Σελίδες

2/4/13

Μια "Ερωφίλη"... ο Θεός να την κάνει!



Το έργο που πληγώναμε…


«Ερωφίλη» 
Γεωργίου Χορτάτση
Σκην.: Δήμος Αβδελιώδης
Εθνικό Θέατρο
Φεβρουάριος 2012

…μάταια περιμένοντας αρωματική μαστίχα να τρέξει, έως το 60ο λεπτό της παράστασης. Αντ’ αυτής, ούτε καν ακατέργαστη ρητίνη που σίγουρα δεν έσταξε ούτε στα υπολοιπόμενα 30 λεπτά της παράστασης, τα οποία δεν παρακολουθήσαμε.

Τη σκηνοθεσία της παράστασης της Ερωφίλης στο Εθνικό το 2012 υπογράφει ο κατά τ’ άλλα ευαίσθητος, καλαίσθητος και οξυδερκής σκηνοθέτης του «Δέντρου που πληγώναμε» και της «Εαρινής συνάξεως των αγροφυλάκων». Φρόντισε, μάλιστα, μ’ ένα σύντομο σημείωμά του στο πρόγραμμα της παράστασης να καταδείξει στο θεατή τη σκηνοθετική του ματιά και κατ’ επέκταση τον επιδιωκόμενο στόχο αναπαράστασης –με άλλα λόγια, το πώς και το τι. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα ήταν ένας Φρανκενστάιν: μια επιτυχημένη αποτυχία.

Σημειώνει ο Αβδελιώδης: «Κάθε κείμενο, προορισμένο να αποδοθεί θεατρικά, είναι ένα είδος παρτιτούρας που μέλλεται να ερμηνευθεί με τη φωνή.» Σ’ αυτό θα συμφωνήσουμε, και δη όταν πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας, γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο: το μέτρο εκείνο που συνιστά αφενός κομμάτι της εθνικής μας ταυτότητας (και παραπέμπουμε εδώ στην αμιγώς λαϊκή εκδήλωση, αυτήν του δημοτικού τραγουδιού), αφετέρου το κατ’ εξοχήν ρυθμικό και μουσικό μέτρο της ελληνικής γλώσσας. Στόχος λοιπόν μπορεί να ’ναι κάλιστα η άρτια φωνητική απόδοση του κειμένου –όχι όμως η αποδόμησή του. Εξηγούμαστε: κατανοούμε ότι η ανυπαρξία σκηνικών, η δωρικότητα και το μαύρο χρώμα των κοστουμιών, ο περιορισμός της κίνησης στο εντελώς απαραίτητο, τον αργό βηματισμό, η πλήρης ακινησία των χεριών και οι μάσκες παραπέμπουν στην προφορικότητα. Αν νομίζει, όμως, ο σκηνοθέτης, ότι έτσι αφήνει το κείμενο να εισακουστεί, πλανάται πλάνην οικτράν! Μέσα σε μιαν κακώς νοούμενη προφορικότητα, καταλύεται κάθε φωνητική ερμηνεία του κειμένου, ο θεατής αποπροσανατολίζεται και το ίδιο το κείμενο καταργείται! Πώς «κατορθώνονται» αυτά; Η απάντησις δίδεται ευθύς παρακάτω.

Αντιτείνει λοιπόν ο σκηνοθέτης: «Κάθε κείμενο έχει τη δική του μουσική.» Εδώ συμφωνούμε απόλυτα, άνευ εξαιρέσεων και υποσημειώσεων. Μόνο: Πώς σεβάστηκε ο ίδιος τη μουσική του κειμένου; Με τον ρυθμικό κατακερματισμό του στίχου; Με το συλλαβισμό; Με τον τεχνικά εσφαλμένο τονισμό του κειμένου από τους ηθοποιούς, δίνοντας στον θεατή την εντύπωση ότι δεν καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι τι απαγγέλλουν; Ή μήπως με τη συστηματική κατάποση της τελευταίας συλλαβής, ειδικά από τον Καραμπούλα στο ρόλο του βασιλιά και του χάρου; Με τις υγείες του! 

Σπεύδει να μας απαντήσει, εξηγώντας, ο Αβδελιώδης: «Μπροστά σε ένα ποιητικό έργο γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, απαιτείται διπλή προσπάθεια ώστε να μην υπερισχύσει η εξωτερική μουσική του στίχου και της ομοιοκαταληξίας επάνω στην κύρια και βαθύτερη μουσική του νοήματος.» Εδώ αντιλαμβανόμαστε ότι ο σκηνοθέτης μάλλον δεν καταλαβαίνει και πολλά από έμμετρο λόγο. Πώς αλλιώς, από τη στιγμή που θεωρεί το μέτρο «εξωτερική» μουσική, φόρμα που τίθεται βίαια επί του κειμένου (της «εσωτερικής» μουσικής) και δεν συνιστά ουσία αυτού, συμπορευόμενο μαζί του χέρι-χέρι –ειδικά σ’ ένα κείμενο όπως η «Ερωφίλη»; Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος είναι, αντιθέτως, ο ρυθμός εκείνος που αναδεικνύει το κείμενο, απορροφάται απ’ αυτό, και γίνεται έτσι το μέσο μετάδοσης κι όχι το ίδιο το μήνυμα. Ακόμη όμως κι αν ίσχυε αυτό το τελευταίο, αναρωτιόμαστε: Πού πρέπει ν’ αναζητήσει ο θεατής της συγκεκριμένης παράστασης το νόημα του έργου; Ποιο νόημα; Αυτό που οι παραπάνω αναφερθείσες μέθοδοι ισοπεδώνουν, μην επιτρέποντας στο θεατή να κατανοήσει κείμενο γραμμένο σε γλώσσα ελληνική, ούτε καν μάλιστα να το παρακολουθήσει ακουστικά; 

Ανταπαντά ο Αβδελιώδης: «Στην Ερωφίλη όπου κυριαρχεί το πάθος, η τέχνη και η πηγαία έμπνευση του Χορτάτση, ο λογικός και ρεαλιστικός καμβάς του συγγραφέα είναι που επιβάλει σκηνοθετικά την όλη ενορχήστρωση και την ερμηνεία.» Εδώ πια σηκώνουμε τα χέρια ψηλά. Ώστε… ρεαλιστικός ο Πανάρετος της πρώτης πράξης, ο οποίος, ταλαιπωρημένος απ’ τα πάθη του έρωτα και τον καημό, μιλάει με τρόπο βλοσυρό και –θαρρείς– αιμοδιψή στο φίλο του; Ρεαλιστική η Ερωφίλη, που μες στη θλίψη και την απόγνωση του «ανυμπόρετου», τσιρίζει σαν κακομαθημένο κοριτσάκι; Ρεαλιστική η Νένα που, προσπαθώντας υποτίθεται λυπημένη και συμπονετική να συνετίσει την Ερωφίλη, σφαδάζει επί σκηνής ως άλλη Μαινάδα; 

Εδώ ο σκηνοθέτης σιωπά, όχι όμως κι εμείς. Μέσα σ’ όλα αυτά και την υπερβολική ένταση της φωνής που γίνεται, σχεδόν πάντα, κραυγή, η μουσική ηχεί εντελώς παράταιρη και υπερβολικά αβρή (μέχρι και σε ρυθμό από χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Κρήτης!), τόσο για το περιεχόμενο του κειμένου, όσο και για την ίδια την ερμηνευτική απόδοση που επέλεξε ο σκηνοθέτης. Σ’ ένα τόσο σύντομο έργο, οι ρόλοι της Ερωφίλης και της Νένας ερμηνεύονται έκαστος από δύο ηθοποιούς, παραπλανώντας και συγχύζοντας το θεατή. Δεκτό το μαύρο της ενδυμασίας και η ποικιλία της. Ο Καρπόφορος όμως πρέπει να φοράει παπούτσια All star; Στόχος είναι η γελοιοποίηση του έργου ή η έκφραση ασυγκράτητης οργής; Αυτά συμβαίνουν όμως όταν η πλατεία του θεάτρου και η πλατεία της πόλης θεωρούνται ανεξαιρέτως έννοιες ταυτόσημες.

Τελικά, το μόνο αποδεκτό στοιχείο της παράστασης είναι οι μινιμαλιστικές μάσκες. Αφενός επειδή –με τέτοια κακοποίηση του έργου– μόνον έτσι μπορεί ο σκηνοθέτης ν’ αντικρίζει τον συγγραφέα. Αφετέρου επειδή –με την συγκεκριμένη σκηνοθεσία– οι χαρακτήρες συνιστούν κακέκτυπα των χαρακτήρων του Χορτάτση. Κρίμα μόνο που δεν είχαμε την ευκαιρία ν’ ακούσουμε το κείμενο και σε μετάφραση στη νέα ελληνική. Πραγματικά, μόνο αυτό θα έλειπε!



Έλενα Σταγκουράκη


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη", τεύχος 11 (Μάιος - Ιούνιος 2012)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου