Σελίδες

24/5/11

Η μικρή, ακαταμέτρητη αγαπημένη...

 

 Heinrich Böll

Στὴ γέφυρα 

 (An der Brücke)


ΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΡΑΜΜΑΤΑ στὰ πό­δια καὶ μοῦ ἔ­δω­σαν τέ­τοι­ο πό­στο ποὺ νὰ μπο­ρῶ νὰ κά­θο­μαι. Τί πό­στο; Με­τρῶ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ περ­νοῦν ἀ­π’ τὴν και­νού­ργια γέ­φυ­ρα. Τὸ χαί­ρον­ται νὰ μπο­ροῦν ν’ ἀ­πο­δεί­ξουν τὴν ἀ­ξι­ο­σύ­νη τους μὲ νού­με­ρα, ξε­τρε­λαί­νον­ται μὲ αὐ­τὸ τὸ ἀ­νού­σιο Τί­πο­τα, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ με­ρι­κὰ ψη­φί­α, καὶ ὅ­λη μέ­ρα, ναί, ὅ­λη μέ­ρα πη­γαί­νει τὸ ἄ­λα­λο στό­μα μου σὰν μη­χα­νι­σμὸς ρο­λο­γιοῦ ποὺ κα­τα­γρά­φει τὸ ἕ­να ψη­φί­ο με­τὰ τὸ ἄλ­λο γιὰ νὰ τοὺς χα­ρί­σει κα­τὰ τὸ βρά­δυ τὸ θρί­αμ­βο ἑ­νὸς ἀ­ριθ­μοῦ.
         Τὰ πρό­σω­πά τους λάμ­πουν σὰν τοὺς ἀ­να­κοι­νώ­νω τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ὅ­σο δὲ με­γα­λύ­τε­ρος ὁ ἀ­ριθ­μός, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο λάμ­πουν ἐ­κεῖ­νοι, ἔ­χον­τας πλέ­ον ἕ­να λό­γο νὰ ξα­πλώ­σουν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι στὸ κρε­βά­τι τους. Πῶς ἀλ­λι­ῶς, ἀ­φοῦ πολ­λὲς χι­λιά­δες ἀν­θρώ­πων περ­νοῦν κα­θη­με­ρι­νῶς ἀ­πὸ τὴν και­νού­ρια τους γέ­φυ­ρα;
        Κι ὅ­μως, οἱ στα­τι­στι­κές τους δὲν εὐ­στα­θοῦν. Νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σουν, ἀλ­λὰ δὲν ἀ­λη­θεύ­ουν. Εἶ­μαι ἀ­να­ξι­ό­πι­στος, ἂν καὶ κα­τα­φέρ­νω νὰ προ­κα­λῶ στοὺς ἄλ­λους τὴν ἐν­τύ­πω­ση τοῦ εὐ­συ­νεί­δη­του.
        Κα­τὰ βά­θος μὲ χα­ρο­ποι­εῖ νὰ κα­τα­πί­νω ποῦ καὶ ποῦ κα­νέ­ναν πε­ρα­στι­κό, ἐ­νῶ ἄλ­λες φο­ρὲς πά­λι, αἰ­σθα­νό­με­νος συμ­πό­νια, τοὺς χα­ρί­ζω με­ρι­κούς. Κρα­τῶ τὴν τύ­χη τους στὰ χέ­ρια μου. Ὅ­ταν εἶ­μαι ὀρ­γι­σμέ­νος ἢ δὲν ἔ­χω νὰ κά­νω τσι­γά­ρο, τοὺς δί­νω μό­νο τὸ μέ­σο ὅ­ρο, ἴ­σως καὶ κά­τω ἀ­π’ τὸ μέ­σο ὅ­ρο. Ὅ­ταν πά­λι ἡ καρ­διά μου ἀ­γαλ­λιᾶ καὶ εἶ­μαι χα­ρού­με­νος, ἐ­πι­τρέ­πω στὴ γεν­ναι­ο­δω­ρί­α μου νὰ με­του­σι­ω­θεῖ σὲ ἀ­ριθ­μοὺς πεν­τα­ψή­φιους. Καὶ εἶ­ναι τό­τε τό­σο εὐ­τυ­χεῖς! Μοῦ ἁρ­πά­ζουν τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­π’ τὰ χέ­ρια, μὲ χτυ­ποῦν ἐ­πι­δο­κι­μα­στι­κὰ στὸν ὦ­μο καὶ τὰ μά­τια τους λάμ­πουν. Δὲν ἔ­χουν ἰ­δέ­α! Καὶ με­τὰ ρί­χνον­ται στοὺς πολ­λα­πλα­σια­σμοὺς καὶ τὶς δι­αι­ρέ­σεις καὶ τὶς πο­σο­στο­ποι­ή­σεις καὶ ξέ­ρω ’­γὼ τί ἄλ­λο. Λο­γα­ριά­ζουν πό­σοι ἄν­θρω­ποι περ­νοῦν ἀ­π’ τὴ γέ­φυ­ρα κά­θε λε­πτὸ καὶ πό­σοι θὰ ἔ­χουν πε­ρά­σει ἀ­π’ αὐ­τὴ σὲ δέ­κα χρό­νια. Ἀ­γα­ποῦν τὸ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα, λα­τρεύ­ουν τὸν συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα, εἰ­δι­κεύ­ον­ται στὸν συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα. Κι ὅ­μως, νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σουν, ἀλ­λὰ ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν ἰ­σχύ­ουν…
        Σὰν περ­νᾶ ἀ­π’ τὴ γέ­φυ­ρα ἡ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη —καὶ περ­νᾶ δυ­ὸ φο­ρὲς ἡ­με­ρη­σί­ως—, τό­τε ἡ καρ­διά μου στα­μα­τᾶ. Ὁ ἀ­κού­ρα­στος χτύ­πος τῆς καρ­διᾶς μου ἁ­πλῶς παύ­ει, ἕ­ως ὅ­του ἐ­κεί­νη στρί­ψει στὴν ἀ­λέ­α καὶ χα­θεῖ. Καὶ ὅ­λους, ὅ­σοι τυ­χαί­νει νὰ περ­νοῦν στὸ με­τα­ξύ, τοὺς ἀ­πο­σι­ω­πῶ. Αὐ­τὰ τὰ δύο λε­πτὰ ἀ­νή­κουν σ’ ἐ­μέ­να, εἶ­ναι δι­κά μου καὶ δὲν τοὺς ἐ­πι­τρέ­πω νὰ μοῦ τὰ πά­ρουν. Καὶ τὸ βρά­δυ πά­λι, κα­θὼς ἐ­κεί­νη ἐ­πι­στρέ­φει ἀ­π’ τὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο, κα­θὼς ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου προ­σπερ­νᾶ τὸ στό­μα μου —αὐ­τὸ τὸ στό­μα ποὺ συ­νε­χῶς με­τρᾶ καὶ με­τρᾶ—, στα­μα­τᾶ καὶ πά­λι ἡ καρ­διά μου κι ἐ­γὼ ἀρ­χί­ζω ξα­νὰ νὰ με­τρῶ μο­νά­χα σὰν τὴ χά­σω ἀ­π’ τὰ μά­τια μου. Καὶ ὅ­λοι ὅ­σοι ἔ­χουν τὴν τύ­χη νὰ πε­ρά­σουν σὲ αὐ­τὰ ἀ­κρι­βῶς τὰ λε­πτὰ ἐμ­πρὸς ἀ­π’ τὰ τυ­φλά μου μά­τια, δὲν περ­νοῦν στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τῶν στα­τι­στι­κῶν. Ἄν­δρες-σκι­ές, γυ­ναῖ­κες-σκι­ές, ἀ­νύ­παρ­κτες ὀν­τό­τη­τες ποὺ δὲ θὰ βα­δί­σουν πο­τὲ στὸ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα τῶν στα­τι­στι­κῶν…
        Φῶς φα­νά­ρι πὼς τὴν ἀ­γα­πῶ. Ἐ­κεί­νη ὅ­μως δὲ γνω­ρί­ζει τί­πο­τα κι οὔ­τε θὰ ἤ­θε­λα νὰ τὸ μά­θει. Δὲν πρέ­πει κὰν νὰ δι­α­νο­η­θεῖ κα­τὰ τί ἀ­παί­σιο τρό­πο ἀλ­λοι­ώ­νει τοὺς ὑ­πο­λο­γι­σμούς· ἀν­τι­θέ­τως, πρέ­πει νὰ πα­ρα­μεί­νει ἀ­θώ­α κι ἀ­νυ­πο­ψί­α­στη καὶ μὲ τὰ μα­κριὰ κα­στα­νά της μαλ­λιὰ καὶ τὰ ντε­λι­κά­τα πό­δια της νὰ συ­νε­χί­σει νὰ πη­γαί­νει στὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο καὶ νὰ παίρ­νει γε­ρὸ φι­λο­δώ­ρη­μα. Τὴν ἀ­γα­πῶ. Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο, τὴν ἀ­γα­πῶ.
        Πρό­σφα­τα μοῦ ἔ­κα­ναν ἔ­λεγ­χο. Τὸ παι­δὶ ποὺ κά­θε­ται ἀ­πέ­ναν­τι καὶ με­τρᾶ τ’ αὐ­το­κί­νη­τα μοῦ τὸ σφύ­ρι­ξε ἐγ­καί­ρως καὶ πρό­σε­χα ὅ­σο δὲν πά­ει ἄλ­λο. Με­τροῦ­σα μα­νι­ω­δῶς. Χι­λι­ο­με­τρη­τὴς δὲ θὰ με­τροῦ­σε κα­λύ­τε­ρα. Ὁ ἴ­διος ὁ προ­ϊ­στά­με­νος τῆς στα­τι­στι­κῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας στά­θη­κε ἀ­πέ­ναν­τι, ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τοῦ δρό­μου, καὶ συ­νέ­κρι­νε ἀρ­γό­τε­ρα τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς δι­κῆς του κα­τα­μέ­τρη­σης γιὰ μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη ὥ­ρα μὲ τὸ δι­κό μου ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Μοῦ ἔ­λει­πε μό­νον ἕ­νας. Πέ­ρα­σε ἡ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη καὶ πο­τὲ μὰ πο­τὲ δὲ θὰ ἐ­πέ­τρε­πα νὰ με­τα­φερ­θεῖ τὸ ὄ­μορ­φο αὐ­τὸ κο­ρί­τσι σὲ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα. Αὐ­τήν, τὴ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη, δὲν τὴν πολ­λα­πλα­σιά­ζει, οὔ­τε τὴ δια­ιρεῖ κα­νείς, κα­νεὶς δὲν τὴν με­τα­τρέ­πει σὲ πο­σο­στια­ῖο Τί­πο­τα. Αἱ­μορ­ρα­γοῦ­σε ἡ καρ­διά μου ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ συ­νε­χί­σω τὸ μέ­τρη­μα καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν κοι­τά­ζω κα­θὼς περ­νοῦ­σε, ἀλ­λὰ καὶ στὸ παι­δὶ ἀ­πέ­ναν­τι ποὺ με­τρά­ει τ’ αὐ­το­κί­νη­τα εἶ­μαι εὐ­γνώ­μων. Ἦ­ταν γιὰ ‘μέ­να θέ­μα ζω­ῆς καὶ θα­νά­του.
        Ὁ προ­ϊ­στά­με­νος μὲ χτύ­πη­σε ἐ­πι­δο­κι­μα­στι­κὰ στὸν ὦ­μο καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι εἶ­μαι κα­λός, πι­στὸς κι εὐ­συ­νεί­δη­τος. «Ἕ­νας λι­γό­τε­ρος δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε» εἶ­πε. «Εἶ­ναι στὰ ὅ­ρια τοῦ στα­τι­στι­κοῦ σφάλ­μα­τος. Θὰ ζη­τή­σω νὰ με­τα­τε­θεῖ­τε στὶς ἅ­μα­ξες.»
        Ἅ­μα­ξες; Τώ­ρα ἔ­πια­σα τὴν κα­λή! Ἅ­μα­ξες ση­μαί­νει ἀ­ρα­λί­κι δί­χως προ­η­γού­με­νο. Περ­νοῦν τὸ πο­λὺ 25 ἅ­μα­ξες τὴ μέ­ρα καὶ δὲν εἶ­ναι δὰ καὶ δύ­σκο­λο νὰ περ­νᾶς στὸ ἑ­πό­με­νο νού­με­ρο κά­θε μι­σὴ ὥ­ρα. Γι’ αὐ­τὸ λέ­ω: ἀ­ρα­λί­κι!
        Στὶς ἅ­μα­ξες θὰ ἦ­ταν ἐκ­πλη­κτι­κά. Με­τα­ξὺ τέσ­σε­ρις κι ὀ­χτὼ ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α τους στὴ γέ­φυ­ρα καὶ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ πη­γαί­νω γιὰ πε­ρί­πα­το ἢ στὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο, νὰ τὴν κοι­τά­ζω μὲ τὶς ὧ­ρες ἢ ἀ­κό­μα καὶ νὰ τὴ συ­νο­δεύ­ω στὸ δρό­μο γιὰ τὸ σπί­τι ἕ­ως ἑ­νὸς ση­μεί­ου, τὴ μι­κρή μου ἀ­κα­τα­μέ­τρη­τη ἀ­γα­πη­μέ­νη…


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη




Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον", 29.11.2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου