Σελίδες

21/11/11

Ποιος αφόρισε τα μάγια και τα λύνει;















 

Ποίηση αναδυόμενη


Διονύσης Καψάλης
«Εδώ κι εκεί»
Εκδ. Άγρα, 2010

«Ψηλά ο Θεός, με κεραυνούς κι εκλείψεις,/ κι εδώ, κάτω στη γη, μονάχα εμείς,/ τα φοβισμένα όντα της στιγμής,/ οι ταξιδιώτες της αιώνιας θλίψης.» Γραμμένα μεταξύ τέλη Ιουλίου κι Οκτωβρίου 2010 –σημαδιακή η 23η του μήνα στο πρώτο και το τελευταίο ποίημα της συλλογής;– τα δεκατέσσερα δεκατετράστιχα του Καψάλη απαρτίζουν την τελευταία του ποιητική συλλογή, στην οποία την πρωτοκαθεδρία έχει ο θάνατος, το φευγαλέο πέρασμα του ελάχιστου, φοβισμένου ανθρώπου από την αιωνιότητα του σύμπαντος.

O Καψάλης στα σονέτα του τον ονομάζει δημιουργικά «επιστροφή», «ύπνο ανεμπόδιστο», «πυθμένα απύθμενο», το «Εκεί». Το πράττει, δίχως να γίνεται απαισιόδοξος ή μοιρολάτρης, αλλά αντιθέτως με ρεαλισμό που φτάνει κάποτε να γίνεται μακάβριος, μιλώντας για τον «άθλιο που θα ’ρθει να μεταφέρει αλλού τα κόκαλά μου». Επιτυγχάνει δε στόχο διπλό: αφενός εκφράζει και ξεπερνά τη δική του αγωνία, αφετέρου συμφιλιώνει τον αναγνώστη με την ιδέα του αναπόφευκτου. 

Κατά τρόπο συνεπή επιλέγει και το φόντο του: η νύχτα, το φεγγάρι στις διάφορες φάσεις του, τα αστέρια, ο ύπνος, η ανάμνηση, ένα μαχαίρι ή νυστέρι, συνιστούν σταθερά μοτίβα προσδιορισμού του ποιητικού του χωρόχρονου, όντας τα ίδια ταυτοχρόνως και σύμβολα του ταξιδιού στο επέκεινα. Το «φεγγάρι στη χάση» είναι η ζωή που συρρικνώνεται, ενώ αλλού, το «μισό (του φεγγαριού) που πέφτει σαν άδειο ρούχο στον αιώνα» είναι τα περασμένα χρόνια που συμπίπτουν με τον κάτι παραπάνω από μισό αιώνα ζωής του ποιητή. 

Ο τόνος του Καψάλη, αληθινά τραγικός, θυμίζει χορό σε αρχαίο δράμα που αναρωτιέται: «Ποιος έχτισε την πόρτα και ποιος κλείνει/ το κρίμα και τον κρότο του πολέμου/ σ’ αυτό το ήσυχο όνειρο – ποιος, θε μου, / αφόρισε τα μάγια και τα λύνει;» Η τραγικότητα αυτή συνεπαίρνει τον αναγνώστη κι οφείλεται στο πανανθρώπινο θέμα που θίγεται, στη λυρική φωνή του ποιητή και σ’ έναν σταθερό εσωτερικό ρυθμό, φαινομενικά αυθύπαρκτο. 

Επιπλέον, η ποίηση του Καψάλη είναι συγκινητικά ανθρώπινη, πράγμα που δεν οφείλεται αποκλειστικά στη θεματολογία. Πέρα από τα καθολικά θεματικά δίπολα (ζωή και θάνατος, ειρήνη και πόλεμος, ομορφιά κι ασχήμια), είναι η ειλικρινής αγωνία, η ζεστή συγκατάβαση, ακόμη κι ο θρήνος για τον πόνο «στις γειτονιές του ανθρώπου» που δηλώνουν την αγάπη του ποιητή για τον άνθρωπο, για τις μητέρες «με τ’ άγρια μάτια», τις «μεγαλωμένες στους λυγμούς του ανέμου».

Με χρώματα λυρικά περιγράφονται «τα κορίτσια που κεντάν/ στο τρυφερό τους δέρμα τον ανθό/ του πόθου», με την ανησυχία του ποιητή αν, μέσα στον αγνό ερωτισμό τους «θα ‘ρθουν άραγε να πουν/ τρισάγιο για εκείνους που αγαπούν/ εδώ στη γη…» Απ’ την άλλη, ο Καψάλης αναλογίζεται με τρόπο εξίσου λυρικό το σκοτάδι που θα γίνει μαχαίρι για να μοιράσει τον έναν εδώ και τον άλλον άγνωστο πού, πάντως αλλού.  Όσο για το συνεχές ηχητικό παιχνίδι, ένα μουσικό και γλαφυρό μέσο αφήγησης του ποιητή, συνιστά «βάλσαμο … στην τόση/ λύπη και φλόγα της πληγής...»

Αυτό όμως που εκπλήσσει θετικά ακόμη και τον υποψιασμένο αναγνώστη του Καψάλη είναι η τεχνική αρτιότητα των τελευταίων αυτών ποιημάτων. Όλα τους σονέτα, κάποια μάλιστα στην πιο αυστηρή και κλασική τους μορφή, κατά το παράδειγμα του Πετράρχη, αποδεικνύουν πώς μια τόσο «παλιά» μορφή μπορεί να διατηρεί την ουσία και το νόημά της και να προσφέρει αισθητική τέρψη, αιώνες αργότερα. Παρά την ιδιαίτερα απαιτητική και «σφιχτή» δομή του σονέτου, οι στίχοι του Καψάλη θυμίζουν τρεχούμενο νερό, με ρίμες αβίαστες, πρωτότυπες κι απολαυστικές. Από την άλλη, η αυστηρότητα της μορφής συμπορεύεται με την αυστηρή συνοχή που διέπει ολόκληρη τη συλλογή, τόσο θεματολογικά (όπως αναφέρθηκε ήδη), όσο και υφολογικά και γλωσσικά. Η πύκνωση του λόγου φτάνει στον μέγιστο βαθμό, αυτόν που επιτρέπει να ειπωθεί το απαραίτητο χωρίς να γίνει η γλώσσα άκαμπτη.  Πέρα όμως από το δεδομένο πλαίσιο, στο οποίο εντάσσονται, οι στίχοι της συλλογής είναι στίχοι αψεγάδιαστοι, καθένας απ’ τους οποίους δίνει την εντύπωση του μόνου δυνατού. Σαν σε παζλ αποτελούμενο από αναρρίθμητα κομμάτια, ο ποιητής ψάχνει «εδώ κι εκεί» και βρίσκει τελικά μέσα στην απεραντοσύνη των δυνατών συνδυασμών το σωστό ταίρι, δηλαδή το σωστό στίχο, τη σωστή λέξη.

Ο Καψάλης παρατηρεί: «Πλέοντας σε πελάγη παρακμής,/ …, μια νέα καρτερούμε ανάδυση/ κι ανώδυνα βουλιάζουμε – κι εμείς/ κι οι απωλεσμένοι μας παράδεισοι.» Ο ίδιος όμως δεν καρτερεί απλώς, αλλά αποδεικνύει εμπράκτως, εν προκειμένω εμμέτρως, ότι στη θάλασσα της ποίησης ολοένα αναδύεται.



Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 28.02.2011 

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 4 (καλοκαίρι-φθινόπωρο 2011)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου