Σελίδες

25/3/19

Η Ανθούλα Δανιήλ για "το χρώμα της σκιάς"...

Γκέρριτ Μπέκκερ, Το χρώμα της σκιάς, εκδόσεις Περισπωμένη, 2016

GERRIT BEKKER: ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ


Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Του Α. για τις εκλεκτικές συγγένειες

Ο Γκέρριτ Μπέκκερ (Gerrit Bekker, *1943) είναι Έλληνας από τη μητέρα του και Γερμανός από τον πατέρα του. Γεννήθηκε στο Αμβούργο το 1943, «τότε που οι Εγγλέζοι έκαναν από αέρος τις τρομακτικές επιθέσεις», ο ουρανός ήταν «μαύρος από τα βομβαρδιστικά… και η πόλη φλεγόταν σαν πύρινη λαίλαπα». Έζησε στην Ελλάδα τα εφηβικά του χρόνια, επέστρεψε και ζει στη Γερμανία. Είναι λογοτέχνης και ζωγράφος. Έχει τιμηθεί για την ποίηση και την πεζογραφία του το 1983 με το βραβείο Χέμπελ και για το παρόν βιβλίο με τον τίτλο Το χρώμα της σκιάς (Farbe der Schatten) το 1993 με το βραβείο Μάρα Κάσσενς. Ο τίτλος είναι φανερό ότι παραπέμπει στη ζωγραφική, η οποία εν πολλοίς είναι και το θέμα του βιβλίου, στο οποίο οι δύο αυτές καλλιτεχνικές ενασχολήσεις συναντώνται και εξελίσσονται παράλληλα.

Από την αρχαιότητα, άλλωστε, θεωρούνται η μία συμπληρωματική της άλλης· η ποίηση ως ζωγραφική φθεγγομένη και η ζωγραφική ως ποίηση σιωπώσα (κατά τον Σιμωνίδη), ut pictura poesis στο Ars Poetica κατά τον Οράτιο (και τον Γιάννη Ρηγόπουλο που με αυτό το θέμα και με τον τίτλο Κείμενο και εικόνα έχει ήδη δύο βιβλία και ένα ακόμα Ut pictura poesis).

Το βιβλίο του Γκέρριτ Μπέκκερ είναι μια παραλλαγή βιογραφίας. Το οδοιπορικό μιας πορείας προς την επίτευξη του στόχου, γραμμένο με έντονες τις εντυπώσεις από έναν πατέρα που στρατιώτης κατακτητής βρέθηκε στην Ελλάδα και μια μητέρα που ερωτεύτηκε τον κατακτητή και έφυγε μαζί του στη Γερμανία, αφήνοντας πίσω την Ελευσίνα, το χωριό της, που στα αρχαία χρόνια ήταν πόλη ιερή, και τον μεγάλο ποιητή Αισχύλο. Απροσδιόνυσος ο πατέρας, θλιμμένη πάντα η μητέρα. Δεν είναι λίγο το βάρος που σηκώνει στη συνείδησή της.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρακολουθούμε την πρώτη παιδική ηλικία του συγγραφέα. Η βομβαρδισμένη Γερμανία είναι η μεγάλη ηττημένη του Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου. Η φρίκη που προκάλεσαν οι Γερμανοί στις χώρες που κατέλαβαν είναι τώρα ζωντανή  μπροστά τους: τη βλέπουν στα σπίτια τους που είναι ερείπια, καμένα, στα μπαλκόνια που στέκονται στον αέρα, στις καμινάδες που μοιάζουν με κίονες.

Ο πατέρας κουβαλάει την αλαζονεία της αρίας φυλής του και την ήττα της.  Είναι σκληρός και αυστηρός με τον μικρό του γιο, αν και τον περισσότερο καιρό λείπει. Αλλά, όλοι οι άντρες λείπουν γιατί είναι νεκροί ή αιχμάλωτοι ή αγνοούμενοι και όσους ζουν τους γνωρίζουν από το όνομα της γυναίκας με την οποία συζούν. Η μητέρα του Γκέρριτ κάθεται πάντα μπροστά σε μια ραπτομηχανή, δίπλα στο παράθυρο και κοιτάζει τον γκρίζο ουρανό. Μαζί τους και η θεία Φρίντα, πάντα πλάι στο μικρό που άρχισε τις πρώτες απόπειρες ζωγραφικής, με θέμα σκηνές της γειτονιάς· τις παιδικές παρέες, το παιχνίδι στα χαλάσματα, τους τραυματισμούς, τους σκοτωμούς και τη φρίκη:

«Η φωτιά μας κατέτρεχε, άνεμος θυελλώδης που βογκούσε μέσα από τα τείχη και δοκάρια σωριάζονταν και τινάζονταν, αλλά κι απ’ το λιώσιμο της πέτρας και τον κοχλασμό της λιωμένης πίσσας στους δρόμους. Οι κραυγές των ανθρώπων… το ουρλιαχτό των σειρήνων,  το σκούξιμο των σκύλων στο δρόμο… Το Μπίλμπρουκ και το Ρότενμνπουργκσορτ, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ούτε παράθυρα, ούτε σπίτια, ούτε άνθρωποι, ούτε δέντρα, ούτε πύργοι, οι εκκλησίες στάχτη. Τα πλοία στον Έλβα ανατιναγμένα, όλα τους κενά κουφάρια, γερανοί και αποβάθρες τσακισμένα, και οι γέφυρες βυθισμένες κομμάτια».

Κάποιος φώναξε τον Γκέρριτ «μπάσταρδο», κάποια άλλη φορά «Ρώσο», γιατί οι Ρώσοι είναι οι μεγάλοι εχθροί. Είναι η ώρα που οι άμαχοι Γερμανοί πληρώνουν για το Ράιχ τη συμφορά που έχουν προκαλέσει στους άλλους τους «κατώτερους» λαούς, όπως ήταν για τον πατέρα του Γκέρριτ οι Έλληνες που τους περιέγραφε με μελανά χρώματα: «με ρούχα ατημέλητα», «παπούτσια με τα τακούνια φαγωμένα και τα χέρια  λιγδιασμένα», κοντοπόδαρους, τεμπέληδες και απρόθυμους, χωρίς τάξη. Δεν του άρεσε το τοπίο, δεν του άρεσε ο ήλιος. Η μητέρα του όμως μιλούσε για τον γαλανό ουρανό, το νερό, τα ψάρια, τα άγρια βουνά και για τον Αισχύλο που ήταν από το χωριό της. Η αυστηρότητα του πατέρα βρίσκει το ανάλογό της στον μοχθηρό και εκδικητικό δάσκαλο, που χτυπάει με μανία τα παιδιά με την πλατιά σανίδα σαν να χτυπάει τους εχθρούς. Εχθρική και η γειτονιά. Στους βομβαρδισμούς η μητέρα δεν μπορεί να μπει στο καταφύγιο γιατί δεν είναι Γερμανίδα. Δεν μπορεί πουθενά να σταθεί για να προστατευτεί. Η κατάσταση σκοτεινή και ρευστή. Η ζωή αβέβαιη, το μέλλον σκοτεινό.

Ο θείος Άρτουρ θα χαρίσει στον μικρό ένα κουτί νερομπογιές, ένα πινέλο κι ένα μπλοκ. «Αυτό είναι το μέλλον του παιδιού» σχολίασε. Και το παιδί βλέπει και καταγράφει : «και παίρνω σκοτάδι για να διώξω το φως και απλώνω νερό στο σκοτάδι για να φωτίσει και πιάνω το σφουγγάρι και σβήνω, κοιτάζω όμως τι έκανα και η σκιά απομένει σαν ίχνος». Η γνωριμία του Γκέρριτ με τον κύριο Σμιτ είναι μια εμπειρία καλλιτεχνική πολλών επιπέδων. Ποιητική, μουσική, φιλοσοφική. Ο Σμιτ του μίλησε για τον ον, για την αρμονία, για την παύση, για το περιβάλλον: «όλα έχουν τον περιβάλλοντα χώρο τους… όλα περιβάλλονται από κάτι». Για το χρώμα: «Να δημιουργείς κάτι με χρώμα σημαίνει να το επιβάλλεις στο φόντο». Για τη σκιά: «Ό,τι υπάρχει ορθώνει το ανάστημά του, το περίγραμμά του. Αυτό δεν είναι ούτε γκρίζο ούτε μαύρο, αλλά έχει τον δικό του τόνο. Είναι το χρώμα της σκιάς». Οι επισκέψεις στον Σμιτ είναι ένα αληθινό σχολείο για τη ζωγραφική αλλά και για τη ζωή.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου το παιδί με τη μητέρα έρχονται στην Ελλάδα που προσπαθεί να αναστηλωθεί. Στο σταθμό του τρένου τους παραλαμβάνει ο θείος Μήτσος μαζί με τον θείο Βασίλη που οδηγούσε μια μεγάλη σεβρολέτ και έμοιαζε με τσιγγάνο. Η μητέρα τού έδειξε σ’ ένα «ύψωμα, τα  απομεινάρια ενός ναού σαν να αιωρούνταν πάνω από την πόλη. Μετά ο κόλπος του Σκαραμαγκά… στη θάλασσα, εκεί στο βάθος, είχε γίνει μια φοβερή ναυμαχία, μπροστά στο νησί της Σαλαμίνας». Φτάνουν στο πατρικό σπίτι, Η γιαγιά σηκώθηκε και φίλησε τη χωρίστρα των μαλλιών του. Ο παππούς τον κράτησε σφιχτά πάνω του κάμποση ώρα. Η νεαρή Ειρήνη, θεία αλλά και συνομήλική του, φτιάχνει ψαρόσουπα. Στα μάτια του αγοριού όλα φαντάζουν εξωτικά και περίεργα. Δεν θα δυσκολευτεί όμως να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και θα ανακαλύψει τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά που βλέπει και σ’ αυτά που  του έλεγε ο πατέρας του. Η αντίθεση ανάμεσα στο ελληνικό φως και το μουντό γερμανικό θα είναι η πρόκληση για μια έξοδο από τη σκιά των προηγούμενων ετών της ζωής του στη φωτεινή Ελευσίνα.

Η καθημερινή ζωή στην αρχαία αυτή πόλη, που θυμίζει χωριό παρότι βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, θα δώσει υλικό στον νεαρό ζωγράφο. Τα ήθη, τα έθιμα, τα οικογενειακά και φιλικά τραπέζια, η θυσία του αρνιού το Πάσχα, η βόλτα με τον θείο-ταξιτζή στην Αθήνα, η επίσκεψη στο πορνείο, το τριήμερο σε ένα μοναστήρι ψάχνοντας τον αγιογράφο μοναχό, είναι μια πολύ σημαντική εμπειρία για τη ζωγραφική αλλά και τη γενική του συγκρότηση. Η Ειρήνη του μαθαίνει Ελληνικά, του μιλάει για τον Επίκουρο και τον Ηρόδοτο, και είναι πάντα δίπλα του. Θα ερωτευθούν αλλά θα αναγκαστούν να χωρίσουν. Εντωμεταξύ έχει καλλιεργήσει τα εκφραστικά του μέσα. Αφηγείται με άνεση και λογοτεχνική χάρη. Οι περιγραφές του έχουν τρυφερότητα, οι ερωτικές στιγμές με την Ειρήνη έχουν συγκλονιστική αλήθεια και ομορφιά. Η όλη αλλαγή του αντανακλάται στις ζωγραφιές του: «Πήρα λουλακί και μια σταλιά “μπλε της Πρωσίας” κι έσυρα τη γραμμή που χωρίζει τη θάλασσα από τον ουρανό».

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου επιστρέφει μόνος στη Γερμανία. Η μητέρα δεν θα ξαναπάει στη μουντή χώρα, θα εγκαταλείψει τον γερμανό σύζυγο. Η σκέψη του νεαρού γιου της όμως είναι ήδη γονιμοποιημένη από την Ελευσίνα, την ελληνική του ρίζα, τις οικογενειακές σχέσεις, το φως και τη θάλασσα. Και όλα αυτά θα τα ζωγραφίσει λουσμένα στο φως, μια «λευκή σκιά» απλωμένη πάνω στον βασανισμένο και σημαδεμένο από την ιστορία τόπο. Η επιστροφή στο Αμβούργο δεν του δίνει χαρά. Ο πατέρας επιμένει πως πρέπει να σοβαρευτεί αλλά εκείνος αρνείται να συνεχίσει το σχολείο· θέλει να εργαστεί, να ασχοληθεί με την ζωγραφική, να ακολουθήσει την καλλιτεχνική του φύση, αποδεχόμενος τον μοναχικό του δρόμο, με οποιοδήποτε κόστος.

Η σκιά δεν είναι απλώς σκοτεινή, μαύρη ή γκρίζα, αλλά μια χροιά του περιβάλλοντος τόνου που θα την έλεγε κανείς βιολετιά. Το χρώμα της σκιάς θα μπορούσε να είναι μια φανταστική αυτοβιογραφία. Βιογραφία ενός παιδιού που λαχταράει να γίνει ζωγράφος, και το βιβλίο είναι η σκιά του. Και ίσως είναι και μια από τις σπάνιες περιπτώσεις καλλιτέχνη που μπήκε στο χώρο της ζωγραφικής από τη λογοτεχνία, και με τέτοια επιτυχία, αφού και οι δύο καλλιτεχνικές φύσεις ισορροπούν αρμονικά, όπως και οι δύο πατρίδες, τα δύο περιβάλλοντα. Στη ζυγαριά των προτιμήσεων του Γκέρριτ, όλα τα συναισθήματα στέκονται ισοβαρώς. Ρεαλιστικά αποδίδει τις σκηνές φρίκης, αλλά χωρίς έμφαση και κραυγαλέο μελό, ονειρικά τα τοπία, σαν ζωγραφιά την πικραμένη, λιτή σαν Παναγία σιωπηλή μητέρα του.

Η γοητευτική αφήγηση και η καλή μετάφραση κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος.


Gerrit Bekker Το χρώμα της σκιάς  
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη, Επίμετρο: Άρνουλφ Κόνραντι
Εκδόσεις Περισπωμένη, 2016
σελ. 304
ISBN 978-618-5212-12-4


Πρώτη δημοσίευση: "Αποικία", Περιοδικό Λόγου και Τέχνης: 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου