Σελίδες
▼
25/12/11
22/12/11
Oh du fröhliche, oh du selige, gnadenbringende Weihnachtszeit...
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
FROHE WEIHNACHTEN!
¡FELIZ NAVIDAD!
MERRY CHRISTMAS!
20/12/11
Φεγγαροτρόπια...
Vicente Aleixandre
Αγαπιόντουσαν
Αγαπιόντουσαν.
Πάσχιζαν
στο φως, χείλη μπλαβά κατά το ξημέρωμα,
χείλη
που βγαίνουν από μια νύχτα σκληρή,
χείλη
μισάνοιχτα, αίμα∙ αίμα; Πού;
Αγαπιόντουσαν
σε στρώμα πλεούμενο, μισό νύχτα, μισό φως.
Αγαπιόντουσαν
όπως τα λουλούδια και τα αγκάθια τα βαθιά,
σ’
εκείνο το μπουμπούκι της αγάπης σε κίτρινο καινούργιο,
όταν
τα πρόσωπα γυρίζουν μελαγχολικά,
φεγγαροτρόπια
που μ’ εκείνο το φιλί γυαλίζουν.
Αγαπιόντουσαν
τη νύχτα, καθώς τα σκυλιά στα βάθη
αλυχτούν
κάτω απ’ τη γη και οι κοιλάδες τεντώνονται
σαν
ράχες αρχαϊκές που ανακαινισμένες αισθάνονται
-χάδι,
μετάξι, χέρι, φεγγάρι που φτάνει κι αγγίζει.
Αγαπιόντουσαν
απ’ αγάπη στο χείλος του ξημερώματος,
ανάμεσα
στις σκληρές πέτρες τις κλειστές της νύχτας,
σκληρές
σαν τα σώματα, παγωμένα απ’ τις ώρες,
σκληρές
σαν τα φιλιά από δόντι σε δόντι μονάχο.
Αγαπιόντουσαν
τη μέρα, παραλία που ολοένα επεκτείνεται,
κύματα
που, φτάνοντας στα πόδια, χαϊδεύουν τα βρύα,
σώματα
που σηκώνονται απ’ τη γη και αιωρούμενα…
Αγαπιόντουσαν
τη μέρα, πάνω στη θάλασσα, κάτω απ’ τον ουρανό.
Μεσημέρι
απόλυτο, αγαπιόντουσαν τόσο μόνοι κι οικείοι,
θάλασσα
άφταστη και νέα, αισθαντικότητα διάσπαρτη,
μοναξιά
του έμψυχου, ορίζοντες απόμακροι
πλεγμένοι
σαν σώματα μοναχικά που τραγουδούν.
Μες
στην αγάπη. Αγαπιόντουσαν σαν φωτεινή σελήνη,
σαν
αυτή τη θάλασσα τη στρογγυλή που περιρέει αυτό το πρόσωπο,
γλυκιά
έκλειψη νερού, μάγουλο σκιασμένο,
όπου
τα ψάρια τα ερυθρά πάνε κι έρχονται δίχως μουσική.
Μέρα,
νύχτα, δειλινά, ξημερώματα, χώροι,
κύματα
νέα, παλιά, φευγαλέα, αέναα,
είτε
θάλασσα είτε γη, πλεούμενο, στρώμα, φτερό, κρύσταλλο,
μέταλλο,
μουσική, χείλη, σιωπή, βλάστηση,
κόσμος,
γαλήνη, η μορφή τους.
Αγαπιόντουσαν.
Να το ξέρετε.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
*******************************
Se querían
Se querían.
Sufrían por la luz, labios azules en la madrugada,
labios saliendo de la noche dura,
labios partidos, sangre, ¿sangre dónde?
Sufrían por la luz, labios azules en la madrugada,
labios saliendo de la noche dura,
labios partidos, sangre, ¿sangre dónde?
Se querían en un lecho navío, mitad noche, mitad luz.
Se querían
como las flores a las espinas hondas,
a esa amorosa gema del amarillo nuevo,
cuando los rostros giran melancólicamente,
giralunas que brillan recibiendo aquel beso.
a esa amorosa gema del amarillo nuevo,
cuando los rostros giran melancólicamente,
giralunas que brillan recibiendo aquel beso.
Se querían de
noche, cuando los perros hondos
laten bajo la tierra y los valles se estiran
como lomos arcaicos que se sienten repasados:
caricia, seda, mano, luna que llega y toca.
laten bajo la tierra y los valles se estiran
como lomos arcaicos que se sienten repasados:
caricia, seda, mano, luna que llega y toca.
Se querían de
amor entre la madrugada,
entre las duras piedras cerradas de la noche,
duras como los cuerpos helados por las horas,
duras como los besos de diente a diente solo.
entre las duras piedras cerradas de la noche,
duras como los cuerpos helados por las horas,
duras como los besos de diente a diente solo.
Se querían de
día, playa que va creciendo,
ondas que por los pies acarician los muslos,
cuerpos que se levantan de la tierra y flotando...
ondas que por los pies acarician los muslos,
cuerpos que se levantan de la tierra y flotando...
Se querían de día, sobre el mar, bajo el cielo.
Mediodía
perfecto, se querían tan íntimos,
mar altísimo y joven, intimidad extensa,
soledad de lo vivo, horizontes remotos
ligados como cuerpos en soledad cantando.
mar altísimo y joven, intimidad extensa,
soledad de lo vivo, horizontes remotos
ligados como cuerpos en soledad cantando.
Amando. Se
querían como la luna lúcida,
como ese mar redondo que se aplica a ese rostro,
dulce eclipse de agua, mejilla oscurecida,
donde los peces rojos van y vienen sin música.
como ese mar redondo que se aplica a ese rostro,
dulce eclipse de agua, mejilla oscurecida,
donde los peces rojos van y vienen sin música.
Día, noche,
ponientes, madrugadas, espacios,
ondas nuevas, antiguas, fugitivas, perpetuas,
mar o tierra, navío, lecho, pluma, cristal,
metal, música, labio, silencio, vegetal,
mundo, quietud, su forma. Se querían, sabedlo.
ondas nuevas, antiguas, fugitivas, perpetuas,
mar o tierra, navío, lecho, pluma, cristal,
metal, música, labio, silencio, vegetal,
mundo, quietud, su forma. Se querían, sabedlo.
Πρώτη δημοσίευση: Αφιέρωμα στη γενιά του '27 της ισπανικής ποίησης, Περιοδικό "Κουκούτσι" (τεύχος 3)
Δίχως την αγάπη σου...
Δίχως την αγάπη σου...
Δίχως την αγάπη σου, η καρδιά μου δεν θα χτυπούσε άλλο∙
Δίχως την αγάπη σου, το ωραίο γλυκό θα 'μοιαζε αλάτι∙
Δίχως την αγάπη σου, το γλυκό "σεντέ" θα ήταν χολή.
Ω, άκου, αγάπη μου, η ζωή της καρδιάς μου χρειάζεται τον έρωτά σου∙
Όταν αναπνέεις, είναι η δική μου καρδιά που χτυπά.
18/12/11
Θηλιά μού έριξε τα μαύρα της μαλλιά...
Ερωτική ποίηση από την αρχαία Αίγυπτο
Είναι συλλέκτρια ανδρών...
Είναι συλλέκτρια ανδρών.
Ακριβής, σαν συλλέκτης των φόρων που με το λάσο του
κυνηγά την αγελάδα του φτωχού κτηματία.
Με κάρφωσε με τα μάτια της,
με νάρκωσε με τ' άρωμά της,
θηλιά μου έριξε στο τέλος τα μαύρα της μακριά μαλλιά.
Και τώρα μ' έχει σφραγίσει
με τη σιδερένια, πύρινη σφραγίδα της.
Μετάφραση στην ελληνική: Φώτης Τερζάκης
15/12/11
Τι να σας κάνω εσάς τους Ποιητές...
Οδυσσέας Ελύτης
Οι ποιητές
Τι να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους Ποιητές
που χρόνια μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες
Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα
όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα αντικείμενα...
Δεν πα' να σας φωνάζουν —ούτ' ένας σας δεν απαντά
έξω χαλάει ο κόσμος καίγονται τα σύμπαντα
Τίποτα∙ σεις διεκδικείτε —να 'ξερα με τι νου—
τα δικαιώματά σας επί του κενού!
Σε καιρούς λατρείας του πλούτου ω! της αμεριμνησίας
αποπνέετε το μάταιο της ιδιοκτησίας
13/12/11
12/12/11
Με μιαν αγάπη ίση...
Διονύσης Καψάλης
Πρόλογος
Μαζεύω γύρω μου χαρτιά τόσων ετών,
απομεινάρια μιας γιορτής που 'χει σκορπίσει∙
γράφω ημέρα, μήνα, χρόνο, "ο αιτών",
και βεβαιώνω όσους μ' έχουν αγαπήσει
πως τους αγάπησα με μιαν αγάπη ίση∙
όμως τις ώρες της σιωπής κι όταν κοιμάμαι,
σαν κάποιος θρίαμβος να μ' έχει εκτοπίσει,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.
Κάτι τελείωσε λοιπόν; Ένα κοτσύφι
πήρε στα μαύρα του φτερά λίγη βροχή∙
ψηλά στη λεύκα που φωτίστηκε σαν νύφη
κι έχει στα φύλλα της δροσιά και ταραχή,
πήρε τον κόσμο τρεις φορές απ' την αρχή∙
κι απ' τη γιορτή που αναγγέλλει και δεν θα 'μαι,
κι απ' της φωνής του την απόδημη ψυχή,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.
Πώς να μιλήσω για το φως; Πέρασαν χρόνια,
παιδιά γεννήθηκαν και γράφτηκαν βιβλία∙
σκιές αντίδοτες τα μαύρα χελιδόνια
έρχονται, φεύγουν, γράφουν μια συνομιλία,
μια λησμονιά με του αέρα τη φιλία∙
όμως στο λίγο φως που σκάβω και κοιμάμαι,
στην ολονύχτια σαθρή μου βασιλεία,
αγαπημέους μου απρόσκλητους θυμάμαι.
Είναι αργά, είναι νωρίς; Ό,τι κι αν πω,
μια παντομίμα εκτελώ με τα κρυμμένα∙
και όπως γέρνω με το φως και αγαπώ,
μες στο φθινόπωρο που άρχισε για μένα
και είμαι μέσα του και σκέφτομαι σαν ένα
άχαρο σκιάχτρο που επάνω του κρεμάμε
παλιά αισθήματα, πολύχρωμα, φθαρμένα,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.
Μη με ρωτάς για ποιους μιλώ: Με το βοριά
περνούν, αλλάζουν αφορμές, πλάθουν αιτίες∙
όπως ανάβουν κι όπως σβήνουν τα κεριά,
φέγγουν σαν πρόσωπα δοσμένα σε νηστείες,
σε παραισθήσεις και των άστρων μαθητείες∙
κι όπως βυθίζομαι στον ύπνο που κοιμάμαι
και με κυκλώνουν οι θαμπές τους μεσιτείες,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.
Μα πιο πολύ, ψηλά στον ίλιγγο, απ' όπου
πέφτω στον ύπνο ξαφνικά μ' ένα κοφτό
ύστατο χτύπημα βαθύ του ξυλοκόπου,
μετρώ σκιές με της καρδιάς μου το κρυφτό,
σ' ένα παλάτι που σωριάζεται κι αυτό∙
κι από το φόβο του θανάτου που φοβάμαι,
κι απ' το παιδί που τα φυλά για να κρυφτώ,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.
Κι εσύ που ξέρεις η καρδιά μου αν κοιμόταν,
κι όπως στον έρωτα οι δυο μας περπατάμε,
μια στο σκοτάδι μια στο φως, και δεν φοβάμαι,
πόσο σε νιώθω πιο κοντά μου, νιώσε, όταν
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.
Το δάκρυ να το πουν, το γέλιο να το γράψουν...
Παντελής Μπουκάλας
Λεξείω
Παιδιά παιδάκια οι λέξεις μας, πειράζουνε, πονάνε,
στο πρώτο χάδι ευθύς γελούν, κι ευθύς ξανά πεισμώνουν,
βιάζονται όλα να τα πουν, μπερδεύονται, αγαπάνε,
σωπαίνουν, γίνονται κραυγή, κρύβονται, φανερώνουν.
Παιδιά παιδάκια οι λέξεις μας, και ξέρουν ν' ανταρτεύουν,
ξέρουν το δάκρυ να το πουν, το γέλιο να το γράψουν.
Πρόθυμοι αμνοί θυσιάζονται, θεριά όταν ιμερεύουν,
όλο τον κόσμο ουρανό ποθούνε να τον βάψουν.
Παιδιά παιδάκια οι λέξεις μας. Σώματα που λυγίζουν,
και πολεμούν, εγείρονται, φτερώνονται, πετάνε.
Σκιάζονται, ονειρεύονται, σμίγουνε και χωρίζουν,
ψυχούλες που τους δόθηκε πάντοτε να διψάνε.
Παιδιά παιδάκια οι λέξεις μας. Μπρος τους λευκός ο χρόνος,
ένα χαρτί για να γραφτεί, πανί για να φουσκώσει,
να βγει ταξίδι όπου η χαρά, ταξίδι όπου ο πόνος.
Η τρικυμία τον έρωτα μπορεί να ιερώσει.
3/12/11
Αιώνια είν' η γύμνια μας μόνο...
Γιώργος Κεντρωτής
Το νυχτερινό τάγκο του κυρίου Χιουμ
Με σκηνή θεάτρου μοιάζει
το μυαλό των ανθρώπων∙
εντυπώσεις συνάζει
και ιδέες στων τόπων
των κοινών το σανίδι
ως ηθοποιοί να περάσουν
και των έργων του τα είδη
να καλοσυγκεράσουν.
Λόγοι ορθοί ή ζαλισμένοι∙
πνεύματα άγρια ή και ψόφια∙
σκηνικά, όπου ξεμένει
και ψευδή, μα και ατόφυα
της υποκριτικής η
δουλεμένη γκριμάτσα,
ωσάν για να τονίσει
κάποιαν άχρωμη φάτσα.
Και να βάφει η σελήνη
το ταμπλώ των βημάτων
που ξαφρίζουν στη δίνη
των αφράτων κυμάτων
της καρδιάς∙ και στα σκότη
της νυχτός να υποφέρεις
που το ξέρεις καλά ότι
τον εαυτό σου δ ε ν ξέρεις.
Στροβιλίζεσαι∙ δένεις
στης στιγμής τον ειρμό όσα
εσκεμμένα συσταίνεις
με της διάνοιας τη γλώσσα.
Το ποτάμι του εαυτού σου
θα σε πνίξει, αν του ανοίξεις
την ορχήστρα του νου σου
για πρεμιέρες και λήξεις.
Σκοτεινές παραστάσεις
-φωτεινό πανηγύρι-
δοκιμάζεις να πιάσεις∙
των πελμάτων οι γύροι
στων ιδεών μας τ' αλώνια
εμπεδώνουν τον χρόνο
μαρτυρώντς πως αιώνια
είν' η γύμνια μας μόνο.