30/6/14

Αρετίνα...





















ΑΡΕΤΙΝΑ

«Κι αν είναι άτακτος ο ακριβός μου,
ο Αρετίνος μου, ο επιρρεπής
στις αμαρτίες και ηδονές του κόσμου,
στο πλάι του δηλώνω διαπρεπής!


Εκείνος και αν μου βλέπει τα κορίτσια,
εγώ τ’ αγόρια βλέπω, δεν αργώ∙
και όσα κι αν μου κάνει αυτός καπρίτσια,
στων σκέρτσων πρώτη μπαίνω την Αργώ.


Καθόλου μην τον χάσω δεν φοβάμαι,
αφού ποτέ μας δεν είχαμε εμείς
δεσμό ή σχέση, να ’μαστε εκκρεμείς.


Εξάλλου, μόνο θηλυκό εγώ θα ’μαι,
-με θήτα κεφαλαίο και μεστό!-,
τσαχπίνικο, έξυπνο, όμορφο, ζεστό»


του Αρετίνου σκέφτεται η ragazza.
Οι δυο τους, una faccia, una razza!



Έλενα Σταγκουράκη


Εξ αφορμής:
 

 Όπου
ο PIETRO ARETINO
εν έτει 2013
βρίσκει το άλλο του μισό

Βρήκα επιτέλους μια για την ουρά μου,
την ταιριαστή κι αντάξιά της θήκη·
δεν της ανήκω και δεν μου ανήκει·
βρήκα, τ’ ομολογώ, τον μάστορά μου.

Γυρίστρω, ψεύτρα, πονηρή, ναζιάρα,
–το άλλο μου μισό– με κερατώνει,
μαλώνουμε συχνά κι όταν θυμώνει
–φυλάξου, Πέτρο!– πέφτει και σφαλιάρα.

Τα δυο μας, όταν τρίζει το κρεβάτι,
τι μουσική αλλόκοτη ποιούμε!
Και ύστερα απ’ την κάθε μας απάτη
χριστιανικά τον άλλο συγχωρούμε.

Είναι, που λεν, σαν τα νερά τα κρίνα·
τα κρύα εννοώ. Μια Αρετίνα.

"Ο Pietro Aretino εν έτει 2013" (Παρισιάνου, 2013)



Θεοδόσης Βολκώφ

26/6/14

"Η γειτονιά των αγγέλων"...

 

«Δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω…»


«Η γειτονιά των αγγέλων»
Ιάκωβου Καμπανέλλη
Σκην. Κώστας Τσιάνος
Εθνικό Θέατρο
Νοέμβριος 2013

«Όλα υπάρχουν στο σήμερα: το αύριο, το μεθαύριο και το χθες.» Ο ‘τρελός’ της Γειτονιάς των αγγέλων, ονόματι Δωδεκάλογος, (άμεση αναφορά Καμπανέλλη στον Παλαμά, και έμμεση στα γεγονότα της κηδείας του το ’43), πιστός στη λαϊκή ρήση «από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια», διατυπώνει ό,τι ο σοφός γέροντας και προσφάτως εκλιπών Στυλιανός Αλεξίου θ’ αποτύπωνε στο στίχο του: «Απέραντη η στιγμή – αν την προσέξεις». Μπορεί στο σήμερα να ενυπάρχει το χθες, ωστόσο κάποτε πρόκειται για ένα χθες γρήγορα ξεπερασμένο και ξεχασμένο.

Η γειτονιά των αγγέλων του Καμπανέλλη –για τον οποίο σκοπίμως αποφεύγουμε κάθε ανατριχιαστικό χαρακτηρισμό– είναι μια φτωχογειτονιά προσφύγων του ’60 που αγκαλιάζει τους ανθρώπους, τις ιστορίες τους, τους πόνους  και τις χαρές τους. Μέσα σ’ αυτή τη γειτονιά και μαζί με στιγμιότυπα καθημερινά, εκτυλίσσεται ο τραγικός έρωτας της πλούσιας Ξένιας και του εργατόπαιδου Ανδρέα που τους οδηγεί στο θάνατο. Πόσα όμως απ’ όλα αυτά μπορούν πραγματικά ν’ αποδοθούν το 2013 και να γίνουν κατανοητά απ’ το σημερινό θεατή; Τις γειτονιές αυτές, όπου όλοι ζούσαν μαζί, έχουν αντικαταστήσει απρόσωπες πολυκατοικίες, όπου οι ένοικοι διαμερισμάτων αγνοούν πολλές φορές την ύπαρξη του γείτονα, πόσω μάλλον στοιχεία για εκείνον ή το χαρακτήρα του. Μαζί με τις γειτονιές, και με την επακόλουθη κοινωνικοοικονομική ‘πρόοδο’, χάθηκε και μια ολόκληρη πραγματικότητα, αυτή της πονεμένης φτωχολογιάς που εξυμνούν τα τραγούδια μας και που συνδέεται με τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» της ξενιτιάς, αλλά και με «το πηλοφόρι και το μυστρί» της εργατιάς και του μεροκάματου. Η σημερινή δε εξαθλίωση κάποιων κοινωνικών στρωμάτων λόγω κρίσης, ελάχιστες αναλογίες έχει να επιδείξει. Τότε ήταν όλοι ίσοι στη φτώχεια, διατηρούσαν την αξιοπρέπειά τους (η Τούλα αρνείται να δεχτεί το –έστω μια φορά– φορεμένο φόρεμα της Ξένιας) κι εύρισκαν ουσιαστική παρηγοριά στον διπλανό. Τι απ’ όλα αυτά ισχύει σήμερα; Και όπως είναι αναμενόμενο, ο αντίκτυπος της αλλαγής περνάει στο σανίδι του 2013.

Ίσως οι προθέσεις του σκηνοθέτη Τσιάνου να ήταν καλές, ωστόσο το αποτέλεσμα μάλλον δεν είναι άλλο, από το ν’ αντιμετωπίζεται ένα πρόσφατο κομμάτι της ιστορίας μας από εμάς τους ίδιους –συντελεστές και θεατές– ως φολκλόρ. Το γεγονός ότι «Η γειτονιά των αγγέλων» είναι έργο που δύσκολα μπορεί να καταταχθεί ειδολογικά, διόλου επιτρέπει την υπερβολή ή τη μετατροπή του σε μούζικαλ. Αν η πρώτη παράσταση το 1963 περιελάμβανε δέκα τραγούδια, αντί για τα δέκα εννιά που περιλαμβάνει σήμερα, σίγουρα δεν έφταιγε η ελλιπής έμπνευση του Θεοδωράκη, ούτε ο φόβος της λογοκρισίας (τόση εξορία και βασανιστήρια εξάλλου υπέστη). Πολύ περισσότερο, πρόκειται για ζήτημα ισορροπίας και στόχου. Η διάνθιση του έργου με τόσα πολλά τραγούδια δεν αναδεικνύει τίποτε άλλο, από την ελαφρότητα στην οποία ο σημερινός Έλληνας είναι επιρρεπής, καθώς και μια σίγουρη συνταγή επιτυχίας, αφού ο Θεοδωράκης –ως αναμφισβήτητος εκφραστής του ελληνικού αισθήματος!– πουλάει. Αντί λοιπόν η μουσική να πλαισιώνει το κείμενο, πλαισίωνε το κείμενο τη μουσική, με αποτέλεσμα κάτι πολύ όμοιο με την μουσικοθεατρική παράσταση «Ποιος τη ζωή μου». Στο τραγούδι, ο συνήθης ύποπτος Ζαχαρίας Καρούνης. Αυτή τη ροπή προς την ελαφρότητα αντανακλά και η αλλαγή της έκβασης του έργου σε ένα τέλος αίσιο, παγιωμένη πλέον τακτική στο Εθνικό. Πέρα από το ότι συνιστά επέμβαση στο έργο, το τέλος αυτό ελάχιστα συνάδει με την τραγικότητα των προηγούμενων σκηνών, και μόνο επιφανειακά την ανατρέπει. Τα λιτά, «υποδηλωτικά» σκηνικά του Μέντη ακολουθούσαν τις οδηγίες Καμπανέλλη.

Ένας περαιτέρω αντίκτυπος της απώλειας της γειτονιάς και της δύσκολης πραγματικότητας του ’60 δεν μπορεί, παρά ν’ αντικατοπτριστεί στις ερμηνείες των ηθοποιών. Τα μαθημένα στην καλοζωία και το γέλιο πρόσωπα, απόηχος μιας «ευημερούσας» –μέχρι πρόσφατα– κοινωνίας, σε τίποτα δεν θυμίζουν «τις μελαγχολικές φυσιογνωμίες των θαμώνων ενός καφενείου», όπως τις περιγράφει δημοσιογράφος σε εφημερίδα του ’60, και δεν πείθουν ούτε ως προσωπεία. Έπειτα, πώς να μιλάμε σήμερα για μάγκες, για το εργατόπαιδο και μάγκα της γειτονιάς, Αντρέα; Όποιο συγκοινωνιακό μέσο κι αν ευθύνεται γι’ αυτό, ο Ρασούλης είχε δίκιο: «οι μάγκες δεν υπάρχουν πια». Αξιοπρεπής η προσπάθεια του Ψαρρά να τον υποδυθεί, αλλά, παρακολουθώντας την παράσταση, νιώσαμε τόσο έντονη την επιθυμία να είχαμε δει σ’ αυτόν το ρόλο τον πρωταγωνιστή του ’63, Κούρκουλο. Σχεδόν τον βλέπαμε, να χορεύει ένα παθιασμένο ζεϊμπέκικο –αντί να κάνει δυο άνοστα βήματα–, να μιλάει για μπέσα και ν’ ανατριχιάζουμε, να ζηλεύει και να τον λυπόμαστε. Όσο για την συν-πρωταγωνίστρια Ασλάνογλου, καταβάλλονται φιλότιμες προσπάθειες να παρουσιαστεί ως η σημερινή Καρέζη, είτε με το ρόλο της στο συγκεκριμένο έργο είτε σε άλλα, όπως «Το μεγάλο μας τσίρκο». Ευτυχώς που η ίδια παραμένει προσγειωμένη και δηλώνει πως «δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί της». Μένει, μόνο, κάποια στιγμή, σε κάποιο ρόλο, να μας δείξει «τη δική της ματιά». Ο λόγος της περί αγάπης, ιδίως στις πρώτες σκηνές, συνιστά παρωδία. Αντιθέτως, αυθεντικές στιγμές υποκριτικής προσφέρει απλόχερα ο Ταξιάρχης Χάνος ως τρελός, ακολουθώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη «σχολή» Αρμένη, δίχως όμως μιμητικούς απόηχους. Έκφραση, ερμηνεία, κίνηση, φωνή! –τόσο στο γενικό χειρισμό της, όσο και στο τραγούδι– απολαυστικά. Ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής της παράστασης.

Θα επαινέσουμε και κάτι ακόμη: το πρόγραμμα της παράστασης. Εκεί που τα προγράμματα του Εθνικού βασίζονταν μέχρι πρότινος στις φωτογραφίες, το προβάδισμα δίνεται τώρα στα κείμενα, με τις φωτογραφίες της παράστασης σε χωριστό φυλλάδιο στο τέλος. Ελπίζουμε, αυτή να είναι και η γενικότερη γραμμή.

Στις γειτονιές του 2013, οι γειτονιές των αγγέλων είναι μάλλον δυσεύρετες…



Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 17.11.2013


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ", τεύχος 5.

23/6/14

Η γνώση ποτέ κανέναν δεν θα σώσει...














Διονύσης Καψάλης

4.

Κι όμως με τέτοια υλικά,
φθαρμένα, μελαγχολικά,


είναι πλασμένη η επιθυμία·
κι ούτε η άγρια χημεία

των χωρισμών μας ούτε η γνώση 
ποτέ μας κανέναν δεν θα σώσει,

ποτέ κανέναν, ούτε ο πόνος
για όσα χάλασε ο χρόνος, 

κι η κουρασμένη τελετή
του έρωτα καλά κρατεί.



19/6/14

Η γυναίκα της Ζάκυθος...





Εκ γυναικός τα χείρω…


«Η γυναίκα της Ζάκυθος»
Διονυσίου Σολωμού
Σκην. Δήμος Αβδελιώδης
Φεστιβάλ Αθηνών 2013


«Το χάραμα επήρα/ του ήλιου το δρόμο/ κρεμώντας τη λύρα/ τη δίκαιη στον ώμο», τα λόγια της γυναικείας μορφής στο όραμα του ιερομονάχου Διονυσίου. Λόγω της ιδιαιτερότητας του συγκεκριμένου σολωμικού κειμένου, και με την παρακαταθήκη μιας αποτυχημένης «Ερωφίλης» να βαραίνει στους ώμους, η δοκιμή του Αβδελιώδη στη «Γυναίκα της Ζάκυθος» αφενός προκαλούσε το ενδιαφέρον και την περιέργεια, αφετέρου προβλημάτιζε. Να όμως που η «δίκαιη λύρα» ανταμείβει και δικαιώνει.

Κείμενο που έχει δεχθεί πάμπολλες ερμηνείες κι αναπαραστάσεις, «Η γυναίκα της Ζάκυθος» συνιστά πραγματεία του Σολωμού πάνω στο Κακό, τη φύση, την προέλευση και τις εκδηλώσεις του. Παίρνει δε σάρκα και οστά στο πρόσωπο μιας γυναίκας που δεν κατονομάζεται –γεγονός που αυξάνει τη συμβολική αξία του χαρακτήρα– και η οποία συνιστά φορέα μισανθρωπίας, ζήλειας, φιλαργυρίας, μιζέριας, μικροπρέπειας, ξενοδουλείας, καθώς και αδιαφορίας κι απονιάς για ό,τι βρίσκεται πέραν του εαυτού και εκτός των θυρών της οικίας της. Ο ποιητής, δια στόματος Διονυσίου ιερομονάχου αφηγείται με πόνο ψυχής πώς οι άδικοι υπερτερούν σε αριθμό των δικαίων, πώς η γυναίκα της Ζάκυθος είναι η ίδια η ουσία του κακού, αποδιώχνοντας κακήν κακώς ανέστιες «Μισολογγίτισσες» που της ζητούν ελεημοσύνη, ευχόμενη την πτώση του Μισολογγιού κι εξυβρίζοντας ακόμη και την ίδια της την αδερφή, αλλά και πώς ο ίδιος προείδε το χαμό της και πώς εν τέλει η ίδια πνίγηκε (κρεμάστηκε) από το ίδιο της το μίσος. Επεξεργασμένο από το Σολωμό μεταξύ 1826-1833, το κείμενο έμεινε ανολοκλήρωτο, όντας εν τούτοις μοναδικό στο είδος του στην ελληνική γραμματεία.

Η σκηνοθεσία του Αβδελιώδη, μια ματιά με ουσία, αποτύπωσε καίρια το βάθος και το σκοτάδι του έργου. Προχωρώντας η αφήγηση, προχωρούσε με αργό βηματισμό, πλησιάζοντας το κοινό, και η πρωταγωνίστρια, αποκαλύπτοντας και φέρνοντας ολοένα πιο κοντά του το κείμενο και τους χαρακτήρες. Δύο τα κυρίαρχα πρόσωπα του κειμένου (ιερομόναχος – Γυναίκα), δύο οι τόνοι της αφήγησης και οι ρυθμοί, δύο και τα αγάλματα-σκηνικές αποτυπώσεις των προσώπων. Η πρωταγωνίστρια ενδυόταν κι εκδυόταν καθέναν από τους δύο ρόλους, πότε ευρισκόμενη υπό τη σκέπη του αγγέλου που την ακολουθούσε πίσω της (ως ιερομόναχος) και πότε απομακρυνόμενη απ’ αυτόν (ως Γυναίκα της Ζάκυθος). 

Το σύστημα εκφοράς λόγου, στο οποίο αρέσκεται ο Αβδελιώδης, δικαιώθηκε εν προκειμένω, τόσο από την επιλογή του κειμένου και της πρωταγωνίστριας, όσο και από το βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος διαχειρίστηκε το εν λόγω σύστημα, κατορθώνοντας πραγματικά να δώσει προβάδισμα στο μοναδικό αυτό κείμενο και να το αναδείξει. Ο τονισμός του συριστικού «σ» έφερνε στο μυαλό φίδι και άρμοζε στον μοχθηρό χαρακτήρα της Γυναίκας, όπως και οι βροντόφωνες εκρήξεις. Απ’ την άλλη, η όλη ερμηνεία του κειμένου θύμιζε ανάγνωση ευαγγελίου, σε απόλυτη αρμονία με τη βυζαντινή σκηνογραφία και μια θέαση έντονα χριστιανική.

 Ο άγγελος και οι επάλληλες πύλες στο βάθος της σκηνής θύμιζαν έντονα αγιογραφία. Το σκηνικό, τέμπλο εκκλησίας, με τις αντίστοιχες θεότητες δεξιά κι αριστέρα της κεντρικής («ωραίας») πύλης: δεξιά το Καλό, εν είδει αγγέλου, αριστερά το Κακό, εν είδει δαίμονα Σατύρου, αποτυπώνοντας έτσι τη διαρκή πάλη του ενός με το άλλο και την ταυτόχρονη συνύπαρξή τους μέσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, δίχως την απόλυτη επικράτηση κάποιου απ’ τα δύο. Τα σκαλιά που οδηγούσαν από την πύλη στο μπροστινό μέρος της σκηνής συνιστούσαν το σύνδεσμο με αυτό που ο Αβδελιώδης καλεί «λαϊκό θέατρο», δηλαδή το αρχαίο δράμα που απευθυνόταν σε όλους τους πολίτες, εξού και το αμφιθεατρικό σχήμα των σκαλιών, υπό μορφή αρχαίου θεάτρου. Πρόκειται, επιπλέον, για διακριτική παραπομπή στην τραγωδία και την τραγικότητα της μορφής της Γυναίκας και κάθε κακού. Οι φωτισμοί του Αβδελιώδη και η σκηνογραφία από κοινού με τον Αριστείδη Πατσόγλου αποτέλεσαν γενικά ένα εκλεπτυσμένο φόντο, με Άποψη. 

Η Όλια Λαζαρίδου, σε ρόλο ιερομονάχου και Γυναίκας, υπήρξε καθηλωτική. Ευτυχής η επιλογή της για τον διπλό αυτό ρόλο. Με μια ειλικρινή, ποιοτική ερμηνεία, κατάφερε όντως να «πει» το κείμενο «χωρίς να το κακοποιήσει», ώστε αυτό ν’ ακουστεί, γεγονός –όπως σωστά επισημαίνει σε συνέντευξή της– σπάνιο. Ακόμη, έδωσε υπόσταση στο σύστημα άρθρωσης του Αβδελιώδη, πράγμα εξ ορισμού πολύ δύσκολο.

Η μόνη παραφωνία ήταν όντως ηχητική, με την μουσική να γειώνει και να εξουδετερώνει το κρεσέντο και την κορύφωση του δράματος, όπως και το φινάλε. Σε ένα τέτοιο, υποβλητικά φορτισμένο βυζαντινό σκηνικό, το ελαφρύ πιάνο δεν αρμόζει. Θα ’λεγε μάλιστα κανείς ότι δεδoμένης της πολύ συγκεκριμένης σκηνοθεσίας και σκηνογραφίας, η επιλογή αντίστοιχης μουσικής δεν θα ’ταν πράγμα δύσκολο.

Μια παράσταση με αγάπη και σεβασμό απέναντι στο κείμενο, το δημιουργό και το θεατρικό κοινό, και σε διάλογο με την ευρύτερη πολιτισμική παράδοση της Ελλάδας. Τώρα μάλιστα κ. Αβδελιώδη! Όσο για τη Λαζαρίδου; … Εκ γυναικός τα κρείττω!


Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 28.06.2013


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ"


16/6/14

Για θάνατος λογιέται ο χωρισμός...














Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Ο χρόνος του ερωτευμένου

Ο χρόνος είν' αλλιώτικος για τον ερωτευμένο
δεν είναι πρακτικός
χωρίς αποτέλεσμα λήγουν οι στιγμές
το μέλλον φτιάχνεται με τα πιο ωραία θέματα
της χτεσινής αγάπης
για θάνατος λογιέται ο χωρισμός
όταν τελειώσει το αίσθημα
δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Ως ν' απαντήσω στον μπακάλη
πρωτοχαιρετιστήκαμε
και μέσα άρχισε ξανά
ο διάλογος μ' εσένα
ευφορία πρώτη φωνή αναγνώρισης:
φεύγω ανάλαφρη με τη σακούλα
αν έχεις προλάβει να μ' αγγίξεις
σκυφτή, αν έχει ξανάρθει
το φοβερό βλέμμα τ' αποχωρισμού.
Αδειάζω, όλ' αδειάζω
τη στιγμή απ' το παρόν
και μπαίνω σ' άλλο τώρα
πηχτό κι αδιαίρετο.


14/6/14

Zamba para olvidarte...





Μια σάμπα για να σε ξεχάσω

Δεν ξέρω γιατί επέστρεψες
Σαν άρχισα να σε ξεχνώ
Δεν ξέρω αν το ’μαθες αυτό
Μα έκλαψα σαν έφυγες
Δεν ξέρω γιατί επέστρεψες
Τι πόνος να τα θυμηθώ

Θλιμμένο το απόγευμα
Και προτιμώ πια τη σιωπή
Για ποια να πούμε σκυθρωποί
Οράματα και όνειρα
Αφού ήρθες τόσο απρόοπτα
Καλύτερη, θαρρώ, η σιωπή

Πονάει πολύ, να ξέρεις εσύ
Πως τίποτα απ’ τον έρωτα δε μένει
Μόνο ένα τραγούδι λυπηρό
Στην κιθάρα μου επιμένει
Πάει καιρός που σε προσμένει
Η σάμπα μου για να σβηστείς

Η σάμπα μου μ’ ακολουθεί
Της μοναξιάς μου υλικό
Δεν ξέρω αν το ’μαθες αυτό
Ζωή μου, σου έχω εγώ δοθεί
Σε σένα, αγάπη μου, ακριβή
Τι πόνος να τα θυμηθώ

Τα χέρια μου από πηλό
Κι ο πόνος μου τόσο βαθύς
Μου λείπει ο ήλιος ο αψύς
Και τώρα πώς έρχεσαι εδώ;
Θρηνώ, αγάπη μου, θρηνώ
Να με ξεχάσεις και εσύ.

Πονάει πολύ, να ξέρεις εσύ
Πως τίποτα απ’ τον έρωτα δε μένει
Μόνο ένα τραγούδι λυπηρό
Στην κιθάρα μου επιμένει
Πάει καιρός που σε προσμένει
Η σάμπα μου για να σβηστείς

Μτφρ: Έλενα Σταγκουράκη
Μια πρόχειρη μετάφραση σε διαφορετικό μέτρο

*************************

Zamba para olvidarte

No sé para que volviste
Si yo empezaba a olvidar
No sé si ya lo sabrás
Lloré cuando vos te fuiste
No sé para que volviste
Que mal me hace recordar

La tarde se ha puesto triste
Y yo prefiero callar
Para que vamos a hablar
De cosas que ya no existen
No sé para que volviste
Ya ves que es mejor no hablar

Que pena me da, saber que al final
De este amor ya no queda nada
Solo una pobre canción
Da vueltas por mi guitarra
Y hace rato que te extraña
Mi zamba para olvidar

Mi zamba vivió conmigo
Parte de mi soledad
No sé si ya lo sabrás
Mi vida se fue contigo
Contigo mi amor contigo
Que mal me hace recordar

Mis manos ya son de barro
Tanto apretar al dolor
Y ahora que me falta el sol
No sé que venís buscando
Llorando mi amor llorando
También olvídame vos

13/6/14

Κάτω από κάθε ρούχο που φορώ...





















Διονύσης Καψάλης

4. 

Πάντα το φως και πάντα το σκοτάδι,
η προσμονή για σένα και για μένα,
το πλοίο που δεν θά 'ρθει από τα ξένα
κι η λάμπα στο παράθυρο το βράδυ.

Πάντα θα μένει ακόμα λίγο λάδι,
τα φανερά της γης και τα κρυμμένα
να βλέπουν να μαλώνουν· πάντα ένα
πάνω στο δέρμα μου κρυφό σου χάδι

θα μένει, αφηρημένα τρυφερό
-όταν μιλούσαν γύρω μας, θυμάσαι;
και τίποτα δεν έλεγαν- και θα 'σαι

κάτω από κάθε ρούχο που φορώ:
και είθε αυτό να με δεξιωθεί
πηγαίνοντας στον ύπνο το βαθύ.


10/6/14

Σαν άλλοι οιωνοσκόποι...



Σαν άλλοι οιωνοσκόποι

Νίνα Μενδρινού
Κοχύλια από χρόνο
Κέδρος, 2014

«Πικρές ημέρες,/ αφέγγαρες νύχτες,/ πώς να σταθείς/ σ’ αυτές,/ φωνή/ πώς να κρατήσεις;» Η Νίνα Μενδρινού εισακούει την απάντηση και προτροπή του Χρόνου στο εναγώνιο αυτό ερώτημά της, κατορθώνοντας όντως να μετατρέψει αυτές τις ημέρες και νύχτες σε παρελθόν, στα μαγικά της κοχύλια από χρόνο, και να επιφυλάξει για τον εαυτό της τύχη υποσχόμενης διάρκειας.

Τα Κοχύλια από χρόνο δεν είναι άλλο, από αυτό που δηλώνουν. Αναμνηστικά δηλαδή ενθύμια από τα καλοκαίρια και τους χειμώνες της ζωής, κοχύλια που αποκτούν τη μορφή εικόνων, προσώπων, εποχών και φωνών. Πρόκειται δε για κοχύλια που αφενός συλλέγονται από το ταξίδι μες στο χρόνο, αφετέρου σωματοποιούν τον ίδιο το Χρόνο ως έννοια και δύναμη. Ακόμη, αφορούν ένα χρόνο όχι μόνο πραγματικό, αλλά και ονειρικά διεσταλμένο. Το αξιοπρόσεχτο στη συλλογή είναι ότι το ταξίδι μες στο χρόνο πραγματοποιείται αμφίδρομα, περιλαμβάνοντας όχι μόνο το βιωμένο παρελθόν της νεαρής ποιήτριας, αλλά και μια –ηλικιακά τουλάχιστον– μη βιωμένη ωριμότητα, σε αντίθεση με την εκφραστική της ωριμότητα όπως θα φανεί παρακάτω. Έτσι, πλάι στα θερινά σινεμά με το φλερτ και τις εμπιστευτικές συζητήσεις με τη φίλη της εικοσάχρονης, με έκπληξη συναντούμε τα ρυτιδωμένα και κηλιδωμένα χέρια μιας ηλικιωμένης στο ποίημα –σε πρώτο πρόσωπο– «Γεράματα», τις αναμνήσεις μιας γυναίκας «Κλείνοντας τα εβδομήντα» ή τις σκέψεις –αποτυπωμένες με θαυμαστό ρεαλισμό– μιας γυναίκας με άνοια. Κυρίαρχος σε ολόκληρη τη συλλογή είναι ο ρόλος της φύσης, μέσω της οποίας δηλώνεται η εναλλαγή των εποχών του έτους και των περιόδων της ζωής της γράφουσας: «Το τριζόνι,/ αιώνιος/ ραψωδός/ της νύχτας,/ ανέλπιδος/ εραστής/ των άστρων», αλλά και «Για χάρη σου/ (…) μέσα στη χειμωνιά/ θα ανθίσω/ και ας με κάψουν/ του Μάρτη/ τα ανοιξιάτικα/ χιόνια». Πίσω βέβαια από όλα αυτά, οικογενειακές αναμνήσεις, στιγμιαίες ατομικές μνήμες, χωρισμούς και αποχωρισμούς, αντικρίζουμε το βάρος της οντότητας, την ανθρώπινη ύπαρξη με τα απαραγνώριστα χαρακτηριστικά της: «Μη γελιέσαι,/ δεν υπάρχουν/ φυσιολογικές ζωές,/ μετρημένες λύπες/ υπάρχουν μόνο/ και μυστικά/ του ενός…» ή αλλού «παράξενα αινίγματα/ οι ψυχές,/ ζαριές απρόβλεπτες/ οι άνθρωποι». Κατά συνέπεια, δεν γίνεται αλλιώς, παρά να ασκηθεί κριτική απέναντι σε μια κοινωνία και μια εποχή, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί σήμερα από υπάρξεις αδύναμες: «…θα συγχωρέσει ίσως κάποτε/ ο Θεός, μα/ ‘οι τοίχοι έχουν αυτιά,/ ο κόσμος μάτια και βλέπει’» ή «Ευκολίες/ και παραδοξότητες/ μιας αμήχανης εποχής/ είχαμε φίλους πολλούς/ να πάμε μαζί/ για έναν καφέ,/ μα/ ούτε έναν/ μαζί να ξεδιψάσουμε/ νερό…»

Η συλλογή της Μενδρινού διαθέτει ποιητική ουσία. Αναφέραμε ήδη την εκφραστική της ωριμότητα, μια ωριμότητα θαυμαστή τόσο για το νεαρόν της ηλικίας της, όσο –κυρίως!– και για το ίδιο το γεγονός μιας δεύτερης μόλις ποιητικής συλλογής. Η Μενδρινού έχει στίχο λυρικό μες στην ελευθερία του: «Μια συλλαβή/ από το όνομά μου/ είναι ό,τι από εσένα/ μου απόμεινε» ή «χρόνια μου αλλοτινά,/ μη μου φανερωθείτε,/ καλά κρυφτείτε,/ μη σας βρω/ και καώ» ή ακόμη «ήμουν/ άνεμος/ θαλασσινός,/ ψυχή/ εξόριστη/ ναυτικού/ που δε γνώρισε/ αγκάλη,/ που ασκήτεψε/ στου Ονείρου/ την Ιθάκη». Άλλοτε πάλι γίνεται στίχος έντονα στοχαστικός, προσφέροντας αυτό με το οποίο ο ελεύθερος στίχος δικαιώνεται ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: σκέψεις και ιδέες. «Πάντα δίνει/ μια δεύτερη ευκαιρία/ η ζωή,/ ποτέ όμως/ ο χρόνος,/ ποτέ/ η μνήμη» ή το ασύγκριτο: «Έτσι είναι, άλλωστε,/ η φύση/ η ανθρώπινη:/ Και στις πιο αιώνιες/ αξίες της,/ θνητή.» Πέρα, λοιπόν, από την εκφραστική ωριμότητα και τις ιδέες, η ποίηση της Μενδρινού διαθέτει έντονη δραματικότητα που προκαλεί ειλικρινή και βαθειά συγκίνηση, αλλά και μια αφηγηματικότητα, όπως αυτή θα έπρεπε πάντα να υπάρχει στην ποίηση, προκειμένου να καθίσταται το εκάστοτε ποίημα κάτι το απτό που συνδιαλέγεται με τον αναγνώστη.

Για τα πολυάριθμα Κοχύλια από χρόνο θα θέλαμε ενδεχομένως και μια εσωτερική δομή σε ενότητες ή απαλοιφή ορισμένων (λίγων), προς το τέλος του βιβλίου, τα οποία διαφοροποιούνται από το υπόλοιπο σώμα, υφολογικά και όχι μόνον. Αυτό που σίγουρα θα έχρηζε απαλοιφής είναι τα τόσα αποσιωποιητικά που δασκαλεύουν τον αναγνώστη προσπαθώντας να δημιουργήσουν ένα κλίμα που από μόνοι τους οι στίχοι δημιουργούν. Στα «Κοχύλια» μπορεί να απουσιάζουν οι εξωτερικοί τύποι, υπάρχει όμως ουσία.

Σε αντίθεση με πολλές περιπτώσεις στο σημερινό λογοτεχνικό και ευρύτερο κόσμο, η ποίηση της Μενδρινού δεν υποκρίνεται κάτι άλλο από αυτό που είναι, ούτε προσποιείται γνώση του παντός και συναναστροφή με το Υψηλό και τα θεία. Αραδιάζει τα κοχύλια της, σαν αυτά που ο καθένας μας μαζεύει στις παραλίες της ζωής, και απλώνει το χέρι στον αναγνώστη, –σαν άλλοι οιωνοσκόποι– μαζί να τα “διαβάσουνε” και να ιαθούν.


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=5315)

9/6/14

Δυτική αποβάθρα...



"Δυτική αποβάθρα" 
του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, 
σκην. Λουντοβίκ Λαγκάρντ, 
Εθνικό θέατρο

Ένα παραληρηματικό έργο, τη δίνη του οποίου ξεχνά κανείς χάρη σε αριστουργηματικές ερμηνείες. Λαμπρός ο Λάλος ως Σαρλ, όνειρο η Μπαζάκα σε μονολόγους όλο ποίηση. Μια παράσταση για εκείνην! Χαρήκαμε που είδαμε στο Εθνικό τον Νιάρρο, ο οποίος είχε λάμψει "Μεσοπέλαγα" στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, αν και ο σκηνοθέτης εν προκειμένω προτίμησε να εστιάσει σε διαφορετικά και πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του.

Έλενα Σταγκουράκη

Λεπτομέρειες προσεχώς στο "Φρεαρ", τεύχος 8.

7/6/14

Στον κόσμο που γεννήθηκα τα χάνει κανείς όλα...













Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Στον κόσμο που γεννήθηκα τα χάνει κανείς όλα

Στον κόσμο που γεννήθηκα τα χάνει
κανείς όλα
τις λέξεις τρώει ο καιρός
και μέσα από τις λέξεις
φαγώνονται τα μάτια
τα φιλιά
ακόμα κι η ανάγκη να υποφέρεις.


4/6/14

Μαύρη Ρωμιοσύνη...





«Μαύρη Ρωμιοσύνη. Όλο καινούργια θύματα»

«Ζ»
Βασίλη Βασιλικού
Σκην. Έφη Θεοδώρου
Εθνικό Θέατρο
Οκτώβριος 2013

«Οι νεκροί δεν μιλούν. Αλλά αν μπορούσαν να μιλήσουν... Οι ζωντανοί τώρα μιλούν με αριθμούς. Γι' αυτό είναι πεθαμένοι. Οι λογάριθμοι γεννούν τους τραπεζίτες. Ο Λόγος γεννά τους ποιητές.» 
Β. Βασιλικός


Τόσο όταν γινόταν η επιλογή του συγκεκριμένου έργου για το δραματολόγιο του Εθνικού, όσο και όταν ο Βασιλικός έγραφε το σημείωμα για το πρόγραμμα της παράστασης (το Δεκέμβριο του 2012), αγνοούνταν ο συγκλονιστικός βαθμός στον οποίο αμφότερα θα ήταν επίκαιρα τον Οκτώβριο του ’13. Στο κείμενό του αναφέρεται στον Γρηγορόπουλο, καθώς τότε δεν υπήρχε ακόμη η υπόθεση Φύσσα. Φευ! «Το φίδι είναι πολύ μεγάλο»...

Το «Ζ», όντας το πρώτο στην Ελλάδα «μη μυθοπλασιακό μυθιστόρημα», συνιστά χρονικό της δολοφονίας του Λαμπράκη το 1963, καλύπτοντας τα γεγονότα από τη δράση του υπέρ της ειρήνης και της ελευθερίας του πνεύματος πριν την δολοφονία του από έναν ακροδεξιό/νεοναζιστικό ιστό ώς και το «κλείσιμο» της υπόθεσης με την αθώωση των ενόχων –φυσικών και ηθικών αυτουργών– το 1966. Γραμμένο εν θερμώ, το έργο βρίθει λυρικών στοιχείων κι εξάρσεων, γεγονός που σύμφωνα με κάποιους οφείλεται στο ότι ο Βασιλικός αποδίδει την πράξη της ενσυνείδητης αυτοθυσίας του Λαμπράκη στην ποιητικότητα της ύπαρξής του. Εμείς θα λέγαμε ότι κινητήρια δύναμή της υπήρξε η ιδεολογία του, εκείνη όχι του αριστερού, μα του ελεύθερου κι ελεύθερα σκεπτόμενου ατόμου («την αριστερά την ξέρουν, δεν την φοβούνται» λέγεται για τους ενόχους). Ο Λαμπράκης υπήρξε ιδεολόγος κι έμεινε συνεπής στα πιστεύω του κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον του Σωκράτη. Με τη συνειδητή θυσία του έκανε πράξη το στόχο του, που δεν ήταν άλλος από το ν’ αποκτήσουν οι ιδέες και οι λέξεις ξανά το χαμένο νόημά τους. Το ιδεολογικό υπόβαθρο τονίζεται από τον Βασιλικό με φράσεις όπως: «Αγαπάς κι όλοι αγαπούν. Τρως και μόνο εσύ τρως και όχι ο διπλανός σου», «φοβάται κανείς όταν είναι λίγος, μικρός», «η ειρήνη είναι πράξη, δεν είναι ιδέα», «ο κόσμος δεν πιστεύει στις λέξεις, πιστεύει στις εικόνες», «το κακό είναι πως κανείς συνηθίζει», «θέλω ξανά δικαιοσύνη, ισότητα, ειρήνη»...

Η δραματουργική προσαρμογή της Έφης Θεοδώρου για το Εθνικό Θέατρο ακολουθεί πιστά την υπόδειξη του υπότιτλου του μυθιστορήματος, όντας «ντοκυμανταίρ ενός εγκλήματος». Το εξαιρετικά αρμοσμένο κείμενο της παράστασης απαρτίζεται όχι μόνο από φράσεις του μυθιστορήματος «Ζ» κι αποσπάσματα των απολογιών των ενόχων για τη δολοφονία, αλλά και από στίχους του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Πολέμη. Μπροστά στο θεατή ξετυλίγονται τα σκοτεινά γεγονότα εκείνων των σκοτεινών ημερών, θλίβοντάς τον, τόσο λόγω της παντοδυναμίας του κακού, ύπουλου, προδοτικού, ευτελούς και μικρόψυχου «ανθρώποδου» τότε, όσο και λόγω της επιβίωσης και μετενσάρκωσής του στο πρόσωπο θρασύδειλων υποκειμένων σήμερα. Η φασιστική ρίζα μοιάζει να μην ξεριζώθηκε ποτέ από τα ελληνικά χώματα, παραμένοντας μια ανοιχτή πληγή που συνεχώς αιμορραγεί. Η κυκλική αφήγηση της παράστασης, αφήγηση με παλμό και απρόσκοπτη ροή, πολυφωνική και συλλογική, επιφέρει ένα άρτιο αποτέλεσμα. 

Σ’ αυτό συμβάλλει καίρια και η μουσική, καλύτερα, ρυθμική επένδυση της παράστασης με το ρυθμό των λεγομένων και πραττομένων των ηθοποιών, έναν ρυθμό που ακολουθεί κατά πόδας τις κορυφώσεις και αποφορτίσεις της αφήγησης. Εξαιρετικά τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη που πλαισιώνουν αρμοστά την παράσταση αποτυπώνοντας τη νηφάλια ψυχρότητα των γεγονότων, μια ψυχρότητα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λυρισμό κάποιων χωρίων, της αποτύπωσης του εσωτερικού κόσμου του προσώπου «Ζ» (Λαμπράκη), αλλά και της ίδιας της παρουσίας του επί σκηνής.

Οι εννέα ηθοποιοί, επαρκείς στους πολλαπλούς ρόλους που καλούνται να ερμηνεύσουν. Μοναδική παραφωνία η Κεχαγιόγλου, στην οποία έπεσε το βάρος της ποιητικότητας και της απόδοσης των ποιητικών σημείων του έργου, ένα βάρος –όπως αποδείχτηκε– αβάσταχτο για εκείνην. Αν αντί για την αποστασιοποίησή της και το κωμικό αποτέλεσμα που κάποτε επέφερε η ερμηνεία της, απέδιδε τα σημεία αυτά όπως θ’ άρμοζε, η παράσταση θα είχε το συγκλονιστικό αποτέλεσμα που της αξίζει. Δύσκολο πράγμα η ποίηση, και απαιτητικό. Και πάλι, βέβαια, συγκινηθήκαμε, αν και όχι τόσο από το πώς, όσο από το τι. Τέτοια γεγονότα και αλήθειες, η ίδια η ιστορία, υπερβαίνουν οποιαδήποτε αποτύπωση.

Μας εξέπληξε ευχάριστα η έξοχη επιλογή κειμένων για το πρόγραμμα, πράγμα όχι σύνηθες. Στο κείμενό του εκεί, ο Βασιλικός σημειώνει ότι σήμερα ο Λαμπράκης θα έλεγε: «Αδέλφια, ο εχθρός δεν είναι προ των πυλών. Είναι εντός μας.» Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι αυτό ακριβώς το μήνυμα φρόντισε να περάσει ο Όστερμάιερ το περασμένο καλοκαίρι σκηνοθετώντας τον «Εχθρό του λαού». Τόσο αυτοκαταστροφικός έχει γίνει λοιπόν ο σύγχρονος άνθρωπος; Έτσι εξηγείται λόγου χάρη η συστηματική καταστροφή του περιβάλλοντος; Απαντά ο Βασιλικός: «Και ωστόσο, ο άνθρωπος δεν είναι αυτοκτονικό ζώο.» Να είναι τότε τόσο ανεπίδεκτο ζώο, αναρωτιόμαστε, με τόσο πρόσκαιρη μνήμη; Ανταπαντά ο συγγραφέας: «Μετά από 50 χρόνια θα ’μαι πάλι εδώ.» Δεδομένου ότι δεν έχει παρέλθει καν πενηντακονταετία κι όμως ο σημερινός Λαμπράκης κατά κάποιο τρόπο λέγεται Φύσσας, μένει μόνο η ευχή, το «Ζ» να παραμείνει επίκαιρο μονάχα για προβληματισμό, δεδομένου ότι στον άνθρωπο ενυπάρχει πάντα το κακό, έτοιμο να στραφεί εναντίον του φορέα του και των άλλων.


Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 07.10.2013


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ", τεύχος 4