Σελίδες

25/2/10

Aun


ANTONIO GAMONEDA

ΑΚΟΜΑ

Θυμάμαι το κρύο του ξημερώματος, τις σβούρες που κάναν τα έντομα πάνω από
φλιτζάνια ακίνητα, την πιθανότητα μιας κόλασης γεμάτης φως κάτω απ’ τα
ανοιχτά παραθύρια που αερίζουν την αρρώστια, τη θλιμμένη μυρωδιά
καυστικού νατρίου.
Πουλιά. Διασχίζουν βροχές και χώρες μέσα στο σφάλμα μαγνητών και ανέμων,
πουλιά που πετούσαν μεταξύ οργής και φωτός.
Επιστρέφουν ακατανόητα υπό το πρίσμα νόμων του ιλίγγου και της λήθης.
Δεν έχω φόβο ούτε και ελπίδα. Από ένα ξενοδοχείο ξένο στη μοίρα, βλέπω
μια παραλία μαύρη και, μακρινά, τα μεγάλα βλέφαρα μιας πόλης, της οποίας
ο πόνος με αφήνει αδιάφορο.
Είμαι από μεθυλένιο και έρωτα. Κρύωνα κάτω απ’ τους σωλήνες του θανάτου.
Τώρα αγναντεύω τη θάλασσα. Δεν έχω ούτε φόβο ούτε και ελπίδα.
Είσαι σοφός μα και δειλός, λαβωμένος μέσα στις υγρές γυναίκες,
η σκέψη σου δεν είναι παρά ανάμνηση της οργής.
Βλέπεις τα τρεμάμενα τριαντάφυλλα.
Αχ, οδοιπόρε! Τι παραλήρημα βλεφάρων!
Υπάρχει ένα βοτάνι που τ’ όνομά του κανείς δεν ξέρει∙ τέτοια υπήρξε η ζωή μου.
Επιστρέφω στο σπίτι διασχίζοντας το χειμώνα: λήθη και φως πάνω στα ρούχα,
τα υγρά. Οι καθρέφτες είναι άδειοι και στα πιάτα τυφλώνει η εκτυφλωτική μοναξιά.
Αχ! Τι αγνότητα, αυτή των παρατημένων μαχαιριών!
Αγάπησα όλες τις απώλειες.
Ακόμα βουίζει το αηδόνι στον αόρατο κήπο.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.

************************


AÚN

Recuerdo el frío del amanecer, los círculos de los insectos sobre las
tazas inmóviles, la posibilidad de un abismo lleno de luz bajo las
ventanas abiertas para la ventilación de la enfermedad, el olor triste
de la sosa cáustica.
Pájaros. Atraviesan lluvias y países en el error de los imanes y los
vientos, pájaros que volaban entre la ira y la luz.
Vuelven incomprensibles bajo leyes de vértigo y olvido.
No tengo miedo ni esperanza. Desde un hotel exterior al destino, veo
una playa negra y, lejanos, los grandes párpados de una ciudad cuyo
dolor no me concierne.
Vengo del metileno y el amor; tuve frío bajo los tubos de la muerte.
Ahora contemplo el mar. No tengo miedo ni esperanza.
Eres sabio y cobarde, estás herido en las mujeres húmedas, tu
pensamiento es sólo recuerdo de la ira.
Ves la rosas temibles.
Ah caminante, ah confusión de párpados.
Hay una hierba cuyo nombre no se sabe; así ha sido mi vida.
Vuelvo a casa atravesando el invierno: olvido y luz sobre las ropas
húmedas. Los espejos están vacíos y en los platos ciega la soledad.
Ah la pureza de los cuchillos abandonados.
Amé todas las pérdidas.
Aún retumba el ruiseñor en el jardín invisible.

            Del Libro del frío (1992)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου