Σελίδες

12/6/11

Μια προσφορά...

 

 Χάρης Ψαρράς

 Τὸ ἀ­κα­τά­δε­κτο κα­τα­φύ­γιο

 ΚΕΙ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ ἔ­πια­σε κα­ταρ­ρα­κτώ­δης βρο­χή. Φυ­σοῦ­σε καὶ δυ­να­τὸς ἀ­έ­ρας. Δὲν χρει­α­ζό­μουν τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ ἕ­να κα­τα­φύ­γιο. Τά­χυ­να τὸ βῆ­μα. Ἔ­λε­γα ὅ­τι ὅ­σο συ­νέ­χι­ζα τὸ δρό­μο μου ὅ­λο καὶ κά­ποι­ο στέ­γα­στρο θὰ ἔ­βρι­σκα νὰ μὲ φι­λο­ξε­νή­σει ὥ­σπου νὰ κο­πά­σει ὁ κα­τα­κλυ­σμός. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα δι­έ­κρι­να στὸν ὁ­ρί­ζον­τα ἕ­να σπί­τι. Πῆ­ρα θάρ­ρος κι ἄρ­χι­σα νὰ κα­τευ­θύ­νο­μαι πρὸς τὸ μέ­ρος του, ὅ­σο ὅ­μως ἔ­τρε­χα κον­τά του τό­σο τὸ ἔ­βλε­πα νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται. Στὴν ἀρ­χὴ πί­στε­ψα ὅ­τι ἦ­ταν ἰ­δέ­α μου, ἀλ­λὰ μὲ δυ­ὸ τρεῖς δο­κι­μὲς ποὺ ἐ­πι­χεί­ρη­σα δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι τὸ σπί­τι ἔ­φευ­γε στ’ ἀ­λή­θεια ὅ­λο καὶ πιὸ μα­κριὰ ὅ­σο πά­σχι­ζα νὰ τὸ πλη­σιά­σω. Ἡ βρο­χὴ δὲν ἔ­λε­γε νὰ στα­μα­τή­σει. Δυ­νά­μω­νε κι­ό­λας. Ἔ­βα­λα τὰ δυ­να­τά μου νὰ προ­φτά­σω τὸ ἀ­κα­τά­δε­χτο κα­τα­φύ­γιο, ἀλ­λὰ ὁ κό­πος μου πή­γαι­νε χα­μέ­νος. Δὲν θυ­μᾶ­μαι με­τὰ ἀ­πὸ πό­ση ὥ­ρα ἀ­λη­θι­νῆς πά­λης μὲ τὴν ἀ­πό­στα­ση ὑ­πὸ βρο­χὴ ἔ­νι­ω­σα τὰ γό­να­τά μου νὰ λυ­γί­ζουν. Ἔ­πε­σα λι­πό­θυ­μος. Ὅ­ταν ξα­να­βρῆ­κα τὶς αἰ­σθή­σεις μου, ἤ­μουν τυ­λιγ­μέ­νος στὴ φρε­σκά­δα εὐ­ω­δια­στῶν σεν­το­νι­ῶν. Ἄ­νοι­ξα τὰ μά­τια καὶ πε­ρι­ερ­γά­στη­κα τὸ κρε­βά­τι. Ἔ­πει­τα ἔ­στρε­ψα τὸ βλέμ­μα μου στοὺς τοί­χους καὶ τὰ ἔ­πι­πλα τοῦ δω­μα­τί­ου. Πρό­σε­ξα τὶς χα­μο­γε­λα­στὲς φω­το­γρα­φί­ες δύ­ο νη­πί­ων καὶ τοὺς φθαρ­μέ­νους γύ­ψους στὸ τα­βά­νι. Δὲν εἶ­χα ἰ­δέ­α ποὺ βρι­σκό­μουν, ἀλ­λὰ ἔ­νι­ω­θα βέ­βαι­ος ὅ­τι ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ δὲν μὲ πε­ρι­έ­θαλ­πε ἄλ­λος κα­νεὶς πα­ρὰ τὸ σπί­τι ποὺ κυ­νη­γοῦ­σα με­τὰ μα­νί­ας ὧ­ρες νω­ρί­τε­ρα δι­εκ­δι­κών­τας ἀ­πὸ μέ­ρους του μιὰ ἔν­δει­ξη κα­λῆς θέ­λη­σης, μιὰ προ­σφο­ρά.




  Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου