Σελίδες

25/2/11



ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ


Όταν οι αισθήσεις προδίδουν

Την τρέχουσα θεατρική περίοδο δύο παραστάσεις προκαλούν το ενδιαφέρον του θεατρόφιλου κοινού της πρωτεύουσας, έχοντας επιβληθεί ως εξέχοντα γεγονότα: ο λόγος για τη «Φρεναπάτη» του Κορνέιγ σε μετάφραση-σκηνοθεσία Μαυρίκιου και το «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Λιβαθινού, με το πλεονέκτημα του Βραβείου Κριτικών Θεάτρου 2009. Δυο παραστάσεις με παράλληλες συντεταγμένες κι όμως ολότελα αποκλίνουσες πορείες: δύο αντίποδες, με τη ζυγαριά να κλίνει σαφώς υπέρ του πρώτου.

Έργα γραμμένα στη Γαλλία και την Αγγλία αντίστοιχα του 1600, πραγματεύονται ένα θέμα κοινό, πανανθρώπινο και πάντα επίκαιρο, τη σχέση γονέων-παιδιών και την άσκηση (συχνά κατάχρηση) εξουσίας μέσα σε αυτήν. Κύριο στοιχείο αμφότερων η ψευδαίσθηση, τα παιχνίδια του νου που αφορούν ένα γονέα ευρισκόμενο σε ταραχή ή στο κατώφλι της τρέλας. Όσο για τις παραστάσεις του 2010, πρόκειται αναμφισβήτητα για σύνθετες παρουσιάσεις με συγκερασμό διαφόρων οπτικοακουστικών μέσων και, κυρίως, για ξεκάθαρες μεταφορές και προσαρμογές στην αισθητική του σήμερα. Εδώ όμως εξαντλούνται και τα σημεία τομής των δύο παραστάσεων και η μεταξύ τους απόκλιση δεν οφείλεται μόνο και μόνο στο γεγονός ότι στη «Φρεναπάτη» γινόμαστε μάρτυρες της σχέσης μιας δεσποτικής μάνας απέναντι στο γιο της, ενώ στο Βασιλιά Ληρ η σχέση είναι αντίστροφη∙ ούτε στο διαφορετικό είδος τρέλας, ως αθώα ψευδαίσθηση αφενός και διατάραξη της λογικής αφετέρου∙ αντιθέτως, η κύρια διαφορά συναντάται στον τρόπο της αισθητικής επεξεργασίας και στο αν τελικά κατορθώνεται η μεταφορά στο σήμερα ή καταργείται η όποια έννοια αισθητικής. Ή μήπως να αρκεστούμε στην παραδοχή της απουσίας της αισθητικής σήμερα;

Η «Φρεναπάτη» δεν συνιστά εξύμνηση του κόσμου του θεάτρου λόγω του καταληκτικού συμπεράσματος, αλλά πολύ περισσότερο όντας η ίδια εξαιρετικό δείγμα αισθητικής. Δωρικά σκηνικά κρατούν ηθοποιούς και έργο στο προσκήνιο, χωρίς να τα επισκιάζουν, οι μαριονέτες και οι βιντεοπροβολές πλαισιώνουν άριστα το παραμύθι, χαρίζοντάς του πολυεπίπεδο βάθος και η μουσική συνοδεύει την παράσταση όπως σε ελάχιστες περιπτώσεις. Βεβαίως, προϋποτίθεται η εξοικείωση με τον έμμετρο λόγο που, όταν απουσιάζει, ξενίζει ίσως το θεατή, όταν όμως υφίσταται, δεν μπορεί παρά να τον συνεπάρει. Η μετάφραση του Μαυρίκιου απολαυστική και ειλικρινά κωμική συμβάλλει καταλυτικά σε ένα άρτιο και απόλυτα αρμονικό αποτέλεσμα. Ξεχωρίζουν οι Γάλλος, Κολιανδρή, Κοταμανίδου και συγκινεί η παρουσία του Βογιατζή, με το έργο να συνιστά, θα λέγαμε, απόδοση τιμής στον ίδιο.


Στον «Βασιλιά Ληρ», αντιθέτως, με εμφανή τη σφραγίδα του Λιβαθινού, τα αναγνωρίσιμα στοιχεία της σκηνοθεσίας του δε βρίσκουν το δρόμο της ενσωμάτωσης στο έργο, παραμένοντας ξένα προς αυτό. Πρόκειται για μια παράσταση άνιση, με τραγικές νότες μέσα σε ένα γενικότερο αποτέλεσμα που φτάνει να γίνεται κωμικό. Πώς αλλιώς, αφού κύριο στοιχείο είναι η υπερβολή, τόσο στην απόδοση (ερμηνεία των ηθοποιών), όσο και στη σκηνογραφία και τη μουσική επένδυση; Με τους ηθοποιούς να κραυγάζουν, ακόμα και χωρίς προφανή λόγο, τους ιππότες του βασιλιά ως συμμορία ληστών με πέτσινα, τις κόρες ως τραγουδίστριες καμπαρέ, ντυμένες με διαστημικά γκρίζα φορέματα, τον υπηρέτη ως Emo που συνεχώς χτενίζεται και τους θεατές να βουλώνουν τα αυτιά στα μουσικά διαλείμματα όπου η ηλεκτρική κιθάρα κάνει εξώστη και θεωρεία να δονούνται κυριολεκτικά, νομίζει κανείς ότι μπέρδεψε τα θεάματα. Με αυτά τα μέσα δεν επιτυγχάνεται η διαφοροποίηση, ούτε και η επικαιροποίηση, αν αυτοί ήταν οι στόχοι του κατά τα άλλα επιφανούς σκηνοθέτη. Το λυπηρό είναι ότι η συγκεκριμένη διασκευή υπονομεύει ηθοποιούς όπως ο Τσακίρογλου και ο Χαρίσης, των οποίων η υποκριτική ποιότητα επιμένει, χωρίς να φτάνει στο απόγειό της. 

Με τη «Φρεναπάτη» και το «Βασιλιά Ληρ» τίθενται ακόμη μια φορά τα ζητήματα του σεβασμού του έργου (και του κοινού) κατά την αναζήτηση της πρωτοτυπίας, των ορίων κατά τη μεταφορά του παλιού και την παρουσίασή του ως καινούργιου, της άκρατης αποδοχής του προκλητικού ως καλού και αγαθού  και, τέλος, της αισθητικής της αναπαράστασης ως καθρέφτη της γενικότερης ισχύουσας αισθητικής. Η «Φρεναπάτη» μάς κέρδισε, ο «Βασιλιάς Ληρ» δεν έπεισε.


Έλενα Σταγκουράκη,
Αθήνα, 14.11.2010


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη" (τεύχος 3)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου