28/9/11

Σε ήχο καστιλιάνο...























Dámaso Alonso

Αδέρφια

Αδέρφια που βρισκόσαστε μακριά μου
απ’ τα νερά του ωκεανού πιο πέρα
στην Ισπανία είστε εγγύς, αδέρφια,
αφού μιλάτε γλώσσα που ’ν’ δικιά μου:

«Αγάπη» λέω εγώ και λέω «μάνα»
Και θάλασσες κι εκτάσεις διαπερνάω
ω, τι χαρά που σ’ ήχο καστιλιάνο
σας φτάνει των ποιημάτων μου ο παιάνας.

Φωνάζω «φίλε» και στον Νέο Κόσμο
φωνάζει «φίλε» και η ηχώ, η οποία,
περνώντας τον ωκεανό, με φτάνει.

«Θεός» φωνάζω και με άγιο κρότο
«Θεός» μου λένε όλα τα σημεία
«Θεός»: μονάχα αυτός τον κόσμο φτιάχνει.



 Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

*********************************

Hermanos

Hermanos, los que estáis en lejanía
tras las aguas inmensas, los cercanos
de mi España natal, todos hermanos
porque habláis esta lengua que es la mía:

yo digo "amor", yo digo "madre"
y atravesando mares, sierras, llanos,
- oh gozo - con sonidos castellanos,
os llega un dulce efluvio de poesía.

Yo exclamo "amigo", y en el Nuevo Mundo,
"amigo" dice el eco, desde donde
cruza todo el Pacífico, y aún suena.

Yo digo "Dios", y hay un clamor profundo;
y "Dios", en español, todo responde,
v "Dios", sólo "Dios", "Dios", el mundo llena.



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Κουκούτσι, τεύχος 3

 

22/9/11

Πίστη κι ελπίδα - θλίψη και χαρά μου...



















Θεοδόσης Βολκώφ

Γιουβενάλης ΙV

Mόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
της κάθε νύχτας σκοτεινή Kυρά μου,
κάθε ίνα του κορμιού μου σε καλεί,
τη μήτρα σου γυρεύουν τα παιδιά μου.
Σάρκα που ιδέα σε είπανε, Εσύ
πηγή στερνή και πρώτη του Έρωτά μου,
να σε κοιμάμαι θέλω, τρομερή
πίστη κι ελπίδα· θλίψη και χαρά μου.

Μόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
την ομορφιά σου πια ποιος διακρίνει·
τώρα που αδειάζει κι όλο αδειάζει η Γη
τη γύμνια μου η σάρκα σου θα ντύνει.
Σε σένα μόνον δέεται η Ψυχή,
μεστώνει αργά και με το ξίφος λύνει
τα αινίγματα που θέτει η Εποχή·
τη βλέπει, τη ζυγίζει και την κρίνει.

Μόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
διώξε από πάνω μου όλες τις καμπύλες
και σκλήρυνέ με, κάνε με τραχύ,
να με μισούν οι σκύλοι και οι σκύλες
που μόνο τρων και καβαλιούνται, Οργή·
και λεγεώνες κάνε με και ίλες·
τον έναν πλήθυνέ τον πάλι, Εσύ,
και στήσε τον κριό μπροστά στις Πύλες.

Μόνη πιστή ερωμένη μου, Οργή,
στα πόδια σου τον βίο μου αποθέτω·
το σώμα προσφορά και προσευχή
η Γλώσσα που, Οργή, σού καταθέτω.
Είσαι η Ανάγκη. Κάλπασε γοργή.
Έσο η Φωνή. Το στόμα μου απελθέτω…
Και υποψάλλω – Οργή, Οργή, Οργή –
Οργή – η Βασιλεία σου ελθέτω.


© Θεοδόσης Βολκώφ

19/9/11

Το όνομα αυτής...Σοκορίτο Πίνο!
























Alberto Salcedo Ramos

Το πιο μισητό κορίτσι του κόσμου


 (Στη Χάρι)
       
Δεν υπήρξε στα παιδικά μου χρόνια κορίτσι πιο αντιπαθητικό απ’ την Σοκορίτο Πίνο.


Παραδέχομαι ότι πολλές ήταν οι φορές που προσευχήθηκα στο Θεό να την αφήσει φαφούτα, να μην της βγουν ξανά ποτέ τα πάνω δόντια, ή ακόμα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να την πάρουν –με δόντια ή χωρίς– στο πιο απομακρυσμένο σημείο του πλανήτη, οπότε δε θα μάθαινα ποτέ ξανά νέα για εκείνην και το τι κάνει. 


Και σήμερα ακόμα, εξακολουθώ πεπεισμένος ότι εκείνη η αγανάκτηση ήταν άκρως δικαιολογημένη: Η Σοκορίτο Πίνο κατέστρεφε κάθε μου χαρά, ενώ άλλο σκοπό δε φαινόταν να ’χει, απ’ το να μη μ’ αφήνει ούτε λεπτό σε ησυχία. Όταν τσακωνόμουν με την Χάρι, την αδερφή μου, νά ’σου εμφανιζόταν η Σοκορίτο, σαν φάντασμα βγαλμένο απ’ το χειρότερο εφιάλτη, για να μ’ εμποδίσει να τη δείρω. Τα κατάφερνε, είτε μπαίνοντας ανάμεσα σε ’μένα και την αδερφή μου, είτε μαρτυρώντας τα όλα στον παππού μου. 


Όταν, μετά το μπάνιο, έπαιρνα θέση μπροστά στον καθρέφτη για να  χτενιστώ, το παλιοκόριτσο επέμενε ότι άδικα έχανα το χρόνο μου: μια φορά, τα χτενίσματα θαύματα δεν κάνουν.


Πολλοί απ’ τους μεσημεριανούς ύπνους μου, που εκείνη την εποχή ήταν ιεροί, διακόπηκαν απότομα απ’ τη Σοκορίτο Πίνο, η οποία μου τραβούσε τα δάχτυλα των ποδιών και μετά έβγαινε τρέχοντας, με ένα γελάκι θριάμβου που μου έκανε τα νεύρα κρόσσια.


Καθώς –πού την έχανες, πού την έβρισκες– στο σπίτι μου τριγυρνούσε, ήξερε το μυστικό που μ’ έκανε να ντρέπομαι, ότι δηλαδή εγώ, αν και δωδεκαετής, έβρεχα ακόμα το στρώμα μου τις νύχτες και τολμούσε μάλιστα να με ρωτά πώς και δε μου φαινόταν ντροπιαστικό κάτι τέτοιο. Μια μέρα, μέχρι που έφτασε να μου πει πως εκείνη δεν πίστευε ότι έβρεχα το στρώμα από κάποια δυσλειτουργία, αλλά απλώς και μόνο από την υπερβολική βαρεμάρα μου να σηκωθώ τα χαράματα και να πάω στην τουαλέτα. 


Κάποια άλλη στιγμή, η Σοκορίτο Πίνο πέρασε απ’ το πάρκο τη στιγμή ακριβώς που κολλούσα μια τσίχλα στο κεφάλι ενός απ’ την ομάδα και του φώναζα που αστόχησε σ’ ένα τόσο εύκολο γκολ. Αμέσως μου κούνησε επιπληκτικά το δείκτη του χεριού της και, παρόλο που δεν κατάλαβα τι μου είπε, ήμουν σίγουρος ότι θα πάει να τα πει όλα χαρτί και καλαμάρι στον παππού μου. Αμ’ έπος, αμ’ έργον: ο παππούς μου μού ’δωσε αργότερα ένα γερό χέρι ξύλο που ακόμα το θυμάμαι. 


Μέσα σε λυγμούς και θρήνους έριξα το φταίξιμο για ό,τι συνέβη στη Σοκορίτο, σκεπτόμενος, ο αφελής, ότι αυτό θα βάρυνε τη συνείδησή της. Το μόνο που κατάφερα ήταν να μου απαντήσει ψυχρά, με μια φράση που, σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, έκρυβε καινούργιες απειλές: «Τζάμπα κουράζεσαι», είπε, μ’ έναν αέρα ενηλίκου, «τα παιδιά δε λένε κακές κουβέντες».


Δεν θα παραστήσω τον άγιο. Στην πραγματικότητα, όπως μπορείτε ν’ αντιληφθείτε κι από το περιστατικό στο πάρκο, δεν ήμουν δα και κανένα αγγελούδι. Όμως ορκίζομαι ότι ποτέ μα ποτέ δεν έδωσα πάτημα στη Σοκορίτο Πίνο, ώστε να εισβάλει σε κάθε γωνιά του ζωτικού μου χώρου και να μη μ’ αφήνει ν’ αναπνεύσω, ούτε όταν έπαιζα ποδόσφαιρο, ούτε καν όταν κοιμόμουν. Ποτέ δε ζήτησα τη συντροφιά της. Ποτέ δεν πήγα σπίτι της να την ενοχλήσω, κι ας μέναμε στον ίδιο δρόμο. Σε αντίθεση μ’ εκείνην, που μοναδικός της στόχος έμοιαζε να ’ναι η εξόντωσή μου, δε σηκωνόμουν το πρωί σκαρφιζόμενος σχέδια για να την εκνευρίσω. Πολύ απλά, η Σοκορίτο είχε γίνει η σκιά μου, πηγαίνοντας όπου πήγαινα εγώ, καταστρέφοντας τις μέρες μου μ’ αξιέπαινη αποτελεσματικότητα. 


Πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι η Σοκορίτο πάντα έπαιρνε το μάθημά της για όσα μου έκανε. Για παράδειγμα, πήρα το αίμα μου πίσω για τον ξυλοδαρμό που υπέστη εξαιτίας της όταν εκείνη με μαρτύρησε στον παππού μου για τα του πάρκου∙ δυο μέρες αργότερα, της κατάφερα ένα φοβερό χτύπημα στο σβέρκο που την έκανε να τσιρίζει γι’ αρκετή ώρα. 


Πάντα έπαιρνα τη ρεβάνς μου, κι ας μην ήταν άμεση. Δε θυμάμαι να της τη χάρισα ούτε μία φορά για κάποια επίθεσή της. Για τον ύπνο που μου χαλούσε η Σοκορίτο στις τρεις το μεσημέρι, έπαιρνα εκδίκηση –ως όφειλα– στις πέντε το απόγευμα ή, το αργότερο, την άλλη μέρα το πρωί. Αυτό δεν ήταν και τόσο δύσκολο, καθώς, μπορεί η Σοκορίτο να έψαχνε τρέχοντας καταφύγιο στον έναν και στον άλλο δρόμο, ωστόσο αργά ή γρήγορα επέστρεφε. 


Το σωστό να λέγεται: πολλές φορές υπήρξα δριμύτερος απ’ ό,τι εκείνη με ’μένα. Κι όμως, καθόλου δεν το μετάνιωνα, καθώς ο σκοπός ήταν όχι μόνο να πατσίσουμε, αλλά και να τη φοβερίσω, ώστε να μην εμφανιστεί ποτέ πια μπροστά στα μάτια μου. Όλα μάταια: τη χτυπούσα, μετά έκλαιγε, μετά αποσυρόταν σπίτι της και μετά, σαν τίποτα να μην είχε γίνει, νά την πάλι δίπλα μου, έτοιμη για νέες σκανδαλιές. 


Η Σοκορίτο Πίνο είχε μαλλιά μαύρα και πλούσια. «Όμορφα μαλλιά» έλεγαν οι άλλοι. Καλά, μπορεί να ίσχυε αυτό όταν ήταν στεγνά, όταν όμως ήταν βρεγμένα και φρεσκοχτενισμένα, τους έκανε μια απαίσια χωρίστρα στη μέση. Όπως και να ’χει, η έλξη που αισθανόμουν γι’ αυτά τα μαλλιά δε σχετιζόταν με την αισθητική, αλλά μάλλον με τον βανδαλισμό, καθώς εκεί είναι που ξεσπούσα για τα καπρίτσια της κατόχου τους. Η μικρή δεν ήταν καλοντυμένη, αντιθέτως πάντα ξυπόλυτη και πάντα με το στρίφωμα του φορέματός της ξηλωμένο. Πέραν τούτου, έδινε την εντύπωση ότι ήταν πάντα βρώμικη. Με έκαναν έξω φρενών οι θείες μου, όταν τις άκουγα να λένε ότι ήταν όμορφη. 


Τα δόντια της μια απ’ τα ίδια: όλος ο κόσμος έλεγε ότι ήταν ωραία, εκτός από ’μένα που πάντα τ’ αντιμετώπιζα απλά ως ανόητο όπλο. Η κατάσταση χειροτέρεψε κι έφτασα στο σημείο να τη χτυπώ χωρίς να μου έχει κάνει εκείνη κάτι, αλλά μόνο και μόνο από το θράσος της να υπάρχει και να ’ρχεται δίπλα μου με εκείνον τον αέρα της αυτάρκους νεάνιδος. Δεν έχω ιδέα γιατί η Σοκορίτο δεν παραπονέθηκε ποτέ στον αδερφό της, ένα γίγαντα 15 ετών τον οποίο έτρεμε το μισό χωριό του Αρενάλ. Ομολογώ ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο μού προκαλούσε κρίση πανικού. Κάποια φορά έπαιζα κάποιο επιτραπέζιο, μόνος, κι εκείνη πλησίασε, πήρε τα ζάρια και κατέληξε να γίνει συμπαίκτρια, χωρίς να ’χει την καλή προαίρεση να μ’ αφήσει να νικήσω, εις ένδειξη ευγνωμοσύνης που τη δέχτηκα –αν και απρόσκλητη– στο παιχνίδι. Και δεν ήταν μόνο αυτό∙ με κορόιδευε από πάνω για την ήττα μου, με μεγάλη αναισθησία. 


Εκείνη τη μέρα τη δάγκωσα στο μπράτσο, της είπα να φύγει και να μ’ αφήσει ήσυχο και, σαν να μην έφταναν αυτά, την κορόιδευα για τον τρόπο που πρόφερε τις λέξεις. Εκείνη έφυγε κλαίγοντας υστερικά, όπως πάντα∙ κι όπως πάντα, έχοντας ένα αθώο βλέμμα, σαν να ήμουν εγώ ο κακός της υπόθεσης και σαν να μην ήταν εκείνη σε θέση να πειράξει ούτε μυρμήγκι. Το πιο περάξενο όμως ήταν άλλο: στα μάτια της δεν υπήρχε ίχνος κακίας, ούτε όταν έκλαιγε για τις τιμωρίες μου, ούτε όταν εκείνη ερχόταν και μ’ ενοχλούσε. Σε λιγότερο από μισή ώρα επέστρεψε δριμύτερη, με περισσότερη ενέργεια και καινούργια πειράγματα. Εγώ κοιμόμουν στο δωμάτιο της θείας Λίβιας, όταν η Σοκορίτο μου τάραξε τον ύπνο ρίχνοντάς μου στο πρόσωπο μπόλικο βρωμερό ξύδι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδα κι αυτά ήταν όλα όλα, όσα ζήσαμε: μια ιστορία με χοντράδες, πειράγματα κι αδεξιότητες.


Έτσι θα συνέχιζε –ποιος ξέρει έως πότε– ο φαύλος κύκλος, αν δε μετακόμιζε η οικογένεια Πίνο Βιγιάλμπα στην Καρταχένα για ν’ αλλάξει παραστάσεις. Σας βεβαιώ –όπως ένα κι ένα κάνουν δύο– ότι μετά από λίγες μόνο ώρες ούτε θυμόμουν την ύπαρξη κάποιας Σοκορίτο Πίνο. 


Το τι συνέβη μετά με τις ζωές μας, τη δική της και τη δική μου, δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Τουλάχιστον όχι γι’ αυτήν εδώ τη διήγηση. Αρκεί να ειπωθεί πως φύγαμε απ’ το Αρενάλ. 


Το πραγματικά υπέροχο γεγονός αυτής της ιστορίας συνέβη μετά από 20 περίπου χρόνια, το Δεκέμβριο του 1995. Τόπος του συμβάντος το σπίτι του Αλμπέρτο Ράμος, του παππού μου. Όταν έφτασα, ο παππούς μου συζητούσε με μια γυναίκα, η οποία, από μακριά, φάνταζε υπέροχη.


«Θα τη θυμάσαι την κοπέλα» μου είπε ο παππούς μου χαμογελώντας.
Δεν αμφέβαλα ούτε λεπτό: ήταν η Σοκορίτο Πίνο, ίδια κι απαράλλαχτη, σαν να είχαν τοποθετήσει το πρόσωπό που είχε τότε στο καλλίγραμμο σώμα που είχε σήμερα. Το ότι καθόλου δεν είχε αλλάξει, σήμαινε μάλλον ότι ανέκαθεν ήταν ελκυστική. Μόνο που εγώ δεν ήθελα να το δω, από την τόση αντιπάθεια που ένιωθα για εκείνην. Ή μπορεί ακόμη και να μην ήμουν σε θέση να το δω, από δική μου έμφυτη αδεξιότητα.


«Ναι, βέβαια, είναι η Σοκορίτο Πίνο», είπα κάπως αμήχανα.

Όταν ήρθε η σειρά της γυναίκας ν’ απαντήσει στο ίδιο ερώτημα που της έθεσε ο παππούς μου, το πρόσωπό της φωτίστηκε με μια γοητεία υπέροχη. Η απάντησή της κάνει ακόμα την καρδιά μου να φτερουγίζει:
«Πώς να τον ξεχάσω, κύριε Αλμπέρτο μου, αφού ήταν το πρώτο μου αγόρι;»



Μετάφραση από την ισπανική: Έλενα Σταγκουράκη
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Το δέντρο", Φεβρουάριος 2011

16/9/11

Βροχή δωματίου...

 
Αργύρης Χιόνης

















Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω. Ήτανε, πράγματι, χειμώνας. 
     Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
     Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
     Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου.

********************



Τα βιβλία μπούχτισαν τη σοφία τους, δεν μπορούσαν πια ούτε μια τυπωμένη λέξη ν' αντικρίσουν, σβήσαν όλες τις σελίδες τους, σβήσαν τους χρυσούς τίτλους απ' τα εξώφυλλά τους, έπαψαν να 'ναι βιβλία. 
     Ο άνθρωπος δεν πήρε τίποτα χαμπάρι, συνέχισε να τα βγάζει απ' τη βιβλιοθήκη, να τα ξεσκονίζει, να τα ξεφυλλίζει, να βυθίζεται μέσα τους.

13/9/11

Μεθεορτίως...





 


ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:

Υπέροχη φωνή, μελωδική μουσική σύνθεση, στιχουργία με λόγο ύπαρξης, και μια προσωπικότητα με έντονες μουσικές ανησυχίες, συνοδευόμενες από ανάλογες δισκογραφικές και συναυλιακές προσπάθειες. 

Ωστόσο, ένας μουσικός, που στις ζωντανές εμφανίσεις του τελευταία προσπαθεί να πείσει για κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είναι, με υπερβολές σε ήχους ηλεκτρονικούς και ροκ. Μα αν ένα τραγούδι χαρακτηρίζεται διαχρονικό, είναι ακριβώς γιατί αγαπιέται από το κοινό κι αντέχει στο χρόνο, ως έχει. Γιατί να παρουσιαστεί ως κάτι άλλο, διαφορετικό; Προς τι "Η αγορά του Αλ Χαλίλι" και το μεσαιωνικό κυπριακό τραγούδι του "Αϊ Γιωργιού" να έχουν ροκ χροιά κι αντίστοιχα φλύαρα ιντερμέδια;

Μαζί λοιπόν με την επιδοκιμασία και τις ευχές, και η προτροπή προς...συνέπεια!


Ε.Σ.
Αθήνα, 6/9/2011

10/9/11

Μα ποιος να πέσει σε φτωχειά, στα πλούτη μαθημένος...




















Γεώργιος Χορτάτσης

Από την Ερωφίλη [στ. 305 - 350]


ΠΑΝ. Γεις από την πλουσότητα δεν έχει γνωρισμένη,
με τη φτωχειά περνά ζωή καλή κι αναπαημένη.
Γεις απού γεννηθεί τυφλός, δεν έχει χρειά στον ήλιο
το λαμπυρό να κάθεται γη σ’ μαυρισμένο σπήλιο.
Γεις απού δρόσος κρύου νερού ποτέ του δε γνωρίζει,
δεν το ζητά στη δίψα του μηδέ ποσώς το χρήζει,
και γεις απού δεν είχε μπει σ’μιας κορασίδας χάρη,
πρίκα να πιάσει δε μπορεί, νιον άλλο αν εν’ και πάρει.
Μα ποιος να πέσει σε φτωχειά, στα πλούτη μαθημένος,
και να μην έχει βάσανα πάσα καιρό ο καημένος;
Ποιος με το φως των αμματιώ στη γη ποτέ γεννάται,
κι ώστε να ζει, σαν τυφλωθεί, να μην παραπονάται;
Ποιος με γλυκύ και κρύο νερό τη δίψα του να σβήσει,
και να του λείψει στό ’στερο και να μπορεί να ζήσει;
Γη ποιος μιας κόρης όμορφης φιλιά κι αγάπη χάνει,
και να μην έχει πεθυμιά πάραυτας ν’ αποθάνει;

Πλούσος, φραμένος στη δροσιά και χορτασμένος ήμου
και πλήσα καλορίζικον εκράτου το κορμί μου.
Βρύση χιονάτη κρυότατο νερόν επότιζέ με,
τα σωθικά μου εγιάτρευγε κι όλον εδρόριζέ με.
Δυο ήλιοι σ’ ένα κούτελο βαλμένοι φως μου δίδα,
και φωτερές τσι νύκτες μου σα μεσημέριν είδα.
Μια κορασίδα ευγενική παρά γυναίκαν άλλη,
με δίχως ταίρι σ’ τσ’ ομορφιές κ’ εις τα περίσσα κάλλη,
τσ’ ελπίδες τση είχεν εις εμέ κι όλη τση την αγάπη,
κι ολημερνίς πασίχαρο μ’ εκράτειε τον αζάπη.
Κ’ εδά σε πόσο κίντυνο στέκομαι και τρομάσσω
να μη γυρίσει η τύχη μου κι όλα γιαμιά τα χάσω,
φτωχός να μείνω το ζιμιό, τυφλός και διψασμένος,
και διχωστάς την κόρη μου την όμορφη ο καημένος.
Μα αν έναι κ’ ήτονε ποτέ τούτο μελλετικό μου,
καλλιά ’το νά ’χα γεννηθή δίχως των αμματιώ μου.
Καλλιά ’το νά ’χα ’σται τυφλός, καλλιά ’το, διψασμένος,
μέρα και νύκτα το νερό να το ζητώ ο καημένος.
καλλιά ’το τσι σαίτες του νά ’θελε φαρμακέψει,
όντεν εβάλθη ο έρωτας να ’ρθει να με δοξέψει,
να ’χα ποθάνει το ζιμιό, καλλιά ’τονε να βάλει,
σ’ τόση περίσσαν όργητα και κάκητα μεγάλη,
την κόρη μου την όμορφη θάνατο να μου δώσει,
και τση καημένης μου καρδιάς τα πάθη να τελειώσει,
παρά περίσσα σπλαχνικός να θέ να μου χαρίσει
πλιά παρ’ απ’ αποκότησεν η γλώσσα να ζητήσει,
κ’ εδά να θέλει αλύπητος, τα μόχει χαρισμένα,
ν’ αφήσει να μου πάρουσι, να βαραναστενάζω
κι ολημερνίς θυμώντας τα το θάνατο να κράζω.


7/9/11

Η κατάρα αυτού που ξεχωρίζει...






«Καλοσημαδιά» ή «κακοσημαδιά»; 

Η κατάρα αυτού που ξεχωρίζει


«Τρισεύγενη»
Εθνικό Θέατρο
Μάρτιος 2011


«Μ’ έφαγεν ο κόσμος, μ’ έφαγεν ο ίδιος ο εαυτός μου». Η φράση αυτή, ξεστομισμένη από τα χείλη της «ασκλάβωτης» Τρισεύγενης, μιας ύπαρξης ανάμεσα σε «θηλυκό και δαίμονα», «γυναίκα του Φλώρη και νεράιδα του γιαλού» συνάμα, συνοψίζει άριστα το δράμα που συνιστά το μοναδικό θεατρικό έργο του Παλαμά. Γραμμένο το 1902 και τυγχάνοντας τότε αρνητικής κριτικής για την «αντιθεατρικότητά» του, το έργο αυτό παντρεύει κατά τρόπο θαυμαστό τον ποιητικό λόγο με τη δραματοποιημένη αναπαράσταση, δίνοντας πρόσφορο έδαφος για πλήθος ερμηνειών, ανά τους καιρούς και τις –επικρατούσες ή μη– ιδεολογίες. 

Πέρα και πάνω από μια ιστορία αγάπης που συναντά σοβαρά εμπόδια, κατά το σαιξπηρικό πρότυπο του «Ρωμαίου και της Ιουλιέτας», η «Τρισεύγενη» γίνεται καθρέφτης πλείστων κοινωνικών συμπεριφορών και τραγικών αληθειών, όπως της απόλυτης ομορφιάς, αυτής που γίνεται «τρομερή» (με την ποιητική γλώσσα των Γαίητς και Ζέρβα) μέσα σε μια μοιραία τάση (αυτό)καταστροφής. Ακόμη, καθρεφτίζει τη διαφορετικότητα που ασφυκτιά μέσα στα στενά όρια της κοινωνικής σύμβασης, η οποία επιτρέπει δύο μόνο δρόμους: την προσαρμογή ή την απόρριψη, αμφότερες καταστροφικές για το διαφορετικό. «Πού αέρας και πού φως μ’ εσάς;» αγανακτεί η Ποθούλα. Αναπαριστάται μια βουλιμική κλειστή κοινωνία όπου όλοι είναι «ένα χωριό», «ένα σόι, μια γνώμη», όπου «τίποτα δε μένει κρυφό» κι όπου το σύνολο θρέφεται παρασιτικά από τη δυστυχία και τον πόνο του άλλου σαν όρνιο που κατασπαράζει το ψοφίμι: «του καθενός μας η ζωή σαν τη φωνήν είναι που …γυρίζει αντιλαλημένη διπλά και τρίδιπλα.» Μα ταυτόχρονα θίγονται οι δεινές συνέπειες του πείσματος εν είδει εγωισμού, της υλιστικής αντιμετώπισης της ζωής, αλλά και των «παλαιών» ηθών περί τιμής και ηθικού χρέους που σε πολλές περιπτώσεις όχι απλά βάραιναν, αλλά συνέθλιβαν υπάρξεις. 

Η μεταφορά του δράματος στη σκηνή το 2011 φέρει την υπογραφή του εργατικού χεριού της Λυδίας Κονιόρδου. Μεταξύ άλλων, η μακρά της εμπειρία τής επέτρεψε να καταπιαστεί με ένα έργο απαιτητικό και δύσκολο, ζωγραφίζοντας με την κλασική και καλαίσθητη πρότασή της και με φροντίδα στη λεπτομέρεια μια ζωηρή νησίδα στο μινιμαλιστικό σκηνικό, στο οποίο τείνει το σημερινό θέατρο. Ευφάνταστη και ιδανικά αρμονική η αλληγορία της τελευταίας σκηνής, με το σπάσιμο μιας στάμνας ανάμεσα στους άσπονδους –έως τότε– εχθρούς, πατέρα και σύζυγο της Τρισεύγενης. Με το σπάσιμο αυτό σωματοποιείται το ανοιχτό τέλος του έργου του Παλαμά, ωστόσο η Κονιόρδου προχωρά ένα βήμα παραπέρα, περνώντας το δικό της μήνυμα: τα θραύσματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν φονικό όργανο σε μια τελευταία πάλη, συνιστούν μέσο συμφιλιωτικό. Με τον τρόπο αυτό δικαιώνεται η θυσία, παύοντας να είναι μονοδιάστατη: το φαρμάκωμα της Τρισεύγενης με «αγνό φαρμάκι» τη σώζει από το ύπουλο φαρμάκι του κόσμου, επιφέρει ξανά τη διαταραγμένη –από την αλλόκοτη ύπαρξή της– ισορροπία κι επιτυγχάνει το ακατόρθωτο, να συμφιλιώσει το έως τότε ασυμβίβαστο. Η ύβρις και των τριών προσώπων, καθώς και μια μοίρα κακή, μια «κακοσημαδιά», οδήγησαν στην καταστροφή και μένουν πατέρας και σύζυγος να συλλέγουν τα θρύψαλα. Εύστοχη και η παρατεταμένη παύση του δεύτερου μέρους, όπου η απόλυτη σιωπή γεμίζει με ένταση ηθοποιούς και θεατές κι αποτυπώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την εσωτερική πάλη της Τρισεύγενης, ανάμεσα στη συμβατική προσδοκία μιας νοικοκυράς (που θέλουν να της επιβάλουν) και την ανάγκη ελευθερίας μιας εκ φύσεως χειραφετημένης, «ανυπόταχτης» και «τρισελεύθερης» γυναίκας. Αξίζει ακόμη να τονιστεί ο προτεινόμενος από την Κονιόρδου συσχετισμός προσώπων και ρόλων, φέρνοντας στο μυαλό του θεατή πότε χορό τραγωδίας (με το χορό των γυναικών) και πότε σκηνή από όπερα (με το διάλογο Πέτρου Φλώρη και Πάνου Τράτα στην πρώτη σκηνή του δεύτερου μέρους). Αντιθέτως, παράταιρη κι αταίριαστη με το όλον, η σκηνή του αρραβώνα μοιάζει με στιγμιότυπο εντελώς διαφορετικής σκηνοθετικής αντίληψης από την προτεινόμενη. Η γερή δόση της αφύσικης κι απροσδόκητης υπερβολής ξενίζει τον θεατή. 

Τα σκηνικά του Βασίλη Ματζούκη και τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, ακολουθούν τη γραμμή της σκηνοθεσίας, πλαισιώνοντάς την αρμονικά. Τα χρώματά τους, όμως, είναι αναιτιολόγητα φαιδρά, κι ούτε παραπέμπουν σε επιρροή απ’ το έργο του Νίκου Στεφάνου -στον οποίο αφιερώνεται η παράσταση- αν αυτός ήταν ο στόχος. Η αθωότητα της υπαίθρου φτάνει στο θεατή, πλην αυτού, και με άλλα μέσα, ενώ με τη συγκεκριμένη χρωματική επιλογή απαλύνεται η σκοτεινή, «δαιμονική» πλευρά των χαρακτήρων.

Ωστόσο, χωρίς μια δυνατή –υποκριτικά– ομάδα, η όποια σκηνοθεσία δε θα λειτουργούσε. Η απόδοση του Γάλλου, κομμένη και ραμμένη στις ανάγκες κι απαιτήσεις του ρόλου, δείχνει έναν ηθοποιό που ξέρει ν’ αλλάζει με τον εκάστοτε ρόλο του. Ερμηνείες φυσικές και λειτουργικά καίριες έδωσαν επίσης η Θλιβέρη ως «Ποθούλα» κι ο Καστρής ως «Δεντρογαλής». Πειστικός ο Στέργιογλου ως «Μπουρνόβας» με την άρτια και συγκινητική απόδοση του χορικού της Ελέγκως κι απολαυστική μέσα στην αθωότητά της η Χατζηπασχάλη ως «Πραξιθέα». Η Γουλιώτη ανταποκρίθηκε στον απαιτητικό ρόλο της Τρισεύγενης, ωστόσο με κάποια αδεξιότητα σε κίνηση και φωνή. Ικανοποιητικός εξίσου κι ο Κουρής, ως «Πέτρος Φλώρης», χωρίς να φτάνει στο ύψος άλλων ερμηνειών του. 

Κρίμα μόνο που ο Παλαμάς, ως άλλη Τρισεύγενη, δέχθηκε το πλήγμα των συμβάσεων της εποχής του, με αποτέλεσμα να στερηθεί το ελληνικό θέατρο περισσότερων ανάλογων έργων, με βάθος και γλώσσα θαυμαστά.



Έλενα Σταγκουράκη,
Αθήνα, 26.03.2011



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη", τεύχος 5



4/9/11

Τα σύννεφα είναι οι ουράνιοι συγγραφείς...
















Κώστας Κουτσουρέλης

Αέρας Αύγουστος 11


     Τα σύννεφα είναι οι ουράνιοι συγγραφείς,
   ραίνουν τον κόσμο με σημεία της στίξης,
  νοτίζουν άπαυστα το πρόσωπο της γης

  με παύλες, κόμματα, εισαγωγικά,
   με νύξεις δίκοπες, λοξά θαυμαστικά,
  μ’ όλα εκείνα της γραφής τα ήξεις αφήξεις.

  Στο χώμα οι σκέψεις τους πέφτουν βαρειές,
   κομίζουν κάτι από την πείρα των αγγέλων,
  συλλέγουν όλες τις αιθέριες διδαχές

  και τις συντάσσουν σ’ έναν ύμνο δίχως χθες,
   ένα άγγελμα φερμένο από το μέλλον.
  Τα σύννεφα είναι οι ουράνιοι ποιητές,

  στην πέτρα ανοίγουν παρενθέσεις χίλιες,
   και τις γεμίζουν με το νόημα της βροχής —
  αυτό το θαύμα της καμένης αστραπής

  που σε τυφλώνει ξαφνικά πίσω απ’ τις γρίλιες.




1/9/11

Να τα λέμε τώρα..;















Κωνσταντίνος Καβάφης

Ας φρόντιζαν

Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους—
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.

Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.