Σελίδες

14/4/13

"Το καλοκαίρι όλα τα θαύματα αναδεύει"...





Τα θεατρικά άχθη και πάθη του καλοκαιριού


«Το καλοκαίρι όλα τα θαύματα αναδεύει», γράφει ο ποιητής*. Και πώς αλλιώς παρά για θαύματα μπορούμε να μιλούμε όταν αναφερόμαστε στο αρχαίο δράμα και τον κόσμο που αφενός το περιβάλλει, αφετέρου αυτό το ίδιο εσωκλείει. Βέβαια το καλοκαίρι, τόσο ημερολογιακά, όσο και λόγω καιρού, έχει πλέον εδώ και καιρό παρέλθει, πράγμα που σημαίνει πως ήρθε η ώρα του απολογισμού, ίσως και της «ξεγύμνωσης εγκαυμάτων» όπως αναφέρει ο ποιητής παρακάτω στο ίδιο ποίημα. 

Φέτος, όπως και κάθε καλοκαίρι, το αρχαίο δράμα είχε την τιμητική του στα ανά τη χώρα φεστιβάλ κι όχι μόνο. Γι’ άλλη μια φορά οι θίασοι φορτώνονταν σκηνικά και κοστούμια στον ώμο και γυρνούσαν από πόλη σε κωμόπολη κι αντιστρόφως, συμβάλλοντας στο πολύχρωμο θεατρικό πανηγύρι των θερινών μηνών. Ένα παραπάνω, φέτος υπήρξε πληθώρα κωμωδιών που παραστάθηκαν, γεγονός που αναστάτωσε πάραυτα πολλούς, επαΐοντες του θεάτρου και μη. Εξού και η ανήσυχη διερώτησή τους: Μήπως παράγινε φέτος το κακό; Κι αν ναι, γιατί; Μήπως η ελληνική κοινωνία νοσεί και μέσω της κωμωδίας αποζητά την ίαση; Μήπως οι θίασοι έχουν βρει μια σίγουρη συνταγή επιτυχίας σε καιρούς κρίσης; Μήπως επαναπαυόμαστε στα ήδη γνωστά; Μήπως, μήπως... Το ευχάριστο της υπόθεσης είναι ότι υπάρχει κι ένα δεδομένο, μια αλήθεια κοινώς παραδεκτή, όχι άλλη από τη διαχρονικότητα του Αριστοφάνη, για την οποία μιλούσαν σκηνοθέτες, ραδιοφωνικοί παραγωγοί που προσέφεραν δωρεάν εισιτήρια, έως και απλοί, καθημερινοί άνθρωποι.

Αληθεύει ότι ο Αριστοφάνης μπορεί να καταστεί επίκαιρος (φροντίζουν γι’ αυτό οι εκάστοτε συντελεστές), όπως συνέβη για παράδειγμα επιτυχώς στους Όρνιθες του ΔΗΠΕΘΕΚ, με την εύστοχη και πνευματώδη διασκευή του κειμένου, λιγότερο στις Νεφέλες του Εθνικού, με στοιχεία ασιατικά, την υπερβολή και την έλλειψη πηγαίου χιούμορ. Αληθές, επίσης, πως το κοινό είναι εξοικειωμένο με την κωμωδία και δεν χορταίνει να τη βλέπει∙ εξάλλου, το ίδιο έργο, σε διαφορετική σκηνοθεσία, δε μένει ποτέ το ίδιο. Αν τώρα η κωμωδία μπορεί, όπως και τα πηγαδάκια στις γειτονιές, να παίξει επιπλέον το ρόλο αντικαταθλιπτικού φαρμάκου, τόσο το καλύτερο. Κι αν ακόμη, μέσω των παραστάσεων, μπορεί να εξασφαλιστεί κάποιο μικρό εισόδημα στους θιάσους, πού το κακό; Γιατί λοιπόν να οριστεί αναγκαστικά πλαφόν αριστοφανικών παραστάσεων ανά καλοκαίρι; Ας μείνουν τα πλαφόν και οι στατιστικές στην Τρόικα.

Αφού λοιπόν συμφωνήθηκε η φύση και το πλήθος των παραστάσεων, σειρά παίρνει τώρα ο τόπος διεξαγωγής τους στο κατεξοχήν φεστιβάλ των θερινών φεστιβάλ: η Επίδαυρος. Το ερώτημα μετράει δεκαετίες, από την έναρξη του φεστιβάλ στο χώρο αυτό το 1955, και παραμένει έκτοτε δίχως ξεκάθαρη και τελεσίδικη απάντηση, αντιθέτως προσεγγίζεται κάθε φορά κατά το δοκούν: έχουν όλα τα έργα το δικαίωμα να παρουσιάζονται στην Επίδαυρο; Αν όχι, τότε ποια; Μόνο αρχαίο δράμα ή και σύγχρονα έργα; Και με βάση ποια κριτήρια θα πρέπει να γίνεται η επιλογή; 

Το δίχως άλλο, το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου είναι χώρος μαγικός∙ σωστότερα, ιερός. Αυτό το νιώθει κανείς έντονα την πρώτη, αλλά και κάθε φορά που το επισκέπτεται. Ένα αρχαίο αμφιθέατρο χωρητικότητας χιλιάδων θεατών, χωνεμένο όμως αρμονικά στη φύση, περιζωμένο με πεύκα και για μπαλκόνι κατάφυτους λοφίσκους που απλώνονται ως τα βουνά στο βάθος. Ύστερα, η δύση του ήλιου κατά την αναμονή έναρξης της παράστασης. Η πολυχρωμία του ανήσυχου πλήθους. Δεν είναι όμως μόνο αυτά, τα εμφανή. Πρόκειται κυρίως για ένα φορτίο κρυφό κι απόκρυφο που ιονίζει τον επισκέπτη και του δίνει την αίσθηση πως προσήλθε σε προσκύνημα κι όχι σε θέαμα. Μια αύρα αναδίνεται απ’ την ορχήστρα με μορφές, ήχους κι αρώματα του παρελθόντος. Εις ένδειξη αναγνώρισης της ιερότητας και μοναδικότητας του χώρου, και σεβασμού του, θα ’πρεπε στην Επίδαυρο να παρουσιάζεται αποκλειστικά αρχαίο δράμα. Δεν πρόκειται για προγονολατρεία, συντηρητισμό ή ένα βλέμμα μυωπικό, αλλά για την πεποίθηση πως το ίδιο το αρχαίο αμφιθέατρο είναι το αρχαίο δράμα, συνιστά συστατικό χαρακτηριστικό του κι αναπόσπαστο κομμάτι του. Για τα σύγχρονα έργα προσφέρονται όλες οι υπόλοιπες σκηνές του κόσμου, ακόμα και των μικρότερων αρχαίων θεάτρων στην Ελλάδα. Ας αποδοθεί, ωστόσο, στο συγκεκριμένο θέατρο που βρίσκεται επιπλέον τόσο κοντά στην πρωτεύουσα και τις αναρρίθμητες θεατρικές σκηνές της, το βάρος και ο ρόλος που του αρμόζει. Ας γίνει η μία, παγκόσμια, κατεξοχήν σκηνή αρχαίου δράματος.

Ο τρίτος προβληματισμός δεν αφορά το θέατρο ως συγγραφικό είδος ή ως αναπαράσταση και τόπο, αλλά αναφέρεται σ’ ένα άλλο βασικό στοιχείο του: το κοινό, τους θεατές. Μπορεί μεν να υπάρχει εξοικείωση με την αρχαία κωμωδία, ωστόσο είναι αναπόφευκτη η διαπίστωση πως το κοινό αγνοεί, αδιαφορεί ή έστω αισθάνεται αμήχανα ως προς το ρόλο του στο θέατρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το άκαιρο, άτοπο, ενίοτε έως και ακατάσχετο χειροκρότημα κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. 

Ο μέσος θεατής αγνοεί ή αδιαφορεί για το αν και πότε πρέπει/μπορεί/αρμόζει να χειροκροτήσει, με αποτέλεσμα να παρεμβαίνει κάποτε στην παράσταση, φέρνοντας σε δύσκολη θέση ηθοποιούς και συν-θεατές ή και αλοιώνοντας την ατμόσφαιρα του έργου. Το επιχείρημα ότι στην αρχαία Ελλάδα το θέατρο ήταν «διαδραστικό», με άμεση επευφημία ή αποδοκιμασία, δεν θα βοηθούσε. Όπως ο μέσος σημερινός Έλληνας δεν είναι σε θέση ν’ αφομοιώσει τέτοια ποσότητα και ποιότητα φιλοσοφικού στοχασμού και ρητορείας όπως ο μέσος αρχαίος του πρόγονος (και δεν πρόκειται εδώ για το εμπόδιο της γλώσσας), έτσι θα ήταν αδύνατο να ισχύσουν οι τοτινές συνθήκες στο σημερινό θέατρο. Επιπλέον, και σε άλλους χώρους και χώρες με μακρά παράδοση αναπαράστασης, όπως για παράδειγμα στην κρατική όπερα της Βιέννης, μπορεί ν’ ακουστούν όντως σήμερα αποδοκιμαστικές κραυγές. Ωστόσο, οι ηθοποιοί δε χειροκροτούνται ανεξαιρέτως άμα τη εμφανίσει τους στο σανίδι, οι αναγκαίες παύσεις γίνονται αντιληπτές, κατανοητές και σεβαστές, και δεν διακόπτεται (στη μουσική φαίνεται πιο έντονα) μια άρια στη μέση, όπως συνέβη αντιθέτως επανειλημμένα στα άσματα του Canto General φέτος στο Ηρώδειο, κι ας υπήρχε διευθυντής ορχήστρας. Για το χειροκρότημα δε στο «Μεγάλο μας τσίρκο» που φρόντισε να διπλασσιάσει σχεδόν τη διάρκεια της παράστασης, με τη δήθεν συμφωνία κι ενστερνισμό επαναστατικών και συναφών μυνημάτων και ιδεωδών, ίσως να γίνει λόγος αλλού, αναλυτικότερα. Στόχος σαφώς δεν είναι ούτε η επίπληξη, ούτε η κομπορρημοσύνη, ούτε ένας εκ των άνω διδακτισμός-καθωσπρεπισμός. Αντιθέτως, η ανάγκη συνειδητοποίησης του ρόλου του θεατή και της βαρύτητάς του, μέσα από παιδεία, ουσιαστική εξοικείωση με το θέατρο και, προ πάντων, κριτική σκέψη! 

Ο ποιητής* καταλήγει πως «το καλοκαίρι όλα τα χρέη αποπληρώνει». Αυτή την αίσθηση μοιράζεται εν μέρει η γράφουσα ως προς τα θεατρικά πράγματα με αφορμή τα φετινό καλοκαίρι. Έρχεται χειμώνας!



*Κώστας Κουτσουρέλης, Αέρας Αύγουστος, 29, σύμφωνα με την πρώτη μορφή του, διαθέσιμη στο διαδίκτυο:



Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 14.10.2012


Πρώτη δημοσίευση: Ιστοσελίδα περιοδικού "Φρέαρ", Απρίλιος 2013
http://frear.gr/?p=110 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου