Σελίδες

12/4/14

Δεκαήμερο...



Ο άνθρωπος στο μικροσκόπιο μιας «Επίγειας Κωμωδίας»* 

της Έλενας Σταγκουράκη


Δεκαήμερο
του Βοκκάκιου
σκην.–διασκευή Νίκος Καραθάνος
Εθνικό Θέατρο
Απρίλιος 2014 


«Οι νεαρές γυναίκες οφείλουν να ευχαριστήσουν τον Έρωτα, που με ελευθέρωσε από τα δεσμά μου και μου επιτρέπει να επιδοθώ ολοκληρωτικά στο να τις διασκεδάσω». Δηλώνοντας ταυτόχρονα το στοχευόμενο κοινό, το σκοπό του έργου και το μέσο επίτευξής του, οι δυο αυτές αράδες του συγγραφέα συνιστούν και τον πυρήνα της παράστασης στο Εθνικό, μιας παράστασης πιστής, αν όχι στο γράμμα, σίγουρα στο πνεύμα του Βοκκάκιου.


Το Δεκαήμερο συνιστά έργο καινοτόμο από πολλές σκοπιές. Όντας πρόδρομος του σύγχρονου μυθιστορήματος και γραμμένο μεταξύ 1349 και 1351 σε τοπικό ιδίωμα, φροντίζει για την απενοχοποίηση της γυναίκας και του ανθρώπινου σώματος, κι αυτό μέσα στο σκοτεινό Μεσαίωνα. Το έργο αποτελείται από εκατό επιμέρους ιστορίες, τις οποίες αφηγούνται δέκα νέοι που αποσύρονται για δύο εβδομάδες στην εξοχή λόγω της μαινόμενης πανούκλας. Οι αφηγήσεις τους, ωστόσο, ακολουθούν συγκεκριμένο μοτίβο ανά ημέρα και εντάσσονται σε συγκεκριμένο γενικότερο πλαίσιο. Οι μέρες αφήγησης είναι δέκα, καθώς οι Παρασκευές και τα Σάββατα συνιστούν ημέρες προσευχής, εξού και ο τίτλος. Η γλώσσα του Δεκαημέρου είναι το τοπικό ιδίωμα της Τοσκάνης, σε μια εποχή μάλιστα όπου τα κείμενα γράφονταν στα λατινικά, γεγονός που έκανε πολλούς να υποτιμήσουν το έργο με την πρόφαση της ταπεινής του γλώσσας. Αυτός όμως δεν ήταν ο μόνος λόγος. Η θεματολογία του μερίμνησε, ώστε ο συγγραφέας να υποστεί «έναν οχετό που βρομολογάει, και τόσες σκληρές δαγκωματιές, τόσα βέλη ακονισμένα, που είμαι καταξεσκισμένος, καταχτυπημένος, πληγωμένος καίρια». Και αυτό, γιατί κύριο θέμα του είναι ο Έρωτας, με την έννοια δε της σεξουαλικής ικανοποίησης και της εκπλήρωσης των πιο τολμηρών ανθρώπινων παθών, σε πλήρη αντίθεση με την εξιδανίκευση που απασχολούσε την αριστοκρατία εκείνης της εποχής, και αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς σήμερα. Για την ακρίβεια, οι ιστορίες του περιγράφουν τον έρωτα μεταξύ εραστών, τον εξωσυζυγικό έρωτα, τις περιπτώσεις ανδρών που ξελογιάζουν γυναίκες, τις περιπτώσεις γυναικών που ξελογιάζουν άνδρες, τις περιπτώσεις κληρικών που αποπλανούν γυναίκες, αλλά και περιπτώσεις μοιχείας και πορνείας. Ενώ ο Βοκκάκιος είχε δεχθεί τα πυρά των συγκαιρινών του και είχε απολογηθεί δημόσια για το «Δεκαήμερο», δεν σταμάτησε ποτέ να το επεξεργάζεται. Γιατί άλλωστε, αφού ο στόχος του ήταν πολύπλευρος και πολύ βαθύτερος.


Όλος περηφάνεια δεχόταν αυτά τα βέλη λόγω της «αφοσίωσής του στην υπόθεση» των γυναικών, γυναικών που παρουσιάζονται εντυπωσιακά χειραφετημένες για τα δεδομένα του 14ου αιώνα. Γυναίκες που υπερτερούν τόσο σε αριθμό στην παρέα που αφηγείται (7 νέες και 3 νέοι), όσο και στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα των ιστοριών. Εκεί, οι γυναίκες είναι ελεύθερες να αποδεχτούν τη φύση τους, τους πόθους τους, το δικαίωμά τους στην ηδονή και αποτινάσσουν τις αλυσίδες της οικογένειας και της θρησκείας, οι οποίες τις φορτώνουν με αμαρτίες κι ενοχές. Ο Βοκκάκιος φτάνει μάλιστα στο άλλο άκρο, περιγράφοντας την εξάντληση των ανδρών από τις γυναίκες! Ακόμη, ας μην ξεχνούμε πως απευθύνεται στις κλεισμένες στο σπίτι γυναίκες, με στόχο να τις τέρψει με πικάντικες ιστορίες και να τις βοηθήσει να μην γίνονται αφελή θύματα.


Η παράσταση του 2014 στο Εθνικό, σε σκηνοθεσία-διασκευή του Νίκου Καραθάνου, εξόχως επιτυχυμένη, κατορθώνει ό,τι και το έργο, δηλαδή να συνδιαλαγεί με τρόπο οξυδερκή και ειρωνικό με το χώρο, το χρόνο, τη θρησκεία, τις έννοιες της αμαρτίας, της ενοχής και της ενοχικότητας, της θρησκευτικότητας και της θρησκοληψίας, με το ανθρώπινο σώμα και την ανθρώπινη φύση που εξ ορισμού δεν γνωρίζει τίποτε το αφύσικο. Σπάνια περίπτωση όπου το γυμνό επί σκηνής δικαιώνεται, δοσμένο όπως πρέπει, με τρόπο σαφώς καλλιτεχνικό και σοβαρό. Άλλοτε υποβλητικές και άλλοτε σπαρακτικές σκηνές, όπως με τη Σαλώμη στον αποκεφαλισμό του Ιωάννη, το μακάβριο χορό (danse macabre) και το παιχνίδι των σκιών στην ιστορία του ιππότη Φεντερίκο και της Ντόννα, συνυπάρχουν με άλλες, λιγότερο δυνατές, ωστόσο το γενικότερο σύνολο δεν υπονομεύεται. Το ίδιο ισχύει και με τις δύο δομικές ενστάσεις μας: Ναι μεν πρόκειται για διασκευή, αλλά, δεδομένου ότι φέρει τον ίδιο τίτλο, θα θέλαμε να ακολουθεί τη βασική συνθήκη, και οι αφηγήσεις-σπόνδυλοι να ενσωματώνονται στο σκελετό των δέκα ημερών (σκελετός που παρακάμπτεται) και των δέκα (αντί των δώδεκα) προσώπων. Η δεύτερη ένσταση αφορά ένα λειτουργικά πρόωρο φινάλε, καθώς το οργανικό φινάλε των δύο τελευταίων σκηνών αποφορτίζει την ένταση και θα έπρεπε να ενταχθεί στον κύριο κορμό αφήγησης. Ανάγκη μικρής δομικής αναδιοργάνωσης του φινάλε. Παρά ταύτα, πρόκειται για μια σκηνοθεσία με άποψη, απευθυνόμενη σε ένα κοινό μυημένο και διαβασμένο.



Στα παραπάνω συμβάλλει και η δραματουργική επιμέλεια της Λένας Κιτσοπούλου, καθώς τα κείμενα συνιστούν συρραφή της μετάφρασης του Κοσμά Πολίτη, κειμένων της ίδιας και αυτοσχεδιασμών των ηθοποιών. Έξοχη η σκηνή όπου ένας άντρας καλείται να εξυμνήσει τη μητρότητα, καθώς και η ιδέα του πόνου της γέννας όχι ως φυσικού πόνου, αλλά ως πόνου του αποχωρισμού μάνας-παιδιού, ιδέα που διευρύνεται εν τέλει για να καλύψει κάθε (απο)χωρισμό, πράγμα που δηλώνει η φράση «δεν υπάρχει μωρό». Η Κιτσοπούλου, και ας θέλει να δώσει –εξωκειμενικά πάντα– μια εντύπωση ροκ, προκαλώντας, στα κείμενά της αποκαλύπτεται ως υμνήτρια της αγάπης (όχι του έρωτα!). Πάντα ψάχνει και βρίσκει την ευκαιρία να την εξυμνήσει, με λόγια μάλιστα άκρως λυρικά και δραματικά, όπως συνέβη και στην Γκόλφω, όπου συμπλήρωσε το μονόλογο με στίχους –έμμετρους– εφάμιλλους (αν όχι και καλύτερους) του πρωτοτύπου. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν.


Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Παπαγεωργακοπούλου, έξοχα μέσα στη λιτότητα και την υποβλητικότητά τους, φροντίζουν για μια σκηνική σύλληψη και διαμόρφωση κατανυκτική, εσωστρεφή, σχεδόν μοναστηριακή που αγκαλιάζει ζεστά ηθοποιούς και θεατές, βοηθώντας τους να αποδώσουν και να δεχτούν αντίστοιχα το έργο. Η μουσική των Τριανταφύλλου και Τίγκα εξαιρετική, όπως και το γενικότερο ηχητικό υπόστρωμα της παράστασης, με τη συμμετοχή και άλλων ηθοποιών. Ανάλογοι και οι φωτισμοί του Παυλόπουλου.


Όσο για τους ηθοποιούς, κατάφεραν αυτό που σπανίως συμβαίνει, δηλαδή να δρουν ως ενιαίο σύνολο, μια δεμένη ομάδα. Επιπλέον, οι αυτοσχεδιασμοί τους ήταν πηγαίοι και δεν πρόδιδαν αυτοσχεδιασμό. Ξεχωρίσαμε την επιβλητική και σκοτεινή Εύη Σαουλίδου ως άλλη Σαλώμη, το Γιάννη Κότσιφα στον μητρικό μονόλογο, τη Λυδία Φωτοπούλου ως Ντόννα (τι υπέροχη κίνηση των χεριών!), τον Άγγελο Παπαδημητρίου που φαινόταν στο στοιχείο του και τη Μαρία Διακοπαναγιώτου στην ιστορία με τον μοναχό Ρούστικο.


«Ποια βιβλία, ποια λόγια, ποια γραφτά είναι αγιότερα, εντιμότερα, σεβαστότερα από τις Ιερές Γραφές;» αναρωτιέται ο φαινομενικά αντίχριστος Βοκκάκιος και συνεχίζει: «Και όμως, μια λαθεμένη ερμηνεία τους παρέσυρε στον όλεθρο τους αιρεσιάρχες και τους οπαδούς τους. (…) Το ίδιο συμβαίνει και με τα διηγήματά μου. Δεν εμποδίζουν κανέναν να αντλήσει κακές συμβουλές και κακά παραδείγματα, στρεβλώνοντας το περιεχόμενό τους. Ούτε εναντιώνονται σε όποιον θέλει να βρει όφελος. (…) Όσες ρέπουν να λένε ‘πατερημά’ και να φτιάχνουν λουκάνικα και τούρτες για τον ξομολογητή τους, καλύτερα να μην αγγίξουν τα διηγήματά μου, που, άλλωστε, δεν κυνηγούν κανέναν για να τα διαβάσει. Παρόλο που οι καημένες οι θρήσκες μας, λένε και κάνουν καμιά φορά πολύ χειρότερα απ’ όσα περιέχει το βιβλίο μου!» Το αυτό ισχύει και για την παράσταση στο Εθνικό. Εμείς, πάντως, είδαμε κάτι σπάνιο.



Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 03.04.2014



*Χαρακτηρισμός που απέδωσε στο «Δεκαήμερο» ο Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις, κατ’ αντιπαραβολή με τη Θεία Κωμωδία του Δάντη.
** Τα αποσπάσματα του έργου, σε μετάφραση Κοσμά Πολίτη.



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=4892)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου