Σελίδες

29/9/13

Ζω τη μικρή μου ανθρώπινη αυταπάτη...












Ορέστης Αλεξάκης

Είσαι νερό

σ' ένα βαθύ πηγάδι
κελάρυσμα κρυμμένο στα καλάμια
στάλα βροχής
σε μια πευκοβελόνα

Σ' αγγίζω κι εξατμίζεσαι
γίνεσαι σύννεφο λευκό και ταξιδεύεις
και με κοιτάς χαμογελώντας απ' τα ύψη σου
και προκαλείς τη δίψα μου
κι υπόσχεσε να βρέξεις
στα ραγισμένα από το λίβα χείλη μου

Είσαι μια υπόγεια φλέβα
που κυλά
σε σκοτεινές σπηλιές
θαμμένες κοίτες
ακρογιαλιές πανάρχαιες
σκεπασμένες
από την άμμο και τη λήθη των αιώνων

Φοβάμαι να σ' ακολουθήσω
με τρομάζει
των ωκεανών η διφορούμενη άπλα
το ανεξιχνίαστο μπλε
των οριζόντων

Κλείνομαι στον μικρό μου βέβαιο τόπο
ζω τη μικρή μου ανθρώπινη αυταπάτη
κολλώ σαν όστρακο στο βράχο μου

σωπαίνω

κι ωστόσο 
δίχως να το νιώθω

ρέω

μια μάζα σκόνης
στο θαμπό βυθό σου


26/9/13

Και σε φοβάμαι μέσα στην αγάπη...

 



















Ορέστης Αλεξάκης

Αναμονή

Ξέρω πως είσαι μέσα μου κι ωστόσο
θαρρώ πως απ' τον έξω κόσμο θα 'ρθεις
Ακούω τα βήματά σου να πλησιάζουν
από τα βάθη του μακρινού διαδρόμου
Άλλοτε λυπημένα με κοιτάς
μέσ' απ' το φως φανταστικής οθόνης
μου δείχνεις ένα πέτρινο πηγάδι
κι ένα παιδί στο φιλιατρό
να κλαίει
Κάποτε σκοτεινιάζεις και γεμίζεις
τον ύπνο μου κεριά και μαύρα ρούχα
και σε φοβάμαι μέσα στην αγάπη
και σε φοβάμαι
μέσα στην ελπίδα
Όμως καμιά φορά
χαμογελάς
με τόση τρυφερότητα        με τόση
παιδική μνήμη που άξαφνα διακρίνω
-κάπου στα βάθη των 
διαλογισμών
κάπου στα μάκρη ενός
χαμένου κόσμου-
πρόσωπα που εξαγνίζονται στο φως
πράγματα που εξαχνίζονται
στη δόξα

Σα να 'χει κάπου ο χρόνος να σταθεί

Σαν να 'χει κάπου κι ο Θεός
πατρίδα

 

23/9/13

Σε ποιους καθρέφτες αλλοιώθηκε η μορφή μου...;

 



















 Ορέστης Αλεξάκης


Νιώθω θρυμματισμένος

ελλιπής

με διαπερνά σαν ρίγος η υποψία
πως κάποτε
πληρέστερος υπήρξα
πλησιέστερος στο ιδανικό μου αρχέτυπο

Σε ποιους καιρούς λοιπόν έχω φθαρεί;
Σε ποιους καθρέφτες αλλοιώθηκε η μορφή μου;
Πώς του εαυτού μου το
κακέκτυπο έγινα;

Βυθίζομαι στη μέσα μου σιγή

Ψάχνω να βρω
το πρώτο πρόσωπό μου
στο μπλάβο φως
που εντός μου ακινητεί

στο σιωπηλό
κι ακύμαντο
βυθό μου 

20/9/13

Υστερικό ανεμογάστρι...





















Αργύρης Χιόνης

Όλο φουσκώνει η ελπίδα μας
Όλο φουσκώνει κι όλο ξεφουσκώνει
Σαν το μπαλόνι η ελπίδα μας 
Σίγουρα στέρφα θα 'ναι ή το σπέρμα
Θα 'ναι ξεθυμασμένο του καιρού μας
Όλο φουσκώνει κι όλο ξεφουσκώνει
Υστερικό ανεμογάστρι αεροφαγία
Σίγουρα θα 'χει η ελπίδα μας


17/9/13

Φυλαχτό...














Φυλαχτό

Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στο λαιμό μου τυλιγμένη,
πάνω της αιωρείται μάτι,
ν' αποδιώχνει θλίψη, απάτη.

— Και ο πόνος; Το γινάτι;



Έλενα Σταγκουράκη

14/9/13

"Ποιος θα φανταζόταν"...



















Gioconda Belli


Από το ημερολόγιο της Αριάδνης (Del diario de Ariadna)

Μ’ έριξαν στης Κρήτης το λαβύρινθο
γνωρίζοντας τον έρωτά μου για το Μινώταυρο
και βρίσκομαι παγιδευμένη σε μια γωνιά
σε μια χαραμάδα όπου εκείνος να με δει δεν το μπορεί.

Τόσο κοντά μου βρίσκεται
που ως και την ανάσα του ακούω.
Δεν ψάχνει να με βρει, γνωρίζοντάς με δέσμια
του προσεχτικού του γρίφου που εξύφανε για να με πιάσει.
Τον γνωρίζω και συνάμα δεν τον κατανοώ,
τον αγαπώ και ταυτοχρόνως τον απεχθάνομαι:
άγρυπνη τις νύχτες με κρατά η θύελλα των ήχων του.

Βλέπω το φως στην είσοδο·
αχ να μπορούσα να βγω,
να σου έδειχνα, Θησέα, το τρωτό σημείο,
μα τρέμω, προσμένω
– εδώ σ’ αυτό το σπήλαιο του χρόνου,
αόρατη και διάφανη,
υπολογίζοντας υποψιασμένη
πώς να τον γλιτώσω απ’ τα χέρια σου, Θησέα –
να με φωνάξεις: Αριάδνη! Αριάδνη!
για να σου παραδώσω τον μίτο τον λαμπρό
που μ’ αυτόν για πάντα θα τον βγάλεις
από τούτον τον λαβύρινθο της ζωής μου.



***


Ο προορισμός ετούτων των ποιημάτων (Del qué hacer con estos poemas)

Σκέφτομαι, τα ποιήματά μου να συγκεντρώσω,
στοιχισμένα στη σειρά σαν μια γραμμή τυφώνες
και σε βιβλίο να τα εκδώσω, ωραίο και ασύγκριτο, για χάρη σου.
Ένα βιβλίο όπου οι δυο μας θα ’μαστε ευτυχείς
ή ατίθασοι σαν δυο συνδιαλεγόμενα γατιά,
ένα βιβλίο που στου χρόνου σου το χρόνο θα αιωρείται
και που στα εγγόνια σου εσύ θα επιδεικνύεις
λέγοντάς τους
με το καμάρι λατρεμένου αρσενικού:


«Για κοιτάξτε πόσο μ’ αγάπησε ετούτη η γυναίκα.»



***


Εγώ που σ’ αγαπώ (Yo, la que te quiere)

Εγώ είμαι η αδάμαστη γαζέλα σου,
ο κεραυνός που σχίζει το φως στο στήθος σου
Εγώ είμαι ο άνεμος ο ανήμερος στο βουνό
και η κάψα η πυκνωμένη της φωτιάς του πεύκου.
Εγώ τις νύχτες σου θερμαίνω,
ανάβοντας ηφαίστεια στα δυο μου χέρια,
μουσκεύοντας τα μάτια σου με τον καπνό των κρατήρων μου.
Εγώ ήρθα σε σένα ντυμένη την βροχή και την μνήμη,
γελώντας το γέλιο το αναλοίωτο των χρόνων.
Εγώ ο δρόμος ο ανεξερεύνητος,
το φως που διαλύει τα σκοτάδια.
Εγώ αστέρια αποθέτω ανάμεσα στη σάρκα τη δική σου και δική μου
και σε διατρέχω ολόκληρο,
δρομάκι το δρομάκι,
με την αγάπη μου ανυπόδητη,
και το φόβο μου ανένδυτο.
Εγώ είμαι ένα όνομα που τραγουδά και το ερωτεύεσαι
από την άλλη την πλευρά του φεγγαριού,
είμαι η προέκταση του χαμόγελου και του κορμιού σου όλου.
Εγώ είμαι κάτι που αυξάνει,
κάτι που γελάει και κλαίει.
Εγώ,
που σ’ αγαπώ.




***


Μια καθημερινότητα διακριτική (Discreta cotidianidad)


Α! ποιος θα φανταζόταν βλέποντάς μας σήμερα
καθώς καταπιανόμαστε με τούτα και με κείνα
καθώς κουμπώνεις το πουκάμισο εμπρός απ’ τον καθρέφτη
κι εγώ στρώνω το κρεβάτι
χώνοντας την άκρη του σεντονιού κάτω απ’ το στρώμα
πως πάνω του χθες τη νύχτα κυλιόμασταν γυμνοί
δίχως ίχνος της ευπρέπειας που μ’ αυτήν μας βλέπει
ο κόσμος.
Ποιος θα ’λεγε πως αναμαλλιαζόμαστε πάνω στο μαξιλάρι
πως στενάζουμε και τυλιγόμαστε σαν φίδια
με δόντια λερωμένα απ’ το μήλο του Δέντρου της Ζωής.

Μιλάς για όσα έχεις να κάνεις,
για τις υποχρεώσεις σου που σε καλούν στην πόλη.
Εγώ σηκώνω το ρούχο και τελειώνω με το ντύσιμο.
Το κρεβάτι ήδη στρωμένο. Το κάλυμμα στη θέση του. Τα μαξιλάρια.

Οι κουρτίνες τραβηγμένες, ο ήλιος.
Μυστική κρατούμε τη λαγνεία μας
όπως άλλωστε όλοι.
Κι εγώ, μια ακόμη από εκείνες που σήμερα θα γράψουν στα γραφεία τους,
θα φροντίσουν τα παιδιά τους ή θα παραδώσουν μάθημα,
διερωτώμενες αν είναι ακόμη αυτές οι ίδιες
που με τον ερχομό της νύχτας
παραδόθηκαν στην παραφορά.




***


Τα πάντα χάριν της αγάπης (Todo sea por el amor)

Πράγματα τόσα έχω κάνει για χάρη σου
που πρέπει ειδικά να προσέξω
μην και η ιστόρησή τους στ’ αφτιά σου ως παράπονο ηχήσει·
γιατί τα πάντα έχουν γίνει από αγάπη —
και αυτές ακόμη οι αστραπές και οι κυκλώνες που ελευθέρωσα
απ’ της Πανδώρας το κουτί
που ο ίδιος μια μέρα μου έβαλες στα χέρια,
ναι, αληθεύει πως πόνεσαν πολύ,
πως πολλές φορές τη σάρκα μου την ξέσκισαν απ’ τη ρίζα
και μένα μ’ έβαλαν να ψάχνω την καρδιά μου
με το φόβο μην δεν ακούσω το στρατιώτη βηματισμό της,
τα πάντα απόφαση δική μου και νηφάλια,
δική μου απώλεια κι απόλαυση δική μου,
και μέσα τους μ’ αντίκρισα πιότερο ακόμη γυναίκα
ικανή γι’ αναρριχήσεις κι ακροβασίες,
μ’ επιμονή όνου πεισμωμένου,
και που μ’ αυτά πορεύτηκα σε μονοπάτια άγνωστα,
συνεπαρμένη απ’ την οσμή την εγγύτατη της ευτυχίας,
ψάχνοντάς σε πίσω από χειρονομίες, πόρτες κλειστές
κι απ’ τον τρόπο που άφηνες τα ρούχα σου
κι όταν σε βρήκα
διάπλατα σου ανοίχτηκα
σαν κλουβί γεμάτο αηδόνια
γνωρίζοντας επίσης πώς είναι
ένα άστρο να έχεις εκτυφλωτικό στα σωθικά σου.

Λοιπόν, με παράπονα να σφάλλω δεν θέλω—
υπεύθυνη με κρίνω για τον ήλιο και τη σκιά,
όμως, αχ αγάπη μου, πόσο με πονά
που -όντας εγώ στον ουρανό σου
σαν αστέρι περιπλανώμενο,
άσπλαχνα αναρτημένο στο σύμπαν σου-,
τη λάμψη μου δεν ανακάλυψες,
ούτε με κατοίκησες
το φως μου κατακτώντας,
παρά τόλμησες μονάχα
να με ψηλαφήσεις —
σαν τον τυφλό
μες στα σκοτάδια.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Poeticanet" (http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1366726779&archive&start_from&ucat=331&show_cat=331) 

11/9/13

Το σουρωτήρι...

 
 
 
 
 
 
 
 
Αριάδνη Μινωτή
Το σουρωτήρι

Υπόσταση πώς έχω πια,
πώς έτσι ακόμη ανασαίνω,
που τόσα με σκίζουν καρφιά!
Δεν ζήτησα οίκτο, ούτε αίνο.

Ακέραιο και αν δείχνει κορμί
εμπρός μου ο κρύος καθρέφτης,
σε μένα ορατοί οι αρμοί
απόνερων· άσπρος ασβέστης

τα σπλάχνα μου έκαψε –αχ!–,
πια διάτρητη, σαν σουρωτήρι.
Χριστέ μου, εσύ, ή Αλλάχ,
όχι, άλλο μην πιω απ’ το ποτήρι!

 

9/9/13

Σμαράγδα Καρύδη: Το ξέρει και μόνη της...!



Σμαράγδα Καρύδη: "Τις κριτικές ούτε τις διαβάζω, ούτε με ενδιαφέρουν. Το αν είσαι καλός ή όχι το ξέρεις και μόνος σου."

(Και) Αυτό, για όσους διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την απουσία διαλόγου και κριτικής στο θέατρο... Ας μην γελιόμαστε: αυτοί που πρώτα και κύρια θα έπρεπε πραγματικά να επιζητούν την κριτική, αρέσκονται στο μονόλογο - περισσότερο δε ακόμη, την καταβρίσκουν με τον εαυτό τους! Γιατί άραγε..;

Ε.Σ.

8/9/13

Προϋποθέσεις...


















Gioconda Belli

Οι κανόνες του παιχνιδιού για τους άντρες που θα θέλαν' ν' αγαπούν γυναίκες... Γυναίκες

I
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
θα ξέρει να διατρέχει του δέρματός μου τις πτυχώσεις,
το βάθος να συναντά των ματιών μου
και αυτό που μέσα μου φωλιάζει να γνωρίζει:
το διάφανο χελιδόνι της στοργής.

II
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
να με κατέχει δεν θα θέλει σαν πραμάτεια,
ούτε σαν τρόπαιο να μ’ εκθέτει κυνηγιού,
θα ξέρει να ’ναι στο πλευρό μου
με την ίδια αγάπη
που εγώ θα βρίσκομαι στο πλάι του.

III
Η αγάπη του άντρα που θα μ’ αγαπά
θα ’ναι δυνατή σαν τον κορμό ερυθρίνας,
προστατευτική και στέρεη σαν εκείνην,
και καθάρια σαν Δεκέμβριου πρωί.

IV
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
δεν θ’ αμφιβάλλει για το χαμόγελό μου
ούτε απ’ τον όγκο θα τρομάζει των μαλλιών μου,
θα σέβεται τη λύπη και σιωπή μου
και με χάδια θα μ’ αγγίζει στην κοιλιά σαν μια κιθάρα,
μουσική να ξεπηδάει και χαρά
από τα βάθη μέσα του κορμιού μου.

V
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
σε μένα θα βρίσκει
την αιώρα ν’ αποθέτει
τον βαρύ σωρό των ανησυχιών του,
τη φίλη που μαζί της θα μοιράζεται τα μυστικά τα πιο κρυφά του,
τη λίμνη όπου θα επιπλέει
δίχως το φόβο μήπως η άγκυρα του συμβιβασμού
την πτήση τού απαγορεύσει σαν θελήσει να γίνει πουλί.

VI
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
ποίηση θα κάνει τη ζωή του,
φτιάχνοντας την κάθε μέρα
με το βλέμμα του στραμμένο στο μέλλον.

VII
Μα πάνω απ’ όλα τούτα,
ο άντρας που θα μ’ αγαπά
την Πόλη πρέπει ν’ αγαπά,
όχι ως ιδέα αφηρημένη
βγαλμένη απ’ το μανίκι,
μα σαν κάτι συγκεκριμένο και απτό,
που ενώπιόν του θ’ αποδίδει έμπρακτα τιμές
και θα προσφέρει τη ζωή του αν χρειαστεί.

VIII
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
το πρόσωπό μου θ’ αναγνωρίζει μες στο ανάχωμα,
θα μ’ αγαπά γονατιστός στη γη
καθώς μαζί οι δυο θα βάλλουμε
κατά του εχθρού.

IX
Η αγάπη του δικού μου άντρα
θα αγνοεί το φόβο του δοσίματος,
ούτε θα τρέμει μην βρεθεί μες στη μαγία του έρωτα
σε μια πλατεία κατάμεστη απ’ τα πλήθη.
Θα μπορεί να φωνάζει «σ’ αγαπώ»
ή ψηλά στα κτίρια να το γράφει
υπερασπίζοντας το δικαίωμά του να νιώθει
το πιο όμορφο κι ανθρώπινο απ’ τα αισθήματα.

X
Η αγάπη του δικού μου άντρα
δεν θα του ξεγλιστρά στις κατσαρόλες
ή στις πάνες του μωρού,
θα ’ναι αεράκι δροσερό
διαπερνώντας σύννεφα ονείρων και περασμένων ημερών,
αδυναμίες που, αιώνες τώρα, μας κρατούσαν χωρισμένους
σαν όντα άλλου αναστήματος το καθένα.

XI
Η αγάπη του δικού μου άντρα
δεν θα μου κολλάει ετικέτες και ταμπέλες,
αέρα θα μου αφήνει ελεύθερο και χώρο,
τροφή ν’ αναπτυχθώ και καλύτερη να γίνω,
σαν μια Επανάσταση
που την κάθε μέρα κάνει
αρχή για μια νέα νίκη.




Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Poeticanet" (http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1366726779&archive&start_from&ucat=331&show_cat=331


"Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι"...

Φωτογραφία: Έλενα Σταγκουράκη


«Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι» Μια συνομιλία του Ορέστη Αλεξάκη με την Έλενα Σταγκουράκη

Ε.Σ.: Κύριε Αλεξάκη, στη «Λάμψη» μας αυτοσυστήνεστε: «Ορέστης», λέτε, «μα στη λέξη» να μη σταθούμε. Αντιθέτως, να δούμε «τη νύχτα του χιονιού» και «του αγριμιού το μάταιο κλάμα». Η ποίησή σας, λοιπόν, νύχτα χιονισμένη και μάταιο κλάμα; 
Ο.Α.: Έτσι φαίνεται. Το εξομολογείται η ίδια. Κι απ’ όσο ξέρω, είναι ειλικρινής. Αλλά εδώ θα πρέπει ίσως να γίνει μια διευκρίνιση. Η ποίηση περιγράφει την εσωτερική μας πραγματικότητα. Που δεν συμπίπτει ωστόσο πάντοτε με την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, με την πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής. Γιατί αυτή, η δεύτερη, δέχεται επιρροές και παρεμβάσεις που αλλοιώνουν συχνά την πρωταρχική της εικόνα. Παρεμβάσεις από διάφορους παράγοντες, κυρίως  από την ίδια την «κοινωνικότητά» της, που καταναγκάζει συχνά τον άνθρωπο σε ποικίλες «προσαρμογές» –διάβαζε συμβιβασμούς– αλλά και εκπτώσεις κάποτε. Η ποίηση, συνειδητά ή ασυνείδητα, αυτήν την εσωτερική πραγματικότητα προσπαθεί να προσεγγίσει και να διασώσει, διατρυπώντας επιχωματώσεις που έχει μοιραία δεχθεί η «κατά συνθήκην» ζωή μας.


Ε.Σ: Κάπου γράφετε: «Ανακαλύπτω στο βυθό των ματιών μου ίχνη ξένων βλεμμάτων.» Ποια είναι τα βλέμματα που ανακαλύπτετε σήμερα στα μάτια σας, αυτά που σας έδειξαν το δρόμο κι αποτέλεσαν πρότυπα για σας, ως ποιητή κι ως άνθρωπο;  Ο.Α.: Αυτά τα ξένα βλέμματα που ανακαλύπτω στο βυθό των ματιών μου, δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ποίηση και τις διάφορες επιρροές που έχω δεχτεί. Έχουν να κάνουν με ολόκληρη τη ζωή μου, με ολόκληρη την ύπαρξή μου. Και μολονότι νιώθω, πολλές φορές με εντυπωσιακή ενάργεια, την παρουσία τους, όμως αγνοώ την ταυτότητα και προέλευσή τους. Ξέρω ότι ο εαυτός μου δεν είμαι μόνον εγώ. Αλλά ποιοι άλλοι είναι, δεν ξέρω.


Ε.Σ. Η ποίησή σας, μια ποίηση ουμανιστική, διακατέχεται από βαθύ στοχασμό, διάθεση μελαγχολική (άλλοτε ρέμβης κι άλλοτε δυσθυμίας), και δυνατό όμως σαρκασμό σε στίχους όπως «τόσο τυφλός που βλέπω την αλήθεια», «τόσο πιστός που απόμεινα μονάχος.» Πρόκειται γι’ αντικατοπτρισμό στοιχείων του χαρακτήρα του ποιητή, καταστάλαγμα της πείρας κι εμπειρίας του ή και για τα δυο αυτά μαζί;  Ο.Α.: Ό, τι κατασταλάζει μέσα μας σαν πείρα ζωής μεταλλάσσεται κατά κάποιο τρόπο σε στοιχείο του χαρακτήρα μας. Πρόκειται για τα «επίκτητα» λεγόμενα στοιχεία τα οποία προσλαμβάνονται και προστίθενται στην προσωπικότητά μας, κατά τη διαδρομή μας στο χρόνο. Αν και πιο αδύνατα από τα «εκ γενετής» λεγόμενα, επηρεάζουν τη ζωή μας όσο κι εκείνα. Σχετικά τώρα με τη σάτιρα, είναι κι αυτή ένας τρόπος έκφρασης, αλλά και θέασης των πραγμάτων, μια μέθοδος αγώνα, αμυντικού, αλλά και επιθετικού χαρακτήρα, προκειμένου να αντιμετωπίσει κανείς τις ποικίλες έξωθεν «προσβολές».
 
Ε.Σ.: Συχνές οι αναφορές σας στο παιδί, είτε ως ιδανική στιγμή αθωότητας κι ευαισθησίας είτε ως απλό αντίποδα του θανάτου. Για ποιο λόγο το πράττετε αυτό και με ποιο σκοπό; Συμμερίζεστε την άποψη πως μέσα μας υπάρχει πάντοτε ένα παιδί ή θεωρείτε πως αναπόφευκτα κάποια στιγμή της ζωής μας το παιδί αυτό χάνεται ή το σκοτώνουμε ακόμη κι εμείς οι ίδιοι; 
Ο.Α.: Έχω τη γνώμη ότι κάθε άνθρωπος κουβαλάει μέσα του το παιδί που κάποτε υπήρξε. Κι αυτό το παιδί, κάποιες στιγμές, διεκδικεί συμμετοχή στην τρέχουσα ζωή μας. Αξιώνει να έχει λόγο –τις περισσότερες φορές μάλιστα, επικριτικό. Παρά ταύτα, αξίζει τη συμπάθεια και την κατανόησή μας. Δεν έχει φταίξει σε τίποτα για τις όποιες  έκτοτε... δυσμενείς τυχόν εξελίξεις.


Ε.Σ.: Στη συνέχεια θα ήθελα να επικεντρωθούμε στη λέξη «λησμονήθηκα», μια λέξη που επανέρχεται συχνά στην ποίησή σας. Μοιάζει όμως να μη αφήνεστε καθόλου στην παθητικότητα που η λέξη υπονοεί. Αντιθέτως, είναι σαν να πρόκειται για συνειδητή ενέργεια, κατόπιν επιλογής, έως και ρεμβαστική απόλαυσή της εκ των υστέρων.  Ο.Α.:  Όταν λέω «λησμονήθηκα», εννοώ κυρίως την ασυνείδητη καταβύθιση στο τέλμα των αυτονοήτων. Την παροδική έστω απώλεια της συναίσθησης του θαύματος που αποκαλούμε ζωή. Την απομάκρυνση από το κορυφαίο αίνιγμα του υπάρχειν... Στο ποίημά μου «Αφύπνιση», από τη συλλογή «Η λάμψη», ποίημα που πιθανολογώ ότι αποτελεί την αφορμή του ερωτήματός σας, επισημαίνω μάλλον αυτό που ο τίτλος του ποιήματος δηλώνει. Τη στιγμή της αφύπνισης. Τη στιγμή που ο άνθρωπος, ο παρασυρμένος από την τύρβη και την πολυπραγμοσύνη της καθημερινότητας, επιστρέφει και πάλι στα επίπεδα της συνειδητότητας. Αντιλαμβάνεται δηλαδή την ύπαρξή του, μέσα στην απεραντοσύνη του χωρόχρονου. Εδώ θα πρέπει να επισημάνω ότι ο άνθρωπος, από την ίδια τη φύση του ίσως, «νυστάζει», έχει δηλαδή τη ροπή προς την ύπνωση, την σμίκρυνση μ' άλλα λόγια της συνειδητότητάς του, μέσα στα όρια των απαιτήσεων και αναγκών της πρακτικής ζωής. Για να εξασφαλίζομε συνεχή πληρότητα συνείδησης, όπως αξίζει στα τελειότερα όντα του πλανήτη, χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση.


Ε.Σ.: Κάπου γράφετε: «Πόση μουσική ουρανών/ μέσα σε πάμθηνα πράγματα.» Τα πάντα εν σοφία εποίησεν, λοιπόν;  Ο.Α.: Δεν διακατέχομαι από την αλαζονεία να βαθμολογώ τη ζωή και το σύμπαν! Όμως, ναι. Πολλές φορές σταμάτησα έκθαμβος μπροστά από ασήμαντα εκ πρώτης όψεως πράγματα, ανακαλύπτοντας ένα ασύλληπτο βάθος ή μιαν απροσδόκητη ομορφιά. Σας θυμίζω σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα το θαυμάσιο «Άγραφον» του Σικελιανού.


Ε.Σ.: Έχω την εντύπωση, ακολουθώντας χρονολογικά την ποιητική σας πορεία, πως η ρίμα ήρθε με τον καιρό. Πρόκειται για εσωτερική ανάγκη ή ενσυνείδητη επιλογή;  Ο.Α.: Η ποιήτρια Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου, που μου έκανε την τιμή να ασχοληθεί συστηματικά με την δουλειά μου και συνέγραψε σχετικά το μελέτημα «Συρραπτική του προσώπου κ.τ.λ.», που κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις των Φίλων», ισχυρίζεται ότι η μουσικότητα που διακρίνει την ποίησή μου και όχι μόνον την αυστηρώς έμμετρη, δεν είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, αλλά εκδήλωση ιδιοσυστασίας. Λέει χαρακτηριστικά ότι κουβαλώ την μουσική μέσα στο αίμα μου, γεγονός που η ίδια το αποδίδει στην επτανησιακή μου καταγωγή. Οφείλω να ομολογήσω ότι συμφωνώ μαζί της. Στα μαθητικά μου χρόνια, έγραφα έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματα, στη γνωστή ατμόσφαιρα του νεοσυμβολισμού (Άγρας, Λαπαθιώτης  κ.τ.λ.). Δύο από τα ποιήματα αυτά δημοσίευσα –εις μνήμην– στην επιλεκτική έκδοση «Υπήρξε», ενώ στον συγκεντρωτικό τόμο «Ποίηση», το μότο της συλλογής «Η Περσεφόνη των γυρισμών», καθώς κι εκείνο της ενότητας «Ο μεταμφιεσμένος χρόνος» έχουν επίσης την ίδια προέλευση. Μετά την καθολική επικράτηση όμως της λεγόμενης νεώτροπης ή νεωτερικής ποίησης, αποφάσισα κι εγώ –ανέκδοτος ακόμη τότε νεοσσός– να προσαρμοσθώ στα νέα ρεύματα των καιρών. Προσπάθησα πολύ, κουράστηκα πολύ, κατόρθωσα λίγα. Ήμουν αγκυλωμένος στους ρυθμούς, από τους οποίους ποτέ δεν απαγκιστρώθηκα εντελώς. Τώρα, σχετικά με τα έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματά μου, των συλλογών «Αγαθά παιγνίδια» και «Μου γνέφουν», δίνω την εξήγηση της δημιουργίας τους στις «Σημειώσεις» του τόμου «Ποίηση». Σύμφωνα με τα εκεί γραφόμενα, τα ποιήματα αυτά δεν είναι προϊόντα σχεδιασμού, αλλά αποτελέσματα ενός «αιφνίδιου ξεσπάσματος» που μου επιβλήθηκε έσωθεν, χωρίς καμιά συγκεκριμένη αφορμή. Και αυτή είναι η αλήθεια.


Ε.Σ.: Αλλού γράφετε: «Σ’ αυτό το μετερίζι ξαγρυπνώ/ σ’ αυτή την έσχατη σκοπιά/ … των επιγείων τη μοίρα κατοπτεύω.» Ξάγρυπνος παρατηρητής, λοιπόν, της ζωής και του ρου της. Η παρατήρηση αυτή αφήνει τον Αλεξάκη αισιόδοξο ή απαισιόδοξο;  Ο.Α.: Ούτε αισιόδοξο ούτε απαισιόδοξο. Απλά, έναν απορημένον παρατηρητή. Τίποτα άλλο.


Ε.Σ.: Στίχος σας, εν έτει 1982: «Το κουκούτσι της ψυχής λησμονημένο.» Θα ’λεγε, όμως, κανείς πως μοιάζει πολύ περισσότερο με κριτική της σημερινής ή έστω μιας πολύ πρόσφατης, ελληνικής κι όχι μόνο, κοινωνίας.  Ο.Α.: Όχι. Δεν έχει στοιχεία κοινωνικότητας το ποίημα. Στην προσωπική περιπέτεια του καθενός μας αναφέρεται. Στην πολυθρύλητη χαμένη αγνότητά μας. Στο κουκούτσι της ψυχής που λησμονήθηκε, κάτω από την επικάλυψη τόσων συμβιβασμών και τόσων υποχωρήσεων.


Ε.Σ.: Στη θέση της τελευταίας ερώτησης, ζητώ απ’ τον συνομιλητή μου να μιλήσει απευθείας στο κοινό του. Ένα μήνυμα στον αναγνώστη σας, παρακαλώ.  Ο.Α.: Ούτε αγγελιοφόρος είμαι, ούτε διδάχος. Ένας απλός άνθρωπος μόνο, που προσπαθεί κι αυτός να αρθρώσει τον ταπεινό του λόγο, «γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά», για να θυμηθούμε το Σεφέρη. Αν όμως κάτι θα ’πρεπε να πω, έτσι... για να διασωθεί η παράδοση, θα ’λεγα: «Ευλογημένος, όποιος μπορεί να ανακαλύπτει την ομορφιά. Ακόμη και στα πιο ασήμαντα πράγματα. Η αισθητική πρόσληψη της ζωής είναι η μόνη ελπίδα να διασώσουμε την «δωρημένη άνωθεν» πνευματικότητά μας ή αυτό που ο Σικελιανός θα ονόμαζε «πρώτο μας Εαυτό».




Αθήνα, Οκτώβριος 2012

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 7 (χειμώνας 2012 - άνοιξη 2013)

5/9/13

Σειρήνα...















Αριάδνη Μινωτή


Μακρύς ο συριγμός
-επίπονα οξύς-
και βέβαιος ο πνιγμός:
αχός ονείρωξης.



"Κοινός λόγος"...



"Κοινός λόγος", σκην. Θεοδωρόπουλου, Θέατρο Νέου Κόσμου
**********************
Αριστούργημα! Η μοναδική Κονιόρδου και η συγκλονιστική στο μονόλογο της μάνας με τους δυο γιους, Κατσανδρή, οδηγούν το θεατή απ' το χέρι σε αυθεντικές αφηγήσεις για τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ξενιτιά, (όπως αυτές καταγράφηκαν από την Έλλη Παπαδημητρίου) που αποδεικνύουν γι' άλλη μια φορά πώς η ιστορία και τα ανθρώπινα πάθη ξεπερνούν κάποτε κάθε μυθοπλασία κι εφιαλτικό ποίημα του ανθρώπινου νου. Δεν έμεινε μάτι στο θέατρο χωρίς να δακρύσει, σε μια όμως παράσταση έντεχνα ισορροπημένη, όπου τη λύπη διαθεχόταν η χαρά, με τα επιτυχώς σκηνοθετημένα εύθυμα χορικά από παραδοσιακά τραγούδια της Μικράς Ασίας.

Η γυναικεία φωνή, για τα πάθη της γυναίκας. Και τι μπορεί να πει κανείς για τις Μικρασιάτισσες, που ήρθαν στην Ελλάδα για να λέγονται "παστρικιές" (πράγμα που δεν ακούστηκε στην παράσταση, γνωρίζουμε ωστόσο από αφηγήσεις), έχοντας χάσει πατέρα, σύζυγο, γιους, και πολλές φορές, όλους μαζί... 

Η φωνή της Κονιόρδου γάργαρο νερό, απίθανη η τσαχπινιά της, αλλά και σπαραξικάρδιος ο θρήνος της. Εξαίσια και η Κατσανδρή, μια Ηθοποιός που δεν τυγχάνει, θεωρούμε, ακόμη της αναγνώρισης που της αξίζει. Το Θέατρο του Νέου Κόσμου ανήκει στις λίγες σκηνές που εμμένουν σταθερά σε ποιοτικές παραγωγές.

Έλενα Σταγκουράκη


3/9/13

Θεοδώρα Τζήμου



Ουκ εν τω πολλώ...

Προγράμματα παραστάσεων έχουμε ξεφυλλίσει πολλά, και αρκετά είναι τα βιογραφικά σημειώματα που έχουμε διαβάσει στο τέλος τους. Ε, απόψε μας περίμενε μια έκπληξη: Για πρώτη φορά συναντήσαμε βιογραφικό σημείωμα μικρότερο της μιας σειράς! "Αποφοίτησε από το Εθνικό Θέατρο. Έχει συνεργαστεί σε πολλές θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες." Η περιγραφή αυτή ανήκει στην πολλά υποσχόμενη (καθώς περιμένουμε πολλά απ' αυτήν) Θεοδώρα Τζήμου. Πρώτη φορά βλέπουμε ηθοποιό να τονίζει την ουσία. Όχι το τι έχει κάνει, όχι με ποιους έχει συνεργαστεί ή ποιοι ήταν οι δάσκαλοί της, αλλά το πώς. Αυτό το βιογραφικό της μιας γραμμής, δεν είναι παρά μια πρόσκληση στο κοινό, να την παρακολουθήσει και να πει το ίδιο ποια είναι η Θεοδώρα Τζήμου... Η Τζήμου, δεν χωράει αμφιβολία, είναι μαγκάκι! Ευχόμαστε ολόψυχα ν' αποδειχτεί συν τω χρόνω ότι είναι και φαίνεται μαγκάκι, και μάλιστα όχι χάριν αυτού του "τίτλου" και μόνο. Προσωπικά, αισιοδοξούμε!


Έλενα Σταγκουράκη

Αισχύλου "Αγαμέμνων"...




Αισχύλου "Αγαμέμνων" από το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης

*************
 
Πολύ προσεγμένη και πλούσια η σκηνοθετική προσέγγιση της Κοντούρη, ωστόσο, η ηχηρή παραφωνία κάποτε της υπερβολής, και το συχνά "εξυπνακίστικο" εξού και υπονομευτικό ειρωνικό "υφάκι" την δυναμίτιζε, χωρίς να της επιτρέπει να φτάσει στο ύψος στο οποίο διαφορετικά θα έφτανε. Το κείμενο της μετάφρασης συχνά προσαρμοζόταν σ' αυτό, με άτοπες λέξεις και φράσεις του στυλ "ζορίστηκε". Παρά ταύτα, τα υπέροχα κοστούμια και σκηνικά του Γιώργου Πάτσα, αυτή η πολυμορφική σκακιέρα που απ' το λευκό και το μαύρο παράγει το κόκκινο (κι ό,τι αυτά σημαίνουν), μαζί με τον ενεργή χορό και κάποιους απ' τους ηθοποιούς, παρασύρουν το κοινό. 
 
Αυτοί οι ηθοποιοί είναι ο Θέμης Πάνου (ως κήρυκας/αγγελιαφόρος), του οποίου το "σόλο" ήταν κορυφαία στιγμή της παράστασης, ο Χατζησάββας (ως Αγαμέμνων) που πραγματικά συνιστά τη χαρά του θεατρόφιλου κοινού, με φωνή, έκφραση και κίνηση να πιάνουν απ' τα απειροελάχιστα, τσαχπίνικα ντιμινουέντο ως τα πιο βαριά, δωρικά κρεσέντο, και η πολλά υποσχόμενη Θεοδώρα Τζήμου (again!) (ως Κασσάνδρα), αν και θα μπορούσε να κάνει ακόμη περισσότερα, αν της το επέτρεπε η σκηνοθεσία. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Κλυταιμνήστρας, είδαμε την Καραμπέτη που ξέρουμε, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, με αυτήν την αδιόρατη πάντα μεμβράνη να τη χωρίζει απ' το κοινό. Γέλιο και σπαραγμός δίχως βίωμα. Εξαιρετική η μουσική και το κλαρινέτο του Χρήστου Καλκάνη.


Έλενα Σταγκουράκη

 

2/9/13

Del amor y otros demonios...




Fidel Gamboa

Ποιητικό ρομάτζο (στο 8,45' του βίντεο παραπάνω) 

Κρυφά σ’ αγαπάω,
τι άλλο να κάνω·
πονώντας γι’ αγάπη,
το στήθος στενάζει.

 
Να βρίσκω γαλήνη
με μια χαρά μόνο:
Κρυφά σ’ αγαπάω,
τι άλλο να κάνω.

Σαν μου φέρνει ο αέρας
δική σου ευωδία,
δεν βρίσκω πια λέξεις,
πεθαίνω αργή βία.

Και όταν κοιμάσαι
και σαν είσαι ξύπνια
κι ας ξέρω, δεν πρέπει,
σε αγαπώ ίδια.

Να ζήσω, δεν ζω πια·
ποια όνειρα, γκρίζο!
λυγίζει η ψυχή μου,
σαν δεν σ’ αντικρίσω.

Στα χείλη μου πάντα
θα καίει σαν τραύμα:
Κρυφά σ’ αγαπάω
τι άλλο να κάνω.




Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


*Λεπτομέρειες για τους απαιτητικούς: Romance: "Μετρικό σχήμα ισπανικής προέλευσης που συνίσταται στην επανάληψη συγκεκριμένης παρήχησης στο τέλος του 2ου και 4ου στίχου κάθε στροφής και στην παντελή έλλειψη οποιουδήποτε είδους ρίμας στον 1ο και 3ο στίχο." (Ορισμός από το λεξικό της Ισπανικής Ακαδημίας.) Ο κανόνας αυτός εδώ -στο πρωτότυπο- τηρείται αυστηρά μόνο στην 3η, 4η και 5η στροφή, στις υπόλοιπες "εμπλουτίζεται". Όλοι ανεξαιρέτως οι στίχοι, εξασύλλαβοι.

*****************

 
ROMANCE 


Te amo en silencio
no tiene remedio
penando de amores
suspira mi pecho


Guardar el sosiego
con un solo gozo
Te amo en silencio
no tiene remedio

Cuando tu perfume
me lo trae el viento
no hallo palabras
y me muero lento

Te amo dormida
te amo despierta
aunque sea prohibido
aunque no lo sepas

Que vivir no vivo
que soñar no sueño
se me quiebra el alma
cuando no te veo

Por siempre en mis labios
arderá el secreto
te amo en silencio
no tiene remedio.