Σελίδες

Μιας στιγμής η έλλειψη


 
Roberto Juarroz

Όχι, δεν μας σκοτώνει μια στιγμή…

Όχι, δεν μας σκοτώνει μια στιγμή,
μα μιας στιγμής η έλλειψη.
Δε μας σκοτώνει μια σκιά,
μα η απουσία η μοιραία μιας σκιάς,
χαμένης πιθανώς στο χάσμα
ετούτης της ασύγκριτης αιωνιότητας
της παράλογης.

Δε μας σκοτώνει η έλλειψη της ζωής,
μα το ζάρι μιας μοίρας γλυκόπικρης 
σε παρτίδα πάνω αόρατη.                    

Δε μας σκοτώνει ο θάνατος∙
μας σκοτώνει ο ερχομός στη ζωή.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

*****************

No nos mata un momento…
 
No nos mata un momento,
sino la falta de un momento.
No nos mata una sombra,
sino la ausencia aleatoria de una sombra,
perdida probablemente en un declive
de esta insensata eternidad despareja. 

No nos mata la falta de la vida,
sino el azar de un claroscuro
que se proyecta sobre una pantalla invisible. 

No nos mata morir:
nos mata haber nacido.


Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Poeticanet, τεύχος 13, Σεπτέμβριος 2010 (http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1285725970&archive=&start_from=&ucat=252&show_cat=252)

28/10/10

Το πένθος της προσδοκίας

 

Αντώνης Ζέρβας

Το πένθος της προσδοκίας

Ποια είν’ η νύχτα που γελά γιατί δεν σκοτεινιάζει
Ποια είν’ η πέτρα που κελαηδεί μαύρη σαν το φεγγάρι

Ποιο είν’ το ψάρι που πονά και δεν αναστενάζει
Ποιος είν’ ο Άραρος της Κελτικής κι ο ποταμός Αδάσπης

Είσαι η κόρη του καιρού, η μάννα του πατέρα
Το φιλητό του Χάροντα στην κεφαλή της τρέλλας.

Ποια μάννα γέννησε ποτέ χωρίς να ξεκορμίσει
Ποια σκέψη έγνεψε το φως χωρίς να κριματίσει

Είσαι το ρόδι του ροδιού, μήλο από μηλώνα
Είσαι ο κάμπος του Βορριά, καύτρα του λουτρικού μου

Είσαι το ρόδο που αηδόνισε μ’ ανθρώπινη φωνίτσα
Είσαι το όνομα και η φυλή, βαθυκυματοδρόμα ρίζα.


25/10/10

Η ιστορία του Χαρίδημου (από τον Ερωτόκριτο)

 

Βιτσέντζος Κορνάρος


Ερωτόκριτος
(στ. 600 -766, Κεφάλαιο Β’)


Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του,
και τη ζωήν τση μοναξάς αγάπα κ' ήρεσέ του.
Mα, σαν οπού, πολλές φορές, αυτείνοι οι περισσάροι
κομπώνουνται, και πιάνουνται στο δίκτυ σαν το ψάρι,
περνώντας μιά ταχτερινή, θωρεί μιάν πλουμισμένην,
μιάν αγγελοσγουράφιστην, ροδοπεριχυμένην.
Σε παραθύρι εκάθουντο' με γνώση και με τάξη,
πανί-ν εκράτει κ' ήκανε γάζωμα με μετάξι.
Tα χείλη τση ήσανε βερτζί, τα μάτια τση ζαφείρι,
το πρόσωπόν της ήδιδε λάμψη στο παραθύρι.
Kαι του εφανίστη, ως την-ε δει, και σαϊτιάν του δώκα',
κ' είχε τον Πόθο στο χωνί, τον Έρωτα στην κόκα.
Πάραυτα η γνώμη του ήλλαξε, και τη βουλήν την πρώτη
ήριξε, κ' εσκλαβώθηκεν η τρυφερή του νιότη.
Δεν είχ' εκείνον τον καιρό ουδέ κύρην, ουδέ μάνα,
αμ' ήτον ολομόναχος, γιατί κ' οι δυό αποθάνα'.
Δεν ήτον ποιός να του μιλεί και να τον-ε διατάσσει,
να του αλαφρώσει ο λογισμός, κι ο πόνος να περάσει•
μα ολημερνίς κι οληνυκτίς αναπαημό δεν έχει,
κ' εκείνην, οπού αγάπησε, με προθυμιά ξετρέχει•
και μ' όλο που στην αρχοντιάν και πλούτη δεν του μοιάζει―
ο Πόθος τούτο δε θωρεί, η Aγάπη δε λογιάζει
(σ' έτοιες δουλειές, ο Έρωτας κατέχει και σπουδάζει,
γίνεται προυκανάδοχος, και γλήγορα τα σάζει)―
αγαπηθήκασι κ' οι δυό, κι ο είς τον άλλο θέλει,
κ' ετούτα κάνει τα συχνιά το πίβουλο κοπέλι.
Eκέρδεσε τους κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη,
στον Kόσμον έτοια Πεθυμιά και Σμίξη δεν εγίνη.
Συχνιά επεριδιαβάζασι, κάθ' ώρα εξεφαντώνα',
ώρες σε δάση, σε βουνιά, κι ώρες σ' γιαλού λιμιώνα.
Mα πλιά συχνιά παρά ποθές, στην Ίδα εκατοικούσαν,
κείνον τον τόπο ορέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν.
Eκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια,
χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια,
δέντρη μ' ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια,
μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια.
Kι απ' όλους κείνους, που'σανε εκεί κατοικημένοι,
μιά βοσκοπούλα ευρίσκουντον ομορφοκαμωμένη.
Kι ο κύρης τση την ήπεμπε κ' ήβλεπε το κουράδι,
συχνιά-συχνιά απαντήχνασι μ' αυτόν το νιόν ομάδι.
O οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι,
κι ως του'χε λάχει να το δει, δεν τ' άφηνε να φύγει.
Aγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι,
κι όμοιον του δοξαράτορα δεν ήκαμεν η Kρήτη.
Ποτέ του δεν ηθέλησεν, όντε κι αν του απαντήξει,
να τση μιλήσει όντε τη δει, και σπλάχνος να τση δείξει.
Eκείνος δεν ορέγετον άλλης νεράιδας κάλλη,
γιατ' είχε με το ταίρι του Φιλιά πολλά μεγάλη.
M' ανάθεμά την, τη ζηλειά με τα καλά τά κάνει,
πόσους καημένους λογισμούς στο νουν του ανθρώπου βάνει!
Ήρχισεν η εφόρεση τα μέλη να πληγώνει,
τα λογικά να τυραννά, και στην καρδιά να σώνει.
Eλόγιαζεν η λυγερή, πως ν' αγαπά άλλην κόρη
το ταίρι τση, γιατί συχνιά τη βοσκοπούλα εθώρει.
K' εις αφορμήν την ήριχτεν εκείνο τό λογιάζει,
εμπήκε σε πολλή ζηλειά, γιατί το πράμα μοιάζει.
Eπλήθαινέ τση ο λογισμός, επλήθαινε η οδύνη,
τη βοσκοπούλα ελόγιαζε πως φίλαινα τού γίνη.
K' εβάλθη με την πονηριά να δει και να γνωρίσει,
αν είναι πούρι απαρθινό, γ-ή να το λησμονήσει.
Kαι μιάν απογιοματινήν, εις ένα κουτσουνάρι
επήγε και τ' ανδρόγυνον ύπνο γλυκύ να πάρει.
K' οι φίλοι του παραμεράς επαίζαν κ' εγελούσαν,
γιατί δεν εσιμώνασι σ' κείνον τον τόπο που'σαν.
Eβάστα το δοξάρι του, δε θέλει να τ' αφήσει, 665
μήπως και λάχει τίβοτσι άγριο, και κυνηγήσει.
Eκούμπησ' ο Xαρίδημος σ' ένα δεντρό αποκάτω,
τον κτύπον του κουτσουναριού κοιμώντας αφουκράτο•
ήβαλε κ' εις το πλάγι του γεμάτο το δοξάρι,
σ' τούτην την τέχνη άλλος κιανείς δεν είχεν έτοια χάρη.
O νόστιμος κιλαδισμός, που τα πουλάκια εκάναν,
και το μουρμούρι του νερού, σ' γλυκότη τον εβάναν,
κ' ύπνος τον αποκοίμισε. K' η λυγερή τής φάνη
πως είν' καιρός να τον-ε δει, ξυπνώντας ίντα κάνει.
Γιατί παρέκει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι,
η βοσκοπούλα μοναχή ήβλεπε το κουράδι.
Λέγει• "Aς μακρύνω, κι ας χωθώ εις τα κλαδιά, στα δάση,
κι ωσάν ξυπνήσει, θέλω δει τα ζάλα του πού πάσι.
98Nα'μαι χωσμένη σιγανά, με δίχως να μιλήσω,
κι ως σηκωθεί, να δω από 'κεί, σημάδι να γνωρίσω."
Eμπήκε μέσα στα κλαδιά, τινάς δεν την κατέχει,
εχώστη, δεν εφαίνουντον, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι με τρομάμενην καρδιάν ήστεκε να γνωρίσει,
αν είναι αλήθεια τά πονεί, και τά τση δίδουν κρίση.
K' εκεί, οπού εκοιμάτονε ο νιότερος, του φάνη
πως ήρθαν πόδια λιονταριού, και την καρδιάν του πιάνει.
Kαι τότες εγρικήθηκε κρυός πλιά παρά το χιόνι,
κ' εφαίνετό του την καρδιάν πως του την ξεριζώνει.
Tρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη,
το ταίρι του αναζήτησε, στ' άρματα επαραδόθη.
Kαι το δοξάρι παρευθύς επιάσεν εις τη χέρα,
δειλιά ίντα να του μέλλεται εκείνην την ημέρα.
Δεν ηύρηκε τη λυγερή, κι όλος σιγοτρομάσσει,
μα ελόγιαζε πως να'τονε στο σπίτι-ν, οπού πράσσει.
Kαι προς τα δάση πορπατεί, τοπώνει, και ξανοίγει,
ο-για να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι.
Θωρεί, εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα',
λάφι, γ-ή αγρίμι ελόγιαζε πως να'τονε σ' εκείνα,
και τη σαΐτα εκόκιασε ζιμιό την ώρα εκείνη.
Ώφου κακόν οπού'καμε, ώφου αδικιά οπού εγίνη!)
Ήτονε τόσο γλήγορος να σύρει το βελτόνι,
και να το πέψει στο κλαδί, που τέτοια κάλλη χώνει,
οπού δεν είχε η λυγερή καιρό σκιάς να γυρέψει
παρέκει τόπο να χωστεί και να μετασαλέψει.
K' ευρίσκει την η σαϊτιά στα μαρμαρένια στήθη,
κι αν ήσυρε και δαμινή φωνή, δεν εγρικήθη.
Kαι φαίνετ' εξεψύχησε, με δίχως να φωνιάξει.
(Aνάθεμα το λογισμόν και τση ζηλειάς την πράξη!)
Eγρίκησε απ' το χέρι του, το πως κυνήγι εγίνη,
και πως το κρέας επλήγωσε με τη σαΐτα εκείνη.
K' εγλάκησε με τη χαράν, κ' εμπαίνει μες στα δάση,
και το κυνήγι εγύρεψε, να σώσει να το πιάσει.
Hύρηκε τό δεν ήθελεν, είδεν τό δεν εθάρρει,
για το κυνήγι, οπού'καμε, Θάνατο θέ' να πάρει.
Hύρηκε τήν πολυαγαπά κρυάν και ματωμένη.
Eίχε πνοήν, κ' εμίλησε, κ' είπεν του κι αποθαίνει,
κ' επήρεν τέτοιο Θάνατο, για ν' αγαπά περίσσα.
Kι ως το'πεν, εξεψύχησε, τα μάτια τση εσφαλίσα'.
Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, ετρόμαξε κ' εχάθη,
και μοναχός του να σφαγεί κείνη την ώρα εβάλθη.
Kαι τόσα η πρίκα κι ο καημός τον κρίνει και παιδεύγει,
οπού να πάρει Θάνατο με τ' άρματα γυρεύγει.
Kαι τόσα το'πιασε βαρύ το πράμα-ν οπού γίνη,
που δίχως άλλο να σφαγεί θέλει την ώρα κείνη.
Mα'ρθαν και τον ευρήκασιν οι μπιστικοί του φίλοι,
πριχού να κάμει η χέρα του ό,τ' είπασι τα χείλη.
Kι ως είδαν το ανεπόλπιστον, εκλάψα', ελυπηθήκα',
κι αρχίσα' να παρηγορούν του φίλου τως την πρίκα,
και ξόμπλια μυριαρίφνητα, πολλά'μορφα του λέσι,
καταδικάζουσίν τον-ε να βλέπεται μη φταίσει,
μηδέ θελήσει να σφαγεί, μη βουληθεί έτοιο πράμα,
μ' ας δείξει στ' ανεπόλπιστον, ωσάν και κι άλλοι εκάμα'.
Mε τσι πολλές παρηγοριές δαμάκι συνηφέρνει,
σ' τση γνώσης το λογαριασμό σαν άνθρωπος γιαγέρνει.
K' ήβαλε μες στο λογισμό να ζει να τση δουλεύγει,
και με τα δώρα της αντρειάς να την-ε κανισκεύγει.
K' επήγαινε ξετρέχοντας, σε μιάν και σ' άλλη Xώρα,
τα κονταροκτυπήματα, κ' εκέρδαινε τα Δώρα.
K' εκείνα οπού του δίδασι, πλέρωμα της αντρειάς του,
επήγαινε κ' εκρέμνα τα στο μνήμα τση Kεράς του.
Kαι μετ' αυτά τα κέρδητα ωσά θεράπιο βρίσκει,
κ' ήπαιρνε ωσάν παρηγοριάν, παίρνοντας το κανίσκι.
Kι ως ήκουσε κ' εγίνετο στη Xώραν την Aθήνα
τέτοιο κονταροκτύπημα, η όρεξη τον εκίνα,
να πάγει μαύρος, σκοτεινός, να κονταροκτυπήσει
για την Kεράν του, οπού'χασε, κι όλπιζε να νικήσει.
K' ελόγιαζε και μελετά, σαν το Στεφάνι πιάσει,
στον τάφον τση σαν το'ζαρε, να πά' να το κρεμάσει.
Ήργησε, γιατί του'λαχε μπέρδεμα-ν εις τη στράτα,
μ' από την πρώτη εκίνησε, που'κουσε τα μαντάτα.
Xαρίδημος εκράζετο, αντρειάν και χάριν έχει,
και πάντα εκεί που πολεμά, στράφτει, βροντά, και βρέχει.
Σπίθες σιδέρω', αίμα κορμιών εβγάνει, όπου μαλώσει,
και βροντισμούς και ταραχές η δύναμή του η τόση.
Eίχε κι αυτός στην κεφαλήν ένα Kερί σβημένο,
τον άνεμον ανάδια του ήδειχνε φουσκωμένο.
Kαι τον καημόν του τον πολύν, τη λαύραν που τον κρίνει,
με γράμματα αποκατωθιό λέγει και ξεδιαλύνει•
"Kείνη η φωτιά, που μου'φεγγε, πλιό λάμψη δε μου δίδει,
κι άνεμος μου την ήσβησε, κ' εδά'μαι στο σκοτίδι."
Πολλοί τον εγνωρίζασι, πεζοί και καβαλάροι,
φωνιάζουν• "Eδά επρόβαλε τση Kρήτης το λιοντάρι!
Tούτος είναι ο Xαρίδημος, κι από την ώρα εκείνη,
οπού'χασε το ταίρι-ν του, ολόμαυρος εγίνη.
Kι α' ζήσει χρόνους εκατό, πλιό του δε θέ' ν' αλλάξει,
'πειδή κ' η Mοίρα του ήθελε, έτσι να τον πειράξει."

 

23/10/10

Απ' το Νότο ως το Βορρά...



Θάνος Μικρούτσικος και Χρήστος Θηβαίος 
στο Σταυρό του Νότου:
ένα ντουέτο...εκρηκτικό! 

Όταν ο ερμηνευτής συναντά τον συνθέτη, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι δυνατό. Σε μια ατμόσφαιρα ζεστή κι οικεία (ακόμη και για όσους δεν τους είχαν απολαύσει το 2001), οι δύο καλλιτέχνες διοχετεύουν στην παράσταση όλο το πάθος τους και την αγάπη τους για τη μουσική με έναν τρόπο μοναδικό, όπως μόνο εκείνοι ξέρουν. Κοινό και καλλιτέχνες γίνονται ένα, μέσα σ' ένα μελωδικό παραλήρημα που προκύπτει απ' την άριστη κι αβίαστη επικοινωνία σκηνής-κοινού. Μια απολαυστική παράσταση, με την πληθωρική παρουσία του Μικρούτσικου και τη θαυμαστή ερμηνευτική ποιότητα του Θηβαίου.

Έλενα Σταγκουράκη,
Αθήνα, 23.10.2010

21/10/10

Ana Moura - Vou Dar De Beber À Dor




"Vou Dar De Beber À Dor" από μια άκρως θηλυκή ερμηνεύτρια των fados.

Ποιητής και μυθιστοριογράφος


ΓΟΥΙΣΤΑΝ Χ. ΩΝΤΕΝ / Γ. ΝΙΚΑΣ

Ο μυθιστοριογράφος

Φορώντας το ταλέντο τους σαν λαμπερή στολή,
οι ποιητές κρατάνε τη γνωστή σ’ όλους σειρά τους.
Με κεραυνούς και μ’ αστραπές μάς κόβουν τη χολή,
πεθαίνουν νέοι, ή μοναχοί περνάν τα γερατειά τους.

Μπροστά μπορούν να ορμήσουν σαν ουσάροι. Αυτός
πρέπει το παιδικό του να ξεχάσει δώρο, να ’ναι
αδέξιος, κακομούτσουνος και βαρετός
ώστε στο διάβα του οι περαστικοί να μη γυρνάνε.

Για την εκπλήρωση της πιο μικρής του επιθυμίας
πρέπει να γίνει ενσάρκωση της τέλειας ανίας,
να γίνει σκλάβος του έρωτα, να ’ναι με τους δικαίους

δίκαιος, αλλά πιο χυδαίος από τους χυδαίους,
και πάνω στο ασήμαντο το πρόσωπό του να
τραβήξει αγόγγυστα όλα των ανθρώπων τα δεινά.


(Το είδαμε στο "Παμπάλαιο νερό" και μας άρεσε πολύ...)

Μαγδαληνή




Ντίνος Χριστιανόπουλος

Μαγδαληνή

Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα τακτική στα κηρύγματά του
πούλησα κι ένα κτηματάκι της θειας μου για να τον ακολουθήσω.
Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,
στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες∙
κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι άγνωστοι.
Κι όμως μέσα σ’ αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του.
Μήνες για χάρη του έτρεχα απ’ το Ναό στο λιμάνι
κι απ’ την πόλη στο Όρος των Ελαιών.

Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση.
Για ένα βάζο αλάβαστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.
Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.
Μ’ αυτό το μύρο θ’ αλείψω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.

Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,
ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.
Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα είναι για την αγάπη του∙
κι αν μαρτυρήσω γι’ Αυτόν, θα ‘ναι η αγάπη του που θα μ’ εμπνέει.
Γιατί, κύριε, ο έρωτας μου ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια
κι ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σα σύμβολο
εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν «ότι ηγάπησαν πολύ».


16/10/10

Από τον Μεγάλο Ερωτικό


 
(Το παρακάτω απόσπασμα από το Άσμα Ασμάτων βρίσκεται στα 2.13 λεπτά του βίντεο.) 
 

Ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου...

 


Από το "Άσμα ασμάτων"

Θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου,
ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου∙
ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος∙
περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς∙
ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην,
καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν. 


*************
 
Βάλε με σφραγίδα στην καρδιά σου,
ωσάν σφραγίδα στο μπράτσο σου∙
είναι δυνατή η αγάπη σαν το θάνατο
και σκληρός ο πόθος σαν τον άδη∙
οι σπίθες της είναι σπίθες της φωτιάς,
φλόγα του Θεού.
Νερά ποτάμια δεν μπορούν
να σβήσουν την αγάπη.


Από το "Άσμα ασμάτων", μεταγραφή: Γιώργος Σεφέρης

13/10/10

Χάικου

 
Matsuo Basho


Βγες έξω να δεις
πώς ανθίζουν τα λουλούδι α
στη φτώχεια.

***********

Στο φως της μέρας,
η πυγολαμπίδα είναι ένα έντομο
όπως όλα.

***********

Όπου να 'ναι θα πεθάνει το τζιτζίκι.
Μόνο η φωνή του 
δε φαίνεται ν' ανησυχεί.

***********
Νυχτώνει.
Οι μοναχοί στηρίζουν τα χέρια τους στα γόνατα
κι ανατέλλουν ξυρισμένα κεφάλια.

***********

Κάποτε κάποτε, τα σύννεφα
θέτουν εκτός υπηρεσίας
τους ρεμβαστές του φεγγαριού.


Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας


Περασμένα μεσάνυχτα

 


Οδυσσέας Ελύτης

Περασμένα μεσάνυχτα


Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή


Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ' ασημένιο πρόσωπο∙ άγιοι
Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά
Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι
Και ύστερα;
                Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν
Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν' αρμοστούν αγωνίζονται ώστε
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...


Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή


Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ΄ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός. Προεξέχουν μόνο
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
                           μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα 'ναι φαίνεται ότι
Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω


Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή


Κοιμούνται οι άνθρωποι στο 'να τους πλευρό, τ' άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να 'ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.

6/10/10

Ο σκορπιός



Christa Reinig 

Σκορπιός 

Ήταν ήπιος και φιλικός. Τα μάτια του σμιχτά. Σημάδι πονηριάς. Τα φρύδια του πάνω απ’ τη μύτη ενωμένα. Σημάδι εριστικότητας. Η μύτη του μακριά και μυτερή. Σημάδι αστείρευτης περιέργειας. Οι απολήξεις των αφτιών του τριχωτές. Σημάδι ροπής προς το έγκλημα. «Γιατί δε βγαίνεις έξω, στους ανθρώπους;» Τον ρώτησε κάποιος. Εκείνος κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και παρατήρησε μια έκφραση απεχθή γύρω απ’ το στόμα. «Δεν είμαι καλός άνθρωπος» είπε. Βυθίστηκε στα βιβλία του. Σαν τα διάβασε όλα και τέλειωσαν τα αποθέματά του, έπρεπε αναγκαστικά να βγει έξω στους ανθρώπους, για ν’ αγοράσει ένα βιβλίο καινούριο. Ας ελπίσουμε ότι δε θα συμβεί καμιά καταστροφή, σκέφτηκε και βγήκε έξω στους ανθρώπους. Μια γυναίκα τού μίλησε και τού ζήτησε να της αλλάξει ένα χαρτονόμισμα. Καθώς η μυωπία της ήταν μεγάλη, έπρεπε να πάρει και να δώσει νομίσματα κάμποσες φορές. Ο σκορπιός σκέφτηκε τα μάτια του, τα σμιχτά, κι αρνήθηκε το κέρδος του με πονηριά ν’ αυξήσει. Στο τραμ μέσα, τον πάτησε ένας άγνωστος και τον έβρισε σε μια γλώσσα ξένη. Ο σκορπιός σκέφτηκε τα ενωμένα φρύδια του και προτίμησε να ερμηνεύσει τις βρισιές –τις οποίες ούτως ή άλλως δεν καταλάβαινε– ως παράκληση για συγχώρεση. Αποβιβάστηκε και είδε μπροστά του στο πεζοδρόμιο ξεχασμένο ένα χαρτοφύλακα. Ο σκορπιός σκέφτηκε τη μύτη του και δεν έσκυψε, ούτε γύρισε καν να δει. Στο βιβλιοπωλείο βρήκε ένα βιβλίο. Πόσο θα το ήθελε δικό του! Ήταν όμως πολύ ακριβό. Θα χωρούσε άνετα στην τσέπη του παλτό του. Ο σκορπιός σκέφτηκε τις απολήξεις των αφτιών του και γύρισε το βιβλίο στη θέση του, στο ράφι. Διάλεξε κάποιο άλλο. Περιμένοντας για να πληρώσει, παραπονέθηκε ένας βιβλιόφιλος: «Το βιβλίο αυτό είναι το βιβλίο που ψάχνω εδώ και χρόνια. Και τώρα μου το παίρνει κάποιος άλλος.» Ο σκορπιός σκέφτηκε την έκφραση την απεχθή γύρω απ’ το στόμα του και είπε: «Ορίστε, δικό σας το βιβλίο. Σας το παραχωρώ.» Ο βιβλιόφιλος έβαλε σχεδόν τα κλάματα. Έσφιξε με τα δυο του χέρια το βιβλίο πάνω στο στήθος του κι έφυγε. «Αυτός είναι καλός πελάτης» είπε ο βιβλιοπώλης, «αλλά θα κάνουμε κάτι και για εσάς». Τράβηξε απ’ το ράφι το βιβλίο που ο σκορπιός τόσο ήθελε για δικό του. Ο σκορπιός τον αποθάρρυνε: «Το συγκεκριμένο είναι πολύ ακριβό για την τσέπη μου.» «Μάλλον όχι και τόσο» απάντησε ο βιβλιοπώλης, «μια τέτοια, αξιαγάπητη πράξη αξίζει ανταπόδοση. Δώστε μου ό,τι νομίζετε εσείς.» Ο σκορπιός έβαλε σχεδόν τα κλάματα. Έσφιξε με τα δυο του χέρια το βιβλίο πάνω στο στήθος του και, καθώς δεν είχε κάτι άλλο ελεύθερο για ν’ αποχαιρετήσει το βιβλιοπώλη, πρότεινε το κεντρί του. Ο βιβλιοπώλης έσφιξε το κεντρί κι έπεσε στο πάτωμα νεκρός.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Ένα Μπονζάι της 15ης Αυγούστου από το ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του Πλανοδίου.
(http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com)


4/10/10

Ευτυχία Παπαγιανοπούλου



Στίχοι: Αντώνης Παπαϊωάννου
Μουσική:Σπύρος Κουρκουνάκης  

12 Οκτ. παρουσίαση βιβλίου στον Ιανό για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

Τι καιροί....


 
Arthur Rimbaud

*************

Τι καιροί, τι πύργοι!
Ποια ψυχή ακριμάτιστη έχει μείνει;

Μαγική έχω γράψει πραγματεία
Για την αναπόδραστη ευτυχία.

Καλώς τη, λέω κάθε φορά
Που το γαλατικό κοκόρι τραγουδά.

Αχ! τίποτα πια δεν με τραβά:
Εκείνη τη ζωή μου κυβερνά.

Ψυχή και σώμα μού σκλαβώνει
Κάθε προσπάθειά μου τη σαρώνει.

Τι καροί, τι πύργοι!

Αλίμονο! αν η ευτυχία μ' αφήσει
Η ώρα του θανάτου δεν θ' αργήσει.

Τι καιροί, τι πύργοι!


Από το "Μια εποχή στην κόλαση".

Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης