Σελίδες

30/6/12

Εγώ λέω πιο όμορφο, εκείνο που αγαπάμε...






















Σαπφώ


άλλοι λένε το ιππικό πως είναι το πιο όμορφο
πάνω στη μαύρη γη, αλλοι το πεζικό
και άλλοι τα καράβια εγώ όμως λέω πιο όμορφο
εκείνο που αγαπάμε∙ 

κι αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το νιώσει
η Ελένη που 'χε ασύγκριτη ομορφιά
μες στους θνητούς ανθρώπους,
τον άντρα της, τον άριστο μες στους ξεχωριστούς

παράτησε και για την Τροία άνοιξε πανιά
χωρίς καθόλου να νοιαστεί την κόρη
και τους ακριβούς γονείς της τόσο πολύ
τη γέλασ' η θεά και πήρε το μυαλό της

βλέπεις είν' εύκαμπτο πολύ των γυναικών το γένος
και εύκολα μάς ξεγελά η Κύπρις
έτσι και τώρα, φέρνει ξαφνικά
στη θύμησή μου την Ανακτορία, που 'χει φύγει πια

εκείνης θα 'θελα να δω ξανά το εράσμιο βήμα,
του λαμπερού προσώπους της το εξαίσιο φέγγος
παρά τα όπλα των Λυδών και τους στρατιώτες πάνοπλους
μες στο πεδίο της μάχης.



Απόδοση στη νέα ελληνική: Τασούλα Καραγεωργίου


Δίχως Θεό μήτε διάβολο...


























Jaime Sabines


Οι εραστές


Οι εραστές σιωπούν.
Ο έρωτας, η σιωπή η πιο λεπτή,
η πιο ριγηλή, η πιο αβάσταχτη.
Οι εραστές αναζητούν,
οι εραστές είναι αυτοί που εγκαταλείπουν
που αλλάζουν, που ξεχνούν.
Η καρδιά τους το λέει: ποτέ τους δε θα βρουν,
όχι, δε βρίσκουν, μονάχα αναζητούν.

Οι εραστές άγονται ως τρελοί
γιατί μόνοι τους είναι, μόνοι, μόνοι,
παραδίνονται, δίνονται κάθε στιγμή,
κλαίγοντας γιατί τον έρωτα δεν τον διασώζουν.
Τους παιδεύει ο έρωτας. Οι εραστές
ζουν τη ζωή, πώς αλλιώς, αφού άλλο δεν ξέρουν.
Πάντοτε εν κινήσει,
πάντοτε, με κάποιον αόριστο προορισμό.
Καρτερούν,
τίποτα δεν προσμένουν, μα καρτερούν.
Ξέρουν πως ποτέ τους δεν θα βρουν.
Ο έρωτας, επέκταση ατέρμονη,
πάντοτε το επόμενο βήμα και το άλλο και το άλλο.
Εραστές θα πει ακόρεστοι,
είναι εκείνοι, πάντοτε, -και τι καλά!- που μοιραία μόνοι μένουν.

Οι εραστές , η Ύδρα η Λερναία του μύθου.
Φίδια έχουν αντί για μπράτσα.
Στο λαιμό τους οι φλέβες τινάζονται,
άλλα φίδια αυτές, σαν για να τους πνίξουν.
Οι εραστές ύπνο δεν έχουν,
καθώς, σαν κοιμηθούν, βορά θα γίνουν σκουληκιών.

Στο σκοτάδι τα μάτια ανοίγουν
κι εντός τους ρέει ο πανικός.

Κάτω απ’ τα σκεπάσματα αντικρίζουν σκορπιούς
και το στρώμα τους σαν σε λίμνη επιπλέει.

Οι
εραστές είναι τρελοί, απλώς τρελοί,
δίχως Θεό μήτε διάβολο.

Οι εραστές απ’ τις σπηλιές τους προβάλλουν,
αναριγώντας, πεινασμένοι,
προς θήραν φαντασμάτων.
Γελούν μ’ αυτούς που όλα τα ξέρουν,
με όσους αιώνια και σταλήθεια αγαπούν,
μ’ εκείνους που στον έρωτα πιστεύουν
σαν σε λάμπα πετρελαίου με λάδι αστείρευτο.

Οι εραστές στοιχηματίζουν να συγκρατήσουν το νερό,
τον καπνό να διαστίξουν, να μη φύγουν.
Πιάνονται στο παιχνίδι, το διεξοδικό και λυπηρό, του έρωτα.
Κανείς δεν παραιτείται.
Λένε, δεν παραιτείται κανείς.
Οι εραστές περιφρονούν τους τύπους.

Αδειανοί, μα αδειανοί καθένας απ’ την πλευράν αυτού,
με το θάνατο να σιγοκαίει πίσω απ’ τα μάτια,
εκείνοι προχωρούν και κλαίνε ως τα χαράματα,
όπου με πόνο ψυχής τραίνα χωρίζονται και κατευθύνσεις.

Κάποτε φτάνει ως αυτούς ένα άρωμα νεογέννητης γης,
γυναικών που κοιμούνται με το χέρι στο φύλο,
ικανοποιημένες,
ροής νερού δροσερού, κι εστίας.

Οι εραστές τραγουδούν από χείλος σε χείλος
τραγούδι αμάθευτο ακόμη,
και κλαίγοντας προχωρούν, κλαίγοντας,
την ωραία ζωή.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


***************************

Los amorosos


Los amorosos callan.
El amor es el silencio más fino,
el más tembloroso, el más insoportable.
Los amorosos buscan,
los amorosos son los que abandonan,
son los que cambian, los que olvidan.
Su corazón les dice que nunca han de encontrar,
no encuentran, buscan.

Los amorosos andan como locos
porque están solos, solos, solos,
entregándose, dándose a cada rato,
llorando porque no salvan al amor.
Les preocupa el amor. Los amorosos
viven al día, no pueden hacer más, no saben.
Siempre se están yendo,
siempre, hacia alguna parte.
Esperan,
no esperan nada, pero esperan.
Saben que nunca han de encontrar.
El amor es la prórroga perpetua,
siempre el paso siguiente, el otro, el otro.
Los amorosos son los insaciables,
los que siempre -¡que bueno!- han de estar solos.

Los amorosos son la hidra del cuento.
Tienen serpientes en lugar de brazos.
Las venas del cuello se les hinchan
también como serpientes para asfixiarlos.
Los amorosos no pueden dormir
porque si se duermen se los comen los gusanos.

En la oscuridad abren los ojos
y les cae en ellos el espanto.

Encuentran alacranes bajo la sábana
y su cama flota como sobre un lago.

Los amorosos son locos, sólo locos,
sin Dios y sin diablo.

Los amorosos salen de sus cuevas
temblorosos, hambrientos,
a cazar fantasmas.
Se ríen de las gentes que lo saben todo,
de las que aman a perpetuidad, verídicamente,
de las que creen en el amor
como una lámpara de inagotable aceite.

Los amorosos juegan a coger el agua,
a tatuar el humo, a no irse.
Juegan el largo, el triste juego del amor.
Nadie ha de resignarse.
Dicen que nadie ha de resignarse.
Los amorosos se avergüenzan de toda conformación.

Vacíos, pero vacíos de una a otra costilla,
la muerte les fermenta detrás de los ojos,
y ellos caminan, lloran hasta la madrugada
en que trenes y gallos se despiden dolorosamente.

Les llega a veces un olor a tierra recién nacida,
a mujeres que duermen con la mano en el sexo,
complacidas,
a arroyos de agua tierna y a cocinas.

Los amorosos se ponen a cantar entre labios
una canción no aprendida,
y se van llorando, llorando,
la hermosa vida.


22/6/12

Μια Φύση που μισεί τη φύση της να κρύβει...

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Θεοδόσης Βολκώφ
 
Το μίσος

Δεν ξέρει αυτός που είμαι μόνον να πεθαίνει.
Όσο η Σκέψη μου κορμιά αποθεώνει,
ψυχρή και πύρινη, υψωμένη, γκρεμισμένη,
τόσο η Πράξη μου ματώνει και σκοτώνει.

Ποιος είσαι Εσύ που μου ζητάς να συγχωρήσω
αυτό που σκύλεψε του Έρωτα το σώμα…
Εγώ αγάπησα – και πρέπει να μισήσω.
Κι είμαι περήφανος, γιατί μισώ ακόμα.

Οι Στίχοι μου είναι η ανάποδη του Φόνου –
μια Φύση που μισεί τη φύση της να κρύβει,
που αποκαλύπτεται στο πέρασμα του χρόνου

και που με κάνει, νύχτα ή μέρα μεσημέρι,
με το αριστερό να πιάνω το μολύβι,
με το δεξί να σφίγγω πάντα το μαχαίρι.
 
 

17/6/12

Γυμνή, ποτέ δοσμένη...



 Vicente Aleixandre
 

Θεά


Στην τίγρη ξαπλωμένη,
η κόμη της κοιμάται.
Κοιτάξτε τη μορφή της
σε δέρμα ωραίο πάνω
και ήρεμο ανασαίνει.
Ποιος το μπορεί, ποιος τάχα
τα χείλη του να βάλει
στο φως της τύχης πάνω
που –θείο, λες– κοιμάται
Κοιτάξτε: Πόσο μόνη!
Τι τέλεια! Τάχα απτή ’ναι;
Θεία σχεδόν, το στήθος
ανάλαφρο ανεβαίνει,
βυθίζεται, στενάζει
σαν την αγάπη. Η τίγρη
περήφανα την φέρει
ωσάν την Υρκανία,
που διάφανη επιπλέει,
γυμνή, ποτέ δοσμένη.

Θνητοί εσείς! Ποτέ σας.
Γυμνή, ποτέ δική σας.
Στο πύρινο το δέρμα
Δείτε την: μια θεά!


***


Ο ποιητής αναθυμάται τη ζωή του


Συγχωρήστε με: κοιμόμουν.
Κι ο ύπνος, ζωή δεν είναι. Ειρήνη ημίν.
Ζωή δεν είναι να στενάζεις ή λέξεις να εικάζεις που μας ζουν ακόμα.
Να ζεις μέσα τους; Οι λέξεις πεθαίνουν.
Όμορφες στο άκουσμα, μα ποτέ δεν διαρκούνε.
Έτσι κι αυτήν τη νύχτα την ξάστερη. Χθες κατά το χάραμα,
ή καθώς η εξαντλημένη μέρα την αχτίδα απλώνει
τη στερνή, και τυχαία στο πρόσωπό σου καταλήγει.
Μ’ ένα πινέλο από φως, τα μάτια κλείσε.
Κοιμήσου.
Η νύχτα είναι μακρά, μα έχει ήδη περάσει.


***

Σκέψεις του τέλους


Γεννήθηκε και δεν έμαθε. Αποκρίθηκε και δε μίλησε.

Οι ψυχές ξαφνιασμένες σε κοιτάζουν
καθώς δεν περνάς. Ο άνεμος ποτέ δεν υπακούει.
Μόνη η σκέψη σου πέφτει αργά.
Όπως τα άψυχα φύλλα πέφτουν, και πάλι
πέφτουν κι ο άνεμος τα σκορπά.

Και η γη ανεπιτήδευτη τα περιμένει,
ανοιχτή. Σιωπηλή η καρδιά, τα μάτια άφωνα,
η σκέψη σου αργή εξαϋλώνεται
στον αέρα. Η κίνησή της ανεπαίσθητη. Ένας ήχος από κλαδιά
του τέλους, ένα όνειρο θολό από χρυσάφι ζωντανό
σκορπίζει… Τα φύλλα ολοένα πέφτουν.




Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Diosa


Dormida sobre el tigre,
su leve trenza yace.
Mirad su bulto. Alienta
sobre la piel hermosa,
tranquila, soberana.
¿Quién puede osar, quién sólo
sus labios hoy pondría
sobre la luz dichosa
que, humana apenas, sueña?
Miradla allí. ¡Cuán sola!
¡Cuán intacta! ¿Tangible?
Casi divina, leve
el seno se alza, cesa,
se yergue, abate; gime ορθώνεται, παλεύει
como el amor. Y un tigre
soberbio la sostiene
como la mar hircana,
donde flotase extensa,
feliz, nunca ofrecida.

¡Ah, mortales! No, nunca;
desnuda, nunca vuestra.
Sobre la piel hoy ígnea
miradla, exenta: es diosa.


***

El poeta se acuerda de su vida


Perdonadme: he dormido.
Y dormir no es vivir. Paz a los hombres.
Vivir no es suspirar o presentir palabras que aún nos vivan.
¿Vivir en ellas? Las palabras mueren.
Bellas son al sonar, mas nunca duran.
Así esta noche clara. Ayer cuando la aurora,
o cuando el día cumplido estira el rayo
final, y da en tu rostro acaso.
Con un pincel de luz cierra tus ojos.
Duerme.
La noche es larga, pero ya ha pasado.


***

Pensamientos finales


Nació y no supo. Respondió y no ha hablado.

Las sorprendidas ánimas te miran
cuando no pasas. El viento nunca cumple.
Tu pensamiento a solas cae despacio.
Como las fenecidas hojas caen y vuelven
a caer, si el viento las dispersa.

Mientras la sobria tierra las espera,
abierta. Callado el corazón, mudos los ojos,
tu pensamiento lento se deshace
en el aire. Movido suavemente. Un son de ramas
finales, un desvaído sueño de oros vivos
se esparce...Las hojas van cayendo.



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι" (αφιέρωμα στη γενιά του '27 της  ισπανικής ποίησης), τεύχος 3.
 

Στα σιωπηλά σκιόφωτα του ονείρου...
















Ορέστης Αλεξάκης

Σιωπάς


κι ακούγονται μέσα στη σιωπή σου
θρόοι του χρόνου πέρ' από το χρόνο
πνοές σωμάτων πέρ' από την ύλη
τριγμοί φθοράς σε ακύμαντη αφθαρσία

Σιωπάς
κι είναι η σιωπή σου δάκρυα τοίχων
ερημητήριο πένθιμων διαδρόμων
πορώδη ασβεστοφέγγαρα που φέγγουν
στο μακρινό που με τρομάζει μέλλον

Σιωπάς
και γίνεσαι όλη μνήμη κήπων
άρπα στα βάθη της νυχτιάς των παγετώνων
ήχος βαθύς σταλακτιτών    φέγγος αγγέλων
εκτίναξη άστρων κι αναβρυτηρίων

Φλύαρη μες στην ίδια τη σιωπή σου
δε σε χωρά των εγκοσμίων ο λόγος




*************


Ναι μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις


και μόνον απ' την ίδια σου σιωπή
το λάλον ύδωρ αναβλύζει εντός μου

κι αυτό το φέγγος που
σε περιβάλλει
που μέσα του ενοικείς και κυοφορείσαι
θαρρώ σιωπής εμφάνεια είναι
θαρρώ τους δυο μες στη σιωπή
συμπλέκεις κόσμους

κι ο τόπος σου
είναι ο τόπος όπου σμίγουν
ζόφος και φως
κι εσύ
με φως και ζόφο
πλάθεσαι και κυριαρχείς
στα σιωπηλά σκιόφωτα του ονείρου

και ιδού
τα μέσα στο βυθό τοπία
ξυπνούν κι ανθίζουν με
τον ερχομό σου
στολίζονται άστρα κι όστρακα
κι αργά
προς τον δικό μας αναδύονται κόσμο

5/6/12

Και άλλα συμπλέγματα πολλά...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Καινοθηρία καὶ ἄλλα συμπλέγματα...


Γράφει η Έλενα Σταγκουράκη.
  
Ἡ παρούσα εἶναι ἐποχὴ κρίσης: κρίσης οἰκονομικῆς, κρίσης (χάριν κάποιων πεφωτισμένων) πολιτικῆς, κρίσης –ἀναπόφευκτα– προσωπικῆς, πάντως κρίσης. Τὸ ἐρώτημα, εἴτε ὡς παράγωγο τῆς ἐμπειρίας μας τελευταῖα εἴτε ὡς λογικὴ σκέψη ἀπέναντι σ’ ἕνα ἀκόμη –ἐνδεχομένως– σημεῖο τῶν καιρῶν, τὸ ἑξῆς: κρίση καὶ στὸ θέατρο;

Τὸ αὐτὸ ἐρώτημα ἀπασχολοῦσε τὸν μεγάλο Κάρολο Κοὺν ἤδη στὰ 1930 κι ἐπανερχόταν συχνά, γεγονὸς ποὺ μᾶς κάνει νὰ σκεφτοῦμε εἴτε ὅτι τὸ ἑλληνικὸ θέατρο διαγράφει κύκλους (στὴν καλύτερη περίπτωση) εἴτε ὅτι δὲν ἔχει σημειώσει ἔκτοτε οὐδεμία ἐξέλιξη –καλὴ ἢ κακή (στὴ χειρότερη περίπτωση)– εἴτε ὅτι ἡ κρίση εἶναι στοιχεῖο ἴδιον καὶ μόνιμον τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καὶ κοινωνίας. Ὅπως τότε ὁ Κούν, ἔτσι σήμερα κι ἐμεῖς θὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ὕπαρξη κρίσης στὸ θέατρο. Στὴν περίπτωση καταφατικῆς ἀπάντησης, θὰ προβαίναμε στὴν ἀνεπίτρεπτη γενίκευση νὰ θεωρήσουμε συλλήβδην ὁλόκληρο τὸ σημερινὸ θέατρο καὶ τὸ σύνολο τῶν συντελεστῶν του ...προβληματικά. 

Ἀποφεύγουμε μὲν τὴ γενίκευση, ἀδυνατοῦμε ὡστόσο νὰ παραγνωρίσουμε ὅτι τὸ σημερινὸ ἑλληνικὸ θέατρο παρουσιάζει σημεῖα σύγχυσης κι ἀποπροσανατολισμοῦ. Δανειζόμαστε τὰ (φεῦ, ἐπίκαιρα) λόγια τοῦ Κούν: «Τὸ θέατρο, ὅπως ἐμφανίζεται, δὲν εἶναι Τέχνη, δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ ἀνυψώσει τὸ πνευματικὸ ἐπίπεδό του λαοῦ μας [...]. Ἐνδιαφέρεται ἁπλῶς νὰ τέρψει καὶ νὰ δημιουργήσει αὐτὸ ποὺ λέγεται κοινὰ “ἐμπορικὲς ἐπιτυχίες”.» Κι αὐτὸ οὔτε ἀθῶο εἶναι οὔτε χωρὶς συνέπειες μένει: «Τὸ πλατὺ κοινὸ εἶναι ναρκωμένο, ἐμεῖς τὸ ναρκώσαμε.» Πῶς; «Τὸ κολακεύουμε μὲ τὰ ἔργα ποὺ γράφουμε, τὸ κολακεύουμε μὲ τὸ παίξιμό μας, τοῦ κολακεύουμε τὰ φτηνότερά του γοῦστα...» Ἀκόμη ὅμως κι οἱ θεατὲς πού, σὲ πεῖσμα τῆς τρέχουσας λογικῆς, ἐπιμένουν νὰ πιστεύουν στὸ Θέατρο ἀπογοητεύονται. Ὣς πότε θὰ ἐπιμένουν, πέφτοντας ὁλοένα πάνω σὲ τοῖχο;

Πρόκειται, μάλιστα, γιὰ τοῖχο (παραδόξως) γερό, μὲ τὰ θεμέλιά του βαθειὰ καὶ ἀπὸ ὑλικὰ ἀρίστης ποιότητας. Κύρια συστατικά του εἶναι ἡ μανιέρα καὶ ἡ ὑπερβολή –παντοῦ καὶ πάντα παροῦσες σήμερα–, τόσο στὴν πρόσληψη κι ἀντίληψη, ὅσο –κυρίως– στὴν ἀπόδοση, τὴν ἑρμηνεία καὶ τὴν (ἀνα)παράσταση. Δίοδος ἔκφρασης αὐτῶν τῶν χαρακτηριστικῶν εἶναι ἡ ἀπεγνωσμένη προσπάθεια πρωτοτυπίας, ἡ ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων καινοθηρία. Ἡ ὑπερβολὴ δὲ συχνὰ ὀφείλεται καὶ συμπορεύεται μὲ τὴν ἔλλειψη σεβασμοῦ ἐκ μέρους τοῦ σκηνοθέτη ἀπέναντι στὸ ἴδιο τὸ κείμενο, τὸ συγγραφέα του καὶ τὸ κοινὸ τῆς παράστασης. Ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ μὲ τὴ σειρά της ἄλλοτε ἐκπηγάζει ἀπὸ ἁπλὴ ἄγνοια κι ἐλλιπὴ μελέτη καὶ γνώση τοῦ ἔργου καὶ τῆς ἐποχῆς, ἄλλοτε ἀπὸ «δόλο», μέσω μιᾶς ἐσφαλμένης ἐντύπωσης τοῦ σκηνοθέτη γιὰ τὸ ρόλο του, συχνὰ ὅμως ἀπὸ τὸ ὑπερδιογκωμένο Ἐγώ του, καθὼς ὁ ἴδιος λαμβάνει θέση ἀνταγωνιστικὴ ἀπέναντι στὸ συγγραφέα κι ἐπιδιώκει σώνει καὶ καλὰ νὰ τὸν «ξεπεράσει» ἢ ἀκόμη καὶ νὰ τὸν ἀντικαταστήσει. Κι ἂς λέει ὁ Κοὺν ὅτι ὁ σκηνοθέτης «χρειάζεται εὐαισθησία, ἐξυπνάδα, καλλιέργεια, μόρφωση, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ διδάσκει (τοὺς ἠθοποιούς)». Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα... Ἀπ’ τὴν ἄλλη, ὁ σκηνοθέτης δειλιάζει, ὥστε νὰ μὴν ὑπογράφει ὁ ἴδιος τὴν παράσταση, ἀλλὰ νὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ συγγραφέα. Δὲν μιλᾶμε γιὰ τὸν «Βασιλιὰ Λὴρ» τοῦ Λιβαθινοῦ, ὄχι, ἀλλὰ τοῦ Σαίξπηρ. Δὲν βλέπουμε τὴν «Ἐρωφίλη» τοῦ Ἀβδελιώδη, ἀλλὰ (λόγω τιμῆς!) αὐτὴν τοῦ Χορτάτση. Ὁ καθωσπρεπισμός, τὸ «politically correct», ἂς παραμένει ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῶν φεμινιστριῶν...

Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἀφήνουν ἀνεξίτηλο τὸ σημάδι τους στὸ σημερινὸ θέατρο καὶ τοῦ δίνουν χαρακτήρα ἀπαραγνώριστα ἐπαρχιώτικο. Ναί, ἐπαρχιώτικο, καὶ μάλιστα μὲ σύμπλεγμα κατωτερότητας: ὄχι ἐπειδὴ ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται στὴν περιφέρεια τῆς Εὐρώπης (ἂν ὄχι ἀκόμη παραέξω), μακριὰ ἀπὸ τὰ «κέντρα» ὅπου παράγεται σήμερα ὁ πολιτισμός (μαζικῆς κατανάλωσης), ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐμεῖς τὸ ἐπιλέγουμε ὡς συντελεστὲς καὶ τὸ ἐπιτρέπουμε ὡς κοινό.

Ἀληθεύει, ὅπως παρατηρεῖ κι ὁ ἴδιος ὁ Κούν, ὅτι ὁ σημερινὸς τρόπος ζωῆς, ὁ ἀποξενωμένος στὶς ὑπερπληθεῖς κι ἀπρόσωπες μεγαλουπόλεις καὶ ἡ ἀσύλληπτη, ραγδαία ἐξέλιξη, ἐπιστημονική, τεχνολογικὴ κ.ἄ., ἔχουν ὁδηγήσει «στὴ δημιουργία πιὸ ἀτομικῶν αἰσθητικῶν μέσων ἔκφρασης», πράγμα ποὺ ἀποτυπώνεται καὶ στὸ θέατρο. Ὡστόσο, πάντα ὑπάρχει τρόπος γιὰ ποιοτικὸ καὶ καλαίσθητο θέατρο, καὶ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ σεβασμό. Ὁ σκηνοθέτης ὀφείλει νὰ σέβεται κατ’ ἀρχὴν τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, κάτι ποὺ δὲν συμβαίνει ὅταν προτάσσει τὸ Ἐγώ του ἔναντι ἔργου, συγγραφέα καὶ κοινοῦ, ἀλλὰ ὅταν σέβεται ἀκριβῶς ὅλα αὐτά. Ἐξάλλου, «τὸ θέμα δὲν εἶναι νὰ ἐπιβάλλει κανεὶς κανούργιες ἀπόψεις, ἀλλὰ νὰ μαθητεύει καὶ νὰ κατανοεῖ καινούργια πράγματα». Ἀδήριτη ἐπίσης ἡ ἀνάγκη νὰ ἔχει ὁ σκηνοθέτης πάντα κατὰ νοῦ τὸ ἐρώτημα: «γιατί κάνουμε θέατρο;»


Τὸ φώναζε κι ἐπέμενε ὁ Κούν: «Δὲν κάνουμε θέατρο γιὰ τὸ θέατρο... Κάνουμε θέατρο γιὰ νὰ πλουτίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, τὸ κοινὸ ποὺ μᾶς παρακολουθεῖ κι ὅλοι μαζὶ νὰ βοηθήσουμε νὰ δημιουργηθεῖ ἕνας πλατύς, ψυχικὰ πλούσιος καὶ ἀκέραιος πολιτισμὸς στὸν τόπο μας.» Καὶ ἀλλοῦ: «Τὸ θέατρο, ὡς μορφὴ τέχνης, δίνει τὴν δυνατότητα νὰ συνδεθοῦμε, νὰ συγκινηθοῦμε, ν’ ἀγγίξουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ νιώσουμε μαζὶ μιὰ ἀλήθεια.» Ἀκόμη: «Γιὰ νὰ φτάσουμε νὰ εἴμαστε καλλιτέχνες ἄξιοι τῆς ἀποστολῆς μας, πρέπει νὰ ἀποβάλουμε ἁμαρτήματα ἀταβισμοῦ, κακῆς διαπαιδαγώγησης, ἀμορφωσιᾶς. [...] Ἀπὸ τὸ χέρι τὸ δικό μας ἐξαρτᾶται. [...] Πρέπει νὰ προσφέρουμε καλό, θετικὸ θέατρο. [...] Χρειάζονται, ὅμως, θυσίες, κούραση καὶ πόνος.»
Καθότι ὁ Κοὺν τονίζει τὸν ἱερὸ χαρακτήρα τῆς ἀποστολῆς κάθε συντελεστῆ τοῦ θεάτρου, ὁ τίτλος τοῦ συγκεντρωτικοῦ τόμου τῶν κειμένων του, «Κάνουμε θέατρο γιὰ τὴν ψυχή μας», ἂν καὶ φράση τοῦ ἰδίου, μοιάζει μᾶλλον ν’ ἀκολουθεῖ τρέχουσες ἀντιλήψεις αἰσθητικῆς καὶ τῆς ἀγορᾶς, παρὰ τὴν ἀληθινὴ ἀπάντηση τοῦ Κοὺν στὸ ἀντίστοιχο ἐρώτημα. Τὸ θέατρο γιὰ τὸν Κοὺν γίνεται γιὰ τὸ Ἐσύ, τὸ πολὺ γιὰ τὸ Ἐμεῖς – ὄχι ὅμως γιὰ τὸ Ἐγώ. Πρὸς γνῶσιν καὶ συμμόρφωσιν!



Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα "Ο δρόμος της αριστεράς" (19.05.2012)