16/7/13

Μουσική, παρακαλώ..!



Πριν "αρχίσουν οι χοροί", ας αφήσουμε πρώτα τη μουσική να παίξει!


Αναφορικά με την έριδα Ξαρχάκου-Χατζάκη, έχω να πω ότι, πριν αρχίσει η γκρίνια, πρέπει πρώτα -αν μη τι άλλο- να δοθεί στον δεύτερο η ελευθερία να εκπληρώσει έστω τα καθήκοντα τα οποία προσφάτως ανέλαβε -σε μια δύσκολη μάλιστα στιγμή και με καθυστερημένη ανάθεση-, καθώς και να δώσει δείγμα εργασίας ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής!

Ο Χατζάκης -είτε αρέσει αυτό σε κάποιους είτε όχι- έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα δουλειάς και σκηνοθεσίας, και προσωπικά προσδοκώ (απ' την ευτυχή και ανακουφιστική αυτή επιλογή) να γίνουν πολλά πράγματα, και μάλιστα περισσότερα απ' ό,τι επί ημερών Χουβαρδά.

Τόσο το κοινό, όσο και οι συντελεστές, έχουν επιδείξει κατά καιρούς αδικαιολόγητη ανοχή σε επιλογές, αναθέσεις και έκπτωση ποιότητας, και τώρα ξαφνικά έγιναν υπερευαίσθητοι, προτού καλά-καλά δουν και ακούσουν; Τι είδους δυσανεξία είναι αυτή;...

Έπειτα, ο Φιλιππίδης είναι ηθοποιός, και μάλιστα καλός, με πολλούς ρόλους στο ενεργητικό του και πολλές δεκαετίες ενεργούς υποκριτικής στην πλάτη του. Την πρότασή του δεν την θεωρώ παρασπονδία.

Ο Λαζόπουλος, ηθοποιός δεν λογίζεται (στο θέατρο, γιατί στη ζωή μια χαρά δουλεύει κόσμο και ντουνιά), και συμφωνώ ότι η είσοδός του στο Εθνικό θα συνιστούσε μεγάλη φιλοφρόνηση για τον ίδιο. Ο Λαζόπουλος είναι showman, και, ως ηθοποιός -στην καλύτερη περίπτωση- λειτουργεί σε πολύ συγκεκριμένους ρόλους, αποκλειστικά ή κατά προτίμηση δικών του κειμένων και κυρίως για την τηλεόραση (με δυσκολία για τον κινηματογράφο). Ας μείνει, λοιπόν, εκεί.

Απ' την άλλη, ποιους ακριβώς και πόσους ρόλους θ' αναλάμβαναν καθένας;

Όπως και να 'χει, πριν "αρχίσουν οι χοροί", ας αφήσουμε πρώτα τη μουσική να παίξει!


Έλενα Σταγκουράκη

"Το κτίσμα" του Φραντς Κάφκα, σκην. Β. Γεωργιάδου, Φεστιβάλ Αθηνών 2013

 

«Και τι να πει κανείς για την εμπιστοσύνη;»…

«Το κτίσμα»
Φραντς Κάφκα
Σκην. Βίκυ Γεωργιάδου
Φεστιβάλ Αθηνών 2013

«Ο κόσμος είναι πολύπλοκος και ποτέ δεν λείπουν οι δυσάρεστες εκπλήξεις»: προφητική, δυστυχώς, αυτή η ρήση από το κείμενο του Κάφκα, καθώς μια τέτοια, δυσάρεστη έκπληξη, μας περίμενε στο χώρο Ε της οδού Πειραιώς 260.

«Το κτίσμα», διήγημα γραμμένο προς τα τέλη της ζωής του συγγραφέα, πραγματεύεται την εκούσια απομόνωση, τη μοναξιά, το φόβο του διπλανού, τον τρόμο και την πολυπλοκότητα της ύπαρξης. Ένα πλάσμα, με ζωώδη χαρακτηριστικά, επιδιώκει να περιχαρακώσει την ύπαρξη και το ζωτικό του χώρο, ολοένα κατασκευάζοντας και συντηρώντας ένα δαιδαλώδες οικοδόμημα στα έγκατα της γης, με αναρρίθμητους παραπλανητικούς διαδρόμους και πλατείες, που θα το προστάτευαν από ενδεχόμενη επίθεση. Η εισβολή τελικά πραγματοποιείται, υπό τη μορφή θορύβου, καθιστώντας το απροσπέλαστο του κτίσματος τρωτό, και υπενθυμίζοντας στο πλάσμα αυτό πως εξ ορισμού δεν βρίσκεται μόνο του στον κόσμο. Και τότε εισβάλλει, αντί για τον «εχθρό», ο τρόμος και ο παραλογισμός…

Η παραπάνω περιγραφή –και μόνο– αρκεί, προκειμένου να φανερωθεί ο ερμητικός χαρακτήρας αυτού του τόσο καφκικού, σκοτεινού κειμένου –ένας μονόλογος που διαγράφει συνεχώς κύκλους (όπως το εκκρεμές στο κέντρο της σκηνής), δίχως στην πραγματικότητα να συμβαίνει κάτι–, το οποίο, σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα, «ανήκει σ’ αυτά τα δυο-τρία κείμενα που κρατάμε ο καθένας γιατί ξέρουμε πως όταν τα διαβάσαμε νιώσαμε να μετακινείται το μυαλό μας». Ιδού λοιπόν η παγίδα, στην οποία έπεσε η ίδια, δημιουργώντας, παρασυρόμενη από ένα αγαπημένο της κείμενο, μια παράσταση-δείγμα ενός παραμορφωτικού φαινομένου: Θέατρο για το θέατρο. Η Γεωργιάδου έφτιαξε μια παράσταση, η οποία ούτε προβάδισμα στο κείμενο δίνει, ούτε κάτι ουσιαστικό προσφέρει, παραστατικά. Η ίδια δήλωσε ότι χρειάστηκε να μεταφράσει εκ νέου το κείμενο, καθώς η προηγούμενη μετάφραση, της Ρασιδάκη, «έγινε εκ των πραγμάτων για να διαβαστεί», ενώ «η νέα μετάφραση έγινε με γνώμονα την προφορικότητα, με βασικό ερώτημα –και ως προς τη σκηνοθετική προσέγγιση– το πώς μιλιέται η σκέψη». Τίποτε απ’ αυτά δεν είδαμε. Πρώτον, δεν είναι η μετάφραση, αλλά το ίδιο το κείμενο! που προορίζεται αυστηρά για ανάγνωση και καθιστά την παράστασή του δύσκολη έως αδύνατη, και άνευ νοήματος. Διαφορετικά, προς τι η απαγγελία ενός αρκετά μεγάλου μέρους του από την ηθοποιό εκτός σκηνής, και με ανύπαρκτο φωτισμό (μέρος που ελάχιστοι κατόρθωσαν να παρακολουθήσουν, ενώ πολλοί χασμουριούνταν, γελούσαν, μιλούσαν μεταξύ τους κ.λπ.); Δεύτερον, δεν διαπίστωσα το επικαλούμενο προβάδισμα στην προφορικότητα, τη στιγμή που ο λόγος –αν και ίσως ήδη απλοποιημένος– εξακολουθούσε να είναι δαιδαλώδης και υποτακτικός. Τέλος, απορώ για τον τρόπο με τον οποίο η Γεωργιάδου ομιλεί τη σκέψη της, αλλά ο δικός μου, τουλάχιστον, τόσο στόμφο κι ένταση δεν έχει. Απ’ την άλλη, ο στόχος της αυτός καθαυτός έρχεται σε σύγκρουση με το βαθμό παραστασιμότητας του έργου. Ποιος ξέρει; Ίσως, κάπου, κάποτε…


Καίριο ερώτημα συνιστά επίσης το πώς ντύνει κανείς σκηνικά ένα τέτοιο έργο. Δύο οι επιλογές: η μία κοστολογικά ανέφικτη, η άλλη αφαιρετική και συμβολική (και –μεταξύ μας– αφενός πιο ενδιαφέρουσα, αφετέρου με περισσότερες ελευθερίες). Εδώ επελέγη βέβαια το δεύτερο, με ένα πλέγμα ζωγραφισμένο με κιμωλία στο πάτωμα –προς αποτύπωση της πολυπλοκότητας του κτίσματος– και μία εγκατάσταση στην άκρη που έμοιαζε με σκακιέρα, όπου τα πιόνια ήταν μπουκάλια μισογεμάτα (ή μισοάδεια) με νερό –κάτι σαν μηχανικά σχέδια του οικοδομήματος–. Στη βάση των μπουκαλιών υπήρχε μαζεμένο χώμα, ώστε ν’ αποτυπώνεται κάποτε και οπτικώς το σκάψιμο στα έγκατα της γης. Έτσι, τα σκηνικά της Heike Schuppelius θα συνιστούσαν ίσως εξαιρετικό εικαστικό έκθεμα, αλλά εν προκειμένω τίποτε παραπάνω, και πώς αλλιώς.

Όσο για την ερμηνεύτρια, την Καλλιμάνη, τι να πει κανείς, όταν η παράσταση είναι από μόνη της κουραστική. Καλή προσπάθεια, αλλά όποιος και να επωμιζόταν το ρόλο αυτό, μάλλον λίγες πιθανότητες θα είχε να κάνει την ανατροπή. Η φουτουριστική μουσική του Κώστα Ανδρέου και το όλο αντίστοιχο φόντο, δεν λέω, συμβαδίζει ίσως με το ύφος και τον κόσμο του Κάφκα, ωστόσο δεν είναι θέατρο. 

Το θέατρο υπάρχει για να προσφέρει κάτι, είτε αυτό λέγεται «μήνυμα», είτε καθαρή αισθητική απόλαυση, εν προκειμένω όμως δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Ας μην καταχρώμαστε, λοιπόν, την εμπιστοσύνη του κοινού, απ’ όποιο μετερίζι και αν το υπηρετούμε.


Έλενα Σταγκουράκη 

Αθήνα, 14.07.2013



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=1381 )

13/7/13

Απρόσεχτη πεταλούδα...



 




















Ελένη Μαρινάκη

Απρόσεχτη πεταλούδα


Κύριε, δώσε μου
τα φτερά που έχασα στους κήπους 
τα πέπλα που ξήλωνα τις νύχτες 
τη σκόνη που σκόρπισα εδώ και εκεί. 

Τα χρώματα δώσε μου πάλι 
που εμπιστεύθηκα 
σε τοκογλύφους κυνηγούς ονείρων. 

Γύμνωσα την ψυχή μου 
και κρυώνω


**********

Mariposa descuidada

Señor, dame
las alas que perdí por los jardines
los velos que destejía por las noches
el polvo que dispersé por ahí y por allá.

Los colores devuélveme, Señor,
los que confié
a usureros cazadores de sueños.

Desnudé a mi alma
y tengo frío.



Traducción al español: Elena Stagkouraki


12/7/13

"Το κτίσμα"...




"Το κτίσμα" του Φραντς Κάφκα, σκην. Βίκυς Γεωργιάδου, Φεστιβάλ Αθηνών 2013:
__________

 Θέατρο για το θέατρο.

Αυτό συμβαίνει, όταν πέφτει κανείς στην παγίδα του έργου που υπεραγαπά.


Ε.Σ.

(Έπονται λεπτομέρειες)

10/7/13

"Ο εχθρός του λαού"...

 

  «Σε καθέναν από μας κρύβεται ένας εχθρός του λαού»*


«Ο εχθρός του λαού»
Ερρίκου Ίψεν
Σκην. Τόμας Όστερμάιερ
(Σάουμπούνε)
Φεστιβάλ Αθηνών 2013

«Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πολιτισμό, κλινικά νεκρό»: αυτή η διαπίστωση, εναρκτήρια φράση του κειμένου «Η επικείμενη εξέργεση», το οποίο ενσωματώθηκε στην παράσταση, συνιστά την πεμπτουσία της προσέγγισης Όστερμάιερ σ’ αυτό το κλασικό έργο του παγκόσμιου θεάτρου. Τι κι αν η αποτύπωση λοιπόν ολόκληρης της πολιτισμικής κατάρρευσης σε μια μόνο παράσταση μοιάζει ζητούμενο αλαζονικό κι ανέφικτο; Ο Όστερμάιερ το πέτυχε σε μια παράσταση δύο ωρών και κάτι.

Ο Ίψεν, στο έργο του, περιγράφει τι συμβαίνει σε μια επαρχιακή πόλη κι ανάμεσα σε δύο αδέρφια όταν τα ιαματικά λουτρά, απ’ τα οποία η πόλη ζει και θάλλει, αποδεικνύονται μολυσμένα κι ακατάλληλα. Η ανακάλυψη γίνεται από τον κεντρικό χαρακτήρα, το γιατρό Δρ. Στόκμαν, ο οποίος με αίσθημα ευθύνης επιδιώκει να γνωστοποιήσει το γεγονός και ν’ αποκαταστήσει την ανωμαλία, ερχόμενος έτσι σε σύγκρουση με τον δήμαρχο αδερφό του κι ακολούθως με τον Τύπο, τα σωματεία κι ολόκληρη την κοινωνία. Αν και είναι αυτός που έχει το δίκιο και την αλήθεια με το μέρος του, ο Δρ. Στόκμαν δεν κατορθώνει ν’ αποτρέψει τον αποκλεισμό του.


Η προσέγγιση του Όστερμάιερ διαφέρει σημαντικά απ’ το ιψενικό πρωτότυπο, ακόμη και αν την παραδεχθούμε ως προστιθέμενη αξία. Ο σκηνοθέτης, από κοινού με τον Μπρόχμάϋερ, παρενέβη καίρια στο κείμενο, τόσο στο λόγο του Δρ. Στόκμαν –ο οποίος αντικαταστάθηκε από το κείμενο της «Αόρατης Επιτροπής» που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2008 και που οδήγησε σε σκηνικούς διαλόγους τύπου ΣΥΡΙΖΑ-ΧΑ στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά και σε πιο κόσμιο, αυτοσχεδιαστικό διάλογο με το κοινό–, όσο και στην έκβαση του έργου –μ’ ένα υπονοούμενο αισιόδοξο–, με στόχο την επικαιροποίησή του. Επίσης, δόθηκε ακριβοδίκαια βήμα και στα δύο αντίπαλα δέη, ώστε να τονιστεί η σχετικότητα του δικαίου. Ο σκηνοθέτης δεν πήρε το μέρος κάποιου χαρακτήρα, και με την επικαιροποίηση, την οποία επιχείρησε και πέτυχε, κατόρθωσε πραγματικά να μιλήσει σε και για ολόκληρη την Ευρώπη και να πείσει το κοινό ότι η Κρίση αφορά το σύστημα, τον καπιταλισμό, κι όχι μια ή δυο χώρες. Θίγει το ψεύδος και την υποκρισία εν γένει, αλλά και συγκεκριμένα στην πολιτική, την κοινωνία και την οικογένεια, και κατακρίνει έτσι τη σημερινή ανθρώπινη συμπεριφορά και τους θεσμούς στο σύνολό τους. Τα επιμέρους θέματα πάμπολλα. Αναφέρουμε ενδεικτικά: πλειοψηφία-μειοψηφία, δημοκρατία-αλήθεια, δίκαιο-ισχύς, αδερφική αγάπη-συμφέρον, μαζοποίηση-απομόνωση, ακλόνητες πεποιθήσεις-καιροσκοπισμός, ωφελιμισμός, εκμετάλλευση. Το συμπέρασμα: «Αυτή η κοινωνία αξίζει την κατάρρευση.» Σ’ αυτό θα συμφωνήσουμε εν μέρει με τον Όστερμάιερ, παρά τις διαφορές της ελληνικής-νοτιοευρωπαϊκής κοινωνίας από τις βορειοευρωπαϊκές. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται εμφανές ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το ίδιο το έργο του Ίψεν, αλλά με μια ερμηνεία του, μια μετάφρασή του, γεγονός από μόνο του ούτε καλό ούτε κακό, ωστόσο αληθές, και στο οποίο θα αναφερθούμε αλλού διεξοδικότερα. Εν προκειμένω, πάντως, η μετάφραση πέτυχε.


Όσο για τη σκηνική αποτύπωση, αυτή πρόδιδε μια εντονότατη επιρροή απ’ τον κινηματογράφο. Το μόνο που έλειπε, θαρρείς, ήταν το λευκό πανί, αν και, έως και αυτό, το αντικαθιστούσε μαύρο διαφανές παραπέτασμα. Ο θεατής αισθανόταν να παρακολουθεί με τηλεσκόπιο το απέναντι διαμέρισμα και τη ζωή μιας οικογένειας. Βαθμός φυσικότητας/καθημερινότητας 100% και πλέον. Ξεχωριστός ο ρόλος της μουσικής –εν είδει σύγχρονων αγγλόφωνων τραγουδιών–, κάποτε ζωντανής, δια στόματος και χειρών των ίδιων των ηθοποιών. Το φιλί ανάμεσα στον φίλο και τη σύζυγο του Στόκμαν, προκειμένου να δηλωθεί η κρίση στις οικογενειακές σχέσεις και το θεσμό του γάμου, έμεινε μετέωρο. Δίχως δηλωμένο υπόβαθρο και συνέχεια, λειτούργησε ως αχρείαστη υποσημείωση στο περιθώριο. Πρωτότυπη η ιδέα του Πάπελμπάουμ για την αντικατάσταση μέρους των σκηνικών από ζωγραφιές αντίστοιχων αντικειμένων σε μαυροπίνακα, καθώς και η χρήση του τελευταίου από τους ίδιους τους ηθοποιούς για το διαχωρισμό σκηνών και χρονικών προσδιορισμών. 

Οι ηθοποιοί, σε γενικές γραμμές, καλοί, επαρκείς για τους ρόλους τους, δίχως όμως ένα αποτέλεσμα εκθαμβωτικό. Η συγκεκριμένη, βέβαια, σκηνοθεσία, με έμφαση στο τώρα, τη φυσικότητα και, κυρίως, στο περιεχόμενο του έργου (τόσο σπάνιο στην Ελλάδα!), διευκόλυνε τους ηθοποιούς. Ξεχωρίσαμε τον Τόμας Μπάντιγκ ως απολαυστικά ειρωνικό και πικρόχολο Μόρτεν Κιλ, τον Ίνγκο Χούλσμαν ως λαλίστατο, έξω φρενών δήμαρχο (ουδέποτε ακούσαμε Γερμανό να μιλάει με μεγαλύτερη ταχύτητα!), και τον Ντέιβιντ Ρούλαντ που επωμίστηκε επιτυχώς τον ad hoc διάλογο με το ελληνικό κοινό.

«Σε καθέναν από μας κρύβεται ένας εχθρός του λαού»* είναι μάλλον το μήνυμα του Όστερμάιερ. Δεκτόν, έστω και ως κάτι εν δυνάμει ον. Ωραία λοιπόν, το βρήκαμε το αγκάθι. Τώρα, τι κάνουμε γι’ αυτό;


*Τίτλος σχετικού άρθρου του Μίχαελ Ράαμπ

Έλενα Σταγκουράκη


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=1178

8/7/13

"Ρινόκερος" του Ιονέσκο...

 

 Ένας ευκίνητος, λαλίστατος, κοινωνικός και

 …πολύσημος ρινόκερος


Ρινόκερος
Του Ευγένιου Ιονέσκο
Σκην. Εμμανυέλ Ντεμαρσύ-Μοτά
Φεστιβάλ Αθηνών 2013



«Όλος ο κόσμος οφείλει να συμβιβάζεται. Τι είσαι εσύ; Υπεράνω;» ρωτάει ο Ζαν τον φίλο του, Μπερανζέ, θίγοντας ακριβώς αυτό: τη μοναξιά του κεντρικού χαρακτήρα ως βασική συνθήκη, από αρχής μέχρι τέλους, γεγονός που προοικονομεί την εξαίρεσή του από τη «ρινοκεροποίηση», σε μια απόδοση του έργου που τονίζει κυρίως το ρόλο του ατόμου απέναντι στη συλλογικότητα.


Γραμμένος το 1959, ο Ρινόκερος προκάλεσε πολλές και ετερόκλητες αντιδράσεις στην Ευρώπη, λόγω του φορτίου του και των πρόσφατων, τότε, οδυνηρών αναμνήσεων. Σε μια επαρχιακή πόλη, οι κάτοικοι μεταμορφώνονται σταδιακά σε ρινόκερους, ούτως ειπείν αποκτηνώνονται, με μοναδική εξαίρεση τον Μπερανζέ. Το έργο θίγει την πορεία εκφασισμού ενός λαού, ο οποίος συντελείται όχι καταναγκαστικά, αλλά οικειοθελώς, με την αδήριτη συνεπικουρία της ψυχολογίας της μάζας. Η εξαίρεση μάλιστα του Μπερανζέ δεν οφείλεται στην ιδεολογία ή τον δυναμικό χαρακτήρα του –αντιθέτως, ο ίδιος κατατρώγεται από αντικρουόμενα συναισθήματα και σκέψεις, όντας μάλλον αντιήρωας–, αλλά πρόκειται για κάτι τόσο τυχαίο, όσο και η επιλογή του συγκεκριμένου ζώου από τον συγγραφέα. Ο στόχος πολύ απέχει από το διδακτισμό· εξάλλου, όπως συνήθιζε να λέει ο Ιονέσκο, ο συγγραφέας δεν είναι ταχυδρόμος για να έχει να μεταφέρει κάποιο μήνυμα.


Η προοδευτική σκηνοθεσία του Ντεμαρσύ-Μοτά συμπορεύεται και με μια διπλή διεύρυνση του νοήματος του κειμένου, η οποία ξεπερνά το πρωταρχικό πολιτικό του φορτίο. Ο Ρινόκερός του αποτυπώνει έτσι το φαινόμενο της «συλλογικής ψύχωσης», όπως παραδέχεται ο υπάλληλος Μποτάρ, η οποία δεν χρειάζεται ένα τόσο ακραίο γεγονός προκειμένου να εκφραστεί. Αντιθέτως, τη συμπεριφορά της μάζας τη συναντούμε συχνά, παντού ανά τον κόσμο και με διάφορες αφορμές. Σε ένα δεύτερο –πλατύτερο ακόμη– επίπεδο, το έργο γίνεται για τον σκηνοθέτη μια «ποιητική αλληγορία» που δύναται να περιλάβει πολλές εκφάνσεις του ανθρώπινου χαρακτήρα και της ιστορίας. Λόγω αφενός της διαχρονικότητας του παραλόγου, αφετέρου της προσέγγισης του σκηνοθέτη, ο «Ρινόκερος» μοιάζει έργο σύγχρονο, συγκαιρινού μας συγγραφέα.


rhinoceros_685x300


Όσο για τη σκηνική αποτύπωση του έργου, ο Ντεμαρσύ-Μοτά έμεινε πιστός στις επιταγές Ιονέσκο: πολλή γλώσσα, πολλή κίνηση, παράλληλες δράσεις και διάλογοι, ξέφρενοι ρυθμοί. Ειδικά η κίνηση έπαιξε ρόλο κεντρικό. Ολόκληρη η παράσταση, με αποκορύφωμα την δεύτερη Πράξη –με τους υπαλλήλους στο γραφείο–, δεν ήταν παρά μια άψογα συγχρονισμένη χορογραφία, με τον χορογράφο σε μεγάλα κέφια! Έξοχη η διανομή.


Αξιοθαύμαστη, απ’ την άλλη πλευρά, και η ικανότητα του συνόλου των ηθοποιών ν’ ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες κίνησης. Ανάλογο με την εκπληκτική τους κίνηση και το υποκριτικό δυναμικό τους. Καμιά παραφωνία, δεμένο σύνολο, πράγμα σπάνιο. Ρεσιτάλ ηθοποιίας από τον Σερζ Μαζιανί ως Μπερανζέ. Σώμα και πρόσωπο να μοιάζουν μ’ εύπλαστη ύλη που ο ίδιος χειριζόταν ανάλογα, δίχως το φόβο μήπως «τσαλακωθεί» (φόβο που συχνά συναντά κανείς στους ηθοποιούς) και εντυπωσιακή εκφραστικότητα, σε μια ερμηνεία απολαυστική. Η καταληκτική φράση «μολών λαβέ!» συνιστά μάλλον πρόκληση για τον επόμενο ηθοποιό που θα τολμήσει να υποδυθεί το ρόλο μετά τη συγκεκριμένη ερμηνεία. Εξαιρετικοί εξίσου και ο Ζεράλ Μαγιέ ως σπιρτόζος λογικοφιλόσοφος και ο Ζωρίς Καζανοβά ως κωμικός Μποτάρ. Καίρια και η γκροτέσκ συμβολή του Ουγκ Κεστέρ ως υπό-μεταμόρφωση-ευρισκόμενος άνθρωπος.


Αυτό όμως που κυρίως θαύμασα στην παράσταση είναι το «δεμένο σύνολο» για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω. Το Ανσάμπλ Αρτιστίκ μοιάζει υπόδειγμα θιάσου, δεμένης ομάδας και συλλογικής εργασίας. Όλοι οι ηθοποιοί λειτουργούσαν ως ενιαίο σώμα επί σκηνής, κάτι που σπάνια βλέπω. Συνήθως οι ηθοποιοί είναι πρώτα και κύρια μόνοι, μονάδες. Αντιθέτως, ο συγκεκριμένος θίασος δικαιώνει την αναγκαιότητα που τονίζει ο Ντεμαρσύ-Μοτά για την υπάρξη «μιας ομάδας ανθρώπων που δουλεύουν και στοχάζονται μαζί», «που επιζητούν να ορίσουν μαζί τα κανούργια ερωτήματα του σήμερα». Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως σταθερές (αν όχι μόνιμες) συνεργασίες αποδίδουν διαχρονικά τα μέγιστα. Η ισχύς, λοιπόν, εν τη ενώσει, για τα λαμπρά αποτελέσματα που παρακολουθήσαμε. Κι αυτή η ένωση φάνηκε και στο χειροκρότημα ακόμη, όπου ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής δεν βγήκε μπροστά! Ας γίνει παράδειγμα!

«Δεν θα πρωτοτυπήσουμε τώρα, ο μέσος όρος μετράει», προσπαθούν να πείσουν τον Μπερανζέ. Να όμως που η παράσταση ξεπέρασε κατά πολύ τον μέσο όρο κι έδειξε με το παράδειγμά της την αξία της υπεροχής.


Έλενα Σταγκουράκη

 Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=1127


7/7/13

Φεστιβάλ Αθηνών 2013...



"Ρινόκερος" του Ιονέσκο σε σκηνοθεσία Ντεμαρσύ-Μοτά:

Μια άψογα συγχρονισμένη χορογραφία,
με τον χορογράφο σε μεγάλα κέφια!
Ρεσιτάλ ηθοποιίας από τον Maggiani ως Μπερανζέ.

(Εκτενής κριτική σύντομα στο "Φρέαρ")


****




 












"Η εμπειρία της παράστασης 'Κήπος στάχτες'" του Η. Κουνέλα:

Εμπειρία indeed.

Για όποιον αγαπά τα παλιά σπίτια και τη ζωή τους, 

για όποιον δεν φοβάται το ταξίδι στη μνήμη, 
για όποιον αρέσκεται ν' ακούει και να λέει ιστορίες... 


************





 










Τώρα μάλιστα, Δήμο, τώρα μάλιστα!

Η επιλογή κειμένου και πρωταγωνίστριας (και το μέτρο!) δικαιώνει την άποψη Αβδελιώδη.
Η Όλια Λαζαρίδου καθηλωτική ως ιερομόναχος Διονύσιος και Γυναίκα της Ζάκυθος!

(Εκτενής κριτική σύντομα στο "Φρέαρ")



 Ε.Σ.

6/7/13

Φεστιβάλ Αθηνών 2013...




"Ο εχθρός του λαού" του Ίψεν, σε σκην. Τόμας Όστερμάιερ:

 

Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια

Με το χρήμα και το συμφέρον ως θρησκεία, θίγεται το ψεύδος και η υποκρισία εν γένει, αλλά και συγκεκριμένα στην πολιτική, την κοινωνία και την οικογένεια, και κατακρίνονται έτσι η σημερινή ανθρώπινη συμπεριφορά και οι θεσμοί στο σύνολό τους. Το πώς είναι δυνατόν να χωρέσουν όλα αυτά σε μια παράσταση 2,5 ωρών -με ενσωματωμένο διάλογο με το κοινό!-, δεν θα το ρωτήσω (ούτε ρητορικώς), καθώς μόλις το είδα με τα μάτια μου!

Δυνατή - έντονη - απαιτητική

Μια παράσταση-υπερπαραγωγή, για εντελώς όμως διαφορετικούς λόγους απ' ό,τι συνήθως.

Gut gemacht!



(Πλήρης κριτική, σύντομα στο "Φρέαρ")


Έλενα Σταγκουράκη