Σελίδες

17/10/13

Gioconda Belli...





















Gioconda Belli


Σαν κανάτι (Como tinaja)
 
Τις ημέρες τις καλές,
της βροχής,
τις ημέρες που αγαπηθήκαμε
ολοκληρωτικά,
που ολοένα ανοίγαμε
ο ένας στον άλλον
σαν σπήλαια μυστικά,
τις ημέρες εκείνες, αγάπη μου,
το κορμί μου σαν κανάτι
όλο το ύδωρ το απαλό συγκέντρωσε
που πάνω του έσταξες∙
και τώρα
σε τούτες τις ημέρες της ξηρασίας
που η απουσία σου πονά
και τη σάρκα σκίζει,
ύδωρ ξεπηδά απ’ τα μάτια μου
γεμάτο απ’ την ανάμνησή σου
για να ζωογονήσει την ξέρα του κορμιού μου
τόσο άδειου, και τόσο γεμάτου από σένα.



Η πένθιμη μοναξιά της Κυριακής (En la doliente soledad del domingo)

Είμαι εδώ —
γυμνή,
πάνω στα μοναχικά σεντόνια
τούτης της κλίνης όπου σε ποθώ.
Το κορμί μου κοιτάζω,
ροδαλό και λείο στον καθρέφτη,
το σώμα μου
που υπήρξε η ακόρεστη γη των φιλιών σου,
αυτό το σώμα το γεμάτο αναμνήσεις
απ’ το ανήμερο πάθος σου,
που πάνω του πάλεψες μάχες όλο ιδρώτα
σε ατέλειωτες νύχτες στεναγμών και γέλιων
και αχών σπηλαίων μου εσωτάτων.
Τα στήθη μου κοιτάζω
που χαμογελώντας τα συνταίριαζες
στην παλάμη του χεριού σου,
και που σαν μικρά πουλιά τα πίεζες
στα κλουβιά σου από πέντε σιδερόβεργες,
ενώ ένα λουλούδι εκρηγνυόταν
προσκρούοντας με την στεφάνη του
στη γλυκειά σου σάρκα.
Τα πόδια μου κοιτάζω,
απαλούς κι ατέρμονους ειδήμονες των χαδιών σου,
που νευρικά και γρήγορα στις κλειδώσεις σου τυλίγονταν
για να σ’ ανοίξουνε τους δρόμους της απωλείας
προς το ίδιο κέντρο το δικό μου
και την χλοερή βλάστηση του όρους
όπου εξύφανες μάχες βουβές
εστεμμένες ηδονή,
προανηγγειλμένες από εκπυρσοκροτήσεις
και πρωτόγονους κεραυνούς.
Με κοιτάζω, μα δε με βλέπω,
καθρέφτης δικός σου είναι αυτός που πένθιμα ξαπλώνει
πάνω σ’ αυτήν τη μοναξιά της Κυριακής,
ένας καθρέφτης ροδαλός,
εκμαγείο κενό που αναζητά το άλλο του ημισφαίριο.
Βρέχει  — αλύπητα βρέχει
στο πρόσωπό μου
και σκέφτομαι μονάχα τη μακρινή αγάπη σου
καθώς σκεπάζω
με τις δυνάμεις μου όλες
την ελπίδα.



Η επιστροφή (El retorno)

Στο ημερολόγιο...
η απουσία.
Παράθυρα λευκά
απ’ όπου ξεγλιστρά
η μορφή σου.
Με ανακουφίζει η μοναξιά.
Τεντώνει το δέρμα μου.
Τους ήχους ξαναβρίσκω
της εσώτερης ζωής,
που τα λόγια σου τους είχαν σιγήσει.
Οι μέρες απορροφούν την πικρία.
Έξω πέφτουν οι πρώτες βροχές.
Η μοναξιά μου μυρίζει νοτισμένη γη.
Ανέμους γεμίζει η κοιλιά μου.
Λίγες ημέρες ακόμη και θα σβήσουν
οι γραμμές οι ακριβείς του προσώπου σου.
Και τότε απ’ την αρχή θα σε ποθώ
ξανά.
Θ’ αποκλείσω λήθη και οργή.
Η νοσταλγία θα με μουσκεύει
και εγώ η ίδια υγρασία θ’ αναδίνω.
Απ’ τα λευκά παράθυρα
τα μάτια σου θα με θωρούν τα πρότερα,
εκείνα της αγάπης.
Φθαρμένη θα προσμένω
την ανάσταση της σάρκας
αυτού που υπήρξαμε.
Η ψυχή μου θ’ αποσύρει τις βιτρίνες
της αισιοδοξίας.
Στα παράθυρα καναβούρι θα σκορπίσω
και θα προσμένω το σκληρό σου ράμφισμα,
το βλέμμα σου, βλέμμα πουλιού.
Σκιρτώντας.




Κοιμάσαι (Te duermes)

Κοιμάσαι πλάι μου.
Σιωπηλά βυθίζεσαι σ’ εκείνον τον κόσμο
όπου εγώ μια οποιαδήποτε γνωστή σου μακρινή μπορώ να είμαι,
η παρέα σου στο παγκάκι του πάρκου ή η ερωμένη
που μόλις άφησες για να καταφύγεις σ’ εκείνη τη χώρα, όπου, αμοιβαία, στερούμαστε τις λέξεις.
Με συγκινεί να σε βλέπω να κοιμάσαι, βυθισμένον στα σεντόνια
παραδομένον στον ύπνο, αινιγματικά
κλεισμένον στο κορμί σου.
Θα κοιμηθώ κι εγώ και τότε ίσως ξυπνήσεις
κι ό,τι τώρα σκέφτομαι, σκεφτείς, ίσως
τυλιγμένη να με φανταστείς σε κάποιο δέντρο όλο κλώνια
απ’ αυτά που ξέρεις πως πολύ με συναρπάζουν και με πλησιάσεις αγγίζοντάς με,
αποτραβώντας με από τη σιωπή αυτής της στάσης
σαν ραδιόφωνο σβηστό, φέρνοντάς με ξανά προς το μέρος σου
προς τον έρωτα που ο ύπνος μας χάρισε.



Δέηση (Petición)

Την αγάπη να ντυθώ
που είμαι γυμνή —
που μοιάζω πολιτεία
ακατοίκητη,
από ήχους βουβή,
κι από τριγμούς τερετίζω,
φύλλο ξεραμένο, αναιμικό του Μάρτη.
Την ηδονή να τυλιχτώ
αφού στον κόσμο αυτό δεν ήρθα για τη λύπη
που φαρδιά μου πέφτει
σαν ρούχο ξένο.
Ξανά θέλω να νιώσω τη φλόγα,
την αλμύρα να ξεχάσω των δακρύων
–τις τρύπες στους κρίνους
και το χελιδόνι το νεκρό στο μπαλκόνι–.
Ξανά να με δροσίσει του χαμόγελου η αύρα,
κύμα όλο καμπύλες
θάλασσα πάνω στους βράχους της παιδικότητάς μου,
άστρο μες στα χέρια,
δάδα αιώνια του δρόμου προς τον καθρέφτη
όπου ξανά θα κοιταχτώ
ολόκληρη επάνω ως κάτω,
προστατευμένη
κρατημένη απ’ το χέρι,
απ’ το φως,
από χορτάρι καταπράσινο και υφαίστεια —
γεμάτα κολίβρια τα μαλλιά μου,
δάχτυλα, που βγαίνουν απ’ το κουκούλι πεταλούδες,
ο αέρας μπλεγμένος στα δόντια μου,
επιστρέφοντας στην τάξη του,
ένα σύμπαν κατοικημένο από κενταύρους.
Την αγάπη να ντυθώ
που ’μαι γυμνή.



Θα παντρευτούμε χειμώνα (Nos casaremos en invierno)

Τώρα θα παντρευτούμε που βρέχει κατακλυσμιαία.
Εσύ κι εγώ και η γη, μαζί θα γιορτάσουμε
το χλωρό των κορμιών,
το φύλο των ανθών,
τη γύρη του γέλιου
κι όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού
που μπερδεμένα καταφτάνουν
στη στάλα μέσα της βροχής.
Χειμώνες θα σπείρουμε στην αγάπη
για να τη δούμε να βλασταίνει
στο ρυθμό των φυτών.
Τα σύννεφα θα σμίξουμε,
να γεννηθεί ο κεραυνός,
και η γης με το νερό ένα να γίνουν.
Θα παντρευτούμε με ουρανό συννεφιαστό,
ενώ βροντούνε οι οροφές
σαν πολυβόλα
και των βατράχων το τραγούδι
από τον κήπο αντηχεί
μαζί μ’ ακολουθία ιπτάμενων μυρμηγκιών.
Χωρίς σκιές, αγάπη μου, θα παντρευτούμε,
με το κεφάλι ακάλυπτο
σε μιαν αυλή υγρή
που γη μυρίζει,
δίχως άλλη δίψα
παρά την εδική γι’ αλλήλους,
με βρεγμένα ρούχα,
ενώνοντας των δυο τις υποχρεώσεις,
για να ’ρθεί η καταιγίδα
που όλα θα τα πλύνει,
σαν τη βροχή, αγάπη μου, καθώς θα παντρευτούμε.  


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Poeticanet", τεύχος 18 (http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1366726779&archive=&start_from=&ucat=331&show_cat=331)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου