Σελίδες

31/5/11

Θανάσιμος υπαινιγμός...

 


Γιάννης Βαρβέρης


CORTINA 1964

Ωδή σε auto-κτόνο δεσποινίδα

Δεσποινίς∙
παρά τα τοσα χρόνια που είμαστε μαζί
δεν αποκάλυψα ποτέ τα αισθήματά μου.
Παιδούλα ακόμα σας πρωτόφερε ο πατέρας
και μ’ όλους μας αμέσως γίνατ’ ένα.
Μαζί ταξίδια κι εκδρομές βροχές και καύσωνες
ώσπου ότνα έφυγε σας άφησε σ’ εμένα
μια demoiselle de compagnie παρωχημένη
ένα κειμήλιο μνήμες ασορτί στη νιότη μου.
Φαντάζομαι πως ίσως θ αθυμόσαστε
- εικοσιδύο τώρα ετών μα στο είδος σας
εικοσιδύο επί τρία εξήντα έξι - 
πόσους μικροβιολογικούς ελέγχους και κατάγματα
ή και μεταμοσχεύσεις έζησα κοντά σας.
Στη μνήμη του πατέρα, θα μου πείτε.
Κι οι αισθητικές σας επεμβάσεις, τα αξεσουάρ;
Τι ήταν αυτά; Μήπως δεν ήταν 
μια απέραντη στοργή μόνο για σάς
η καθημερινή αγωνία μου να υπάρχετε
όπως τα πρώτα χρόνια;
Δεν είμαστε κι οι δυό θανάσιμος υπαινιγμός
για τους νεόπλουτους με τα εκθαμβωτικά νυμφίδια
που σας σνόμπαραν στους δρόμους
υπαινιγμός
πως τότε που αυτοί παίζανε με πλαστικά τουτού
εγώ κι εσείς ήδη σας είχα πια αγαπήσει;

Δε θα σας τα ’λεγα ποτέ όλ’ αυτά
κι όπως ταιριάζει ανομολόγητο, παλιό
θα ’χα κρατήσει το αίσθημά μου
αν οι σφυγμοί σας έντονα
δε μ’ είχανε τις προάλλες θορυβήσει.
Δε σας το κρύβω∙ ο καρδιολόγος χθες με απέλπισε:
"Πιστόνια τέρμα και το λάδι καθισμένο.
Για τρίτο ρεκτιφιέ ρε γιάννη δε μας παίρνει.
Και μηχανή μοντέλο ’64, τι ψάχνεις;"

Δεσποινίς Φόρντ Κορτίνα κίτρινη
το γένος Κόνσουλ
φεύγουμε απόψε οριστικά προτού βραδιάσει.
Κάνει κουράγιο αγαπημένη, βαλ’ τα δυνατά σου
τριάντα χιλιόμετρα η αγάπη μας τ’ αξίζει
όχι για σίδερα όχι, όχι σε μάντρα
το ξέρω μόνο εγώ το λιμανάκι
είναι το μονοπάτι του μια κατωφέρεια ράθυμη
κι έτσι νωχελικά σαν έκπτωτη θα εγκαταλείψεις
γαι μας θα μοιάζει σαν να παίρνει μόλις τώρα
το μέρος τούτο τη γνωστή του ονομασία
όλα τα ’χω σκεφτεί και βέβαια εσένα:
θα ’ρχομαι να σε βλέπω
βουλιαγμένη.


28/5/11

Στου χιονιού τα χιλιόμετρα...

 


Γιάννης Βαρβέρης

Η Σαλώμη στα νύχια του Δράκουλα

Πλατεία του Αίματος.
Σε τοστάδικο κίτρινο
δίχως μπέρτα και μ' άσπαστο πρόσωπο
σε καμάκωσα. Τώρα τρώμε∙  
εγώ το λαιμό σου με τα μάτια σαν έλκηθρα
στου χιονιού τα χιλιόμετρα.
Είμαι ωραίος. Το ξέρω. Και παίζεις:
δυο μικρά ρολογάκια τα στήθια σου
να χτυπούν τακ τις στάλες του ιδρώτα μου
αργά∙ πουκάμισα ενός κόσμου που μίσησα
όλο λίμνες και δίνες και ρεύματα
σπάζουν πάνω στα βράχια του μπλου-τζήν.
Να βουτήξω τα νύχια στις φλέβες του 
και να γδάρω
της αλαζόνος Τρανσυλβανίας το χάρτη
στα αιμοφόρα σου.
Αλλά τι να σου λέω για προγόνους
εργαστήρια χειρόγραφα πύργους
που δαγκώνεις το τοστ σαν κορμί
κι η λιωμένη γραβιέρα του στάζοντας όλα
τα υπόσχεται.
Μα έχω γίνει σαν τσίχλα που ξέχασες 
κολλημένη στο αυτί σου με πας
πού με πας δεν ακούς ξεριζώνονται
κάτι σπλάχνα καθώς
σπάει το χάραμα
σαν το πρώτο το αχ κλειδαρότρυπας
όπου ανοίγεις κι ο Μέγας Καρπάθιος
προσφυγιά γκαρσονιέρας
στην καρδούλα μου αιώνων ταφόπλακα
ακουμπάω καντηλάκια 
τα δυο σου πάλλευκα μάρμαρα τα μαλακά.

Με τρυπάει απ' τις γρίλιες
γιαταγάνι φωτός
προσκυνώντας σου τώρα
το χρυσό 
σταυρουδάκι.


26/5/11



Έφυγε ο ποιητής, ο αμερόληπτος κριτικός θεάτρου

που μας έδινε το παράδειγμα... 

Καλό ταξίδι!

24/5/11

Η μικρή, ακαταμέτρητη αγαπημένη...

 

 Heinrich Böll

Στὴ γέφυρα 

 (An der Brücke)


ΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΡΑΜΜΑΤΑ στὰ πό­δια καὶ μοῦ ἔ­δω­σαν τέ­τοι­ο πό­στο ποὺ νὰ μπο­ρῶ νὰ κά­θο­μαι. Τί πό­στο; Με­τρῶ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ περ­νοῦν ἀ­π’ τὴν και­νού­ργια γέ­φυ­ρα. Τὸ χαί­ρον­ται νὰ μπο­ροῦν ν’ ἀ­πο­δεί­ξουν τὴν ἀ­ξι­ο­σύ­νη τους μὲ νού­με­ρα, ξε­τρε­λαί­νον­ται μὲ αὐ­τὸ τὸ ἀ­νού­σιο Τί­πο­τα, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ με­ρι­κὰ ψη­φί­α, καὶ ὅ­λη μέ­ρα, ναί, ὅ­λη μέ­ρα πη­γαί­νει τὸ ἄ­λα­λο στό­μα μου σὰν μη­χα­νι­σμὸς ρο­λο­γιοῦ ποὺ κα­τα­γρά­φει τὸ ἕ­να ψη­φί­ο με­τὰ τὸ ἄλ­λο γιὰ νὰ τοὺς χα­ρί­σει κα­τὰ τὸ βρά­δυ τὸ θρί­αμ­βο ἑ­νὸς ἀ­ριθ­μοῦ.
         Τὰ πρό­σω­πά τους λάμ­πουν σὰν τοὺς ἀ­να­κοι­νώ­νω τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ὅ­σο δὲ με­γα­λύ­τε­ρος ὁ ἀ­ριθ­μός, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο λάμ­πουν ἐ­κεῖ­νοι, ἔ­χον­τας πλέ­ον ἕ­να λό­γο νὰ ξα­πλώ­σουν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι στὸ κρε­βά­τι τους. Πῶς ἀλ­λι­ῶς, ἀ­φοῦ πολ­λὲς χι­λιά­δες ἀν­θρώ­πων περ­νοῦν κα­θη­με­ρι­νῶς ἀ­πὸ τὴν και­νού­ρια τους γέ­φυ­ρα;
        Κι ὅ­μως, οἱ στα­τι­στι­κές τους δὲν εὐ­στα­θοῦν. Νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σουν, ἀλ­λὰ δὲν ἀ­λη­θεύ­ουν. Εἶ­μαι ἀ­να­ξι­ό­πι­στος, ἂν καὶ κα­τα­φέρ­νω νὰ προ­κα­λῶ στοὺς ἄλ­λους τὴν ἐν­τύ­πω­ση τοῦ εὐ­συ­νεί­δη­του.
        Κα­τὰ βά­θος μὲ χα­ρο­ποι­εῖ νὰ κα­τα­πί­νω ποῦ καὶ ποῦ κα­νέ­ναν πε­ρα­στι­κό, ἐ­νῶ ἄλ­λες φο­ρὲς πά­λι, αἰ­σθα­νό­με­νος συμ­πό­νια, τοὺς χα­ρί­ζω με­ρι­κούς. Κρα­τῶ τὴν τύ­χη τους στὰ χέ­ρια μου. Ὅ­ταν εἶ­μαι ὀρ­γι­σμέ­νος ἢ δὲν ἔ­χω νὰ κά­νω τσι­γά­ρο, τοὺς δί­νω μό­νο τὸ μέ­σο ὅ­ρο, ἴ­σως καὶ κά­τω ἀ­π’ τὸ μέ­σο ὅ­ρο. Ὅ­ταν πά­λι ἡ καρ­διά μου ἀ­γαλ­λιᾶ καὶ εἶ­μαι χα­ρού­με­νος, ἐ­πι­τρέ­πω στὴ γεν­ναι­ο­δω­ρί­α μου νὰ με­του­σι­ω­θεῖ σὲ ἀ­ριθ­μοὺς πεν­τα­ψή­φιους. Καὶ εἶ­ναι τό­τε τό­σο εὐ­τυ­χεῖς! Μοῦ ἁρ­πά­ζουν τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­π’ τὰ χέ­ρια, μὲ χτυ­ποῦν ἐ­πι­δο­κι­μα­στι­κὰ στὸν ὦ­μο καὶ τὰ μά­τια τους λάμ­πουν. Δὲν ἔ­χουν ἰ­δέ­α! Καὶ με­τὰ ρί­χνον­ται στοὺς πολ­λα­πλα­σια­σμοὺς καὶ τὶς δι­αι­ρέ­σεις καὶ τὶς πο­σο­στο­ποι­ή­σεις καὶ ξέ­ρω ’­γὼ τί ἄλ­λο. Λο­γα­ριά­ζουν πό­σοι ἄν­θρω­ποι περ­νοῦν ἀ­π’ τὴ γέ­φυ­ρα κά­θε λε­πτὸ καὶ πό­σοι θὰ ἔ­χουν πε­ρά­σει ἀ­π’ αὐ­τὴ σὲ δέ­κα χρό­νια. Ἀ­γα­ποῦν τὸ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα, λα­τρεύ­ουν τὸν συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα, εἰ­δι­κεύ­ον­ται στὸν συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα. Κι ὅ­μως, νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σουν, ἀλ­λὰ ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν ἰ­σχύ­ουν…
        Σὰν περ­νᾶ ἀ­π’ τὴ γέ­φυ­ρα ἡ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη —καὶ περ­νᾶ δυ­ὸ φο­ρὲς ἡ­με­ρη­σί­ως—, τό­τε ἡ καρ­διά μου στα­μα­τᾶ. Ὁ ἀ­κού­ρα­στος χτύ­πος τῆς καρ­διᾶς μου ἁ­πλῶς παύ­ει, ἕ­ως ὅ­του ἐ­κεί­νη στρί­ψει στὴν ἀ­λέ­α καὶ χα­θεῖ. Καὶ ὅ­λους, ὅ­σοι τυ­χαί­νει νὰ περ­νοῦν στὸ με­τα­ξύ, τοὺς ἀ­πο­σι­ω­πῶ. Αὐ­τὰ τὰ δύο λε­πτὰ ἀ­νή­κουν σ’ ἐ­μέ­να, εἶ­ναι δι­κά μου καὶ δὲν τοὺς ἐ­πι­τρέ­πω νὰ μοῦ τὰ πά­ρουν. Καὶ τὸ βρά­δυ πά­λι, κα­θὼς ἐ­κεί­νη ἐ­πι­στρέ­φει ἀ­π’ τὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο, κα­θὼς ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου προ­σπερ­νᾶ τὸ στό­μα μου —αὐ­τὸ τὸ στό­μα ποὺ συ­νε­χῶς με­τρᾶ καὶ με­τρᾶ—, στα­μα­τᾶ καὶ πά­λι ἡ καρ­διά μου κι ἐ­γὼ ἀρ­χί­ζω ξα­νὰ νὰ με­τρῶ μο­νά­χα σὰν τὴ χά­σω ἀ­π’ τὰ μά­τια μου. Καὶ ὅ­λοι ὅ­σοι ἔ­χουν τὴν τύ­χη νὰ πε­ρά­σουν σὲ αὐ­τὰ ἀ­κρι­βῶς τὰ λε­πτὰ ἐμ­πρὸς ἀ­π’ τὰ τυ­φλά μου μά­τια, δὲν περ­νοῦν στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τῶν στα­τι­στι­κῶν. Ἄν­δρες-σκι­ές, γυ­ναῖ­κες-σκι­ές, ἀ­νύ­παρ­κτες ὀν­τό­τη­τες ποὺ δὲ θὰ βα­δί­σουν πο­τὲ στὸ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα τῶν στα­τι­στι­κῶν…
        Φῶς φα­νά­ρι πὼς τὴν ἀ­γα­πῶ. Ἐ­κεί­νη ὅ­μως δὲ γνω­ρί­ζει τί­πο­τα κι οὔ­τε θὰ ἤ­θε­λα νὰ τὸ μά­θει. Δὲν πρέ­πει κὰν νὰ δι­α­νο­η­θεῖ κα­τὰ τί ἀ­παί­σιο τρό­πο ἀλ­λοι­ώ­νει τοὺς ὑ­πο­λο­γι­σμούς· ἀν­τι­θέ­τως, πρέ­πει νὰ πα­ρα­μεί­νει ἀ­θώ­α κι ἀ­νυ­πο­ψί­α­στη καὶ μὲ τὰ μα­κριὰ κα­στα­νά της μαλ­λιὰ καὶ τὰ ντε­λι­κά­τα πό­δια της νὰ συ­νε­χί­σει νὰ πη­γαί­νει στὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο καὶ νὰ παίρ­νει γε­ρὸ φι­λο­δώ­ρη­μα. Τὴν ἀ­γα­πῶ. Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο, τὴν ἀ­γα­πῶ.
        Πρό­σφα­τα μοῦ ἔ­κα­ναν ἔ­λεγ­χο. Τὸ παι­δὶ ποὺ κά­θε­ται ἀ­πέ­ναν­τι καὶ με­τρᾶ τ’ αὐ­το­κί­νη­τα μοῦ τὸ σφύ­ρι­ξε ἐγ­καί­ρως καὶ πρό­σε­χα ὅ­σο δὲν πά­ει ἄλ­λο. Με­τροῦ­σα μα­νι­ω­δῶς. Χι­λι­ο­με­τρη­τὴς δὲ θὰ με­τροῦ­σε κα­λύ­τε­ρα. Ὁ ἴ­διος ὁ προ­ϊ­στά­με­νος τῆς στα­τι­στι­κῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας στά­θη­κε ἀ­πέ­ναν­τι, ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τοῦ δρό­μου, καὶ συ­νέ­κρι­νε ἀρ­γό­τε­ρα τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς δι­κῆς του κα­τα­μέ­τρη­σης γιὰ μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη ὥ­ρα μὲ τὸ δι­κό μου ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Μοῦ ἔ­λει­πε μό­νον ἕ­νας. Πέ­ρα­σε ἡ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη καὶ πο­τὲ μὰ πο­τὲ δὲ θὰ ἐ­πέ­τρε­πα νὰ με­τα­φερ­θεῖ τὸ ὄ­μορ­φο αὐ­τὸ κο­ρί­τσι σὲ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα. Αὐ­τήν, τὴ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη, δὲν τὴν πολ­λα­πλα­σιά­ζει, οὔ­τε τὴ δια­ιρεῖ κα­νείς, κα­νεὶς δὲν τὴν με­τα­τρέ­πει σὲ πο­σο­στια­ῖο Τί­πο­τα. Αἱ­μορ­ρα­γοῦ­σε ἡ καρ­διά μου ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ συ­νε­χί­σω τὸ μέ­τρη­μα καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν κοι­τά­ζω κα­θὼς περ­νοῦ­σε, ἀλ­λὰ καὶ στὸ παι­δὶ ἀ­πέ­ναν­τι ποὺ με­τρά­ει τ’ αὐ­το­κί­νη­τα εἶ­μαι εὐ­γνώ­μων. Ἦ­ταν γιὰ ‘μέ­να θέ­μα ζω­ῆς καὶ θα­νά­του.
        Ὁ προ­ϊ­στά­με­νος μὲ χτύ­πη­σε ἐ­πι­δο­κι­μα­στι­κὰ στὸν ὦ­μο καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι εἶ­μαι κα­λός, πι­στὸς κι εὐ­συ­νεί­δη­τος. «Ἕ­νας λι­γό­τε­ρος δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε» εἶ­πε. «Εἶ­ναι στὰ ὅ­ρια τοῦ στα­τι­στι­κοῦ σφάλ­μα­τος. Θὰ ζη­τή­σω νὰ με­τα­τε­θεῖ­τε στὶς ἅ­μα­ξες.»
        Ἅ­μα­ξες; Τώ­ρα ἔ­πια­σα τὴν κα­λή! Ἅ­μα­ξες ση­μαί­νει ἀ­ρα­λί­κι δί­χως προ­η­γού­με­νο. Περ­νοῦν τὸ πο­λὺ 25 ἅ­μα­ξες τὴ μέ­ρα καὶ δὲν εἶ­ναι δὰ καὶ δύ­σκο­λο νὰ περ­νᾶς στὸ ἑ­πό­με­νο νού­με­ρο κά­θε μι­σὴ ὥ­ρα. Γι’ αὐ­τὸ λέ­ω: ἀ­ρα­λί­κι!
        Στὶς ἅ­μα­ξες θὰ ἦ­ταν ἐκ­πλη­κτι­κά. Με­τα­ξὺ τέσ­σε­ρις κι ὀ­χτὼ ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α τους στὴ γέ­φυ­ρα καὶ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ πη­γαί­νω γιὰ πε­ρί­πα­το ἢ στὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο, νὰ τὴν κοι­τά­ζω μὲ τὶς ὧ­ρες ἢ ἀ­κό­μα καὶ νὰ τὴ συ­νο­δεύ­ω στὸ δρό­μο γιὰ τὸ σπί­τι ἕ­ως ἑ­νὸς ση­μεί­ου, τὴ μι­κρή μου ἀ­κα­τα­μέ­τρη­τη ἀ­γα­πη­μέ­νη…


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη




Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον", 29.11.2010

20/5/11

Όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε...

 


Οδυσσέας Ελύτης

Το δελφινοκόριτσο


Εκεί στης Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσώ
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο

― Μωρέ του λέω πού ν’ το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ’ αγόρι σου;

― Αγόρι εγώ δεν έχω μου αποκρίνεται
βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται

Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται
ξανανεβαίνει κι απ’ τη βάρκα πιάνεται

Θε μου συχώρεσέ μου σκύβω για να δω
κι ένα φιλί μου δίνει το παλιόπαιδο

Σα λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε
κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε

― Χάιντε μωρό μου ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε

17/5/11

Το ξύπνημα μιας νιότης...

 


Κώστας Καρυωτάκης

Αγάπη

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε
το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της 
να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός
κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει
ο πόνος.

11/5/11

Στους ίδιους δρόμους...σ’ άλλα κορμιά...

 


Μιχάλης Γκανάς

Δίπτυχο

ΙΙ

Χώρισαν και χαθήκανε
στην ίδια γειτονιά, στους ίδιους δρόμους.
Εκείνη γύριζε και γύρευε
σ’ άλλα κορμιά τη μουσική του.

Απελπίστηκε, παντρεύτηκε μια μέρα.
Τον ξέχασε κι αυτόν και το κορμί της,
έγινε σύζυγος, μητέρα,
πρώτη ξαδέλφη όλων των απελπισμένων.
Τους βλέπει κάθε βράδυ στην TV.
Αδύνατον να πάει στο κρεβάτι
ώσπου να πέσουν χιόνια στην οθόνη.
Τη γαληνεύει αυτό το άσπρο- ένα τίποτε-
κι έτσι την παίρνει ο ύπνος.

Αλλού βλασταίνουν σώματα καινούργια,
δίνουνε όρκους κι επιμένουν στην αγάπη.
την απελπίζει τόση ελπίδα.

Τα Σάββατα πρωί πρωί στη λαϊκή,
κόκκινα μήλα, πράσινα μαρούλια
και σέλινα με τα μαλλιά λυμένα.
Η φύση, μπόλικη και χύμα, της διδάσκει
πως δεν πεθαίνουνε τα μήλα από λύπη.
Και αναβάλλει μέχρι το άλλο Σάββατο.

Μια αξιόλογη προσπάθεια...

 


Η γέννηση ενός νέου εκδοτικού οίκου

με αρχή τον Ρίλκε!

Καλοτάξιδος!



6/5/11

Το περίγραμμα το αλάνθαστο...

 


Χάρης Ψαρράς

La Belle Dame (Ι)

Στα νέφη ο μίσχος του άνθους σου τυλίγεται
κι άθικτο διαγράφεται μέσα στον ουρανό
του σώματός σου το περίγραμμα το αλάνθαστο.

Όμορφη όπως της αυγής η αρπαγή
στέκεις στα χέρια των θεών σου φλογισμένη.
Δική μου η όραση χαρίζει στων ματιών σου
τους ίσκιους απαστράπτουσα λάμψη, φεγγοβολή.
Γίνομαι πλάι σου θηρευτής που ξαποσταίνει
στο σπίτι των ανέμων και στο νου
έχω των καραβιών τα ιστία κυματίζοντα
και των αγρών των άσπαρτων τ’ άνθη που σελαγίζουν.

Όμορφη κι ασυγκίνητη κυρά του πεπρωμένου,
ματώνοντας τα δάχτυλα γέλα για ν’ ακουστεί
η μουσική σου στον περίβολο του Άδη
όπου κοιμούνται μαγεμένοι πελταστές
τοξότες άβουλοι, λευκά πουλιά των πόθων.
Εκεί ποιοι ζευγαρώνοντας θερμαίνουν την πνοή;
Τίνων κραυγές ραντίζουνε την ερημιά της νύχτας
τώρα που ακόμη κι οι εκλεκτοί του ίσκιου σου ακόλουθοι
δεν έχουν λόγο να σου πουν και γλώσσα να μιλήσουν;

Στη δούλεψη της τέχνης σου ξεχάστηκαν κι αυτοί.
Νέφος πυκνό η λήθη τούς κυκλώνει. 

3/5/11

Στη δική μου της δύσης σιγή...

Elena Tamargo 

Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Εγώ, απ’ την Αβάνα

Γι’ άλλη μια φορά κορίτσι γίνομαι μες στο χειμώνα
και κανείς δε μου χαρίζει μια γαρδένια.
Κι όμως, την επιστροφή των φεγγαριών μου υιοθετώ
σιωπηλή στο βάθος του δρόμου,
σχεδόν ευτυχής, σαν σε λήθαργο,
κάτω από αυτήν την πέτρα την κόκκινη.
Κυματίζω σαν κάμπος λουλουδισμένος∙
αυτή η προίκα αναλογεί σε μια γυναίκα ξυπνητή,
ένα όνειρο αιωρούμενο πάνω απ’ το σώμα.
Τα λίλιουμ της Ροζίτας,
οι μόνοι μου μάρτυρες,
την κουκουβάγια περιμένουν
στη δική μου της δύσης σιγή.
Επιστρέφω στα μεσάνυχτα αυτού του χειμώνα∙
πλησίασε, το όμποε και το ταμπούρλο μου ν’ ακούσεις,
πλησίασε κι ας με μαγέψεις.
Πόλη, πόλη
μη σκοτώνεις τη μανία μου να ‘μαι όμορφη
γυμνή να περιφέρομαι και τα μαλλιά μου να χτενίζω.
Πόλη με πουλιά και φρεάτια,
πιθανή σκηνή μιας ιστορίας που έληξε.
Αχ, πόλη μου
γρασίδι μου
τρέχουσα θέση μου
την ώρα που κοιμούνται τα περιστέρια.
Πόλη που ευλογείς την ξαγρύπνια μου
τράβηξέ με προς τη θάλασσα
δίχως φάρους ούτε θύματα,
με φύκια στα μαλλιά μου
και στα δικά σου από αλάτι.


********************************

Habanera yo

Soy otra vez muchacha en el invierno
y nadie me regala una gardenia.
Pero el regreso de mis lunas
ahíjo taciturna del fondo de la calle
casi feliz, aletargada
bajo esta piedra roja.
Retozo como un campo florecido
es la herencia adecuada de una mujer despierta
un sueño desprendido del cuerpo que lo ha usado.
Los lirios de Rosita
mis únicos testigos
esperan la lechuza
en el silencio mío del oeste.
Vuelvo en la medianoche de este invierno
acércate a escuchar mi tambor y mi oboe
acércate con riesgo de hechizarme.
Ciudad, ciudad
no mates mi manía de ser bella
de pasearme desnuda y cepillarme el pelo.
Ciudad con pajaritos y cisternas
el probable lugar donde acabó una historia.
Ay, mi ciudad
mi pasto
mi sitio recurrente
a la hora en que duermen las palomas.
Ciudad que has bendecido mis vigilias
arrástrame hacia el mar
sin farolas ni víctimas
con algas en mi pelo
y en tu pelo de sal.
 
―·―·―·―·―·―

 

Εικόνες σκόρπιες της Αβάνας

Σκέψεις, κλοπές, απολαύσεις∙
τα πάντα ένας και μόνο σπασμός.
Λάζαρε, σπεύσε βραδέως.
Ξεπήδησε απ’ τα σάβανα σαν δε σε βλέπουν
και δείξε τα σπλάχνα της σονάτας.
Το πλάσμα αυτό ξεχαλίνωσε το τίποτα.
Είναι η σήψη η τόσο φυσική που σε περιβάλλει.
Βλέπω την ξαγρύπνια σου με τα δικά της μάτια
βλέπω το δίσκο να γυρίζει και τους ανθρώπους
βλέπω απόνερα, τραμ
βλέπω γιγάντια κομμάτια της Αβάνας.
Τους μαύρους βλέπω
με τα πόδια τους να παίζουν το ρυθμό αιώνων.
Μαύρους, πνευματικούς.
Λευκό το μαντίλι στο πρωινό τραπέζι
λευκός ο παππούς μου
λευκοί στην εξορία, αφηρημένοι
μεθυσμένοι από λευκότητα
λευκά τα νοσοκομεία
μαύρο το σώμα μου στον έρωτα τον πρώτο.
Καταφτάνουν οι πεταλούδες, την καύση μου να βεβαιώσουν
και μ’ αφήνουν την ανάσα τους να φιλώ∙
η ανώφελη τελετή 
πλάι στο θαμπό καντήλι.
 

*********************************

Fragmentos de La Habana

Pensar, robar, gozar
todo un único espasmo.
Arpegia y pica, Lázaro.
Salta de los tejados cuando nadie te vea
y muestra el interior de la sonata.
Aquella criatura desenfrenó la nada.
Es la maldad tan natural lo que te bambolea.
Veo tu insomnio a su manera
veo el disco girar y a los hombres
veo charcos, tranvías
veo enormes pedazos de La Habana.
A los negros los veo
resonando a sus pies el toque de los siglos.
Negros espirituales.
Blanco el mantel del primer desayuno
blanco mi abuelo
blancos en el exilio, desconcertados
borrachos de blancura
blancos los hospitales
negro mi cuerpo en el primer amor.
Llegan las mariposas a confirmar que ardí
y me dejan besando su jadeo
la inútil ceremonia
junto al candil oscuro. 
 
 
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Poeticanet (τεύχος 12, Απρίλιος 2010)