Σελίδες

25/6/12

Δίχως Θεό μήτε διάβολο...


























Jaime Sabines


Οι εραστές


Οι εραστές σιωπούν.
Ο έρωτας, η σιωπή η πιο λεπτή,
η πιο ριγηλή, η πιο αβάσταχτη.
Οι εραστές αναζητούν,
οι εραστές είναι αυτοί που εγκαταλείπουν
που αλλάζουν, που ξεχνούν.
Η καρδιά τους το λέει: ποτέ τους δε θα βρουν,
όχι, δε βρίσκουν, μονάχα αναζητούν.

Οι εραστές άγονται ως τρελοί
γιατί μόνοι τους είναι, μόνοι, μόνοι,
παραδίνονται, δίνονται κάθε στιγμή,
κλαίγοντας γιατί τον έρωτα δεν τον διασώζουν.
Τους παιδεύει ο έρωτας. Οι εραστές
ζουν τη ζωή, πώς αλλιώς, αφού άλλο δεν ξέρουν.
Πάντοτε εν κινήσει,
πάντοτε, με κάποιον αόριστο προορισμό.
Καρτερούν,
τίποτα δεν προσμένουν, μα καρτερούν.
Ξέρουν πως ποτέ τους δεν θα βρουν.
Ο έρωτας, επέκταση ατέρμονη,
πάντοτε το επόμενο βήμα και το άλλο και το άλλο.
Εραστές θα πει ακόρεστοι,
είναι εκείνοι, πάντοτε, -και τι καλά!- που μοιραία μόνοι μένουν.

Οι εραστές , η Ύδρα η Λερναία του μύθου.
Φίδια έχουν αντί για μπράτσα.
Στο λαιμό τους οι φλέβες τινάζονται,
άλλα φίδια αυτές, σαν για να τους πνίξουν.
Οι εραστές ύπνο δεν έχουν,
καθώς, σαν κοιμηθούν, βορά θα γίνουν σκουληκιών.

Στο σκοτάδι τα μάτια ανοίγουν
κι εντός τους ρέει ο πανικός.

Κάτω απ’ τα σκεπάσματα αντικρίζουν σκορπιούς
και το στρώμα τους σαν σε λίμνη επιπλέει.

Οι
εραστές είναι τρελοί, απλώς τρελοί,
δίχως Θεό μήτε διάβολο.

Οι εραστές απ’ τις σπηλιές τους προβάλλουν,
αναριγώντας, πεινασμένοι,
προς θήραν φαντασμάτων.
Γελούν μ’ αυτούς που όλα τα ξέρουν,
με όσους αιώνια και σταλήθεια αγαπούν,
μ’ εκείνους που στον έρωτα πιστεύουν
σαν σε λάμπα πετρελαίου με λάδι αστείρευτο.

Οι εραστές στοιχηματίζουν να συγκρατήσουν το νερό,
τον καπνό να διαστίξουν, να μη φύγουν.
Πιάνονται στο παιχνίδι, το διεξοδικό και λυπηρό, του έρωτα.
Κανείς δεν παραιτείται.
Λένε, δεν παραιτείται κανείς.
Οι εραστές περιφρονούν τους τύπους.

Αδειανοί, μα αδειανοί καθένας απ’ την πλευράν αυτού,
με το θάνατο να σιγοκαίει πίσω απ’ τα μάτια,
εκείνοι προχωρούν και κλαίνε ως τα χαράματα,
όπου με πόνο ψυχής τραίνα χωρίζονται και κατευθύνσεις.

Κάποτε φτάνει ως αυτούς ένα άρωμα νεογέννητης γης,
γυναικών που κοιμούνται με το χέρι στο φύλο,
ικανοποιημένες,
ροής νερού δροσερού, κι εστίας.

Οι εραστές τραγουδούν από χείλος σε χείλος
τραγούδι αμάθευτο ακόμη,
και κλαίγοντας προχωρούν, κλαίγοντας,
την ωραία ζωή.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


***************************

Los amorosos


Los amorosos callan.
El amor es el silencio más fino,
el más tembloroso, el más insoportable.
Los amorosos buscan,
los amorosos son los que abandonan,
son los que cambian, los que olvidan.
Su corazón les dice que nunca han de encontrar,
no encuentran, buscan.

Los amorosos andan como locos
porque están solos, solos, solos,
entregándose, dándose a cada rato,
llorando porque no salvan al amor.
Les preocupa el amor. Los amorosos
viven al día, no pueden hacer más, no saben.
Siempre se están yendo,
siempre, hacia alguna parte.
Esperan,
no esperan nada, pero esperan.
Saben que nunca han de encontrar.
El amor es la prórroga perpetua,
siempre el paso siguiente, el otro, el otro.
Los amorosos son los insaciables,
los que siempre -¡que bueno!- han de estar solos.

Los amorosos son la hidra del cuento.
Tienen serpientes en lugar de brazos.
Las venas del cuello se les hinchan
también como serpientes para asfixiarlos.
Los amorosos no pueden dormir
porque si se duermen se los comen los gusanos.

En la oscuridad abren los ojos
y les cae en ellos el espanto.

Encuentran alacranes bajo la sábana
y su cama flota como sobre un lago.

Los amorosos son locos, sólo locos,
sin Dios y sin diablo.

Los amorosos salen de sus cuevas
temblorosos, hambrientos,
a cazar fantasmas.
Se ríen de las gentes que lo saben todo,
de las que aman a perpetuidad, verídicamente,
de las que creen en el amor
como una lámpara de inagotable aceite.

Los amorosos juegan a coger el agua,
a tatuar el humo, a no irse.
Juegan el largo, el triste juego del amor.
Nadie ha de resignarse.
Dicen que nadie ha de resignarse.
Los amorosos se avergüenzan de toda conformación.

Vacíos, pero vacíos de una a otra costilla,
la muerte les fermenta detrás de los ojos,
y ellos caminan, lloran hasta la madrugada
en que trenes y gallos se despiden dolorosamente.

Les llega a veces un olor a tierra recién nacida,
a mujeres que duermen con la mano en el sexo,
complacidas,
a arroyos de agua tierna y a cocinas.

Los amorosos se ponen a cantar entre labios
una canción no aprendida,
y se van llorando, llorando,
la hermosa vida.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου