Σελίδες

31/5/10

¿Cuándo me amarás?




Ελένα Ταμάργο

Σαν πότε θα μ’ αγαπήσεις;
 
Αν όχι τώρα, πότε θα μ’ αγαπήσεις;
Αν όχι τώρα, που η μνήμη μου μαραίνεται απ’ τα βαλς
αν όχι τώρα, που ένας άντρας γεννιέται και για να υποφέρει
πάλι και πάλι γεννιέται στους αιώνες.
Αν όχι τώρα, πότε θα μ’ αγαπήσεις;
Αν όχι τώρα, που αρώματα σκορπάς
από κρανία φθαρμένα,
αν όχι τώρα που στο δωμάτιο αυτό όπου μόνη βρίσκομαι
με απληστία αναθυμούμαι περισσή
όλα όσα έζησα στη ζωή και στο θάνατο,
από τη σάρκα ως τη νίκη.
Αν όχι τώρα που προχωρώ προς την έρημο
προς τον πυρετό και τα παραμύθια τα περσικά
προς την ακτή της θάλασσας, της θάλασσας, της θάλασσας.
Αν όχι τώρα, που το όνομά μου στα πόδια μου έπεσε
και τους άντρες ρωτά για τον κύριό του,
αν όχι τώρα, πότε θα μ’ αγαπήσεις;
Τώρα, που ήδη ξέρω κι από χιόνι, κι από θύελλες
κι από χαλάζι, κι από βροχή
κι απ’ το λουλούδι του κήπου σου.
Αχ, θεία πρόνοια είναι, κάτι καλό συμβαίνει και δεν το βλέπεις.
Δε θα προσποιηθώ την ξέγνοιαστη, ζω με κάρβουνα πυρακτωμένα
που με κατακαίνε, που τρεμουλιάζουν. Αυτά ως προς εμένα.
Ως προς εσένα
που η θάλασσα σε αντικρίζει σιωπηλό και τα χείλη σου δαγκώνει
η μοίρα, τώρα είναι η ώρα για κραυγές μοναχικές.
Πότε θα μ’ αγαπήσεις;
Αν αυτό το φόρεμα το θνητό που για ‘σένα φόρεσα
δεν πέσει στα πόδια μας ωσάν πουλί νεκρό,
αν όλο αυτό το ασύγκριτο -το λακκάκι στο λαιμό σου,
τα μαλλιά σου, οι μπότες σου-  σωστά δεν κατονομάστηκε,
μετά από επίκληση στην τόλμη και τη γλώσσα
για λέξεις κρύες,
αν δεν τυλίξεις σφιχτά στη σάρκα σου το ύφασμα αυτό το περίτεχνο –
πότε θα μ’ αγαπήσεις;


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

*********************** 
¿Cuando me amarás?
Si no es ahora, ¿cuándo me amarás?
Si no es ahora que mi memoria se agota de los valses
si no es ahora que un hombre nace y por sufrir
sigue naciendo durante siglos.
Si no es ahora ¿cuándo me amarás?
Si no es ahora que traes un perfume
de cráneos agotados
si no es ahora que en este cuarto en que estoy solitaria
rememoro con pródiga avaricia
todo cuanto he vivido y cuanto he muerto
desde la carne a la victoria.
Si no es ahora que avanzo hacia el desierto
por la fiebre, por las fábulas persas
por la costa del mar, del mar, del mar
Si no es ahora que está mi nombre caído al pie de mí
y pregunta a los hombres por su dueño
si no es ahora, ¿cuándo me amarás?
Ahora que ya conozco la nieve, la ventisca
el granizo, la lluvia
la flor de tu jardín.
Oh, ser providencial, pasa algún bien y no lo ves.
No he de fingir serenidad, vivo con brasas
que calcinen, que templen, eso es en cuanto a mí.
En cuanto a ti
que el mar te mire silencioso, muerde tus labios
el destino es ahora dar voces solitarias.
¿Cuándo me amarás?
Si este mortal vestido que me he puesto por ti
no cae a nuestros pies como un pájaro muerto
si aquello incomparable, el cuenco de tu cuello
tu melena, tus botas, no estuvo bien nombrado
después de haber pedido al valor y al lenguaje
los vocablos del frío
si no arrugas febril contra tu carne esa tela perpleja
¿cuándo me amarás?


Αναδημοσίευση από το περιοδικό Poeticanet, Τεύχος 12 (www.poeticanet.gr)

27/5/10

Στοιχίζει η μοναδικότητα


 
Ηρώ Νικοπούλου

Στοιχίζει η μοναδικότητα

Μαλλιά καστανά απ' τους ήλιους καμένα
ξυπόλυτη παίζεις μοναχοκόρη
στης μάνας σου την γέρικη
καρκινική αγκαλιά

Γλυκό κορίτσι αργότερα
στεφανωμένο σφιχτές πλεξούδες
περίμενες μέσα σε ριχτά
της εποχής φορέματα

Όμως -βράδυ να ήταν ή ξημέρωμα;-
άλλα σου αναγγείλανε
σάστισε η σκέψη σου βουβή
κι έκτοτε με χαμόγελο κοιτούσες
μισό τη ζωή που σου ετάχθη

Ο γάμος κι ύστερα ο κατατρεγμός
δεν καταλάβαινες
κι ο Γιος
που άρχισε γοργά να μεγαλώνει
Έπειτα για λίγο όλα έμοιασαν εντάξει
μα πού να 'ξερες

Φυλακισμένη πως θά 'σουνα
μες στους αιώνες σε τέμπλα
σε χιλιοφίλητα γυαλιά
πάλι και πάλι να πονάς διστάζοντας
και να πολυδακρύζεις
-δεν είχε τέτοιες διευκρινίσεις ο αγγελιοφόρος
(κούριερ τους λέμε σήμερα, που φέρνουν συστημένα)

Αλλιώς σου τά 'πε τότε όλα καλά χαρμόσυνα
"ευλογημένη εσύ μόνη απ' όλες τις γυναίκες..."
κι εκεί ξεχάστηκες
κάτι σου τράβηξε την προσοχή
αυτό το "εσύ μόνη" ίσως
δεν άκουσες το παρακάτω
θα θρηνείς αδάκρυτη μες στους αιώνες
το θάνατό Του.
 

Blaue Stunde


 

Gottfried Benn

Blaue Stunde


Ich trete in die dunkelblaue Stunde -
da ist der Flur, die Kette schließt sich zu
und nun im Raum ein Rot auf einem Munde
und eine Schale später Rosen - du!

Wir wissen beide, jene Worte,
die jeder oft zu anderen sprach und trug,
sind zwischen uns wie nichts und fehl am Orte:
Dies ist das Ganze und der letzte Zug.

Das Schweigende ist so weit vorgeschritten
und füllt den Raum und denkt sich selber zu
die Stunde - nichts gehofft und nichts gelitten -
mit ihrer Schale später Rosen - du.


Dein Haupt verfließt, ist weiß und will sich hüten,
indessen sammelt sich auf deinem Mund
die ganze Lust, der Purpur und die Blüten
aus deinem angeströmten Ahnengrund.

Du bist so weiß, man denkt, du wirst zerfallen
vor lauter Schnee, vor lauter Blütenlos,
todweiße Rosen Glied für Glied - Korallen
nur auf den Lippen, schwer und wundergroß.

Du bist so weich, du gibst von etwas Kunde,
von einem Glück aus Sinken und Gefahr
in einer blauen, dunkelblauen Stunde
und wenn sie ging, weiß keiner, ob sie war.
 
3

Ich frage dich, du bist doch eines andern,
was trägst du mir die späten Rosen zu?
Du sagst, die Träume gehn, die Stunden wandern,
was ist das alles: er und ich und du?

"Was sich erhebt, das will auch wieder enden,
was sich erlebt - wer weiß denn das genau,
die Kette schließt, man schweigt in diesen Wänden
und dort die Weite, hoch und dunkelblau."

25/5/10

Προσωπικό


 
Μιχάλης Γκανάς

Προσωπικό

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ' αγάπησα και σ' αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα 'μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ' αρχίζαμε
απ' το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

Επειδή είναι δύσκολο ν' αγαπάς
και δυσκολότερο ν' αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να 'ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δε μπορώ
να γίνω κάτι απ' όλα αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

Γυάλινα Γιάννενα, 1989

21/5/10

Ο Φραπέ κι ο Καπουτσίνο...



Παυλίνα Παμπούδη

Η καφέ ιστορία

Στην οδό Αναγνωστοπούλου,
η Κική Καφετζοπούλου
με το γέρο της τον θείο
άνοιξαν καφεκοπτείο.

Είχαν άφθονους πελάτες
(είχαν και πεντέξι γάτες)
κι ένα σκύλο καφετί,
που τον είχαν πώς και τι.

Κάποια μέρα, η Κική
ήταν λίγο νευρική.
κι είπε να τα παρατήσει
και να πάει να περπατήσει.

Έκλεισε το μαγαζί,
πήρε το κλειδί μαζί
και το σκύλο τον καφέ
(που τον έλεγαν Φραπέ).

Η Κικίτσα προχωρούσε
κι ο Φραπέ χοροπηδούσε
η Κικη έκανε ‘ουφ!’
κι ο Φραπέ έκανε ‘μουφ!’ 

Κάπου στο Πολυτεχνείο,
μπήκαν σ’ ένα καφενείο.
Η Κική ήπιε καφέ
και νεράκι ο Φραπέ.

Ο ωραίος καφετζής
ήτανε χωρατατζής
ήταν συμπαθητικός
και λεγότανε Κοκός.

Είχε μία θειά καλή
είχε, επίσης, και σκυλί.
Καφέ ήτανε κι εκείνο
και το λέγαν Καπουτσίνο.

Οι δυο σκύλοι μυριστήκαν
παίξανε και δαγκωθήκαν
κι η Κική και ο Κοκός
γνωριστήκαν τελικώς.

Γνωριστήκανε, χαρήκαν
και πολύ αγαπηθήκαν!
Και παντρεύτηκε η Κική
τον Κοκό μια Κυριακή…

Κι είχαν πια θεία και θείο,
είχαν και καφεκοπτείο
καφενείο είχαν φίνο
με Φραπέ και Καπουτσίνο! 

Ιστορίες για γέλια και για χρώματα,  1994

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο "Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό".

17/5/10

Mar de mi patio


 Elena Tamargo

Θάλασσα της αυλής μου 

Κι αν εσύ φτάσεις, θάλασσα,
σαν το σώμα μου χώμα γίνει οργωμένο
και στα μάτια μου βρέχει;
Φύκια κι αλάτι ζεστασιάς  ¯
τα νύχια σου δε μεγαλώνουν;
Κατά πρόσωπο θα σε κοιτάξω,
δέσμια εγκαυμάτων τα βλέφαρα να σηκώνεις
αφήνοντας τα μάτια σου να δουν τα αδιάφορα.
Πώς ήσουν σαν εγώ σε επέλεξα.
Θεά αναδυόμενη, θεές να εκτοπίζεις ¯
θα στυλώσεις το βλέμμα σαν με δεις;
Έλα κοντά μου, μην αργείς,
μη χάσω τις δυνάμεις μου.
Μόνη μου είμαι χορεύοντας και τη χλωρίδα μου
χιλιάδες πόδια πατούν απελπισμένα.
Βγάλε με απ’ αυτή τη δίνη
πάρε μακριά αυτό το άκομψο πουλί που το λευκό μου συνοδεύει
αυτήν την πυξίδα που μαντεύει ανατολή.
Λίγο σαν αργήσεις, η μορφή μου θα διαλύσει
το σώμα αυτό που υπέροχα χορεύει.
¯ Πες μου, ποια είναι η ώρα που δε φτάνεις,
τους δρόμους αρωματίζοντας με τα ψάρια σου τα φρέσκα; ¯
Θάλασσα της αυλής μου, βασανισμένη θάλασσα
αυτό που με πονά
είναι που οι μέρες μου
όλο και πιο πολύ γίνονται
χώμα.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

*********************** 

Mar de mi patio

Y si llegaras mar
cuando mi cuerpo fuera tierra arada
y lloviera en mis ojos?
Alga y sal de prusia calentura
¿no te crecen las uñas?
Te veré frente a frente
presa en tus quemaduras, levantando las cejas
dejando ver los ojos con esa indiferencia.
Cómo tú eras cuando yo te elegí.
Diosa naciendo y destronando diosas
si tú al verme fijaras la mirada.
Ven hacia mí, no tardes
puedo perder las fuerzas.
Estoy sola bailando y en mi musgo
me pisan miles de pies desesperados.
Sácame este mareo
este jilguero tosco que custodia mi blanco
esta brújula adivinando el este.
Si te demoras se deshace mi estatua
este cuerpo que danza maravillosamente.
–¿Qué hora es que no llegas
perfumando las calles con tus pescados frescos?–
Mar de mi patio, mar atormentado
lo que me duele
es que mis días
se vuelvan más y más de tierra.



Αναδημοσίευση από το Poeticanet Τεύχος 12 (www.poeticanet.com)

12/5/10

Από τον "Φάουστ" του Γκαίτε





... Με τον όγκο το πλήθος το κερδαίνουν,
καθένας βρίσκει κάτι μοναχός.
Πολλά όποιος φέρνει, φέρνει κάτι καθενός,
κι όλοι τους πια ευχαριστημένοι βγαίνουν.
Κομματιαστό δίνε το έργο απ’ την αρχή!
Ένα τέτοιο γιαχνί σου πετυχαίνει,
σερβίρεται εύκολα, εύκολα όπως βγαίνει.
Κάτι ολάκερο αν δόσεις, τι ωφελεί;
Πάντα κομμάτια απ’ το κοινό θα γένει.

                   *******

ΒΑΓΝΕΡ

Αχ, όταν μένει στο γραφείο κανείς κλειστός
και μόλις μια γιορτή μονάχα βγαίνει
τον κόσμο με το κιάλι ν’ αντικρύσει,
με την πειθώ μπορεί να τον διοικήσει;

ΦΑΟΥΣΤ

Αν δεν το αισθάνεστε, προσπάθεια περιττή,
απ’ την ψυχή σας άμα δεν πηγάζει 
και τις καρδιές όσων ακούν δεν τις δαμάζει,
μ’ευχαρίστηση μέσα δυνατή.
Καθίστε σεις, κολλάτε, μαγειρεύετε
από των άλλων τ’ αποφάγια ένα φαγί
και το σωρό τη στάχτη σας σκαλεύετε,
μια φλόγα εκείθε κακορίζικη να βγει!
Θα σας θαυμάσουνε μαϊμούδες και παιδιά,
αν είναι τέτοια η επιθυμιά σας-
μα καμιά δε θ’ αγγίξετε καρδιά,
αν ο λόγος δε βγαίνει απ’ την καρδιά σας.


Μετάφραση: Κωνσταντίνος Χατζόπουλος

5/5/10

Πορεία




Πορεία

Ήχοι δυο τόνων
σειρήνες.
Οι ένοχοι φόνων
-κηφήνες-
χλευάζουν.

Στάχτη στο δρόμο
και λάβα.
Μότο στον ώμο
ναι, τράβα,
πλησιάζουν...


Έλενα Σταγκουράκη

1/5/10

Χάδι πεταλουδίσιο



Κική Δημουλά

Συντομογραφία

Άνοιξη ή νεοφάνεια
θαύμα ή θέατρο
λουλούδια ή αντλίες προηγουμένων
πεταλούδες ή απειλές;
Χιλιάδες πεταλούδες
σπασμωδικά ωραίες
πάνω σε λουλούδια 
σε αντλίες προηγουμένων
σε χιλιάδες απειλές και θέατρα
πετούν
αποσιωπώντας τ' όριο της ζωής τους,
όριο ζωγραφισμένο μερακλίδικα
όσο κανένα άλλο
από συντομογράφου χέρι.
Μόλις π' αγγίζουν τον ανθό
κι αμέσως σ' άλλον πάνε
με φρικαλέα έμφαση βιασύνης.
Όχι πως είναι άπληστες
ότι ξεπαρθενεύουν ποικιλίες.
Να προφτάσουν το είναι τους βιάζονται.
Τρελά ανήσυχες ελέγχουν,
αγωνιώντας τα λουλούδια συμβουλεύονται
αν παν καλά, αν όλα λεν την ίδια ώρα,
γιατί και τα λουλούδια
ρολόγια είναι κατά βάθος.

Ζωή πεταλουδίσια.

Έτσι και η ζωή των αγγιγμάτων,
που 'ναι κουκούλι του χαδιού
αερογεφυράκι της  προσέγγισης.
Πετούν στο ανθισμένο δέρμα 
στην ανθισμένη αναμονή
και αποσιωπούν
το όριό τους το πεταλουδίσιο,
παραποιημένο μερακλίδικα
από ονειρογράφου χέρι.
Άνοιξη ή νεοφάνεια
και άνοιξα και βρήκα
χάδι πατικωμένο 
σε κάποιο πολυσέλιδο βίο των αγγιγμάτων
που συχνά ανοίγω ξανά να διαβάσω
το πώς γεννιούνται αυτά τα μόρια επαφής
και ποια προϋπόθεση υφαίνει το κουκούλι
και τι μετά υφαίνει,
μα τι, Θεέ μου, ατιμώρητο υφαίνει
το θάνατό τους τον πεταλουδίσιο.