Σελίδες

2/12/10

"Η ύβρη της σιωπής"...

 

Γιάννης Ρίτσος

(Επιλεγμένα αποσπάσματα από τη "Φαίδρα")

...το άδειο
δεν είναι πια ανεκτό∙ (και πού να βρεις την πληρότητα; Ασφυξία).
Η αγιότητα της στέρησης -

                                                          ***

...- πιθανόν αυτό να ζητάμε∙ 
όχι την ίδια την αγιότητα, - έναν ίσκιο μονάχα να κρυφτούμε.

                                                          ***

...τα πιο όμορφα πράγματα τα λέμε συνήθως 
για ν' αποφύγουμε να πούμε μιαν αλήθεια∙ κ' ίσως
αυτή η αποσιωπημένη αλήθεια να 'ναι που δίνει 
τη μεγάλη ομορφιά κι αοριστία
σ' αυτά τα τετριμμένα ξένα λόγια - αιώνιος νόμος 
της ομορφιάς που λένε.
                                           Η αοριστία πάντα
μαρτυράει κάτι βαθύ κι ορισμένο -πιθανόν τραγικό ή και κτηνώδες-
        μια θυσιασμένη επιθυμία,
λερναία επιθυμία∙ - διασκεδάζει να κρύβει
σε ρόδινα ή σε πάγχρυσα νέφη
τα νέα κεφάλια της∙ διασκεδάζει να παίζει
στα νύχια της έναν κόκκινο σπάγγο∙ να τοποθετεί
τα κομμένα κεφάλια της στον ασημένιο δίσκο στολισμένα με πολύχρωμες ταινίες∙
να βγάζει τα καρφιά απ' τον τοίχο, να τα στήνει ορθά στο κρεββάτι, παίζοντας έτσι
με το δικό μας το μοναδικό κεφάλι, η πολυκέφαλη. Και πια, -τι να κάνουμε;-
αυτό το παιχνίδι μάς αρέσει. Κάποτε, μάλιστα,
το παίζουμε και για λογαριασμό μας (με δική μας τάχατε πρωτοβουλία)-
ο ίδιος κόκκινος σπάγγος, τα κεφάλια στο δίσκο με χρωματιστές κορδέλες,
τα καρφιά στο κρεββάτι.

                                                                ***

Όλη μέρα
περιμένω τη νύχτα μήπως οι ίσκιοι μου αφομοιωθούν απ΄το σκοτάδι
για να μπορέσω να πιάνω λιγότερο χώρο, να κλειστώ στον πυρήνα μου, να 'μαι
σαν ένας κόκκος στάρι μες στο χώμα. Δεν τα καταφέρνω.
Οι σκιές μου δεν απορροφιούνται απ' το σκοτάδι∙ αντίθετα μάλιστα
κυριεύουν ολόκληρη τη νύχτα.

                                                                ***

Ω φόβος κι αναγάλλια του τέλους, - να τελειώναν όλα
κ' εσύ κ' εγώ κ' η διαφορά μας. Τι ανόητα αισθήματα, θέ μου,
τόσο υπερτροφικά, - κι ούτε που μας αφήνουν
έναν ελάχιστο ελεύθερο χώρο δικό μας, να κάνουμε ένα βήμα
έστω και προς το θάνατό μας. Τι ηλίθια ιστορία, ξένη, ξένη.

Τι φταίμε, αλήθεια, για όλα τούτα; Ποιος τα θέλησε έτσι;
Όχι, πάντως, εμείς. Ανυπόφορες, θέ μου, κ' οι νύχτες κ' οι μέρες. Το πρωί,
μόλις ξυπνήσουμε (πιο κουρασμένοι απ' όσο πριν απ' τον ύπνο) η πρώτη κίνησή μας,
πριν ακόμη πλυθούμε, πριν πιούμε τον καφέ μας, ν' απλώσουμε το χέρι
να πάρουμε απ' το κομοδίνο το στεγνό μας προσωπείο
να το εφαρμόσουμε σαν ένοχοι στο πρόσωπό μας
άλλοτε με αλευρόκολλα ή ψαρόκολλα, άλλοτε∙
με τη γλοιώδη εκείνη κόλλα που κολλούν τα πετσιά οι τσαγκαράδες.

                                                            ***

Τίποτα δεν πιστεύω. Δεν καταλαβαίνω τίπτα, Καθένας μας μόνος,
καθένας προγραμμένος, με την κόκκινη σφραγίδα
στο μέτωπο ή στην πλάτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου