα­φέ­ας εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἐ­νη­με­ρω­μέ­νος κι ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος μὲ τὰ νέ­α μέ­σα ἔκ­φρα­σης —ἐν­νο­οῦ­με ἐ­δῶ τὶς δυ­να­τό­τη­τες ποὺ προ­σφέ­ρει τὸ δι­α­δί­κτυ­ο—, ὥ­στε νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ μὲ τρό­πο συγ­κε­κρι­μέ­νο καὶ δη­μι­ουρ­γι­κό, πα­ρά­γον­τας κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὸ καὶ και­νούρ­γιο. Πό­σοι σκέ­φτη­καν ἐ­ξάλ­λου νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν αὐ­τὴν τὴν πλατ­φόρ­μα γιὰ ἕ­ναν τέ­τοι­ο σκο­πό;
        Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὰ κεί­με­να τοῦ Μάιμπεργκ, ξε­χω­ρί­ζουν ὄ­χι μό­νο λό­γῳ τῆς πο­λὺ μι­κρῆς, τῆς ἐ­λά­χι­στης ἔ­κτα­σής τους, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ σει­ρὰ ἄλ­λων γνω­ρι­σμά­των. Πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν ἄ­με­σο, εἰ­ρω­νι­κό, χι­ου­μο­ρι­στι­κό, σαρ­κα­στι­κὸ καὶ κρι­τι­κό τους χα­ρα­κτή­ρα, τὰ κεί­με­να αὐ­τὰ συν­δέ­ον­ται καὶ θε­μα­το­λο­γι­κά. Ὁ πρῶ­τος θε­μα­τι­κὸς κύ­κλος, ἂν μπο­ροῦ­με νὰ τὸν ὀ­νο­μά­σου­με ἔ­τσι, συ­νί­στα­ται στὰ δι­ά­φο­ρα ἐ­πί­πε­δα τοῦ χρό­νου καὶ τὴ σύ­ζευ­ξή τους. Ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να βλέ­που­με στὰ κεί­με­να τοῦ Μάιμπεργκ τὸ χθὲς νὰ συ­ναν­τᾶ τὸ σή­με­ρα καί, ἀ­πὸ τὴ σκο­πιὰ τοῦ αὔ­ριο, τὸ σή­με­ρα νὰ γί­νε­ται χθές. Δυ­ὸ πα­ρα­δείγ­μα­τα:

«Τί εἶ­ναι αὐ­τό;» Ἡ μι­κρὴ Λὺνν ἔ­δει­ξε τὸ σκου­ρι­α­σμέ­νο μον­τέ­λο 747. Ὁ πα­τέ­ρας τῆς χα­μο­γέ­λα­σε. «Πα­λι­ό­τε­ρα οἱ ἄν­θρω­ποι πε­τοῦ­σαν στὸν οὐ­ρα­νό.»


Μὲ ἕ­ναν M­a­c­i­n­t­o­sh 128k ὑ­πο­μά­λης ἀ­πο­βι­βά­στη­κε ἀ­π’ τὴ χρο­νο­μη­χα­νή. «Ὥ­ρα γιὰ κά­τι ἐ­πα­να­στα­τι­κό!» σκέ­φτη­κε ὁ νε­α­ρὸς Στὴβ Τζόμπς. Ἦ­ταν στὰ 1983.


        Ὁ δεύ­τε­ρος θε­μα­τι­κὸς κύ­κλος ἀ­φο­ρᾶ τὸ δι­ά­στη­μα καὶ τὸ σύμ­παν, φέρ­νον­τας στὸ φῶς ἐν­δε­χο­μέ­νως τὸν κο­σμι­κὸ προ­βλη­μα­τι­σμὸ τοῦ συγ­γρα­φέ­α. Τὰ τα­ξί­δια στὸ δι­ά­στη­μα εἶ­ναι συ­χνά, ἐ­νῶ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο εἶ­δος δὲν εἶ­ναι μό­νο του στὸ σύμ­παν. Ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη, εἶ­ναι πι­θα­νὸν νὰ πρό­κει­ται γιὰ παι­χνί­δι μὲ ἕ­να γνω­στὸ μο­τί­βο, ξε­κά­θα­ρα μὴ ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κό. Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι ἐμ­φα­νῆ στὰ πα­ρα­κά­τω πα­ρα­δείγ­μα­τα:

Ὁ Ἂλ εἶ­χε 72 ὦ­ρες νὰ κοι­μη­θεῖ. Ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νος πα­ρέ­παι­ε στὴν ἄ­γο­νη ἐ­ρη­μιά. Κοί­τα­ξε ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νό. Ἐ­κεῖ πά­νω μό­λις ἀ­νέ­τει­λε ἡ Γῆ.


*  Τὸ ἀ­πο­τύ­πω­μα τῆς μπό­τας γυ­ά­λι­ζε στὴ γκρί­ζα σκό­νη τῆς σε­λή­νης. Στὴν προ­σγεί­ω­ση τοῦ σκά­φους τοῦ Ἄρ­μστρονκ τὸ ἀ­πο­λί­θω­μα δο­νή­θη­κε ἐ­λα­φρῶς.


        Ὁ τρί­τος θε­μα­τι­κὸς πυ­ρή­νας ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἐν­το­πι­στεῖ συ­νί­στα­ται στὸ στοι­χεῖ­ο τῆς πε­ρι­πέ­τειας, μιὰ πλο­κὴ —φαι­νο­με­νι­κὰ ἢ μή— ἐ­πι­κίν­δυ­νη, ἡ πε­ρι­γρα­φὴ ἑ­νὸς ἐμ­πρη­σμοῦ, μιᾶς ἔ­κρη­ξης κ.ο.κ. Τί νὰ βλέ­πει ἄ­ρα­γε ὁ Μάιμπεργκ στὸ πά­τη­μα ἑ­νὸς κουμ­πιοῦ; Ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ κα­λεῖ­ται ὁ ἀ­να­γνώ­στης νὰ ὑ­πο­θέ­σει, ὅ­πως π.χ. στὶς πα­ρα­κά­τω «ἐ­λάχιστες ἱ­στο­ρί­ες»:

*  Ὁ Τὶλλ δί­στα­σε. Ἔ­πει­τα, πί­ε­σε δι­στα­κτι­κὰ τὸ πα­ρά­ξε­νο κουμ­πί. Ἀ­κο­λού­θη­σε ὅ,τι 13,7 ἑκ. χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα θὰ ὀ­νο­μα­ζό­ταν «τὸ με­γά­λο μπάμ».


Τρέ­μον­τας εἰ­σή­γα­γε ὁ Ὀμ­πά­μα τὸν κω­δι­κὸ καὶ γύ­ρι­σε τὸν δι­α­κό­πτη. Ἡ πόρ­τα τι­νά­χτη­κε δι­ά­πλα­τα. «Πρω­τα­πρι­λιά!» χα­χά­νι­ζε ὁ ἀρ­χη­γὸς τοῦ Πεν­τα­γώ­νου.


        Κα­λὰ ὅ­λ’ αὐ­τά, ἀλ­λὰ τί συ­νε­πά­γε­ται τὸ φαι­νό­με­νο τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν τῶν 140 χα­ρα­κτή­ρων γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνί­α; Πρό­κει­ται, ἀ­να­ρω­τι­ό­μα­στε, γιὰ τὸν ἀ­πό­λυ­το μι­νι­μα­λι­σμό, μιὰ τά­ση πού, γνω­ρί­ζον­τας τὴν ἄν­θη­σή της στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1950, πο­τέ της δὲ στε­ρή­θη­κε ἔν­θερ­μους ὑ­πο­στη­ρι­κτές; Νὰ γι­νό­μα­στε ἄ­ρα­γε μάρ­τυ­ρες ἄ­κρα­του φορ­μα­λι­σμοῦ ποὺ ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν ἐ­λα­χι­στο­ποί­η­ση τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, ὄ­χι πλέ­ον ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ κρι­τή­ρια πο­σο­τι­κά, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον ποι­ο­τι­κά; Ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με μὲ λο­γο­τε­χνι­κὸ ἐ­κμη­δε­νι­σμὸ στὸ πλαί­σιο τῆς και­νο­θη­ρί­ας καὶ τοῦ ἐ­πι­ζη­τού­με­νου «μον­τέρ­νου», ὅ­που ὁ ἀ­να­γνώ­στης κα­λεῖ­ται νὰ ἐ­πι­νο­ή­σει ὁ ἴ­διος τὴ λο­γο­τε­χνί­α, πα­ρὰ νὰ τὴ δι­α­βά­σει, νὰ τὴν ἐ­πε­ξερ­γα­στεῖ καὶ νὰ τὴν ἀ­πο­λαύ­σει; Ἢ μή­πως, πά­λι, βρι­σκό­μα­στε ἀν­τι­μέ­τω­ποι μὲ ἕ­να ἀ­κό­μη ση­μεῖ­ο τῶν και­ρῶν, μιὰ ἀ­κό­μη ἐκ­δή­λω­ση τοῦ σύγ­χρο­νου τρό­που σκέ­ψης; Μή­πως τὰ κεί­με­να αὐ­τὰ τῶν 140 χα­ρα­κτή­ρων, πέ­ραν τοῦ συγ­χρο­νι­κοῦ τους χα­ρα­κτή­ρα, ὑ­πο­δει­κνύ­ουν τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα μιᾶς λο­γο­τε­χνί­ας πιὸ ἄ­με­σης, (ἀ­π’)εὐ­θεί­ας; Μή­πως, τε­λι­κά, σὲ αὐ­τὰ τὰ κεί­με­να θὰ πρέ­πει νὰ δοῦ­με, πέ­ρα ἀ­πὸ μιὰ νέ­α ἄ­πο­ψη τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ μιὰ προ­σπά­θεια ἀ­να­νέ­ω­σής της;
        «Τὸ λα­κω­νί­ζειν ἐ­στὶ φι­λο­σο­φεῖν» δι­α­κή­ρυτ­ταν οἱ ἔν­δο­ξοι πρό­γο­νοι κι ὁ αἰ­σι­ό­δο­ξος ὡς πρὸς τὶς πα­ρα­πά­νω ὑ­πο­θέ­σεις θὰ ὑ­πο­στή­ρι­ζε τὶς «ἐ­λάχιστες ἱ­στο­ρί­ες» κι ἀ­νά­λο­γα σύν­το­μα κεί­με­να, προ­βάλ­λον­τας ὡς ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α τὴ συν­το­μί­α τους καὶ τὴ δυ­να­τό­τη­τά τους νὰ δι­α­βα­στοῦν γρή­γο­ρα. Σὲ μιὰ ἐ­πο­χὴ ὅ­που οἱ ρυθ­μοὶ αὐ­ξά­νον­ται ὁ­λο­έ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ γί­νον­ται ξέ­φρε­νοι, χά­ριν τέ­τοι­ων σύν­το­μων κει­μέ­νων ἡ λο­γο­τε­χνί­α δη­λώ­νει πα­ροῦ­σα. Ὁ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξος θὰ δι­α­τει­νό­ταν ὅ­τι λο­γο­τε­χνί­α στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ «γρή­γο­ρου» μό­νο λο­γο­τε­χνί­α δὲν εἶ­ναι, καὶ θ’ ἀ­παν­τοῦ­σε: «σπεῦ­δε βρα­δέ­ως». Τὸ σύν­το­μο μπο­ρεῖ νὰ δι­α­βά­ζε­ται γρή­γο­ρα, ἀλ­λὰ ὑ­πο­βι­βά­ζει τὴ λο­γο­τε­χνί­α σὲ ἕ­να ἀ­κό­μη προ­ϊ­ὸν πρὸς (γρή­γο­ρη) κα­τα­νά­λω­ση, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἀ­φαι­ρεῖ ἀ­π’ τὸν ἀ­να­γνώ­στη, λό­γῳ μιᾶς ἐ­πι­φα­νει­α­κό­τη­τας ἀ­πα­ρά­δε­κτης, τὴ βύ­θι­ση στὸ μα­γι­κὸ κό­σμο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας.
        Ναί, θὰ ἐ­πα­νερ­χό­ταν ὁ αἰ­σι­ό­δο­ξος, ἀλ­λὰ ἂς προ­σέ­ξου­με πό­σο ἔν­το­νος εἶ­ναι ὁ ἀ­πό­η­χος ἑ­νὸς τέ­τοι­ου σύν­το­μου καὶ με­στοῦ κει­μέ­νου καὶ πό­σο ἄ­με­σο τὸ μή­νυ­μα ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ με­τα­δώ­σει. Θὰ χαι­ρό­ταν ἐν προ­κει­μέ­νῳ ὁ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξος, αἰ­σθα­νό­με­νος δι­και­ω­μέ­νος, καὶ θὰ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γοῦ­σε κορ­δω­τὸς ὅ­τι ἐ­κεῖ ἀ­κρι­βῶς φαί­νε­ται ἡ μα­στο­ριὰ τοῦ κα­λοῦ συγ­γρα­φέ­α. Ὁ κα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας εἶ­ναι σὲ θέ­ση ὄ­χι μό­νο νὰ δι­α­τη­ρή­σει ἀ­δι­ά­πτω­το τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ ἀ­να­γνώ­στη γιὰ ἕ­να ἐ­κτε­νὲς κεί­με­νο (μυ­θι­στό­ρη­μα κλπ), ἀλ­λὰ καὶ νὰ προ­κα­λέ­σει ἕ­ναν ἀ­πό­η­χο τό­σο δυ­να­τὸ ποὺ θὰ προ­βλη­μα­τί­σει καὶ θὰ κά­νει τὸν ἀ­να­γνώ­στη νὰ θέ­λει νὰ ἐ­πα­νέλ­θει στὸ κεί­με­νο καὶ στὸ μέλ­λον. Κι αὐ­τό, λό­γῳ ἱ­κα­νό­τη­τας κι ἀ­ξι­ο­σύ­νης κι ὄ­χι ἐ­ξαι­τί­ας ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν πε­ρι­ο­ρι­σμῶν.
        Μὴ δί­νον­τας στὸν ἀ­παι­σι­ό­δο­ξο τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ τοῦ ἐ­πι­βλη­θεῖ, θὰ ἔ­σπευ­δε τό­τε ὁ αἰ­σι­ό­δο­ξος νὰ πά­ρει τὴ ρε­βάνς του, βγά­ζον­τας τὸν ἄσ­σο ἀπ’ τὸ μα­νί­κι: «Δὲν πρέ­πει ὅ­μως νὰ ξε­χνᾶ­με, ἀ­γα­πη­τὲ συ­νά­δελ­φε, ὅ­τι τὰ κεί­με­να αὐ­τὰ πλου­τί­ζουν τὴ χώ­ρα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ δι­ευ­ρύ­νουν τὸν ὁ­ρί­ζον­τά της. Ἂς μὴν πα­ρα­βλέ­που­με τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι καὶ ἡ ἴ­δια ἡ ἐμ­φά­νι­ση δια­ρκῶς και­νούρ­γι­ων μορ­φῶν, καὶ κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση εἰ­δῶν, ἀ­πο­δει­κνύ­ει πό­σο γό­νι­μο εἶ­ναι τὸ ἔ­δα­φος τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ ὅ­τι συ­νι­στᾶ πη­γὴ ἀ­στεί­ρευ­τη.» Ὁ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξος θὰ μά­χον­ταν τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα κα­τὰ τρό­πο ἐ­λε­γεια­κό: «Στὸ βω­μὸ τῆς ‘ποι­κι­λί­α­ς’ τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν εἰ­δῶν, ἀ­γα­πη­τέ, δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ θυ­σι­ά­ζε­ται ἡ ἴ­δια ἡ γλωσ­σι­κὴ ποι­κι­λί­α. Εἶ­ναι ἀ­πα­ρά­δε­κτο, στὸ ὄ­νο­μα τῆς ὅ­ποι­ας συν­το­μί­ας, νὰ γί­νε­ται χρή­ση πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νου λε­ξι­λο­γί­ου —τῆς κα­θο­μι­λου­μέ­νης γλώσ­σας κα­τὰ βά­ση— κι αὐ­τὸ νὰ θε­ω­ρεῖ­ται πλοῦ­τος. Του­ναν­τί­ον. Ἐ­πι­τα­κτι­κὴ ὑ­φί­στα­ται ἡ ἀ­νάγ­κη δι­α­χω­ρι­σμοῦ γρα­πτῆς καὶ προ­φο­ρι­κῆς γλώσ­σας, ὅ­περ ἐ­πι­βάλ­λει καὶ ὁ ὅ­ρος ‘λο­γο­τε­χνί­α’: ἡ τέ­χνη τοῦ λό­γου».

        Ὁ αἰ­σι­ό­δο­ξος κι ὁ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξος θὰ συ­νέ­χι­ζαν νὰ λο­γο­μα­χοῦν, ὡ­στό­σο θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι ἀρ­κε­τὴ φω­νὴ τοὺς δώ­σα­με. Ὅ­σο γιὰ τὴ δι­κή μας ἄ­πο­ψη, εἶ­ναι αὐ­τὴ τοῦ Κομ­φού­κιου ὡς πρὸς τὴν ὀρ­θό­τη­τα τῶν πραγ­μά­των: ἡ Μέ­ση Ὁ­δός. Τὰ κεί­με­να τοῦ Μάιμπεργκ εἶ­ναι κεί­με­να ποὺ ποι­οῦν λό­γο κα­τὰ τρό­πο πε­ρί­τε­χνο. Εἶ­ναι κεί­με­να εὔ­στρο­φα ποὺ μέ­σῳ τῆς συν­το­μί­ας τους συ­νι­στοῦν κά­τι και­νούρ­γιο, πλου­τί­ζον­τας τὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ τέρ­πον­τας τὸν ἀ­να­γνώ­στη. Δι­α­βά­ζον­τάς τα κα­νεὶς ἔ­χει τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ «χά­ι­κου» τῆς πρό­ζας, ὄ­χι μό­νο χά­ριν τῆς συν­το­μί­ας, ἀλ­λὰ καὶ τοῦ ἰ­δι­αί­τε­ρου ὕ­φους τους. Δὲν πλού­τι­σαν τὰ «χά­ι­κου» τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ ποι­η­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση, κι ἂς προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ ἕ­ναν «μα­κρι­νό» πο­λι­τι­σμό; Πρὸς τί, λοι­πόν, ἡ αἴ­σθη­ση ἀ­πει­λῆς; Τὰ κεί­με­να τοῦ Μάιμπεργκ δὲν ἔρ­χον­ται ν’ ἀν­τι­κα­τα­στή­σουν ἄλ­λες μορ­φὲς καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη, ἁ­πλῶς προ­σφέ­ρουν στὸ δε­κτι­κὸ ἀ­να­γνώ­στη μί­αν ἀ­κό­μη ἄ­πο­ψη. Τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, τὰ δι­η­γή­μα­τα καὶ οἱ ὑ­πό­λοι­πες μορ­φὲς θὰ γρά­φον­ται καὶ θὰ δι­α­βά­ζον­ται πάν­τα για­τὶ κα­λύ­πτουν ἀ­νάγ­κες τῶν ἀ­να­γνω­στῶν: δι­α­φο­ρε­τι­κὲς μέν, ὑ­πάρ­χου­σες δέ. Ἡ λο­γο­τε­χνί­α δὲ γνω­ρί­ζει (ἀ­πὸ κά­θε ἄ­πο­ψη) πο­σο­τι­κοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμούς, ἐ­πι­βάλ­λει ὡ­στό­σο καὶ προ­ϋ­πο­θέ­τει κρι­τή­ρια ποι­ο­τι­κά. Τώ­ρα τὸ πῶς θὰ ἐ­ξε­λι­χθεῖ ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη μορ­φή, ἂν θὰ συ­ναν­τή­σει πρό­σφο­ρο ἔ­δα­φος, ἢ ἂν πλη­ροῖ τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις προ­κει­μέ­νου νὰ πα­γι­ω­θεῖ καὶ ν΄ἀν­τέ­ξει στὸ χρό­νο, ὁ ἴ­διος ὁ χρό­νος θὰ τὸ πεῖ, κρι­τὴς τῶν πάν­των.


ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ


Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον", 12.10.2010

26/6/11

Είναι και το γέλιο σου υπέροχο νερό...

 

Όλγα Σεντακόβα 

[Κινέζικο Οδοιπορικό]

18

Ας υμνήσουμε τη γη μας,
                                    ας υμνήσουμε το φεγγάρι στο νερό,
ό,τι δεν είναι με κανέναν αλλά είναι με όλους,
                                    ό,τι δεν είναι πουθενά μα βρίσκεται παντού
κι έχει το μέγεθος ματιού χελιδονιού,
                                    ψίχουλου από ξερό ψωμί,
σκάλας στα φτερά μιας πεταλούδας,
                                    σκάλας αφημένης από τον ουρανό.

Δεν είναι μόνο δυστυχία ή οίκτος
                                    το χαλινάρι της καρδιάς μου,
αλλά είναι και το γέλιο σου
                                    υπέροχο νερό.

Ας υμνήσουμε το λούσιμο των ανεκτίμητων, των σκοτεινών
                                    κλαδιών στο ζωντανό γυαλί
και τα πνεύματα όλα, τα άυπνα
                                    πάνω από κάθε σπόρο στη γη.
Ας υμνήσουμε και το γεγονός ότι υπάρχει ανταμοιβή,
                                    ότι υπάρχει φραγμός για το κακό,
ότι υπάρχει έπαινος για τη γη
όπως υπάρχει για τον κήπο του ο κηπουρός.



Μετάφραση από τη ρωσική: Γιώργος Χαβουτσάς

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό "Ποιητική", τεύχος 7, άνοιξη-καλοκαίρι 2011

23/6/11

Ευανθία Ρεμπούτσικα - Μέσα από ’σένα...

Όπου όλα είναι συμπόνια...

 


Όλγα Σεντακόβα

[Κινέζικο Οδοιπορικό]

15

Για τον λευκό δρόμο, για το ψυχρό έναστρο σύννεφο,
λένε πως έφυγαν και πως εμείς θα κινήσουμε κάποτε:
από πέτρα σε πέτρα περνώντας το νερό,
από πλανήτη σε πλανήτη διασχίζοντας τον αποχωρισμό,
σαν μια φωνή που περνά τραγουδώντας από νότα σε νότα.
Εκεί όλοι μας, λένε, θα συναντηθούμε, παντελώς λευκασμένοι
από το Γαλαξία.
Πόσες φορές -θα το παραδεχτώ- προς το απαγορευμένο κατώφλι
πλησίαζε η καρδιά, πόσες φορές χτυπούσε,
δίνοντας υποσχέσεις, άγνωστο σε ποιον:
Κανείς δεν με αναζητά, κανείς δεν θα λυπηθεί,
κανείς δεν θα εκλιπαρίσει: μείνε μαζί μου!...
Ω, δεν είναι από θλίψη γήινη ένα τέτοιο θαύμα πίσω απ’ την πόρτα της γης.
Αλλά επειδή δεν θέλουμε, δεν θέλουμε τα κρίματά μας,
επειδή είναι καιρός να κινήσουμε 
να ζητήσουμε για όλα συγχώρεση.
Βλέπετε, κανείς δεν θα επιζήσει
δίχως τούτο το ψωμί της λάμψης.
Καιρός να κινήσουμε για εκεί,
όπου όλα είναι συμπόνια.


Μετάφραση από τη ρωσική: Γιώργος Χαβουτσάς

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό "Ποιητική", τεύχος 7, άνοιξη-καλοκαίρι 2011)


20/6/11

Ποιος ακουμπάει τα χέρια πάνω στον καιρό...;

 


Τάκης Σινόπουλος


Ήρθε ένα φως


Είναι σημάδια μου έλεγες, μηνύματα μιας αλλαγής ― όμως τι γύρευαν

τόσοι άνθρωποι; πρόσωπα πλήθος με φοβίζανε τη μέρα εκείνη, μου έκοβαν τη θέα.

Πού να κοιτάξω; γύρω-γύρω σύρματα, παντού ο χειμώνας
δίχως φλούδα, σπέρνοντας

συναπαντήματα σε καθε δρόμο, παγωμένες ψιχάλες ― εσύ θυμόσουν

ξύλα και ξύλα στη φωτιά, πίσω απ’ τα κάψαλα τόσα χαμένα χρόνια.

Φράξαμε το παράθυρο. Ποιος ακουμπάει τα χέρια πάνω στον καιρό;

Ήρθε η φωνή από τις ρωγμές, ήρθε ένα φως.

Δεν ήτανε δικό σου. Ο θάνατος που έλεγα έκαιγε απέξω.


15/6/11

Μια μικρή δόση ζήλειας...



Heinrich Böll

Πε­ρὶ τῆς πτώ­σε­ως τοῦ ἠ­θι­κοῦ τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων



Ε ΕΝΑ ΛΙΜΑΝΙ κά­ποι­ας ἀ­κτῆς στὴ δυ­τι­κὴ Εὐ­ρώ­πη βρί­σκε­ται ξα­πλω­μέ­νος μέ­σα στὴ βάρ­κα του καὶ χου­ζου­ρεύ­ει ἕ­νας φτω­χι­κὰ ντυ­μέ­νος ψα­ράς. Ἕ­νας κα­λον­τυ­μέ­νος του­ρί­στας ἀλ­λά­ζει τὸ φὶλμ στὴ φω­το­γρα­φι­κή του μη­χα­νὴ γιὰ νὰ ἀ­πα­θα­να­τί­σει αὐ­τὴν τὴν εἰ­δυλ­λια­κὴ εἰ­κό­να: γα­λα­νὸς ὁ οὐ­ρα­νός, πρά­σι­να τὰ νε­ρά, μὲ εἰ­ρη­νι­κά, χι­ο­νό­λευ­κα κύ­μα­τα, μαύ­ρη ἡ βάρ­κα, κόκ­κι­νος ὁ σκοῦ­φος τοῦ ψα­ρά. Κλίκ! Καὶ πά­λι: κλίκ! Φύ­λα­γε τὰ ροῦ­χα σου νὰ ἔ­χεις τὰ μι­σά, λέ­ει ὁ λα­ὸς καὶ προ­κει­μέ­νου νὰ σι­γου­ρέ­ψει ὁ του­ρί­στας τὸ στιγ­μι­ό­τυ­πο, τρα­βά­ει καὶ τρί­τη φω­το­γρα­φί­α. Κλίκ!
         Τρί­τη καὶ φαρ­μα­κε­ρή, λέ­ει ὅ­μως ἐ­ξί­σου ὁ λα­ὸς καὶ νά ποὺ ὁ ξαφ­νι­κὸς καὶ σχε­δὸν ἐ­χθρι­κὸς ἦ­χος ξυ­πνᾶ τὸν ψα­ρὰ ἀ­π’ τὸ χου­ζού­ρε­μά του. Νυ­σταγ­μέ­νος ἀ­να­κα­θί­ζει καὶ νυ­σταγ­μέ­νος ψη­λα­φί­ζει τρι­γύ­ρω νὰ βρεῖ τὰ τσι­γά­ρα του. Πρὶν προ­λά­βει ὅ­μως νὰ βρεῖ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­ψα­χνε, ἤ­δη τοῦ κρα­τᾶ μὲς στὴ μού­ρη ὁ ὑ­περ­δρα­στή­ριος του­ρί­στας ἕ­να ἄλ­λο πα­κέ­το τσι­γά­ρα. Μό­νο στὸ στό­μα ποὺ δὲν τοῦ ἔ­βα­λε ὁ του­ρί­στας τὸ τσι­γά­ρο. Ἀρ­κέ­στη­κε στὸ νὰ τοῦ τὸ ἀ­φή­σει στὸ χέ­ρι, καὶ κλίκ! ἀ­κού­γε­ται αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ ὁ ἀ­να­πτή­ρας, ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τὴν ὑ­πέρ­με­τρα ἴ­σως εὐ­γε­νι­κὴ χει­ρο­νο­μί­α τοῦ του­ρί­στα. Αὐ­τὴ ἡ τό­ση δά, ἀ­νε­παί­σθη­τη ὑ­περ­βο­λὴ προ­κά­λε­σε ἕ­να ἀ­νά­μι­κτο αἴ­σθη­μα ἀ­μη­χα­νί­ας κι ἐ­κνευ­ρι­σμοῦ, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ του­ρί­στας, ὁ­μι­λῶν τὴν ντό­πια γλώσ­σα, ἐ­πι­χει­ρεῖ τώ­ρα νὰ ξε­πε­ρά­σει μὲ τὴν ἔ­ναρ­ξη μιᾶς συ­ζή­τη­σης.
        «Κα­λὴ ψα­ριὰ θὰ κά­νε­τε σή­με­ρα.»
        Ἀρ­νη­τι­κὰ κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι του ὁ ψα­ράς.
        «Μὰ πῶς, ἀ­φοῦ, ὅ­πως μοῦ εἶ­παν, ὁ και­ρὸς θὰ εἶ­ναι εὐ­νο­ϊ­κός.» Κα­τα­φα­τι­κὰ κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι του ὁ ψα­ράς.
        «Δη­λα­δὴ δὲ θὰ βγεῖ­τε γιὰ ψά­ρε­μα;» Ἀρ­νη­τι­κὰ κου­νά­ει καὶ πά­λι τὸ κε­φά­λι ὁ ψα­ράς, αὐ­ξά­νον­τας τὸν ἐ­κνευ­ρι­σμὸ τοῦ του­ρί­στα. Ἐ­ξάλ­λου, ὁ του­ρί­στας φαί­νε­ται νὰ νοι­ά­ζε­ται εἰ­λι­κρι­νὰ γιὰ τὸ κα­λό τοῦ φτω­χον­τυ­μέ­νου ψα­ρᾶ καὶ τὸν λυ­πεῖ τὸ ἐν­δε­χό­με­νο μιᾶς χα­μέ­νης εὐ­και­ρί­ας.
        «Μή­πως, τό­τε, δὲν αἰ­σθά­νε­στε κα­λά;» Ὁ ψα­ρὰς ἀ­φή­νει ἐ­πι­τέ­λους κα­τὰ μέ­ρους τὴ νο­η­μα­τι­κὴ καὶ περ­νᾶ σὲ λό­γο ἀρ­θρω­μέ­νο: «Αἰ­σθά­νο­μαι ὑ­πέ­ρο­χα» ἀ­παν­τᾶ. «Πο­τὲ δὲν ἤ­μουν κα­λύ­τε­ρα.» Ση­κώ­νε­ται καὶ τεν­τώ­νε­ται μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο, σὰν νὰ ἤ­θε­λε νὰ δεί­ξει πό­σο κα­λὰ γυ­μνα­σμέ­νος εἶ­ναι. «Αἰ­σθά­νο­μαι κα­τα­πλη­κτι­κά.»
        Ἡ ἔκ­φρα­ση στὸ πρό­σω­πο τοῦ του­ρί­στα γί­νε­ται ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ λυ­πη­μέ­νη καὶ ὁ ἴ­διος δὲν μπο­ρεῖ πιὰ νὰ κα­τα­πνί­ξει τὴν ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ ἀ­πει­λεῖ νὰ τὸν κά­νει νὰ σκά­σει. Ρω­τά­ει λοι­πόν: «Μά, τό­τε, για­τί δὲ βγαί­νε­τε γιὰ ψά­ρε­μα;»
        Ἡ ἀ­πάν­τη­ση, ἁ­πλὴ καὶ σύν­το­μη: «Για­τί τὸ ἔ­κα­να ἤ­δη σή­με­ρα, νω­ρὶς τὸ πρω­ί.»
        «Ἦ­ταν κα­λὴ ἡ ψα­ριά;»
        «Ἦ­ταν τό­σο κα­λή, ὥ­στε νὰ μὴ χρει­ά­ζε­ται νὰ ξα­να­βγῶ σή­με­ρα. Ἔ­πια­σα τέσ­σε­ρεις ἀ­στα­κοὺς καὶ σχε­δὸν δυ­ὸ ντου­ζί­νες σκουμ­πριά.» Ὁ ψα­ράς, ξύ­πνιος πλέ­ον γιὰ τὰ κα­λά, παίρ­νει θάρ­ρος καὶ χτυ­πά­ει στὴν πλά­τη τὸν του­ρί­στα, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἔκ­φρα­ση τοῦ φαί­νε­ται ἔν­δει­ξη ἀ­χρεί­α­στης μέν, συγ­κι­νη­τι­κῆς δὲ ἔ­γνοι­ας.
        «Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια, αὐ­τὰ φτά­νουν καὶ γι’ αὔ­ριο καὶ γιὰ με­θαύ­ριο» λέ­ει ὁ ψα­ράς, γιὰ νὰ εὐ­θυ­μή­σει λι­γά­κι τὸν ξέ­νο. «Νὰ σᾶς κε­ρά­σω ἀ­π’ τὰ δι­κά μου;» «Ναί, θὰ κα­πνί­σω ἕ­να, εὐ­χα­ρι­στῶ», ἀ­παν­τᾶ ὁ του­ρί­στας.
        Τὰ τσι­γά­ρα βρί­σκον­ται στὰ στό­μα­τα, ἀ­κού­γε­ται ἕ­να πέμ­πτο κλὶκ καὶ ὁ του­ρί­στας κα­θί­ζει στὸ χεῖ­λος τῆς βάρ­κας κου­νών­τας τὸ κε­φά­λι. Ὕ­στε­ρα ἀ­φή­νει τὴ μη­χα­νὴ στὴν ἄ­κρη, ὥ­στε νὰ ἔ­χει καὶ τὰ δυ­ό του χέ­ρια ἐ­λεύ­θε­ρα, πράγ­μα ἀ­πα­ραί­τη­το προ­κει­μέ­νου νὰ δώ­σει στὰ λε­γό­με­νά του με­γα­λύ­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα.
        «Δὲ θέ­λω ν’ ἀ­να­μει­χθῶ στὶς προ­σω­πι­κές σας ὑ­πο­θέ­σεις», ξε­κι­νᾶ, «ἀλ­λὰ φαν­τα­στεῖ­τε νὰ βγαί­να­τε γιὰ ψά­ρε­μα σή­με­ρα καὶ δυ­ὸ καὶ τρεῖς, ἴ­σως καὶ τέσ­σε­ρις φο­ρές, πι­ά­νον­τας τρεῖς, τέσ­σε­ρις, πέν­τε, ἴ­σως ἀ­κό­μα καὶ δέ­κα ντου­ζί­νες σκουμ­πριά. Μό­νο αὐ­τὸ σᾶς λέ­ω, φαν­τα­στεῖ­τε το!» Ὁ ψα­ρὰς γνέ­φει μὲ τὸ κε­φά­λι.
         «Κι ὄ­χι μό­νο σή­με­ρα» συ­νε­χί­ζει ὁ του­ρί­στας, «ὄ­χι μό­νο σή­με­ρα, ἀλ­λὰ καὶ αὔ­ριο καὶ με­θαύ­ριο, ναί, κά­θε μέ­ρα, εὐ­νο­ϊ­κὴ γιὰ τὸ ψά­ρε­μα, θὰ πη­γαί­να­τε δυ­ό, τρεῖς ἴ­σως καὶ τέσ­σε­ρις φο­ρὲς γιὰ ψά­ρε­μα. Ξέ­ρε­τε τί θὰ γι­νό­ταν;» Ὁ ψα­ρὰς κου­νά­ει ἀρ­νη­τι­κὰ τὸ κε­φά­λι.
        «Τὸ ἀρ­γό­τε­ρο σὲ ἕ­ναν χρό­νο θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ ἀ­γο­ρά­σε­τε μη­χα­νὴ γιὰ τὴ βάρ­κα, σὲ δυ­ὸ χρό­νια μιὰ δεύ­τε­ρη βάρ­κα, σὲ τρί­α ἢ τέσ­σε­ρα χρό­νια θὰ μπο­ρού­σα­τε ἴ­σως ν’ ἀ­γο­ρά­σε­τε με­γα­λύ­τε­ρο κα­ΐ­κι, μὲ δυ­ὸ βάρ­κες ἢ ἕ­να κα­ΐ­κι θὰ εἴ­χα­τε φυ­σι­κὰ με­γα­λύ­τε­ρες ψα­ρι­ές, μιὰ μέ­ρα θὰ εἴ­χα­τε δυ­ὸ κα­ΐ­κια, θά…» Ἀ­πὸ τὸν τό­σο ἐν­θου­σια­σμὸ χά­θη­κε πρὸς στιγ­μὴν ἡ φω­νή του, ἀλ­λὰ τὸ ξε­πέ­ρα­σε καὶ συ­νέ­χι­σε: «Θὰ χτί­ζα­τε μί­α μι­κρὴ ἀ­πο­θή­κη μὲ δι­κά σας ψυ­γεῖ­α, ἴ­σως με­τὰ μιὰ βι­ο­τε­χνί­α γιὰ κα­πνι­στὰ ψά­ρια, ἀρ­γό­τε­ρα γιὰ πα­στά, θὰ πε­τού­σα­τε τρι­γύ­ρω μὲ τὸ ἰ­δι­ω­τι­κό σας ἑ­λι­κό­πτε­ρο γιὰ νὰ ἐν­το­πί­σε­τε τὰ κο­πά­δια ψα­ρι­ῶν καὶ νὰ ἐ­νη­με­ρώ­σε­τε μὲ ἀ­σύρ­μα­το τὰ κα­ΐ­κια σας ποῦ νὰ τὰ βροῦν, θὰ μπο­ρού­σα­τε ν’ ἀ­πο­κτή­σε­τε ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα γιὰ τὸ σο­λο­μὸ καὶ ν’ ἀ­νοί­ξε­τε ἑ­στι­α­τό­ριο, νὰ ἐ­ξά­γε­τε ἀ­στα­κοὺς στὴ Γαλ­λί­α χω­ρὶς δι­α­με­σο­λα­βη­τὲς ἐμ­πό­ρους, με­τά…» καὶ πά­λι χά­θη­κε ἡ φω­νή του ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο του ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ τὴ φό­ρα ποὺ εἶ­χε πά­ρει.
        Κου­νών­τας τὸ κε­φά­λι, αἰ­σθα­νό­με­νος μιὰ θλί­ψη ὣς τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς του καὶ τὴ χα­ρὰ τῶν δι­α­κο­πῶν του νὰ ἔ­χει πά­ει πε­ρί­πα­το, κοι­τά­ζον­τας νο­σταλ­γι­κὰ τὸ νε­ρὸ νὰ κυ­λά­ει εἰ­ρη­νι­κά, τὸ ἴ­διο νε­ρὸ ὅ­που χα­ρι­τω­μέ­να χο­ρο­πη­δοῦν τὰ ἐ­λεύ­θε­ρα ψά­ρια, προ­σπα­θεῖ νὰ συ­νε­χί­σει: «Καὶ τό­τε…» Ποῦ ν’ ἀρ­θρώ­σει ὅ­μως λέ­ξη πα­ρα­πέ­ρα, μὲς στὴν τό­ση συγ­κί­νη­ση.
        Ὁ ψα­ρὰς τὸν χτυ­πᾶ στὴν πλά­τη ὅ­πως χτυ­ποῦ­με τὰ παι­διὰ ὅ­ταν στρα­βο­κα­τα­πιοῦν.
        «Τό­τε τί;» ρω­τά­ει σι­γα­νά.
         «Τό­τε», λέ­ει ὁ του­ρί­στας μὲ ἀ­νεί­πω­το ἐν­θου­σια­σμό, «τό­τε θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ κά­θε­στε ἥ­συ­χος ἐ­δῶ στὸ λι­μά­νι, νὰ χου­ζου­ρεύ­ε­τε στὸν ἥ­λιο καὶ ν’ ἀ­γναν­τεύ­ε­τε τὴ θά­λασ­σα.»
        «Μὰ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς κά­νω καὶ τώ­ρα», ἀ­παν­τᾶ ὁ ψα­ράς, «κά­θο­μαι ἥ­συ­χος στὸ λι­μά­νι καὶ χου­ζου­ρεύ­ω. Τὸ ‘κλίκ’ σας μό­νο μ’ ἐ­νό­χλη­σε.»

        Ἔ­χον­τας πά­ρει πλέ­ον τὸ μά­θη­μά του, ὁ του­ρί­στας ἔ­φυ­γε σκε­πτι­κός. Βλέ­πε­τε, πρὶν πί­στευ­ε κι ὁ ἴ­διος ὅ­τι δού­λευ­ε, προ­κει­μέ­νου μιὰ μέ­ρα νὰ μπο­ρεῖ νὰ μὴ δου­λεύ­ει. Ἔ­τσι, δὲν ἔ­μει­νε μέ­σα του οὔ­τε ἴ­χνος συμ­πό­νιας γιὰ τὸ φτω­χον­τυ­μέ­νο ψα­ρά· μό­νο μιὰ μι­κρὴ δό­ση ζή­λειας.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

 


Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον"

12/6/11

Si las cosas que uno quiere se pudieran alcanzar...

Μια προσφορά...

 

 Χάρης Ψαρράς

 Τὸ ἀ­κα­τά­δε­κτο κα­τα­φύ­γιο

 ΚΕΙ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ ἔ­πια­σε κα­ταρ­ρα­κτώ­δης βρο­χή. Φυ­σοῦ­σε καὶ δυ­να­τὸς ἀ­έ­ρας. Δὲν χρει­α­ζό­μουν τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ ἕ­να κα­τα­φύ­γιο. Τά­χυ­να τὸ βῆ­μα. Ἔ­λε­γα ὅ­τι ὅ­σο συ­νέ­χι­ζα τὸ δρό­μο μου ὅ­λο καὶ κά­ποι­ο στέ­γα­στρο θὰ ἔ­βρι­σκα νὰ μὲ φι­λο­ξε­νή­σει ὥ­σπου νὰ κο­πά­σει ὁ κα­τα­κλυ­σμός. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα δι­έ­κρι­να στὸν ὁ­ρί­ζον­τα ἕ­να σπί­τι. Πῆ­ρα θάρ­ρος κι ἄρ­χι­σα νὰ κα­τευ­θύ­νο­μαι πρὸς τὸ μέ­ρος του, ὅ­σο ὅ­μως ἔ­τρε­χα κον­τά του τό­σο τὸ ἔ­βλε­πα νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται. Στὴν ἀρ­χὴ πί­στε­ψα ὅ­τι ἦ­ταν ἰ­δέ­α μου, ἀλ­λὰ μὲ δυ­ὸ τρεῖς δο­κι­μὲς ποὺ ἐ­πι­χεί­ρη­σα δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι τὸ σπί­τι ἔ­φευ­γε στ’ ἀ­λή­θεια ὅ­λο καὶ πιὸ μα­κριὰ ὅ­σο πά­σχι­ζα νὰ τὸ πλη­σιά­σω. Ἡ βρο­χὴ δὲν ἔ­λε­γε νὰ στα­μα­τή­σει. Δυ­νά­μω­νε κι­ό­λας. Ἔ­βα­λα τὰ δυ­να­τά μου νὰ προ­φτά­σω τὸ ἀ­κα­τά­δε­χτο κα­τα­φύ­γιο, ἀλ­λὰ ὁ κό­πος μου πή­γαι­νε χα­μέ­νος. Δὲν θυ­μᾶ­μαι με­τὰ ἀ­πὸ πό­ση ὥ­ρα ἀ­λη­θι­νῆς πά­λης μὲ τὴν ἀ­πό­στα­ση ὑ­πὸ βρο­χὴ ἔ­νι­ω­σα τὰ γό­να­τά μου νὰ λυ­γί­ζουν. Ἔ­πε­σα λι­πό­θυ­μος. Ὅ­ταν ξα­να­βρῆ­κα τὶς αἰ­σθή­σεις μου, ἤ­μουν τυ­λιγ­μέ­νος στὴ φρε­σκά­δα εὐ­ω­δια­στῶν σεν­το­νι­ῶν. Ἄ­νοι­ξα τὰ μά­τια καὶ πε­ρι­ερ­γά­στη­κα τὸ κρε­βά­τι. Ἔ­πει­τα ἔ­στρε­ψα τὸ βλέμ­μα μου στοὺς τοί­χους καὶ τὰ ἔ­πι­πλα τοῦ δω­μα­τί­ου. Πρό­σε­ξα τὶς χα­μο­γε­λα­στὲς φω­το­γρα­φί­ες δύ­ο νη­πί­ων καὶ τοὺς φθαρ­μέ­νους γύ­ψους στὸ τα­βά­νι. Δὲν εἶ­χα ἰ­δέ­α ποὺ βρι­σκό­μουν, ἀλ­λὰ ἔ­νι­ω­θα βέ­βαι­ος ὅ­τι ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ δὲν μὲ πε­ρι­έ­θαλ­πε ἄλ­λος κα­νεὶς πα­ρὰ τὸ σπί­τι ποὺ κυ­νη­γοῦ­σα με­τὰ μα­νί­ας ὧ­ρες νω­ρί­τε­ρα δι­εκ­δι­κών­τας ἀ­πὸ μέ­ρους του μιὰ ἔν­δει­ξη κα­λῆς θέ­λη­σης, μιὰ προ­σφο­ρά.




  Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον".

9/6/11

Ό,τι σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο κινδυνεύει...

 


Μίλτος Σαχτούρης

Ο συλλέκτης



Μαζεύω πέτρες γραμματόσημα

πώματα από φάρμακα σπασμένα γυαλικά

πτώματα από τον ουρανό

λουλούδια

κι ό,τι καλό

σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο

κινδυνεύει



ψηλά κοιτάζω σα χαρταετός

ο Σταυραϊτός να φεύγει



αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα

αυτά δε με αγγίζουν



ο ήλιος μαζεύει τις μέρες μου

γελώντας



μονάχα η ψυχή στ’ αυτί μου

ψιθυρίζει λέγοντας:

σκοτείνιασε σκοτείνιασες

γιατί;

δεν είσαι τρομαγμένος;


6/6/11

Κόκκινο...

 



Ρόθκο:
 Στιγμιότυπα μιας παθιασμένης ιδιοφυίας


«Κόκκινο»
Τζον Λόγκαν
Θέατρο Δημήτρης Χορν
Φεβρουάριος 2011

Θαμπωμένος από εννιά τοιχογραφίες του Ρόθκο στο μουσείο Τέιτ Μόντερν του Λονδίνου, ο Τζον Λόγκαν παρακινήθηκε στην αναζήτηση της ιστορίας τους, αλλά και της ίδιας τους της υπόστασης. Το 1958, ο ρωσικής καταγωγής Εβραίος Μαρκ Ρόθκο ανέλαβε να φιλοτεχνήσει πίνακες για τη διακόσμηση του εξεζητημένου εστιατορίου Τέσσερις Εποχές σε ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης. Ένα χρόνο αργότερα ωστόσο, ακολούθησε η βίαιη σχεδόν απομάκρυνσή τους και η επιστροφή της υπέρογκης αμοιβής. Οι λόγοι τόσο της αποδοχής της παραγγελίας, όσο και της μετέπειτα απόρριψής της παραμένουν γρίφος. Εδώ έγκειται η γέννηση ενός δυναμικού και μεστού νοημάτων έργου, με αντικείμενο όχι μόνο τον Ρόθκο, τη ζωγραφική και την τέχνη γενικότερα, αλλά και την πορεία κι εξέλιξη του σημερινού ανθρώπου.

Το έργο οικοδομείται πάνω στη δυαδικότητα, η οποία εκφράζεται με σειρά διπόλων: ο φτασμένος καλλιτέχνης κι ο μαθητευόμενος, ο ώριμος άντρας κι ο νέος, το μαύρο και το κόκκινο, το κόκκινο και το λευκό, το πνεύμα και το προϊόν, ο φόβος κι η ελπίδα, ο θάνατος και η ζωή, το παρελθόν και το μέλλον. Το ζητούμενο μάλιστα δεν είναι η απλή συνύπαρξη των αντιθέτων, αλλά η αρμονική, χωνεμένη τους «συμβίωση», η ουσιαστική ζύμωσή τους. 

Κατακρίνεται εξ αρχής η σημερινή έλλειψη κριτηρίων και κριτικής σκέψης, όπου «όλα αρέσουν σ’ όλους», καθώς και η επάρκεια στη μετριότητα και το «καλά», με «την προσωπική ενόραση να υποδουλώνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα». Καυτηριάζεται ό, τι μετατρέπει το Κόκκινο (κι ό,τι αυτό περιλαμβάνει) σε Μαύρο, με έντονο το φόβο της τελικής επικράτησης του δεύτερου, μιας και προς αυτό φαίνεται να κατευθύνεται ο σημερινός άνθρωπος. Το έργο ενσωματώνει διάφορες απόψεις του Ρόθκο κι όψεις της καθημερινότητάς του, χωρίς ωστόσο να δίνεται η εντύπωση παρενθετικών στοιχείων ή βιογραφικού ρεπορτάζ. 

Λόγω ενδεχομένως του πλήθους των νοημάτων, παρατηρείται επανάληψη ιδεών, με αποτέλεσμα κάποια χαλαρότητα στα μισά του έργου κι εξασθένιση του ρυθμού του. Ωστόσο, η σε κύκλο ολοκλήρωσή του, παρά την ενδιάμεση ανατροπή, συμβάλλει σ’ ένα δυνατό αποτέλεσμα.

Η παράσταση ανταποκρίνεται επιτυχώς στις απαιτήσεις του έργου, σωματοποιώντας τα χρώματα. Η μετάφραση ρέει ανεμπόδιστα, η σκηνοθεσία του Φασουλή και τα σκηνικά του Παντελιδάκη πλαισιώνουν άρτια το έργο, ενώ ακόμη και η μουσική, με καίριο λειτουργικό ρόλο, τονίζει το δίπολο των πρωταγωνιστών. Η εύστοχη διανομή δίνει τους σωστούς ηθοποιούς στους σωστούς ρόλους. Πρόκειται για παράσταση που αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό τη σημειολογία χρωμάτων, ηλικιών κι ιδιοτήτων. 

Είναι αισιόδοξο και παρήγορο, για τους σημερινούς χαλεπούς καιρούς, το γεγονός ότι ο Φασουλής δεν επαναπαύεται καταφεύγοντας στην προχειρότητα, αλλά αντιθέτως παραδίδει στο φιλοθέαμον κοινό σκηνοθεσίες κι ερμηνείες υψηλής ποιότητας κι αισθητικής. Ταυτόχρονα, αποζητά το καινούργιο κι ανανεωτικό, χωρίς να αρκείται στην ευκολία του κλασικού, ούτε όμως και στην άνευ όρων αναζήτηση του διαφορετικού. Έδωσε επιτυχώς έναν Ρόθκο ιδιότροπο, με την αλαζονεία του φτασμένου καλλιτέχνη, αλλά και τις φοβίες, ακόμη και την απελπισία, αυτού που βλέπει παραπέρα, αυτού που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, με όλο της τον κυνισμό και την ειρωνεία. Με άλλα λόγια: μια κόκκινη, παθιασμένη ιδιοφυία.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος που υποδύθηκε τον μαθητευόμενο Κεν, είναι αναμφισβήτητα ταλαντούχος και πολλά υποσχόμενος ηθοποιός. Η ερμηνεία του, πηγαία, δεν προδίδει την πολλή δουλειά που προηγήθηκε. Ωστόσο, ακριβώς λόγω του ταλέντου του, αξίζει να λειάνει την υποκριτική του τέχνη, εκδυόμενος τις όποιες –αισθητές κάποτε–  επιρροές, εις αναζήτησιν ενός καθαρά προσωπικού ύφους. Ερχόμενος σε ρήξη με τον Ρόθκο, το επιτυγχάνει, φτάνοντας σε μια υποκριτική κορύφωση, παράλληλη με την κορύφωση του ρόλου στην παράσταση.



Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 01.02.2011


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη", τεύχος 4.

3/6/11

Με την υπομονή του γεωργού...

 



Σωτήρης Σελαβής

Ν’ αγγίζεις πάντα τη γυναίκα που κοιμάται...



Ν'αγγίζεις πάντα τη γυναίκα που κοιμάται
να εξαντλείς το χέρι στα μαλλιά της.
Να την αγγίζεις πάντα όταν κοιμάται
σαν να ζητάς συγγνώμη.

Με την υπομονή του γεωργού
να σκύβεις στη σιωπή της
να την ακούς να μεγαλώνει
ν' ανθίζει, να ονειρεύεται.

Να χαϊδεύεις πάντα την κοιλιά της
να την κρατάς ζεστή γιατί είναι μόνη
γεμάτη άγχος, αίμα και θάλασσα
γεμάτη χαμηλά, σβημένα πάθη.

Ν' αγγίζεις πάντα τη γυναίκα
γιατί κοιμάται όπως δακρύζει
αν γίνεις άτσαλος με την ψυχή
νευρική και λαμπερή θα φύγει.

Κι αν τα μάτια της ανοίξει ξαφνικά
φέρτη στο πλάι, με τα γόνατα ψηλά
και πίσω της ξαπλώνοντας
αγκάλιασέ την, φίλησέ την.

Τότε μπορείς το στήθος της ν' αγγίξεις
αλλά ποτέ, ποτέ το πρόσωπό της
αφού τα όνειρά της θα ερεθίσεις
μονάχα αν σ' αγαπώ της ψιθυρίσεις.


Μέρα που είναι...

2/6/11

Κι αυτός που δεν είν΄ από μέταλλο σκουριάζει...

 


Γιάννης Βαρβέρης


CORTINA 1964

Απάντηση δεσποινίδας στο αίσθημά μου

Κύριε∙ απ’ τον πατέρα σας στα χέρια τα δικά σας
βέβαια και το αίσθημά σας το ’χα νιώσει:
στη μηχανή μου στην καρότσα και στο βλέμμα σας.
Πώς αλλιώς άραγε μια Φορντ Κορτίνα 1964
θα ζούσε μέχρι σήμερα;
Γι’ αυτό και πέρα απ’ οποιαδήποτε τεχνολογία
μαρσάροντας τα κυβικά που μου απομένουν
μιλάω απόψε στο αίσθημά σας απαντώντας.

Οι γερασμένες σταρ έχουμε λόγο, κύριε∙
είμαστε μέταλλα γερά
τον άνθρωπό μας τον πονάμε.
Όσο λοιπόν με θέλετε κι όσο με ξεναγείτε
στις λεωφόρους της ζωής σας και στα πάρκινγκ
μαζί θα τα σνομπάρουμε τα νέα φιντάνια
ακόμα και της Φορντ -ιδίως της Φόρντ.
Και μη φοβάστε: δε θα χρειαστεί
να μ’ οδηγήσετε σε μάντρα
ούτε να με βουλιάξετε απαλά σε λιμανάκι.
Για μένα ρεκτιφιέ ήτανε τα νιάτα σας
κι η αγάπη σας πισσάρισμα ν’ αντέξω.

Αν κάτι με μελαγχολεί είστε σεις.
Είμαι γυναίκα, ξέρω:
τόσες φροντίδες για γυναίκα φθείρουν με το χρόνο
κι αυτός που δεν είν’ από μέταλλο σκουριάζει.
Άρα, το λέω, δε θ’ άντεχα ποτέ το χωρισμό μας∙
δε θ’ άντεχα μια μαύρη ξένη, μια άλλη
με πληρωμένο κλάμα να οδηγήσει το κορμί σας
εκεί που μόνη μου δε θα ’ξερα να φτάσω.
Υποσχεθείτε μου λοιπόν: Σαν έρθει η ώρα
κάνε κουράγιο αγαπημένε, βαλ’ τα δυνατά σου
κι έλα και ξάπλωσε στο μπροστινό μου κάθισμα∙
μια γερασμένη σταρ ξέρει από φλόγα
για πρώτη μας φορά και τελευταία
θ’ αγκαλιαστούμε ολόκληροι
στην έκρηξή μου
κι έτσι καπνοί αξεχώριστοι ανεβαίνοντας
σαν σ’ εκδρομή στον καθαρότατον αέρα
όπως παλιά και πάλι θα συναντηθούμε
εσύ εγώ
ο πατέρας κι η μητέρα.