Σελίδες

29/12/17

Ποιηματάκια Βρυξελλών...



Έλενα Σταγκουράκη
Ποιηματάκια Βρυξελλών

Τα συγκεκριμένα λαχανάκια Βρυξελλών φύτρωσαν στο εξόχως προνομιακό περιβάλλον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες το 2016. Αποτυπώνουν δε εμπειρίες με γεύση αντίστοιχη εκείνης του εν λόγω ζαρζαβατικού.

1.

Οι γυναίκες του κτιρίου "Σπινέλλι"

Κάθε πρωί με κοιτάζει η Μαλάλα,
με τα δυο μάτια, τα αθώα, μεγάλα
που έχουν γνωρίσει του μίσους τη φρίκη.
Βέλγιο, Ευρώπη, στον κόσμο όλο ανήκει.

Λίγο πιο κάτω, νά σου και η Σιμόνη·
βήμα γοργό που τις «Ρίζες» σιμώνει,
χρεία και ανάγκη αδήριτη όλων.
Ξεριζωμένες οι ρίζες μου, Σόλων!

Απ' το γραφείο έχει περάσει η κυρία
της καθαριότητας ─ μένουν δυο-τρία.
Για τον χυμένο καφέ απολογούμαι.
Μου απαντά: «Στο εξής, θα μιλούμε.»

Όλες, ‘γυναίκες του Κοινοβουλίου’ ─
άραγε της Ενωμένης Ευρώπης;
Κτίριο της τάξης -και αυτό!- του σχολείου:
κτώνται αγαθά μόνο κόποις και πόνοις;

1/2/2016



2.

Worlds apart

Worlds apart θα πει
ένας να ’ναι ο θεός, ο Αλλάχ,
και ν’ απαντάς με «Κύριε ελέησον».

Worlds apart θα πει
να του μιλάς εσύ για τον Χικμέτ
και να ευλογεί το «play station».

Worlds apart θα πει
«όλα τα λύνει το Κισμέτ»
και «ο δρόμος της ζωής είν’ άγνωστος».

Worlds apart θα πει
το βήμα να μη βρίσκεις
κι εκείνος στα τριάντα
παντρεμένος, διαζευγμένος, άτεκνος.

4/2/2016



3.

Σε κατάσταση «έκτακτου συναγερμού»!

Στην πόρτα μου ένας κομάντο,
αγέλαστος, με πολυβόλο.
Σιγά μη μου κάνει κουμάντο
το σιδερικό του όλο κι όλο!
Ο δρόμος μου αποκλεισμένος
και σκέφτομαι «πάει!, αλί μου!,
κανένας θα είναι ζωσμένος
με βόμβες· γιατί βρε Αλή μου;»


Κοιτάζω καλά και το πιάνω
πως σήμερα δεν είναι η μέρα
που εν τέλει κι εγώ θα πεθάνω·
φροντίζει η καλή Πλατυτέρα.

‘Επίσημο’ έχουμε, βγαίνει·
για πού το 'χει βάλει δε λένε.
Μουστάκι αν έχει ή γένι
δεν ξέρω, τα μάτια δεν φταίνε.

Γιατί να μου φταίξουνε που ’ναι
φιμέ της Μερσέντες το τζάμι
και μάλιστα αυτό το συνδράμει
αστυνομολόι; Θωρούνε!

Αρκεί που τη γλίτωσα πάλι
φτηνά και ‘στο τσακ’, παρά τρίχα!
Σαφώς είναι τύχη μεγάλη,
κομάντο στην πόρτα πως είχα!

10/2/2016



4.

Σιελοδίαιτοι

Βρίσκομαι μακριά απ’ την ποίηση.
Ή να βρίσκεται αυτή μακριά μου;
Τόση μνήμη, τόση έξη, τόση οίηση
στο διάβα μου χαθήκανε και ξάφνου
τη βλακεία σας μεμιάς την περιλούστηκα,
μην αφήσει η υποκρισία περιθώριο
για τερτίπια που δεν θα ’ναι τόσο πούστικα.
Μα και η πουτάνα και ο πούστης έχουν όριο,
και κάποτε ιερό, βεβαίως όσιο,
περισσότερο από μένα και από σένα ─
απ’ τον καθένα που με ύφος τόσο μπόσικο
όλα τα ’χει καθαρά και ξηγημένα.

27/4/2016



5.

Δάφνες και πικροδάφνες
                                   
του Σπύρου Χατζηγιάννη

Δάφνη μυρωδική το δέρμα μου σκεπάζει,
αφρός λευκός, μεθυστικός,
αιθέριο έλαιο, βασιλικός πολτός,
μέλι και γάλα.
Σπιθαμή δεν αφήνω, πόρο για πόρο
μέρη κρυφά, φανερά και όλα τ' άλλα,
παντού ο αρχαίος θησαυρός απ' το Χαλέπι.
Και σκέφτομαι το ζεύγος στα χαλάσματα της σκάλας
που τραβά στα βιαστικά φωτογραφία,
στον κόσμο να αποδείξει που δήθεν βλέπει
ότι ζει.
Και βλέπω την εικόνα του πατέρα
με το βρέφος το νεκρό στην αγκαλιά
ή το γέροντα που χαίρεται ακόμη
έναν κήπο ανθισμένο από τριαντάφυλλα
‒θαύμα το πώς γλίτωσε από τα βομβαρδιστικά‒.
Βλέπω και ακούω στις συνεδριάσεις
για ανύψωση τειχών από δω και πέρα:
«Μα τι θαρρούνε; Ας τους πάρει η διπλανή μας κώμη.»
Μανάδες και αν χωρίζονται απ' τα βρέφη,
πατεράδες και αν σκοτώνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες
και αδίστακτα αντεπιτίθεται η τζιχάντ,
η Ευρώπη τη συνείδησή της νίπτει
με σαπούνι έξτρα παρθένο που χωράει και στην τσέπη.
—Με αυτό πλενόταν η Κλεοπάτρα, η Σεχραζάντ!
—Μήπως γίνεται από άνθρωπο; επιμένω.
—Δεν ξέρω τι μου λέτε, εδώ γράφει «Απ' το Χαλέπι».

01/11/2016



6.

Πίσω ολοταχώς!

Απ’ της συνείδησης τα πρώτα διαζώματα,
ο αγώνας σου με νύχια, μ’ εκδορές και πτώσεις.
Στου ‘άγραφου χαρτιού’ τα χαρακώματα
ο στόχος το επιπλέον, το πολύ κι όχι το ανώφελα.
Περισσότερη γνώση,
υψηλότερη αλήθεια,
πολλαπλές εμπειρίες.
—Πόση ακόμη η πορεία; —Τόση, όση.
Και πριν φτάσεις στη μέση,
πριν το τέλος της λάβει η νηστεία,
της ακόρεστης δίψας καταριέσαι τις εστίες.
Όχι άλλη γνώση, αρκετές δυσκολίες
ο αγώνας σου είχε κι έχεις πέσει
σε δίνη αδάμαστη, έως και αστεία.
Πίσω ολοταχώς!
Μα η ζωή δεν είν’ καράβι,
στο λιμάνι να γυρίσει.
Σου κάνει-δεν σου κάνει, ευτυχώς ή δυστυχώς,
το σώμα σου σε τόπο πρωτινό και να λοξίσει,
ό,τι γράφεις το πρωί, δεν ξεγράφεται το βράδυ.
Γι’ αυτό, το νου σου!
Όπου και να δείξει η πυξίδα, όποια να ’ναι τα σημεία,
έχεις πλεύσει. —Δεν υπάρχει γυρισμός!

01/11/2016


7.

Τρύπες
                         του Γιάννη Αγγελάκα, δικαιωματικά

Κι ενώ σε σκέψεις άλλες χανόμουν,
βρεθήκαμε —
θαρρείς σαν και άλλοτε,
σαν τις φορές και το ‘Κάποτε’
που απ’ το Τώρα το χωρίζουνε οι Τρύπες.
Γύπες ανήλεοι που σκάβουν σωθικά
τα δάκρυά σου για τη νέα μου ζάλη.
Ρωτάς τάχα ποιος άνεμος με παίρνει μακριά,
μιλάς γι’ αυτούς τους άλλους που παλεύουν στη σκόνη.
Πώς αλλιώς, αφού δεν κάνω, δεν χωράω πουθενά;
Ελπίζω σε άλλο τόπο, σε άλλη διέξοδο πάλι.
Βλέπεις, το όνειρο που μ’ έφερε μια μέρα ώς εδώ,
από καιρό τώρα έχει γίνει εφιάλτης.
Το φόβο και αν φοβάμαι, προχωράω, και να!
που εμπρός μου πάλι απλώνεται ο χάρτης.
Δεν είναι άλλο, είναι ταξίδι από πληγή σε πληγή,
άλλη με ολίγη, άλλη μέτρια κι άλλη σκέτη.
Τη διαδρομή την έχω μάθει πια απέξω, καλά:
στο ίδιο Τίποτα ψάχνω άλλο σκηνοθέτη.
Στα χέρια μου έχω μόνο την αιώνια αλλαγή,
την αέναη, αναπότρεπτη ανάσα —
σαν και αυτή που ξαφνικά υγροποιήθηκε αργά,
που από τα μάτια σου ξεπρόβαλε και κύλησε απλά
για να ρωτώ και να εικάζω το ‘γιατί’.

23/8/2016


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Το Κοράλλι", τεύχος 12-13, Ιανουάριος-
                                         Ιούνιος 2017

29/11/17

Ilse Aichinger: Η μεγάλη Αναρχική...



Ilse Aichinger: «Η μεγάλη Αναρχική»

Συχνά επικρατεί η άποψη ότι το έργο και το ήθος ενός ανθρώπου είναι δυο πράγματα ξέχωρα και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται, άποψη με την οποία –ομολογουμένως–διαφωνούμε. Πώς να το κάνουμε, δεν είναι το ίδιο να γνωρίζει κανείς επιτυχία πατώντας επί πτωμάτων και το ίδιο να έχει ιδρώσει. Νομπελίστες και ο Μπελ και ο Γκρας (Günter Grass), μόνο που ο πρώτος πολέμησε στην πρώτη γραμμή στη Νορμανδία, ενώ ο δεύτερος πρόσφατα αποκάλυψε την ανάμειξή του στο ναζιστικό καθεστώς. Ε λοιπόν, η «μεγάλη Αναρχική», όπως χαρακτήρισε η εφημερίδα Τσάιτ (“Die Zeit”) την Ίλζε Άιχινγκερ (Ilse Aichinger) ανήκει σε αυτή τη δυσεύρετη κατηγορία ανθρώπων που προτιμούν τα έργα από τα λόγια. Απόδειξη; Το πολύ χαμηλό προφίλ της, σε αντίθεση με τα εβδομήντα χρόνια ανελλιπούς συγγραφής και την ποιοτική συνεισφορά της στη μεταπολεμική λογοτεχνία. Η συγγραφέας από την Αυστρία, γεννημένη στη Βιέννη το 1921, έχει ως γνώμονα τη λακωνικότητα και την τελειοποίηση. Από την παραγωγή ολοένα καινούργιων τίτλων, προτιμά την ακατάπαυστη επεξεργασία των βιβλίων της, την επιμέλεια κάθε φράσης και κάθε στίχου. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα, έναν τόμο ποίησης, μία αυτοβιογραφία και μια ντουζίνα τόμους με διηγήματα. Αυτά, μετά τον πόλεμο. Γιατί κατά τη διάρκεια του πολέμου διώχτηκε και καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα λόγω της εβραϊκής καταγωγής της. Η αδερφή της φυγαδεύτηκε στην Αγγλία όπου γέννησε στα δεκαοχτώ, ενώ πολλοί συγγενείς της δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Να γιατί έχει πει ότι «δεν επιβιώνεις όλα όσα επιβιώνεις».

Τη μεθαύριον                                              

Τα τελευταία νέα                                          
από τους τόπους                                          
κινούνται δίχως σβελτάδα                           
εκεί, όπου δροσιά κι αέρας.                        
Ποιος ξέρει, ποιος ποιον αφήνει;                
Μια φωνή τερματίζει,                                              
κτήμα αιώνιο:                                               
πάει και πάλι.



Ευχή

Από τις συγκρατημένες ανάσες
να μάθεις τη σιωπή —
από το σκούρο ξύλο,
τους αχρείαστους ενδιάμεσους χώρους
από τα κορίτσια μες στα λευκά τους φορέματα,
στήλες σκόνης που ναούς συγκρατούνε,
από θύρες σε τρεμάμενους καθρέφτες.



Το τέλος του άγραφου                                

Κι έτσι δεν θα μάθει κανείς                          
για τις ανάσες μας                                        
καθώς τη γέφυρα περνούσαμε                    
ούτε και τι αφήσαμε πίσω μας                    
θα μάθουν:                                                   
τα αδρά χαρακτηριστικά του ονόματος,      
τους ακέφαλους ήλιους.                              
Οι προθάλαμοι των νοσηλευτηρίων            
βουβοί.                                                         
                                                                      
                                                                      

Έγκαιρη συμβουλή      
                                                                                                                  
Πρώτον                                                                     
πρέπει να πιστέψεις
πως είναι μέρα
όταν βγαίνει ο ήλιος.
Και αν πάλι δεν το πιστεύεις,
να πεις ναι.
Δεύτερον
πρέπει να πιστέψεις
πως είναι νύχτα
όταν βγαίνει το φεγγάρι.
Και αν πάλι δεν το πιστεύεις,
                να πεις ναι
ή γνέψε πειθήνια με το κεφάλι —

και αυτό μόνο, τους αρκεί.



Εισαγωγή, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Πρώτη δημοσίευση: Αφιέρωμα "Οι γυναίκες της γερμανόφωνης μεταπολεμικής λογοτεχνίας", Athens Books Journal, τεύχος 75.

23/11/17

Κρίστα Βολφ: Μια Ανατολικογερμανίδα δίχως αυταπάτες...



Μια Aνατολικογερμανίδα δίχως αυταπάτες


Η Κρίστα Βόλφ, το γένος Ίλενφελντ (Christa Wolf, Ihlenfeld), γεννήθηκε το 1929 σε ένα χωριό που σήμερα ανήκει στην Πολωνία. Οι Γερμανοί γονείς της αναγκάστηκαν μετά το τέλος του Πολέμου να μεταφερθούν σε γερμανικό έδαφος, οπότε εγκαταστάθηκαν στο Μέκλενμπουργκ, το οποίο αργότερα θα ανήκε στην Ανατολική Γερμανία.  Έτσι, η Βολφ μεγάλωσε υπό το ναζιστικό καθεστώς και ενηλικιώθηκε υπό το σοσιαλιστικό. Παρά τις μετέπειτα διαψεύσεις της, ήταν περήφανη και επέμενε στο χαρακτηρισμό της όχι ως Γερμανίδας, αλλά ως Ανατολικογερμανίδας συγγραφέα, συγγραφέα δηλαδή της πρώην DDR. Ανήκοντας στους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς, κατέδειξε τις τραγικές συνέπειες για το άτομο από τη διαμάχη των αντικρουόμενων καθεστώτων που βίωσε, ενώ στόχος της ήταν η αναζήτηση του εαυτού και της αλήθειας. Η ίδια χρησιμοποιήθηκε (ανεπιτυχώς) από τα Ες Ες (SS) ως πληροφοριοδότης, ενώ ταυτόχρονα πακολουθούνταν για σχεδόν τριάντα χρόνια! Από την άλλη, ενώ πίστευε στο σοσιαλισμό και μάλιστα δραστηριοποιούνταν πολιτικά, το καθεστώς ήταν καχύποπτο απέναντί της επειδή έθετε ερωτήματα και δεν αποδεχόταν δουλικά τις γραμμές του. Έτσι, η Βολφ έζησε επανειλημμένα το μοτίβο απογοήτευση-κατάθλιψη-απομόνωση-ενδοσκόπηση, από το οποίο γεννήθηκαν τα περισσότερα βιβλία της, όπως και η πίστη της όχι σε κάποιο δόγμα, αλλά στη δύναμη οργανώσεων από τη βάση. Κάτι ανάλογο διατύπωσε ο Δαλάι Λάμα στην πιο πρόσφατη συνέντευξή του, όπου τόνισε την ανάγκη αντικατάστασης των θρησκειών από ένα πανανθρώπινο ήθος. Πάντως, μέσα από μια τέτοια περίοδο κατάθλιψης μετά την 11η Ολομέλεια του Κόμματος το 1965, προέκυψε ένα βιβλίο-ορόσημο της Βολφ, από το οποίο επιλέξαμε και μεταφράσαμε τον ‘Πρόλογο’: Συλλογισμοί για την Κρίστα Τ., βιβλίο με έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, που στόχο έχει να αποτυπώσει τη δυσκολία πραγμάτωσης του εαυτού. Εξαιτίας του βιβλίου, η Βολφ χαρακτηρίστηκε ατομικίστρια, ενώ το ίδιο αρχικά απαγορεύτηκε στην Ανατολική Γερμανία και στη συνέχεια κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Η Βολφ περιγράφει σε αυτό την ιστορία της γενιάς της, τις απογοητεύσεις της και τη σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία και την αδυναμία επίτευξης ενός στόχου. Η Βολφ ανακάλυψε ένα νέο είδος εσωτερικότητας, βασιζόμενη τόσο στους συγχρόνους της συγγραφείς, όσο και στους κλασικούς. Έτσι, χάρη στην αναζήτηση της αλήθειας, την ειλικρίνεια, την καθαρότητα και την ευαισθησία της, πέρα βέβαια από το καθαρά λογοτεχνικό της ταλέντο, αναγνωρίστηκε στην ενωμένη πλέον Γερμανία ως μία από τις κορυφαίες λογοτεχνικές της εκπροσώπους, στο ανάστημα ενός Γκούντερ Γκρας.

Συλλογισμοί για την Κρίστα Τ. – Πρόλογος

Συλλογίζομαι: συν αυτή, λογίζομαι. Για την Απόπειρα να είσαι ο εαυτός σου. Έτσι γράφει στα ημερολόγιά της, όπως αυτά μας παραδόθηκαν, στις χαλαρές σελίδες των χειρογράφων της, όπως αυτά βρέθηκαν, ανάμεσα στις γραμμές επιστολών, όπως τις ξέρω. Και που μου δίδαξαν πως πρέπει την ανάμνησή της, την ανάμνηση της Κρίστας Τ., να την ξεχάσω. Το χρώμα της ανάμνησης παραπλανά.
Να τη δηλώσουμε λοιπόν απωλεσθείσα;
Έχω την αίσθηση πως φθίνει. Στο νεκροταφείο του χωριού της κείται κάτω από τους δύο θάμνους με ιπποφαές, νεκρή μεταξύ νεκρών. Τι γυρεύει εκεί; Ένα μέτρο γης επάνω της και παραπάνω ο ουρανός του Μεκλεμβούργου, οι φωνές των πελαργών την άνοιξη, οι καταιγίδες το καλοκαίρι, οι θύελλες το φθινόπωρο και ύστερα το χιόνι. Φθίνει. Ούτε αφτιά να εισακούσουν τα παράπονα ούτε μάτια να αντικρίσουνε τα δάκρυα ούτε στόμα να ανταποδώσει κατηγόριες. Παράπονα και δάκρυα και κατηγόριες λουφάζουν άσκοπα. Τελεσίδικα αγνοημένοι, αναζητούμε παρηγοριά στη λήθη που την λένε ανάμνηση.
Όμως διαβεβαιώνουμε πως δεν θα ’πρεπε να την προστατεύσουμε από τη λήθη. Κι ευθύς αρχινούν οι δικαιολογίες: ορθότερο θα ήταν να πούμε «απ’ το να γίνει η ίδια λήθη». Γιατί εκείνη ξέχασε ή έχει ξεχάσει και τον εαυτό της και εμάς, τη γη και τον ουρανό, το χιόνι και τη βροχή. Εγώ όμως τη βλέπω ακόμη. Ακόμη χειρότερα: την έχω εύκαιρη. Πανεύκολα μπορώ να την καλέσω κι ευθύς εμφανίζεται, πριν από κάθε ζώντα. Αν το θελήσω, θα κινηθεί. Ακούραστα πορεύεται μπροστά μου, ναι: αυτά είναι τα δικά της ανάερα βήματα, αυτός ο δικός της ανάλαφρος βηματισμός, και εκεί ‒ιδού η απόδειξις‒ το μεγάλο ασπροκόκκινο τόπι που κυνηγάει στην παραλία. Αυτό που ακούω δεν είναι φωνές πνευμάτων: Χωρίς αμφιβολία, είναι εκείνη. Η Κρίστα Τ. Παίρνοντας όρκο και ναρκώνοντας την υποψία μου, προφέρω το όνομά της και βεβαιώνομαι για την παρουσία της. Κι όμως ταυτόχρονα το ξέρω: ένα λεπτότατο φιλμ σκιάς ξεπλένεται, ενώ παλιότερα το έλουζε το αληθινό φως πόλεων, τοπίων και χώρων εσωτερικών. Ύποπτο, ύποπτο, τι μου προκαλεί αυτόν το φόβο;
Γιατί ο φόβος είναι καινούργιος. Λες και πρόκειται να πεθάνει ξανά ή εγώ να παραλείψω κάτι σπουδαίο. Πρώτη φορά συνειδητοποιώ πως για χρόνια και ζαμάνια παραμένει αναλλοίωτη εντός μου και πως καμιά αλλοίωση δεν προβλέπεται πια. Σε αντίθεση με μένα, τίποτε και κανείς σε αυτόν τον κόσμο δεν θα κάνει γκρίζα τα μαύρα και πλούσια μαλλιά της. Τα μάτια της δεν θα τα πατήσει το πόδι της χήνας. Εκείνη, η μεγαλύτερη απ’ τις δυο μας, ήδη πια νεότερη. Στα τριανταπέντε της, ανάρμοστα νέα.
Το ξέρω: Αυτός είναι ο αποχωρισμός. Το πράγμα ακόμη γυρίζει, συρίζει δουλοπρεπώς, μα τίποτε δεν μένει να φωτίσει. Μ’ ένα τράνταγμα, το φθαρμένο άκρο πετιέται, περιστρέφεται, μια, δυο, σταματάει το μηχανισμό, μένει να κρέμεται και κινείται λιγάκι στο ελαφρό αεράκι που πάντα φυσά.
Τι λέγαμε; Ο φόβος, ναι.
Παρά τρίχα, θα είχε στ’ αλήθεια πεθάνει. Όμως πρέπει να μείνει. Αυτή είναι η στιγμή να συνεχίσουμε να τη σκεφτόμαστε, να της επιτρέψουμε να ζήσει και να μεγαλώσει, όπως συμβαίνει με τον καθένα. Το φθίνον πένθος, η ανακριβής ενθύμηση και η στο-περίπου γνώση είναι ό,τι πραγματικά ευθύνεται για το χαμό της. Λογικό. Πορευόταν πάντοτε με τις δικές της δυνάμεις, ήταν ίδιον του χαρακτήρος της. Την ύστατη στιγμή αναλογίζεται κανείς ν’ ασχοληθεί μαζί της.
Αναμφισβήτητα ενυπάρχει σε αυτό κάτι από πειθαναγκασμό. Μα ν’ αναγκαστεί ποιος; Εκείνη; Και για ποιο πράγμα; Να μείνει; Ας αφήσουμε τις δικαιολογίες στην άκρη. Όχι: να επιτρέψει απλώς να την γνωρίσουν.
Και ας μην υποκριθούμε πως το πράττουμε για χάρη της. Ας το πούμε μια για πάντα: εκείνη δεν μας έχει ανάγκη. Ας θεωρήσουμε λοιπόν πως το πράττουμε για μας, γιατί –ως φαίνεται– εμείς είμαστε εκείνοι που τη χρειάζονται. Στην ύστατη επιστολή μου προς εκείνην –το γνώριζα πως ήταν η ύστατη μα αγνοούσα το πώς γράφονται οι ύστατες επιστολές– δεν μου ήρθε κάτι άλλο στο νου από το να την κατηγορήσω που ήθελε ή έπρεπε να φύγει. Έψαξα τρόπους να εναντιωθώ στην απομάκρυνσή της. Έτσι της θύμισα τη στιγμή που ανέκαθεν θεωρούσα ως την αρχή της γνωριμίας μας. Ως την πρώτη μας συνάντηση. Αγνοώ αν είχε προσέξει εκείνη τη στιγμή ή πότε άλλοτε μπήκα στη ζωή της. Ποτέ δεν μιλήσαμε για το θέμα αυτό.

Εισαγωγή, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Πρώτη δημοσίευση: "Οι γυναίκες της γερμανόφωνης μεταπολεμικής λογοτεχνίςα", Athens Books' Journal, τεύχος 75.