Σελίδες

Ο ρυθμός του κόσμου...


Γεώργιος Βιζυηνός

Στίχοι του Φρενοκομείου  

Μεσ’ στα στήθια η συμφορά 
σαν το κύμα πλημμυρά, 
σέρνω το βαρύ μου βήμα 
σ’ ένα μνήμα!  

Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά 
που εχαιρόμουν μια φορά 
έτσι σε μιαν ώρα..
μεσ’ σ’ αυτήν την χώρα 
όλα άλλαξαν τώρα!  

Κι απο τότε που θρηνώ 
το ξανθό και γαλανό 
και ουράνιο φώς μου, 
μετεβλήθη εντός μου 
και ο ρυθμός του κόσμου.  

Μεσ’ στα στήθια η συμφορά 
σαν το κύμα πλημμυρά, 
σέρνω το βαρύ μου βήμα 
σ’ ένα μνήμα…  

Τον σταυρό τον αψηλό 
αγκαλιά γλυκοφιλώ 
το μυριάκριβο όνομά της 
κι απ’ τα χώματά της  

η φωνή της η χρυσή 
με καλεί “έλα και σύ 
δίπλα στο ξανθό παιδί σου 
και κοιμήσου!”

14/12/10

Πάντα υπάρχει η Σαμαρκάνδη



Γιώργος Χαβουτσάς

Πάντα υπάρχει η Σαμαρκάνδη...

Πάντα υπάρχει η Σαμαρκάνδη.

Κι αν τα μάτια σου στρέφονται αλλού
σε τόπους άγνωστους ως τώρα
για τις συντεταγμένες του χάρτη
σε κάποιο πρόσωπο που αποσπά την προσοχή
χωρίς να το αξίζει

πάντα υπάρχει η Σαμαρκάνδη

κι απ' των μαντατοφόρων της τις αντηχήσεις
απ' τους τεράστιους υπόγειους εξάντες
συνεχώς αναπηδά το δίκαιό της
το δίκαιό της, μα το θεό:
τους ανθρώπους κι αν πάρει ο θάνατος
στο τέλος πάντα απ 'τις μάταιες πράξεις τους
να μένει κάτι.

Σαμαρκάνδη, 14/8/2000

12/12/10

Όταν μου λέγανε τα όνειρα ταξίδευε, ταξίδευα...

 


Κική Δημουλά

Μεσιτείες

Με γυροφέρνει η άνοιξη,
αλλά εγώ άλλη φορά
πορεία δεν αλλάζω για ένα έαρ.
Ας μοιάζει μ' όκτιδήποτε το σούρουπο.
Δε θα ποτίζω με το αίμα μου ομοιότητες.
Τα όνειρα που είδα
αποδειχτήκαν ανυπόληπτα:
πήγαν και μ' άλλους ύπνους.
Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε
ταξίδευα
κι 'οταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε
περίμενα.
Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά.

Με γυροφέρνει από χθες η άνοιξη.
Μια νεραντζιά με κοίταξε
με διάθεση υπόπικρη
και μου 'κλεισε το δρόμο
μια μυρωδιά επιστροφής.
Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη:
για να μου δώσει ένα Μάιο παλιό,
μαζί και με τις νεραντζιές,
για να μου δώσει κυρίως τη μορφή,
που στη μεταφορά της
από σταθμό της λήθης σε σταθμό
χτυπήθηκε στα μάτια και στο στόμα
-γι' αυτά πληρώνεις-,
μου παίρνει ένα μέλλον.


11/12/10

Συνομιλία μας με τον Φλόριαν Μάιμπεργκ...


Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ (F­l­o­r­i­an M­e­i­m­b­e­rg): Συ­νέν­τευ­ξη στὸ

«Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι»

Μιὰ συ­νο­μι­λί­α τῆς Ἕ­λε­νας Σταγ­κου­ρά­κη μὲ τὸ δη­μι­ουρ­γὸ τῶν «μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν» Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ (F­l­o­r­i­an M­e­i­m­b­e­rg), γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο «Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι»

 

ΣΕ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΤΟΥ ἀ­π’ τὴ δου­λειά, συ­ναν­τή­σα­με τὸν Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ, προ­κει­μέ­νου νὰ τοῦ θέ­σου­με κά­ποι­α ἐ­ρω­τή­μα­τα σχε­τι­κὰ μὲ τὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» του. Φι­λι­κός, ἄ­νε­τος κι ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος πλέ­ον μὲ τὸ ρό­λο του ὡς συ­νεν­τευ­ξι­α­ζό­με­νου, δέ­χτη­κε εὐ­χα­ρί­στως νὰ ἀ­παν­τή­σει τὶς ἐ­ρω­τή­σεις μας καὶ νὰ μᾶς πα­ρου­σιά­σει τὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» του ἀ­π’ τὴ δι­κή του σκο­πιά.


Ε.Σ: Πῶς βι­ώ­νε­τε τὴ σχέ­ση σας μὲ τὴ λο­γο­τε­χνί­α; Ξε­κι­νή­σα­τε νὰ γρά­φε­τε, ἔ­χον­τας κα­τὰ νοῦ ὅ­τι οἱ «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» συ­νι­στοῦν λο­γο­τε­χνι­κὰ κεί­με­να ἢ πρό­κει­ται —του­λά­χι­στον σὲ πρῶ­το στά­διο— γιὰ κά­τι ποὺ προ­έ­κυ­ψε, μιὰ ἀ­λή­θεια ὑ­πο­συ­νεί­δη­τη; 
 Φ.Μ: Ἀ­νέ­κα­θεν ἔ­γρα­φα, καὶ μά­λι­στα μ’ εὐ­χα­ρί­στη­ση, ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν δὲν ἐ­πρό­κει­το γιὰ λο­γο­τε­χνί­α. Γρά­φω ἐ­πί­σης πο­λὺ στὸ πλαί­σιο τῆς δου­λειᾶς μου, ὅ­που μά­λι­στα πρέ­πει νὰ ἀ­φη­γοῦ­μαι μὲ τὴ μέ­γι­στη δυ­να­τὴ συν­το­μί­α. Ὡ­στό­σο, ἡ συγ­γρα­φὴ τῶν «μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν» εἶ­ναι μιὰ ἀ­πό­λυ­τα συ­νει­δη­τὴ προ­σπά­θειά μου νὰ ἀ­σχο­λη­θῶ μὲ τὴν ἀ­φή­γη­ση, κα­τὰ τρό­πο σὲ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­πτω­ση δι­α­φο­ρε­τι­κό. Πρό­κει­ται, ἐ­πι­πλέ­ον, γιὰ ἐ­πί­πο­νη δι­α­δι­κα­σί­α, κα­θὼς ὑ­πάρ­χουν φο­ρὲς ποὺ ἡ ὁ­λο­κλή­ρω­ση μιᾶς τέ­τοι­ας ἱ­στο­ρί­ας, ἂν καὶ –ἢ ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δή– εἶ­ναι τό­σο μι­κρή, δια­ρκεῖ πο­λὺ και­ρό. Τὸ ἐ­ρέ­θι­σμα μπο­ρεῖ νὰ δο­θεῖ μιὰ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στιγ­μή, ὅ­μως τυ­χαί­νει ἱ­στο­ρί­ες νὰ βρί­σκον­ται στὸ στά­διο τῆς ἐ­πε­ξερ­γα­σί­ας γιὰ πο­λὺ και­ρὸ πρὶν τὴν δη­μο­σί­ευ­σή τους στὸ t­w­i­t­t­er.
 
Ε.Σ: Πῶς προ­έ­κυ­ψε ἡ ἰ­δέ­α γιὰ τὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες»; Προ­η­γή­θη­κε τὸ t­w­i­t­t­er ἢ ἡ ἰ­δέ­α; Τὸ μέ­σο ἢ τὰ κεί­με­να; 
 Φ.Μ: Τὰ μέ­σα ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας καὶ ἡ τε­χνο­λο­γι­κὴ πρό­ο­δος στὸν το­μέ­α αὐ­τὸ μὲ ἐν­δι­έ­φε­ραν πάν­τα. Ἔ­τσι, γρή­γο­ρα συμ­πά­θη­σα κι ἐ­ξοι­κει­ώ­θη­κα μὲ τὸ t­w­i­t­t­er. Πρό­κει­ται γιὰ μέ­σο ποὺ πα­ρέ­χει τὴ δυ­να­τό­τη­τα πα­ρα­γω­γῆς κει­μέ­νων σὲ μιὰ πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα μορ­φή. Κά­ποι­α στιγ­μὴ εἶ­χα τὴν ἰ­δέ­α νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τὸ μέ­σο αὐ­τὸ γιὰ νὰ γρά­ψω λο­γο­τε­χνι­κὰ κεί­με­να σ’ αὐ­τὴν τὴ νέ­α μορ­φὴ τῶν 140 χα­ρα­κτή­ρων. Ἔ­τσι γεν­νή­θη­καν οἱ «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες».
 
Ε.Σ: Θε­ω­ρή­σα­τε λοι­πὸν ὅ­τι τὸ t­w­i­t­t­er προ­σφέ­ρει δυ­να­τό­τη­τες ποὺ ἄλ­λα μέ­σα δὲν προ­σφέ­ρουν; Θὰ μπο­ρού­σα­τε, μέ­σῳ αὐ­τοῦ, νὰ ἐ­πι­τύ­χε­τε στό­χους ποὺ δὲν θὰ ἦ­ταν ἐ­φι­κτοὶ μὲ ἄλ­λα μέ­σα; 
 Φ.Μ: Δὲν εἶ­ναι τό­σο οἱ δυ­να­τό­τη­τες ποὺ προ­σφέ­ρει τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο μέ­σο, ὅ­σο –θὰ ἔ­λε­γα– οἱ πε­ρι­ο­ρι­σμοὶ ποὺ αὐ­τὸ ἐ­πι­βάλ­λει ποὺ κά­νουν τὴ δι­α­φο­ρά. Κι αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ συ­ναρ­πα­στι­κὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ t­w­i­t­t­er. Θε­ω­ρη­τι­κὰ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ εἶ­χα τὴν ἰ­δέ­α νὰ γρά­ψω κεί­με­να 140 μό­λις χα­ρα­κτή­ρων καὶ χω­ρὶς τὸ t­w­i­t­t­er. Δὲ συ­νέ­βη ὅ­μως αὐ­τό. Εἶ­ναι ὄν­τως οἱ πε­ρι­ο­ρι­σμοὶ τοῦ t­w­i­t­t­er ποὺ ὁ­δή­γη­σαν σὲ μιὰ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀ­νάγ­κη, αὐ­τὴ τῆς τό­σο σύν­το­μης καὶ πε­ρι­ε­κτι­κῆς ἔκ­φρα­σης.
 

Ε.Σ: Στὰ κεί­με­νά σας εἶ­ναι ἐμ­φα­νὴς ἡ ἐ­πιρ­ρο­ή σας ἀ­πὸ τὸ χῶ­ρο καὶ τὴ γλώσ­σα τῆς δι­α­φή­μι­σης ποὺ συ­νι­στᾶ τὸν πρω­τεύ­ον­τα το­μέ­α ἀ­πα­σχό­λη­σής σας. Οἱ «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» εἶ­ναι κεί­με­να πε­ρι­ε­κτι­κά, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἐκ­φρα­στι­κὰ καὶ μὲ ἔν­το­νη τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ χι­οῦ­μορ. Αἰ­σθά­νε­σθε ὄν­τως ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νος ἀ­π’ τὸ χῶ­ρο τῆς δι­α­φή­μι­σης; Πῶς βι­ώ­νε­τε τὴ σχέ­ση αὐ­τὴ λο­γο­τε­χνί­ας-δι­α­φή­μι­σης; 
 Φ.Μ: Θε­ω­ρῶ δε­δο­μέ­νη τὴν ἐ­πιρ­ρο­ή μου ἀ­π’ τὸ χῶ­ρο τῆς δι­α­φή­μι­σης, αὐ­τὸ εἶ­ναι βέ­βαι­ο. Ἂν δὲν δι­έ­θε­τα τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ὑ­πό­βα­θρο καὶ δὲν ἐρ­γα­ζό­μουν γιὰ 15 πλέ­ον χρό­νια στὸν το­μέ­α τῆς δι­α­φή­μι­σης, ἐν­δε­χο­μέ­νως νὰ μὴν ἔ­φτα­να πο­τὲ στὴν ἰ­δέ­α γιὰ τὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες». Ἐ­ξάλ­λου, στὴ δι­α­φή­μι­ση ἐ­ξί­σου, τὸ ζη­τού­με­νο εἶ­ναι νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σει κα­νεὶς ἕ­να μή­νυ­μα ὅ­σο πιὸ σύν­το­μα καὶ πε­ρι­ε­κτι­κὰ γί­νε­ται. Αὐ­τὸ ὀ­φεί­λε­ται στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα, στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, κο­στί­ζουν πο­λὺ κι ἔ­τσι πρέ­πει κα­νεὶς νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σει στὸν ἐ­λά­χι­στο αὐ­τὸ χρό­νο ὅ­σα πε­ρισ­σό­τε­ρα μπο­ρεῖ. Τὸ ση­μαν­τι­κὸ γιὰ μέ­να εἶ­ναι ὅ­τι στὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» μπο­ρῶ νὰ ἐ­φαρ­μό­σω ὅ­σα ἔ­μα­θα στὸ χῶ­ρο τῆς δι­α­φή­μι­σης, τὴ σύν­το­μη δη­λα­δὴ καὶ πε­ρι­ε­κτι­κὴ ἔκ­φρα­ση, χω­ρὶς ὡ­στό­σο ὑ­πο­δεί­ξεις ἀ­πὸ κά­ποι­ον πε­λά­τη ὡς πρὸς τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο. Ἐ­γὼ ἀ­πο­φα­σί­ζω τί θὰ ἀ­φη­γη­θῶ καὶ μά­λι­στα χω­ρὶς τοὺς οἰ­κο­νο­μι­κοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμοὺς συγ­κε­κρι­μέ­νου χαρ­το­φυ­λα­κί­ου. Αἰ­σθά­νο­μαι ἔ­τσι ἐ­λεύ­θε­ρος, μέ­σα στὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τῶν 140 χα­ρα­κτή­ρων, καὶ τὸ ἀ­πο­λαμ­βά­νω.
 
Ε.Σ: Σὲ ἄρ­θρο τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ S­p­i­e­g­el, ὅ­που γί­νε­ται λό­γος γιὰ τὴ βρά­βευ­σή σας μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο G­r­i­m­me 2010, χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιὰ πρώ­τη φο­ρᾶ στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα ὁ ὅ­ρος «ἐ­λά­χι­στη λο­γο­τε­χνί­α» (“W­i­n­z­l­i­t­e­r­a­t­ur”­). Θε­ω­ρεῖ­τε ὅ­τι τὰ κεί­με­νά σας συ­νι­στοῦν νέ­ο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος; Ποῦ θὰ κα­τα­τάσ­σα­τε τὶς «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες» [«ti­ny ta­les»] ὡς πρὸς τὰ δι­ά­φο­ρα εἴ­δη τῆς λο­γο­τε­χνί­ας; 
 Φ.Μ: Ὁ ἴ­διος ὁ ὅ­ρος «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες» [«ti­ny ta­les»] συ­νι­στᾶ νε­ο­λο­γι­σμό, σὲ μιὰ προ­σπά­θεια αὐ­το­α­να­φο­ρᾶς κι ὁ­ρι­σμοῦ. Ὁ ὅ­ρος «ἐ­­λά­­χι­­στη λο­γο­τε­χνία» [«Winz­li­te­ra­tur»] εἶ­ναι εὔ­στο­χος, ἐ­νῶ ἐ­γὼ συ­νη­θί­ζω νὰ χρη­σι­μο­ποι­ῶ ἐ­ξί­σου τὸν ὅ­ρο «ὑ­πέρ­μι­κρη λο­γο­τε­χνία» [«Mi­cro­fi­ction»]. Ὅ­σο γιὰ τὶς «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες», δὲ θὰ τολ­μοῦ­σα νὰ ἰ­σχυ­ρι­στῶ ὅ­τι συ­νι­στοῦν νέ­ο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος. Πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιὰ ἕ­ναν δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο ἔκ­φρα­σης τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, ἕ­ναν νέ­ο τρό­πο χρή­σης της. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ὑ­πῆρ­χαν καὶ πα­λαι­ό­τε­ρα κι αὐ­τὲς ἐ­δῶ εἶ­ναι, ἂν μὴ τί ἄλ­λο, πο­λὺ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες. Πρό­κει­ται γιὰ μιὰ νέ­α μορ­φὴ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πι­βλή­θη­κε ἀ­πὸ τὶς και­νούρ­γι­ες τε­χνο­λο­γί­ες.
 
 
Ε.Σ: Ἂς γί­νου­με λοι­πὸν πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­νοι κι ἂς πε­ρά­σου­με στὶς «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες» αὐ­τὲς κα­θαυ­τές. Γιὰ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α τους ἐ­πι­λέ­ξα­τε τὸν ἀγ­γλι­κὸ ὄ­ρο “t­i­­ny t­a­­l­es”. Μὲ ποι­ά κρι­τή­ρια ἐ­πι­λέ­ξα­τε αὐ­τὸν τὸ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ καὶ για­τὶ στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα; 
 Φ.Μ: Ὁ ὅ­ρος αὐ­τὸς προ­έ­κυ­ψε αὐ­θόρ­μη­τα, ἀλ­λὰ κα­τέ­λη­ξα σ’ αὐ­τὸν γιὰ δι­ά­φο­ρους λό­γους. Ἤ­θε­λα μιὰ ὀ­νο­μα­σί­α εὔ­στο­χη, «πι­α­σά­ρι­κη», ὅ,τι δη­λα­δὴ μοῦ προ­σέ­φε­ρε ἡ πα­ρή­χη­ση τοῦ ἀγ­γλι­κοῦ ὄ­ρου. Ταυ­τό­χρο­να, συ­νι­στᾶ ὁ­ρι­σμὸ τοῦ πράγ­μα­τος, πε­ρι­γρά­φει αὐ­τὸ ποὺ εἶ­ναι, πράγ­μα ἐ­ξί­σου ση­μαν­τι­κό. Τέ­λος, ἤ­θε­λα μιὰ ὀ­νο­μα­σί­α ποὺ θ’ ἀ­κου­γό­ταν εὐ­χά­ρι­στα καὶ θὰ προ­κα­λοῦ­σε ἐν­δι­α­φέ­ρον. Νο­μί­ζω ὅ­τι μὲ τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη ὀ­νο­μα­σί­α στὰ ἀγ­γλι­κὰ κα­τορ­θώ­νω νὰ ἐκ­φρά­σω αὐ­τὸ ποὺ ἤ­θε­λα.
 


Ε.Σ: Δι­α­βά­ζον­τας κα­νεὶς τὰ κεί­με­νά σας, δι­α­πι­στώ­νει τὴν τά­ση σας πρὸς ὁ­ρι­σμέ­να θέ­μα­τα, κα­θὼς πε­ρι­στρέ­φε­στε πο­λύ, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ παι­χνί­δι πα­ρελ­θόν­τος-πα­ρόν­τος, ἐ­νῶ συ­χνὰ δι­η­γῆ­στε ἐ­κρή­ξεις, ἐκ­πλή­ξεις κλπ. Ἐ­πι­λέ­γε­τε συ­νει­δη­τὰ συγ­κε­κρι­μέ­νη θε­μα­το­λο­γί­α, πρό­κει­ται γιὰ προ­σω­πι­κά σας ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ἢ γιὰ κά­τι ποὺ προ­κύ­πτει ἀ­π’ τὴν ἴ­δια τὴ φύ­ση τῶν κει­μέ­νων; 
 Φ.Μ: Εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ ἀ­παν­τή­σει κα­νεὶς αὐ­τὸ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ τὸ σύ­νο­λο τῶν κει­μέ­νων. Ὡ­στό­σο, θε­ω­ρῶ ὅ­τι ὁ κύ­ριος λό­γος εἶ­ναι πὼς τέ­τοι­α «κο­σμι­κὰ» σε­νά­ρια «ἀ­πο­κά­λυ­ψης» ἐν­δεί­κνυν­ται δρα­μα­τουρ­γι­κὰ γιὰ τέ­τοι­ου εἴ­δους κεί­με­να. Ὅ­ταν σὲ μιὰ ἱ­στο­ρί­α τρι­ῶν προ­τά­σε­ων μπο­ρῶ νὰ κα­τα­στρέ­ψω τὴ γῆ μὲ μιὰ-δυ­ὸ λέ­ξεις, ὁ ἀ­πό­η­χος εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­π’ ὅ,τι ἂν δι­η­γι­ό­μουν μιὰ μι­κρὴ ἱ­στο­ρία ἀ­γά­πης. Ἔ­τσι, τό­σο μέ­σα ἀ­π’ τὴν προ­σω­πι­κή μου ἐμ­πει­ρία, ὅ­σο καὶ ἀ­π’ τὰ σχό­λια ποὺ ἀ­πο­κο­μί­ζω, ἔ­χω δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι τέ­τοι­α σε­νά­ρια κα­τα­στρο­φο­λο­γί­ας προ­σφέ­ρον­ται γιὰ τό­σο σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες. Πρό­κει­ται, λοι­πόν, γιὰ συ­νει­δη­τὴ ἐ­πι­λο­γή. Ὅ­σο γιὰ τὸ παι­χνί­δι πα­ρελ­θόν­τος-πα­ρόν­τος, τὸ χρη­σι­μο­ποι­ῶ ὡς μέ­σο, προ­κει­μέ­νου νὰ δι­η­γη­θῶ τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ πα­ρελ­θὸν ἐκ νέ­ου καὶ νὰ δώ­σω ὑ­πό­στα­ση σὲ σε­νά­ρια ποὺ εἶ­ναι μὲν φαν­τα­στι­κά, θὰ μπο­ροῦ­σαν δὲ —ἔ­στω καὶ θε­ω­ρη­τι­κά— νὰ ἰ­σχύ­ουν. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἐ­ξη­γῶ τὸ χα­μό­γε­λο τῆς Μό­να Λί­ζα ὡς μιὰ προ­σπά­θειά της νὰ κα­τα­πνί­ξει ἕ­να αὐ­θόρ­μη­το γέ­λιο.
 
Ε.Σ: Τί θὰ λέ­γα­τε σὲ ὅ­σους βλέ­πουν στὶς «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες» σας μιὰ «ἀ­πει­λὴ» γιὰ τὸν κό­σμο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας; 
 Φ.Μ: Δὲ θε­ω­ρῶ ὅ­τι οἱ «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες» συ­νι­στοῦν ἀ­πει­λὴ γιὰ συγ­κε­κρι­μέ­να εἴ­δη, οὔ­τε γιὰ τὸ χῶ­ρο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας γε­νι­κό­τε­ρα. Πρό­κει­ται γιὰ κεί­με­να ποὺ ἐ­πι­βλή­θη­καν ἀ­π’ τὶς νέ­ες τε­χνο­λο­γί­ες, ὑ­πά­γον­ται ὡ­στό­σο σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο πλαί­σιο κι ἀ­κο­λου­θοῦν τοὺς δι­κούς τους κα­νό­νες. Ἡ τε­χνο­λο­γι­κὴ ἐ­πα­νά­στα­ση εἶ­ναι γε­γο­νός, βρί­σκει δι­ε­ξό­δους σὲ ὅ,τι μᾶς πε­ρι­βάλ­λει καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ τὴν πα­ρα­βλέ­ψου­με.


Ντύσσελντορφ, 09.08.2010 / Ἀθήνα, 27.08.2010

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση. Ἡ συ­νέ­ντευ­ξη δό­θη­κε προ­φο­ρικὰ ἀ­πὸ τὸν γερ­μα­νὸ συγ­γρα­φέα στὴ με­τα­φρά­στρια στὶς 09.08.2010 στὸ Ντύσ­σελ­ντορφ.

10/12/10

Άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά...


 

Θερμά συγχαρητήρια στο Λουκά και στους συντελεστές αυτού του βίντεο!! 

Ποιος ξέρει; 

Ίσως τελικά αυτός ο κόσμος να έχει όντως κάτι καλύτερο να ελπίζει... 

Ευχαριστώ για την αναζωπυρωμένη μου ελπίδα! 

Κι όντως: το μέλλον βρίσκεται στα χέρια μας! 

Ας το διαμορφώσουμε λοιπόν έτσι, ώστε να είναι καλύτερο 

και (αληθινά!) προς όφελός μας! 

Κι όχι μόνο όσον αφορά το περιβάλλον και την προστασία του πλανήτη...!

"Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα..." 

9/12/10

Ο ακατέργαστος ρυθμός της πέτρας σε χορούς κυκλοδίωκτους...



Βασίλης Ζηλάκος

Με το φύσημα τ’ αγέρα

β’


Πού πας; Γιατί φεύγεις; Καθώς τα χέρια μου
ψάχνουν τον ακατέργαστο ρυθμό της πέτρας
και ξέφρενοι χοροί κυκλοδίωκτοι γιορτάζουν
τον ερχομός μας, ίσκιος πηχτός ακόμα η ομορφιά
σου μετρά τις συλλαβές του τραγουδιού μου...
Δεν βλέπεις; Την κούπα, που σου ’δωσα πρωτύ-
τερα να πιεις, σηκώνεις τώρα συχνότερα απ’ όσο
λέει αυτή να κάνεις.

Από την πρώτη ποιητική συλλογή του ποιητή "Η κούπα του τσαγιού"

Ξεχασμένοι...



Idea Vilariño 

Στην αγκαλιά σου…

Μέσα στην αγκαλιά σου
μέσα στην αγκαλιά μου
μέσα στα απαλά σεντόνια
μέσα στη νύχτα
τρυφεροί
ξεχασμένοι
παθιασμένοι
ανάμεσα στους ίσκιους
ανάμεσα στις ώρες
ανάμεσα
στο πριν και το μετά.

Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

***************** 

Entre tus brazos...

Entre tus brazos
entre mis brazos
entre las blandas sábanas
entre la noche
tiernos
solos
feroces
entre la sombra
entre las horas
entre
un antes y un después.


Αναδημοσίευση από το περιοδικό Poeticanet (Τεύχος 11 - Δεκέμβριος 2009)

"Η ύβρη της σιωπής"...

 

Γιάννης Ρίτσος

(Επιλεγμένα αποσπάσματα από τη "Φαίδρα")

...το άδειο
δεν είναι πια ανεκτό∙ (και πού να βρεις την πληρότητα; Ασφυξία).
Η αγιότητα της στέρησης -

                                                          ***

...- πιθανόν αυτό να ζητάμε∙ 
όχι την ίδια την αγιότητα, - έναν ίσκιο μονάχα να κρυφτούμε.

                                                          ***

...τα πιο όμορφα πράγματα τα λέμε συνήθως 
για ν' αποφύγουμε να πούμε μιαν αλήθεια∙ κ' ίσως
αυτή η αποσιωπημένη αλήθεια να 'ναι που δίνει 
τη μεγάλη ομορφιά κι αοριστία
σ' αυτά τα τετριμμένα ξένα λόγια - αιώνιος νόμος 
της ομορφιάς που λένε.
                                           Η αοριστία πάντα
μαρτυράει κάτι βαθύ κι ορισμένο -πιθανόν τραγικό ή και κτηνώδες-
        μια θυσιασμένη επιθυμία,
λερναία επιθυμία∙ - διασκεδάζει να κρύβει
σε ρόδινα ή σε πάγχρυσα νέφη
τα νέα κεφάλια της∙ διασκεδάζει να παίζει
στα νύχια της έναν κόκκινο σπάγγο∙ να τοποθετεί
τα κομμένα κεφάλια της στον ασημένιο δίσκο στολισμένα με πολύχρωμες ταινίες∙
να βγάζει τα καρφιά απ' τον τοίχο, να τα στήνει ορθά στο κρεββάτι, παίζοντας έτσι
με το δικό μας το μοναδικό κεφάλι, η πολυκέφαλη. Και πια, -τι να κάνουμε;-
αυτό το παιχνίδι μάς αρέσει. Κάποτε, μάλιστα,
το παίζουμε και για λογαριασμό μας (με δική μας τάχατε πρωτοβουλία)-
ο ίδιος κόκκινος σπάγγος, τα κεφάλια στο δίσκο με χρωματιστές κορδέλες,
τα καρφιά στο κρεββάτι.

                                                                ***

Όλη μέρα
περιμένω τη νύχτα μήπως οι ίσκιοι μου αφομοιωθούν απ΄το σκοτάδι
για να μπορέσω να πιάνω λιγότερο χώρο, να κλειστώ στον πυρήνα μου, να 'μαι
σαν ένας κόκκος στάρι μες στο χώμα. Δεν τα καταφέρνω.
Οι σκιές μου δεν απορροφιούνται απ' το σκοτάδι∙ αντίθετα μάλιστα
κυριεύουν ολόκληρη τη νύχτα.

                                                                ***

Ω φόβος κι αναγάλλια του τέλους, - να τελειώναν όλα
κ' εσύ κ' εγώ κ' η διαφορά μας. Τι ανόητα αισθήματα, θέ μου,
τόσο υπερτροφικά, - κι ούτε που μας αφήνουν
έναν ελάχιστο ελεύθερο χώρο δικό μας, να κάνουμε ένα βήμα
έστω και προς το θάνατό μας. Τι ηλίθια ιστορία, ξένη, ξένη.

Τι φταίμε, αλήθεια, για όλα τούτα; Ποιος τα θέλησε έτσι;
Όχι, πάντως, εμείς. Ανυπόφορες, θέ μου, κ' οι νύχτες κ' οι μέρες. Το πρωί,
μόλις ξυπνήσουμε (πιο κουρασμένοι απ' όσο πριν απ' τον ύπνο) η πρώτη κίνησή μας,
πριν ακόμη πλυθούμε, πριν πιούμε τον καφέ μας, ν' απλώσουμε το χέρι
να πάρουμε απ' το κομοδίνο το στεγνό μας προσωπείο
να το εφαρμόσουμε σαν ένοχοι στο πρόσωπό μας
άλλοτε με αλευρόκολλα ή ψαρόκολλα, άλλοτε∙
με τη γλοιώδη εκείνη κόλλα που κολλούν τα πετσιά οι τσαγκαράδες.

                                                            ***

Τίποτα δεν πιστεύω. Δεν καταλαβαίνω τίπτα, Καθένας μας μόνος,
καθένας προγραμμένος, με την κόκκινη σφραγίδα
στο μέτωπο ή στην πλάτη.