Σελίδες

20/6/19

Γάιδαρος, σκύλος, σκέτο τέρας...




Έλενα Σταγκουράκη

Γάιδαρος, σκύλος, σκέτο τέρας
                                                           

Κοιτάζει το ρολόι. Οι δείκτες επιμένουν στο ίδιο σημείο. Να σώθηκε η μπαταρία; «Έρχομαι» της είπε, μα άλλοτε σημαίνει αυτό δυο μέρες και άλλοτε μια ώρα. Λένε πως στην αναμονή δεν υπάρχει τίποτε πέρα από την αναμονή. Για τίποτε άλλο περιθώριο δεν αφήνει. Και όμως, αυτήν τη φορά, εν μέρει την προσμονή για να απαλύνει, εν μέρει κάτι για να κερδίσει και απ’ το βίωμα αυτό, βάλθηκε να την απολαύσει. Λούστηκε, αρωματίστηκε, το σπίτι σε μια τάξη, ξαπλώνει και τον περιμένει.
            Ο νους της τρέχει σε άλλες αναμονές, όπου όμως πάλι εκείνον περίμενε. Κάποτε την εξαντλούσε η προσμονή, αυτή η διαρκής αναμονή της ευτυχίας ή μάλλον των λιγοστών στιγμών ευδαιμονίας. Όχι, δεν θα κοιτάξει πάλι το ρολόι. Ας πέρασε όση ώρα θέλει ή ας μην πέρασε. Και η ώρα αυτή ακόμη είναι δική του. Εμπρός της τον βλέπει, το βάθος των ματιών του, το λάγνο αυτό βλέμμα το απύθμενο που άβυσσο θυμίζει σκοτεινή. Το αγέρωχο ανάστημα, τη δυνατή αγκαλιά, αυτόν τον μικροσκοπικό Κολοσσό, αυτόν –τον μόνο– που της επιβάλλεται και την υποτάσσει. Και είναι έτοιμη.
            Έχει καλοκαιριάσει για τα καλά και εκείνος, τυπικός, της γράφει. Συγχαρητήρια, αξιόλογη εργασία, «κείμενα που τα έχουμε ανάγκη». Η αλήθεια όμως άλλη. Σιωπηλά, εδώ και καιρό, παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλο. Εκείνη αλλού, εκείνος ακόμη περισσότερο. Και όμως, οι τυπικές επιστολές και οι αμοιβαίες φιλοφρονήσεις πηγαινοέρχονταν μεταξύ Μοντεβιδέο και Μπουένος Άιρες. Επίμονος, της έγραφε ξανά και ξανά, θέλει να τη δει από κοντά, να τη γνωρίσει. Εκείνη διστακτική, αφοσιωμένη στα δικά της. Πού καιρός και διάθεση και χώρος για τον επίμονο γνωστό ξένο με τις πρόδηλες διαθέσεις.
            Πέρασε ένας χρόνος κι εκείνος βρίσκεται στο Μοντεβιδέο. Ακόμη μια άρνηση στην επανειλημμένη του πρόταση. Το πότε, το πού και το πώς θα το καθόριζε εκείνη. Βράδυ, συντροφιά λογοτεχνική. Τι μπορεί να συμβεί παρουσία τόσων άλλων; Προσφιλώς στα μαύρα ντυμένη, εντοπίζει το κόκκινο μπιστρό. Νά τοι όλοι τους μαζεμένοι εκεί, ο Μανόλο, ο Εμίρ, ο Μάριο και στο κέντρο, θα έλεγες –και ας καθόταν στο πλάι–, εκείνος. Αυτός ήταν λοιπόν. Όχι και τίποτα το σπουδαίο. Εμφανής η αμηχανία του, το παιχνίδι με τα γυαλιά, το μετέωρο μειδίαμα, το πόδι να χορεύει ανεξέλεγκτο σαν έμβολο. Ύπουλα ο νους της ύφαινε ιστό να την ξεγελάσει.
            Δεύτερη συνάντηση και τρίτη κατά μόνας, περίπατοι, καπνός μα και ποτό, κρασί που θολώνει το μυαλό κι αφυπνίζει τα πάθη. Τα χείλη και αν έλεγαν άλλα, τα μάτια και τα σώματα άλλα μαρτυρούσαν. Μεσημέρι Ιουλίου καυτό, σαν συναντήθηκαν, τα νέα τους να πούνε. Εκείνη έλαμπε σε φόρεμα χρυσό, εκείνος απροέτοιμαστος, ντυμένος, μα γυμνός. Σαν και τώρα, και τότε εκείνη έτοιμη. «Μπλεχτήκαμε, το ξέρεις;» κατάφερε ν’ αρθρώσει εκείνος μετά τις ώρες της ηδονής.
            Τα χρόνια κύλησαν, πάνε κιόλας τρία. Πόσες φορές δεν τον περίμενε η Ιδέα. Τον περίμενε από την Ιρένε, τον περίμενε από την Ντοροτέα, από τη μία και την άλλη ή από καμιά, απογοητευμένο σπουργίτι να ψάχνει θαλπωρή στην αγκαλιά της. «Αν μ’ είχες παραπάνω, θα με βαριόσουν, δεν θα ’ξερες τι να με κάνεις.» «Δεν είμαι για τέτοια εγώ.» Κι ύστερα, «Υπάρχει Θεός;» τη ρωτούσε, και ας ήξερε την απάντησή της πως ο Θεός βρίσκεται μέσα μας, και ας αγνοούσε την άλλη, την κρυφή, πως για εκείνην ο Θεός ξάπλωνε μπροστά στα μάτια της. Την ενοχλούσε και την εξόργιζε αυτή η διαπίστωση, εκείνην, που λάτρευε την ανεξαρτησία και κάθε είδους ελευθερία, εκείνην που μισούσε κάθε υποταγή κι όμως του ήταν υποταγμένη.
            Χτυπάει το κουδούνι. Ήρθε λοιπόν! Σηκώνεται αργά, δεν υπάρχει λόγος για βιασύνες. Και αυτή η στιγμή, και οι προηγούμενες, δικές του όλες. Του ανοίγει. «Καφέ κρύο ή ζεστό;» «Κρύος ή ζεστός, το ίδιο κάνει.» Πηγαίνει στην κουζίνα. Κάθε απουσία του μια αιωνιότητα, κάθε επιστροφή, σαν απ’ το χθες. Και ξάφνου νιώθει τα χέρια του να την τυλίγουν λαίμαργα και πάνω του να τη σφίγγουν. Η πνοή του στο λαιμό της, οι ψίθυροι, τα δαγκώματα και το ζωντανό του μέλος πάνω της. Αργά κυλάει το χέρι του χαμηλά και χαϊδεύει την πηγή της. Δειλό στην αρχή, μα ύστερα εισβάλλει θρασύ στα νερά της. Ο ζεστός καφές θα μείνει να κρυώσει. Ίσα που προλαβαίνει εκείνη να πατήσει το κουμπί της μηχανής, να μην καεί, καθώς τα φιλιά τούς οδηγούν συνεπαρμένους αλλού.
            Την ξαπλώνει, την γδύνει, και της φιλά την πηγή. Ω, πόσο την πηγή της λατρεύει. Τη δική της ή κάθε πηγή; Τι νόημα έχει; Τη γλώσσα με τη γλώσσα του γλύφει, και με μύτη και δάχτυλα τη χαϊδεύει, να εκραγεί. Εκείνη δεν τον αφήνει, τον γυμνώνει και με μάτια κλειστά το κορμί του διατρέχει, σαν άλλη τυφλή, να την οδηγούνε η γεύση και η οσμή. Τυλίγονται, πώς τυλίγονται σαν φίδια ερωτικά στα καθαρά σεντόνια. Και ύστερα, καθώς άλλο δεν αντέχουνε πια, εισβάλλει εκείνος μέσα της σαν σε βρόχια, σαν σε δίχτυ μαγικό απ’ όπου να ξεφύγει δεν μπορεί. Ο ίλιγγός του τη ζαλίζει. Τον νιώθει μέσα της και γίνεται για εκείνον η πόρνη του, η μάνα κι η αδερφή του. Σκέφτεται, δειλά και μυστικά, πως από εκείνον θα ’θελε το παιδί του. Εκείνος, πάλι, εκστατικός, απόμακρος και σκοτεινός, χαμένος στην αφή της. Στη μέση αυτής της θεάς με τα φίδια που γίνεται και δική του θεά. Στο στήθος το γεμάτο και απαλό, για το χέρι και το στόμα του ιδανικό. «Μαζί σου και στην κόλαση.»
            «Κρύωσε ο καφές.» Αγκαλιά πίνουν καφέ στον καναπέ. Η Ιδέα τού μιλάει για το Νούμερο, τις συναντήσεις, κάποιες επιθέσεις και την ανάγκη αντίκρουσής τους. Δυο ποιήματα όλα κι όλα σε ένα μήνα. Η μετάφραση, τουλάχιστον, προχωράει καλά. Εκείνος ολοκλήρωσε άλλον έναν τόμο διηγημάτων. Θα βρει εκδοτικό στο Μοντεβιδέο; «—Κοκκίνισε.» «—Ποιο πράγμα;» Εκείνη δείχνει στον ώμο του. «—Άθελά μου. Μα μέχρι αύριο θα ’χει φύγει. Όχι σαν την άλλη που έχεις στο λαιμό.» «—Ναι, την πήραν είδηση και μαρτύρησα με τα πειράγματά τους. Τι να κάνουμε, κάπως θα τα βολέψουμε» απάντησε σαν –για πολλοστή φορά– παρασημοφορημένος στρατηγός.
            «Πρέπει να φύγω.» Ήρθε λοιπόν η ώρα αυτής της φράσης της μισητής. «Τη συνεργασία μου για το επόμενο τεύχος σού την έδωσα. Μην την βρει η Ντοροτέα και πάει περίπατο το άλλοθι.»
Τα πράγματά του, οι σκάλες, και πάει. Δεν απορώ που χρόνια αργότερα θα πει σε συνέντευξή του για μένα:
«—Ο τρόπος της είναι πολύ εγκεφαλικός, διανοητικός.»
«—Μόνο αυτό; Τίποτα άλλο;» 
«—Α ναι! Και κρεβάτι.»



Παρατηρήσεις

Γάιδαρος, σκύλος, σκέτο τέρας: Έτσι είχε αποκαλέσει η Ιδέα Βιλαρίνιο τον Χουάν Κάρλος Ονέττι σε έναν από τους παθιασμένους καυγάδες τους (παθιασμένοι κι αυτοί, όπως και ο έρωτάς τους).

Μανόλο Κλαπς, Εμίρ Ροντρίγκες-Μονεγκάλ, Μάριο Μπενεντέττι: συνεργάτες της Βιλαρίνιο.

Νούμερο: Περιοδικό, το οποίο εξέδιδε η Βιλαρίνιο από κοινού με τους παραπάνω συνεργάτες
  της.

Η στιχομυθία της συνέντευξης πραγματική, από συνέντευξη του Ονέττι στη Μαρία Εστέρ Χίλιο. Περισσότερα για την Ιδέα Βιλαρίνιο στην ανθολογία ποίησής της, «Το άνθος της στάχτης», από τις Εκδόσεις Gutenberg



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό δε|κατα, τεύχος 51, Φθινόπωρο 2017