Σελίδες

31/7/10

Επιθυμία



Κώστας Λάνταβος

Επιθυμία

Ήθελα να με συναντήσω ξανά.
Να κάνω την ίδια αρχή,
να τολμήσω τα ίδια πρώτα βήματα
προς το τυφλό παγιδευμένο μέλλον.
Να συλλαβίσω τους ίδιους φόβους,
να τους ξορκίσω με τα ίδια λάθη,
ενδεχομένως πιο επώδυνα
αφού ο πόνος απομακρύνει
τον εφιάλτη του ξυπνητού ονείρου.

Ξόδεψα πολύ χρόνο
να καταλάβω τι είναι ο χρόνος
και τώρα που ξέρω να τον φυλάξω,
δίχως πηδάλιο και χάρτες αρμενίζω
κι έχω για κουπαστή το θόλο της αβύσσου.

Θέλω να με συναντήσω ξανά.
Να δω τα μάτια μου να με κοιτάζουν,
χωρίς να τρέμω τον ερχομό της μέρας
και της αυγής το φωτεινό χαμόγελο.

Αλλά τίποτα δεν είναι εύκολο
σ΄αυτό το λίγο που ζητάω.
Είμαι κι εγώ ένα τοπίο 
που επιστρέφει στην ομίχλη.

Φωτογραφία του τέλους



Γιάννης Πατίλης

Φωτογραφία του τέλους

Εδώ φωτογραφία είναι του τέλους
η θάλασσα γαληνεμένη ο ήλιος δύει 
χρυσίζουν τα νερά λόφοι χαριτωμένοι
κι αυτός ας πούμε εσύ να τα μαζεύεις
τα σύνεργα της γραφικότητας και πάλι
στο δρόμο πίσω σπίτι φιλαράκια
ουζάκια στην αυλή ψάρια στη θράκα
του δειλινού τραβώντας την αυλαία
παρατυχών Τραπεζικός και Ποιητής

Πλην της σκιάς σου αυτής που πάει
στα σίγουρα με το κεφάλι προς τα κάτω
σαν κάτι εκεί να ξέχασε να πάρει 
ή κάποιος να της νεύει απ' το σκοτάδι
από αυτούς που δεν σηκώνουνε κουβέντα
μια προσημείωση κρυφή για τα ως άνω
και να μη μένει αφωτογράφιστο και τ' Άλλο
κάτι η Μαύρη Θάλασσα των Στεναγμών
και προπαντός ο Εύξεινος Πόνος.


25/7/10

Ελένη και Πάρης



Γιώργης Παυλόπουλος 

Ελένη

Πάλι γυμνή στην αγκαλιά του απόψε
όμως ο νους της γύριζε στο άλλο της κρεβάτι.

Πρώτη φορά που ένιωσε τον πόθο του αλλιώτικο
πρώτη φορά την τρόμαζαν ο έρωτας κι η νύχτα.

Χάμω στο πάτωμα τα ξεσκισμένα πέπλα της
κι η τρυπημένη ασπίδα του, παντοτινή ντροπή.

Μα ποιος αποφασίζει για το σώμα της, ποιος φταίει 
που η ομορφιά της θ' αφανίσει αύριο την Τροία;

Και ποιος θεός τους όρισε ν' αγαπηθούν πολύ
κι απ' την αγάπη τους να γίνουν ποίημα του Θανάτου;

***

Πάρις

Τους πήρε ο ύπνος γυμνούς
και ήταν όλη μες στην αγκαλιά του.

Ποτέ άλοτε δεν την πόθησε τόσο πολύ.
Μόνον όταν τον άγγιξε ο Θάνατος.

Χάμω στο πάτωμα τα διάφανα πέπλα της
και δίπλα η τρυπημένη ασπίδα του.

Απ' τα καράβια των Αχαιών ανέβαινε τώρα
η σκοτεινή βοή που θ ' αφάνιζε την Τροία.

Και μέσα στην καταχνιά της κάμαρης
η Αφροδίτη, γριά σκεφιτκή, να τους κοιτάζει.

22/7/10

Θαυμαστικό κι ερωτηματικό



Fernando Pessoa

Ρήσεις 

Η λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή τέχνης,
ισοδυναμεί με ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί.

                                ***

Ξέρω καλά ότι είμαι φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Σας παρακαλώ, ωστόσο, να μην ξεχνάτε ότι φωνή 
βοώντος εν τη ερήμω ήταν αυτή που ανήγγειλε 
τον Σωτήρα.

                                ***

Η όραση είναι η αφή του πνεύματος.

                                ***

Περνώ και είμαι εδώ, όπως το σύμπαν.

                                ***

Η ζωή είναι δισταγμός μεταξύ ενός θαυμαστικού
κι ενός ερωτηματικού. Εν αμφιβολία, βάζουμε τελεία.

                                ***

Απωλέσαμε κάτι κερδίζοντας τον Απολεσθέντα Παράδεισο.

                                ***

Συμβαίνει οι εμπνεύσεις, οι σκέψεις μου, να μου προξενούν
φόβο και σάστισμα: συνειδητοποιώ τότε
πόσο λίγο από τον εαυτό μου μου ανήκει στ' αλήθεια.

                               ***

Η Λισσαβώνα με τα σπίτια της
τα πολύχρωμα,
η Λισσαβώνα με τα σπίτια της
τα πολύχρωμα,
η Λισσαβώνα με τα σπίτια της
τα πολύχρωμα...
Αυτή η συνεχής ποικιλία, καταντά μονότονη.
Όπως εγώ, με το να αισθάνομαι συνεχώς,
άλλο δεν κάνω απ΄το να σκέπτομαι.


Μετάφραση: Αλέξανδρος Βέλιος

18/7/10

Καμπάνια λαπαθιωτική




Ναπολέων Λαπαθιώτης 

Προϋποθέσεις 
ή τα μετά θάνατον

Το φέρετρό μου σανιδένιο
δε θα 'χει καμιάν ομορφιά.
Θα το καρφώσουν μάνι-μάνι,
με τα κοινότερα καρφιά,

κ' ύστερα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ)
θα πάρει σε δυο μέρες δρόμο
για το στερνό μου το τσαρδί...

Θα είναι ο Άγγελος, ο Χάρης, 
ο Κλέων, ο Τάκης, η Λιλή,
ο Γιώργος ο Μυλωνογιάννης,
κι άλλοι πολλοί, πολλοί, πολλοί...

Και την επαύριο θ' αρχινίσουν
κάποιες γραμμές, εδώ κ' εκεί,
-κι αμέσως θα με παραλάβουν
οι κριτικές, κ' οι κριτικοί:

"τεχνίτης", "μουσικός του στίχου",
"πολύ λεπτός αισθητικός",
-αυτά που γράφονται συνήθως
κι αυτά που γράφουν σχετικώς.

"Τύπος ανώμαλος εκφύλου",
"γνωστή και συμπαθής μορφή"...
Μα εμέ για ό,τι θα  μου γράψουν
δε θα μου καίγεται καρφί!

Γιατί από μένα ό,τι θα μείνει
-κ' εκεί που τώρα κατοικεί-,
δεν θ' ασχολείται με τους άλλους,
δε θα διαβάζει κριτική...

Ο φίλτατός μου Πέτρος Χάρης
με σφίξιμο χεριού γερό
θα λέει αράδα στους γνωστούς του.
-Τι φοβερό! τι φοβερό!...

Και παρατώντας τς δουλειές του, 
βιβλία και πολιτική,
τη "Νέα Εστία" και τις "Τέχνες",
θα μου σκαρώσει κριτική!

Μα κι ο Βαγιάνος θα αρχίσει
σ' όλη, γραμμή, την Αττική,
μ' αστούς, μ΄εργάτες, με χωριάτες,
καμπάνια λαπαθιωτική!

Και κυνηγώντας άρον-άρον
θα γράφει μέσα σε καρνέ,
ως και τις γνώμες των γαϊδάρων
της πολιτείας Αχαρναί!


14/7/10

Δε φτάνει ν' αγαπήσεις για ν' αγαπηθείς




Αργύρης Χιόνης

         Για την αλιεία της σελήνης, απαιτείται απεριόριστη επιμονή κι υπομονή, αλλά και αντοχή, κυρίως, στη σίγουρη αποτυχία. Οι φεγγαροψαράδες, οπλισμένοι με απόχη ή αγκίστρι (ή, ακόμα, με κουβά, όταν ψαρεύουν σε πηγάδι), κάθονται, συνήθως, στην όχθη λίμνης γαληνής και περιμένουνε να εμφανιστεί μες στα νερά η σελήνη. Αρχίζει, τότε, η αλιεία που τελειώνει μόνο με το φως της μέρας, όταν η σελήνη αποσύρεται στο σκοτεινό βυθό. Βέβαια, οι απόχες ανασύρονται κενές, τ' αγκίστρια αδάγκωτα, αλλά οι ταγμένοι φεγγαροψαράδες δεν το βάζουν κάτω κι εγκαταλείπουν τον αγώνα μόνον όταν αδειάζει η σελήνη και κρύβεται για να γεμίσει.
          Λένε πως, αν δολώσεις το αγκίστρι με αστέρι, σίγουρα θα 'χεις στο τηγάνι σου φεγγάρι. Πώς όμως να ψαρέψεις εν' αστέρι, αφού τ' αστέρια, ως γνωστόν, δεν καθρεφτίζονται στις λίμνες.

**************
            Αυτός ο άνθρωπος ερωτεύτηκε τη ζωή τουμ' όλη τη δύναμη της ψυχής του κι ακόμα πιο πολύ την αγαπά σχεδόν αφύσικα. Ωστόσο, η ζωή του αδιαφορεί γι' αυτόν τον έρωτα και συστηματικά τον αγνοεί∙ μάλιστα του γυρίζει και την πλάτη.
           Αυτός ο άνθρωπος κοιτά την πλάτη της ζωής του και διαπιστώνει (ακόμα μια φορά) ότι δεν φτάνει ν' αγαπήσεις για ν' αγαπηθείς. 
          Θα μπορούσε να της γυρίσει κι αυτός τον πλάτη. Θα μπορούσε ν' αναζητήσει μιαν άλλη, φιλικότερη ζωή. Θα μπορούσε, πισώπλατα, να της καρφώσει ένα μαχαίρι. Τιποτ' απ' όλ' αυτά δεν κάνει. Μένει ακίνητος, εκεί, κοιτώντας με παράπονο την πλάτη της. 

***************

           Οι μέρες του περνούν δίχως να έρχονται. Αυτός, ωστόσο, ειν' εκεί και τις προσμένει. Εν' αδειανό ορίζοντα κοιτώντας, καρτερεί να υποδεχτεί τις μέρες που, χωρίς να φτάνουν, έχουν κιόλας φύγει.
          Το παρελθόν αυξάνει ιλιγγιωδώς, το παρελθόν ενός αβίωτου παρόντος∙ οι αναμνήσεις μιας άζωης ζωής σωρεύονται, αδιάκοπα, και τον συνθλίβουν.


12/7/10

Στίχοι της Σαπφούς / Versos de Safo...


ΣΑΠΦΩ

όπως το μήλο το γλυκό
που ωρίμασε ψηλά στην άκρη του κλαδιού
-ψηλά, ψηλά στην άκρη-
κι αυτοί που κόψανε τα μήλα δεν το πρόσεξαν
-όχι πως δεν το πρόσεξαν,
μονάχα, δεν μπορούσαν να το φτάσουν...

*

και ποθώ 
και με τρελαίνει ο πόθος...

*

δεν ξέρω πια πού πάω
χωρίστηκα στα δυο...

*

δε γίνεται τον ουρανό ν'  αγγίξω
-δε φτάνουνε τα χέρια μου...

*

ο όμορφος είν' όμορφος όσο καιρό τον βλέπεις
μα ο καλός είν' όμορφος και τώρα και για πάντα

*

αχ, ήρθες, πάνω στη στιγμή που εγώ σε λαχταρούσα
και δρόσισες τα σπλάχνα μου που τα 'καιγεν ο πόθος...


Μετάφραση στη νέα ελληνική: Τασούλα Καραγεωργίου


**************************

SAFO

...como la manzana dulce
que maduró en la más alta rama
-ahí encima, en la punta-
y a los que cogieron las manzanas se les escapó
-no es que se les escapó:
simplemente no podían alcanzarla...
 
*

por un lado tengo anhelos
y por otro los anhelos me enloquecen..

*

no sé más adonde voy
me dividí en dos...

*
no puedo tocar el cielo
mis manos no llegan...

*

lo bello es bello por cuanto lo observas
lo bueno es bello por ahora y para siempre...
 
*

ay, viniste, justo al momento que yo te anhelaba
y refrescaste mi alma que ardía por el deseo...


Traducción al español: Elena Stagkouraki

9/7/10

Δορυφορούμενη

 


Γιώργος Κεντρωτής 

Δορυφορούμενη

Φυλλομετρούσε περιοδικά ποικίλης ύλης
στο παλιατζήδικο -μιας άλλης εποχής, μιας άλλης
κουλτούρας. Κι ήταν σάμπως ψήγματα στερεάς αιθάλης
να μπήγονταν στα νύχια της ματιάς μου, που με σμίλης

ελάξευε αφοσίωση το ψάξιμο της φίλης
μορφής στα εφήμερα δελτία του χρόνου. Θείας άλης
(ως λέγει ο Πλάτων) πόθος με άδραξε, και πεντοζάλης
παράσερνε το στόμα μου στο σώμα της ανθύλης

τον λόγο ν' απευθύνω, που εμβριθώς εμελετούσε
σ' ένα Ρομάντζο του '50 κάποιο του Τσιφόρου 
ευθυμογράφημα. Μα δεν. Τη μοίρα δορυφόρου

ζηλώσας, γύρω απ' τον πλανήτη του σκορπολογούσε
ο πόθος μου τα βέλη του. Πλην απλανώς Εκείνη
μ' εκοίταξε -κι ευθύς το περιοδικό της κλείνει...

5/7/10

Ένας αμετανόητος αντιρρησίας





Το τελευταίο αντίο σε έναν αμετανόητο αντιρρησία

Γράφει η Έλενα Σταγκουράκη

Νομπέλ λογοτεχνίας το 1998, μεταφράσεις έργων του σε 25 γλώσσες, ένα πιστό αναγνωστικό κοινό, διασπαρμένο σε όλον τον κόσμο: όχι και λίγα για έναν άνθρωπο που, όπως έλεγε, δεν είχε καμιά φιλοδοξία και ποτέ δεν είπε ότι θα γίνει κάτι στη ζωή του.

Γενημμένος το 1922 σ’ ένα μικρό χωριό της Πορτογαλίας, ο Ζοζέ Σαραμάγκου πέρασε την παιδική του ηλικία στην πορτογαλική ύπαιθρο, μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια αγροτών και βιώνοντας «το κρύο του χειμώνα, την κάψα του καλοκαιριού και –μερικές φορές– την πείνα». Μαζί μ’ αυτά όμως, έζησε την ομορφιά της φύσης κι έκανε βίωμά του την αρμονία που τη χαρακτηρίζει, περνώντας νύχτες κάτω από δέντρα με τον παππού του, «τον πιο σοφό άνθρωπο» που είχε γνωρίσει στη ζωή του. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο ίδιος δε θα άλλαζε ποτέ, όπως είχε πει σε συνέντευξή του, το παραμικρό στην καταγωγή του. Ο παππούς και η γιαγιά του, χοιροτρόφοι, άνθρωποι απλοί κι αγράμματοι, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Σαραμάγκου, διδάσκοντας κι εμπνέοντάς τον στο σχηματισμό τόσο της προσωπικής του κοσμοθεωρίας, όσο και των ίδιων των λογοτεχνικών του χαρακτήρων.

Ο Σαραμάγκου δεν έλαβε κλασική παιδεία, καθώς, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της οικογένειας, έπρεπε να δουλεύει. Παρακολουθούσε μαθήματα σε νυχτερινή τεχνική σχολή, ενώ τη μέρα εργαζόταν σε συνεργείο αυτοκινήτων. Μόνος του μελετούσε, φιλομαθής καθώς ήταν, στις δημόσιες βιβλιοθήκες, έχοντας αναπτύξει ενδιαφέρον για την ποίηση και τη λογοτεχνία γενικότερα. 

Όσο παράδοξη ήταν η «μέθοδος» εκπαίδευσής του, άλλο τόσο ήταν η πορεία του ως συγγραφέα. Το πρώτο του μυθιστόρημα το εξέδωσε σε ηλικία 24 ετών και μετά από ένα σύντομο διάλειμμα πλέον των τριάντα ετών, επέστρεψε με το δεύτερο βιβλίο του, σε ηλικία 55 ετών. Πιο σημαντικό ακόμα, κατόρθωσε μέσα στα επόμενα 25 χρόνια να καθιερωθεί στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα, απέσπασε το βραβείο Νομπέλ λογοτεχνίας, είδε τα έργα του ν’ ανεβαίνουν στο θέατρο και να μεταφέρονται στη μεγάλη οθόνη, αγαπήθηκε και ταυτόχρονα κατακρίθηκε από δικούς και ξένους όσο ελάχιστοι. Έχοντας συμπληρώσει 87 χρόνια «βιωμένης» ζωής, πράγμα για το οποίο ήταν περήφανος, μας άφησε στις 18 Ιουνίου, αφήνοντας ταυτόχρονα το κενό πίσω του δυσαναπλήρωτο. 


Ο Σαραμάγκου συνήθιζε να λέει: «Ζω μέσα στον κόσμο και αυτό νομίζω ότι είναι το φως που φωτίζει το δρόμο μου». Πράγματι, το μόνο που δεν υπήρξε ο Σαραμάγκου είναι ένας διανοούμενος θωρακισμένος πίσω απ’ το γραφείο και τα χειρόγραφά του, αποκομμένος απ’ τον έξω κόσμο και τα πάθη του. Πάνω απ’ όλα, υπήρξε ον πολιτικό και πολιτικοποιημένο, στοιχείο που βρήκε διέξοδο και στο συγγραφικό του έργο, καθιστώντας τον επίσης συγγραφέα πολιτικό. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1969, δεν κουράστηκε να καυτηριάζει την ανοησία, ανικανότητα και ματαιοδοξία των εξουσιαζόντων, να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου προειδοποιώντας για ένα μέλλον βίαιο και δυσοίωνο (όπως αρμόζει σ’έναν απαισιόδοξα σκεπτόμενο) και να διαλαλεί την ανάγκη γι’ αλλαγή. Δε δίστασε να εξαπολύσει κατ’ επανάληψη προσωπική επίθεση κατά των προέδρων Μπους και Σαρκοζύ και του πρωθυπουργού Μπερλουσκόνι, με τον τελευταίο μάλιστα να εμποδίζει την έκδοση των έργων του συγγραφέα στην Ιταλία. Αν και απαισιόδοξος, και γνωρίζοντας απ’ την καλή και την ανάποδη τη φύση του ανθρώπου και το πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει, ο Σαραμάγκου χαρακτηριζόταν από αγάπη και πίστη στον άνθρωπο. Αυτή η αγάπη είναι διάχυτη στις σελίδες των μυθιστορημάτων του, αλλά εκδηλώνεται και στη «σχέση στοργής» με τους αναγνώστες του. Επίσης, φαίνεται κι από ένα Σαραμάγκου κοινωνικά ευαίσθητο, ο οποίος με την πένα του πολεμούσε ενάντια στην κάθε είδους εκμετάλλευση, τις προκαταλήψεις, το σεξισμό, αλλά και υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος και των ζώων. Εφ’όρου ζωής υπήρξε πολέμιος των ανά την υφήλιο θρησκειών κι Εκκλησιών, οι οποίες κατά τη γνώμη του δεν έφερναν κοντά τους λαούς, αλλά τους απομάκρυναν. Κατέκρινε την Καθολική Εκκλησία, ενώ «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιο» λογοκρίθηκε στην Πορτογαλία, οδηγώντας το συγγραφέα στην αυτοεξορία, στο νησί Λανθαρότε της Ισπανίας. Γενικότερα όμως, παρόλο που το έργο του ήταν αποδεκτό, ο ίδιος υπήρξε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, με τους συμπατριώτες του να τον θεωρούν ψυχρό κι αλαζονικό. Ουδείς προφήτης στον τόπο του: γιατί ν’ αποτελέσει ο Σαραμάγκου εξαίρεση;

Όσο για το λογοτέχνη Σαραμάγκου, πρόκειται για ιδιοφυία: ανατρέπει την ιστορία, διορθώνει το παρελθόν, επεμβαίνει στο μέλλον, κι όλα αυτά με σύμμαχο τις αυθεντικές ιδέες, συνοδοιπόρο την αλληγορία και δάσκαλους… τους χαρακτήρες των έργων του, όντας ο ίδιος «δημιουργός των ηρώων και δημιούργημα δικό τους». Τι να πρωτοπεί κανείς; Να μιλήσει για το φουτουριστικό και δυστοπικό στοιχείο στο έργο του που δημιουργεί ακυρωμένους παραδείσους; Να αναφέρει τον καθολικό χαρακτήρα των βιβλίων του, στα οποία δεν ορίζεται ούτε συγκεκριμένος χώρος, ούτε συγκεκριμένος χρόνος, κάποιες φορές ούτε καν ονόματα; Ή μήπως δε θα συνιστούσε παράλειψη να μην αναφερθεί ο φυσικός τρόπος με τον οποίο ο Πορτογάλος συγγραφέας περιγράφει ακόμα και τα πιο τραγικά και παράλογα συμβάντα, προκαλώντας ένα παραξένεμα που θυμίζει Μπρεχτ και Κάφκα; Να μην προσθέσουμε την πάγια τακτική του Σαραμάγκου να είναι πάντα παρών στα έργα του, τα πανθ’ ορών, ο μόνιμος Αφηγητής και συνδετικός κρίκος των έργων, μη διστάζοντας μάλιστα να παρέμβει ευθέως στην αφήγηση για να σχολιάσει; Για το τέλος έμεινε ν’ αναφερθεί το καλύτερο∙ το μορφολογικό εκείνο χαρακτηριστικό, τόσο ίδιο του Σαραμάγκου, αυτό που κάνει εκείνον ξεχωριστό και τον αναγνώστη δρομέα –θαρρείς– μακρινών αποστάσεων: η ιδιορρυθμία, καλύτερα, η απουσία σχεδόν της στίξης. Η φειδωλή χρήση κόμματος και τελείας (τα μόνα σημεία στίξης στον κόσμο του Σαραμάγκου) ενώνει αφήγηση, διάλογο, μονόλογο και σκέψεις των ηρώων, καθιστώντας τα όριά τους ασαφή, εξού και γοητευτικά. 

 Μη μας παραπλανά όμως το μέγεθός του ως συγγραφέα μυθιστοριογράφου. Ο Σαραμάγκου υπήρξε επιπλέον ποιητής, μεταφραστής, δημοσιογράφος, διευθυντής εφημερίδων, διηγηματογράφος και κριτικός λογοτεχνίας: άλλη μια απόδειξη για ένα πνεύμα ανήσυχο και πολυδιάστατο. Πάνω απ’ όλα, ο Σαραμάγκου υπήρξε σοφός και προφητικός, καθώς πριν μία δεκαετία κιόλας έλεγε: «Κάπου υπάρχει κάποιο λάθος. Δε γίνεται κάποιος να μην πιστεύει σε τίποτε. Σήμερα το μόνο που μας απασχολεί είναι το εφήμερο. Μας ενδιαφέρουν καθόλου οι γενιές που θα έρθουν; Τι είναι ο άνθρωπος αν δε σκέφτεται τα παιδιά του;» Επίσης: «Τα πάντα γύρω μας είναι έτοιμα να εκραγούν και εμείς το μόνο που κάνουμε είναι να προσπαθούμε να τα μπαλώσουμε.» 

Όταν ρώτησαν το Σαραμάγκου, πριν χρόνια, αν φοβάται το θάνατο, απάντησε αρνητικά, προσθέτοντας ότι «η απειλή του τέλους κάνει ενδιαφέρουσα τη διαδρομή». Εξάλλου, γιατί να φοβάται ο Σαραμάγκου το θάνατο; Ήδη έχει κερδίσει την Αθανασία. Εκείνος μας αποχαιρετά: Η φωνή μου «θέλησε να γίνει η ηχώ της φωνής όλων μαζί των ηρώων μου. Δεν έχω, έτσι κι αλλιώς, άλλη φωνή από τη φωνή που έχουν εκείνοι. Συγχωρήστε με αν σας φάνηκε λίγο αυτό που είναι για μένα το παν». 


Αναδημοσίευση από την εβδομαδιαία έκδοση "Διαδρομές" της εφημερίδας "Χανιώτικα Νέα" της 3ης Ιουλίου 2010 (σελ. 18).

3/7/10

Ιζόλδη και νέα ποιήτρια...



Δημήτρης Αρμάος

Καημός της Ιζόλδης

Όσες κι αν άλλαξα υποστάσεις επί αιώνες
Οι προτιμήσεις μου ήταν διαυγείς και χωρίς κόνξες
Είτε μπορούσα να τις απολαύσω είτε όχι
Είτε τις έβρισκα κοντά μου είτε τις φανταζόμουνα

Μόνο σε τούτο τον καιρό πέτυχα έναν Τριστάνο
Ελεύθερο να μ' αγαπήσει κι όπως τον ποθούσα
Προσηλωμένον στη νεότητά του κα σ' εμένα
Πνεύμα ευθύ και τόσο μόνο μες στον κόσμο
Βλέμμα ανεξιχνίαστο κι όλο δυναμισμό
Ένα νταμάρι από αγαστά συντονισμένα μούσκουλα
Που έπαιρνε μπρος και πίσω μου πρωτάθλημα

Μα δε μπορούσε δυστυχώς να με αγοράσει
Δεν ήξερε πως είχα περιορισμένη αυτοδιάθεση
Πως είχα αντίκρισμα απροσέγγιστο τιμή υψηλή
Και πως η εποχή δεν μου προσέφερε       ψεύτη ντουνιά
Παρά μονάχα αποενοχοποιημένα διαλείμματα.


***********************

Νέα ποιήτρια μόνη απόγευμα

Στα μέσα της ο θάνατος οργά
Καλά γραμμένος ή λιγότερο καλά δεν ξέρει
Ο λογισμός του καθενός ποιον νοιάζει
Μα έχει εμπιστοσύνη στ' ατομικά βιώματα
Κι ολίγο κατ' ολίγον έχει λαφυραγωγήσει απ' την ελπίδα όλη 
            σχεδόν την επικράτεια
Γράφει ένα ποίημα το λοιπόν που περιγράφει συνουσία
(Όχι οπωσδήποτε ένα που περιέχει και τη λέξη κλειτορίδα)

Αυτή είναι η πιο διεστραμμένη φράση όμως που διάβασα ποτέ
Όχι γιατί αμφισβητώ τον κουμπαρά των αισθημάτων
Απογοήτευση και προδοσία κι εγκατάλειψη
Αλλά γιατί απεχθάνομαι τα λάθη της ρητορικής
Δεν παίζει τίμια με τη λογική η ρητορική       την κλέβει.