31/12/16

Το χρώμα της σκιάς - Die Farbe der Schatten





Το σπουδαιότερο ίσως μυθιστόρημα του Ελληνογερμανού ζωγράφου, πεζογράφου και ποιητή, Γκέρριτ Μπέκκερ, συστήνεται και συστήνει το δημιουργό του για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό. Δύο κόσμοι, δύο πραγματικότητες, δύο λογοτεχνικές αποτυπώσεις: από τη μια η χιονισμένη, αποσπασματική, μεταπολεμική Γερμανία των παιδικών χρόνων και των πρώτων αναμνήσεων, με την αμηχανία των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων, ως παιχνίδι των σκιών και από την άλλη η γεμάτη φως, χρώμα, άρωμα και γεύσεις Ελλάδα, ως τόπος μιας ανήσυχης εφηβείας, προσωπικής εξέλιξης κι ανάπτυξης, ώς την αποκρυστάλλωση του Εγώ. Δύο αντιθετικές πραγματικότητες, που αποτυπώνονται με δύο διαφορετικά γλωσσικά ύφη σε πρώτο και δεύτερο μέρος, μα πάντως με γλώσσα ποιητική και κυρίως ζωγραφική. Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο, συμπάσχει και συμπαθεί αυτό το μικρό παιδί που ενηλικιώνεται ακροβατώντας σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς, ώσπου από αυτό να γεννηθεί ο ζωγραφός. 

Αυτό που πάνω απ' όλα ξεχωρίζει τον Μπέκκερ και το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι συνιστά μία από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις όπου το χρώμα γίνεται λόγος. Ο Μπέκκερ γράφει με χρώματα και την απουσία τους, δημιουργεί με τις σκιές. Αυτό το γεγονός, μαζί με την ποιητική και αφαιρετική του γλώσσα, ιδίως στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αποτέλεσαν τις κύριες δυσκολίες, τις οποίες ως μεταφράστριά του είχα να αντιμετωπίσω, αλλά και την πρόκληση που με γοήτευσε εξ αρχής στο έργο του, ποιητικό ή πεζό. Γνωρίζοντας και το παραστατικό έργο του Μπέκκερ είχα την ευκαιρία να εισχωρήσω ακόμη περισσότερο στον κόσμο του. "

Το χρώμα της σκιάς" προσκαλεί λοιπόν το ελληνικό αναγνωστικό κοινό σε μια τέτοια μοναδική εμπειρία, όπου λόγος και εικόνα, γλώσσα και χρώμα, γίνονται ένα. Ένας όχι μόνο καλλιτεχνικός, αλλά κυρίως πολιτιστικός ελληνογερμανικός διάλογος με επίκεντρο τον Άνθρωπο. Καλή απόλαυση!

Έλενα Σταγκουράκη

**************************

Der wichtigste, könnte man sagen, Roman des griechisch-deutschen Malers, Schriftstellers und Dichters Gerrit Bekker stellt sich und seinen Schöpfer zum ersten Mal dem griechischen Publikum vor. Dabei setzt man sich mit zwei Welten, zwei Wirklichkeiten und zwei literarischen Abbildungen auseinander: einerseits das verschneite Deutschland der Nachkriegszeit aus der fragmentierten Erinnerungen einer verlegenen und naiven Kindheit als ein Spiel der Schatten, andererseits das voller Licht, Farbe, Düfte und Geschmäcker Griechenland einer unruhigen Pubertät und persönlichen Weiterentwicklung bis zur Herauskristallisierung des Ichs. Es handelt sich um zwei unterschiedlichen Wirklichkeiten, die durch zwei unterschiedlichen sprachlichen Stils im ersten und zweiten Teil des Buchs vor allem aber durch eine poetische und malerische Sprache portätiert werden. Die Leser empfinden Empathie und Zuneigung für das kleine Kind, das volljärig wird, indem es zwischen zwei Kulturen pendelt, bis es dazu kommt, dass es aus ihm ein Maler wird. 


Gerrit Bekkers Roman "Die Farbe der Schatten" wird dadurch gekennzeichnet, dass er eine der seltenen Instanzen darstellt, wo die Farben zur Sprache werden. Bekker schreibt mit Farben und derer Abwesenheit, er spielt mit Schatten. Diese Tatsache sowie die dichterische und elliptische Sprache vor allem im ersten Teil des Buchs stellten die größten Schwierigkeiten dar, mit welchen ich mich als Übersetzerin des Buchs ins Griechische auseinander zu setzen hatte. Gleichzeitig waren sie aber auch die Herausforderung, derer Anziehungskraft ich mich von Anfang an nicht entziehen konnte. Indem ich auch das malerische Werk Bekkers kennen lernte, durfte ich an seiner Welt wahrhaft teilhaben. 

"Die Farbe der Schatten" in seiner jetzigen Übersetzung ins Griechische lädt das griechische Publikum in ein einmaliges Erlebnis ein, bei welchem Literatur, Malerei, Sprache und Farben eins werden. Ein nicht nur kunstlerischer sondern vielmehr kultureller deutsch-griechischer Dialog zum Thema "Mensch"!

Elena Stagkouraki

27/12/16

Το χρώμα της σκιάς




ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ!
GERRIT BEKKER, «Το χρώμα της σκιάς» (1992, μυθιστόρημα)
Με μεγάλη χαρά οι εκδόσεις Περισπωμένη συστήνουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής Γερμανίας, τον ζωγράφο και συγγραφέα Γκέρριτ Μπέκκερ. «Το χρώμα της σκιάς» (μτφρ. Έλενα Σταγκουράκη), το οποίο ο συγγραφέας αφιερώνει στην Ελληνίδα μητέρα του, απέσπασε το 1993 το βραβείο «Μάρα Κάσσενς», το σπουδαιότερο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα μυθιστορήματος στον γερμανόφωνο χώρο.




20/12/16

Απ' το Χαλέπι...



Έλενα Σταγκουράκη

Δάφνες και πικροδάφνες

                               

Δάφνη μυρωδική το δέρμα μου σκεπάζει,
αφρός λευκός, μεθυστικός,
αιθέριο έλαιο, βασιλικός πολτός,
μέλι και γάλα.
Σπιθαμή δεν αφήνω, πόρο για πόρο
μέρη κρυφά, φανερά και όλα τ' άλλα,
παντού ο αρχαίος θησαυρός απ' το Χαλέπι.
Και σκέφτομαι το ζεύγος στα χαλάσματα της σκάλας
που τραβά στα βιαστικά φωτογραφία,
στον κόσμο να αποδείξει που δήθεν βλέπει
ότι ζει.
Και βλέπω την εικόνα του πατέρα
με το βρέφος το νεκρό στην αγκαλιά
ή το γέροντα που χαίρεται ακόμη
έναν κήπο ανθισμένο από τριαντάφυλλα
‒θαύμα το πώς γλίτωσε από τα βομβαρδιστικά‒.
Βλέπω και ακούω στις συνεδριάσεις
για ανύψωση τειχών από δω και πέρα:
«Μα τι θαρρούνε; Ας τους πάρει η διπλανή μας κώμη.»
Μανάδες και αν χωρίζονται απ' τα βρέφη,
πατεράδες και αν σκοτώνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες
και αδίστακτα αντεπιτίθεται η τζιχάντ,
η Ευρώπη τη συνείδησή της νίπτει
με σαπούνι έξτρα παρθένο που χωράει και στην τσέπη.
—Με αυτό πλενόταν η Κλεοπάτρα, η Σεχραζάντ!
—Μήπως γίνεται από άνθρωπο; επιμένω.
—Δεν ξέρω τι μου λέτε, εδώ γράφει «Απ' το Χαλέπι».


01/11/2016


9/9/16

Το χρώμα της σκιάς...



ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ και θα κυκλοφορήσει μέσα στο φθινόπωρο:

Gerrit Bekker, «Το χρώμα της σκιάς» 
(1992, μυθιστόρημα, μτφρ. Έλενα Σταγκουράκη)

Η Περισπωμένη συστήνει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τον Γκέρριτ Μπέκκερ, έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής Γερμανίας. Τόσο ως ζωγράφος όσο και ως συγγραφέας ο Μπέκκερ έλαβε πλήθος διακρίσεων — για το «Χρώμα της σκιάς» απέσπασε το βραβείο «Μάρα Κάσενς»(Mara-Cassens-Preis), το σπουδαιότερο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα μυθιστορήματος στον γερμανόφωνο χώρο. Ο Μπέκκερ αφιερώνει το βιβλίο στην Ελληνίδα μητέρα του.

24/8/16

Τρύπες...














Έλενα Σταγκουράκη

Τρύπες

                        Στο Γιάννη Αγγελάκα, δικαιωματικά

Κι ενώ σε σκέψεις άλλες χανόμουν,
βρεθήκαμε — 
θαρρείς σαν και άλλοτε, 
σαν τις φορές και το 'κάποτε'
που απ' το Τώρα το χωρίζουνε οι Τρύπες.
Γύπες ανήλεοι που σκάβουν σωθικά
τα δάκρυά σου για τη νέα μου ζάλη.
Ρωτάς τάχα ποιος άνεμος με παίρνει μακριά,
μιλάς γι' αυτούς τους άλλους που παλεύουν στη σκόνη.
Πώς αλλιώς, αφού δεν κάνω, δεν χωράω πουθενά;
Ελπίζω σε άλλο τόπο, σε άλλη διέξοδο πάλι.
Βλέπεις, το όνειρο που μ' έφερε μια μέρα ώς εδώ,
από καιρό τώρα έχει γίνει εφιάλτης.
Το φόβο και αν φοβάμαι, προχωράω, και να!
που εμπρός μου πάλι απλώνεται ο χάρτης.
Δεν είναι άλλο, είναι ταξίδι από πληγή σε πληγή,
άλλη με ολίγη, άλλη μέτρια κι άλλη σκέτη.
Τη διαδρομή την έχω μάθει πια απέξω, καλά:
στο ίδιο Τίποτα ψάχνω άλλο σκηνοθέτη.
Στα χέρια μου έχω μόνο την αιώνια αλλαγή,
την αέναη, αναπότρεπτη ανάσα — 
σαν και αυτή που ξαφνικά υγροποιήθηκε αργά, 
που από τα μάτια σου ξεπρόβαλε και κύλησε απλά
για να ρωτώ και να εικάζω το 'γιατί'.




20/8/16

Στιγμιότυπα από την παρουσίαση του "Άνθους της στάχτης" στην Αθήνα, το Μάρτιο 2016



Καλοσώρισμα από τη μεταφράστρια

 Αποτίμηση του Παντελή Μπουκάλα για την ποίηση της Βιλαρίνιο 
και τη μετάφρασή της


 Μουσική ανάσα σε ρυθμό τάνγκο από τους Χέρμαν Μάιρ και Ρομάν Γκόμες


 Η οπτική της μεταφράστριας 
για το 'Άνθος της στάχτης'

Ο Κώστας Κουτσουρέλης σε στιγμιότυπο απόδοσης
της αλληλογραφίας της Ουρουγουανής ποιήτριας.



 Ο Θεοδόσης Βολκώφ αποδίδει ερωτικά ποιήματα της Βιλαρίνιο.






18/7/16

Αφιέρωμα με διηγήματα-μπονζάι για το Σημείο Μηδέν


Μετά από αναγνώσεις, αξιολογήσεις, μεταφράσεις και βαθμολογήσεις, φτάνουμε σιγά-σιγά (ή γρήγορα-γρήγορα) στους φιναλίστ των διηγημάτων-μπονζάι για το Σημείο Μηδέν. Μες στο 2016 οι Δίδυμοι Πύργοι έπεσαν και ξανάπεσαν πολλές φορές...
Παρακάτω η πρόσκληση ενδιαφέροντος, όπως δημοσιεύτηκε στις 15 Μαρτίου 2016:
**********************************
Πρό­σκλη­ση ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος

ΟΤΑΝ τὸ 2001 οἱ τε­ρά­στιοι Δί­δυ­μοι Πύρ­γοι τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης ἔ­παιρ­ναν φω­τιὰ ἡ εἴ­δη­ση ἀ­κι­νη­το­ποί­η­σε πρὸς στιγ­μὴν ὁ­λό­κλη­ρο τὸν πλα­νή­τη. Ὅ­λοι κοι­τοῦ­σαν πα­γω­μέ­νοι σὲ ἀ­πευ­θεί­ας με­τά­δο­ση τὶς εἰ­κό­νες στοὺς δέ­κτες τῶν τη­λε­ο­ρά­σε­ων. Τὸ ἀ­δι­α­νό­η­το συ­νέ­βη. Ἡ ὑ­περ­δύ­να­μη χτυ­πή­θη­κε στὸ κέν­τρο της, ἔ­πε­σε τὸ Πεν­τά­γω­νο καὶ τὸ Κέν­τρο Δι­ε­θνοῦς Ἐμ­πο­ρί­ου. Χι­λιά­δες ἀ­θῶ­οι ἄν­θρω­ποι σκο­τώ­θη­καν. Ἡ Ἀ­με­ρι­κὴ ξαφ­νι­κὰ (;) θρη­νοῦ­σε. Ἀ­πὸ τό­τε ὅ­λα ἄλ­λα­ξαν. Πα­ρά­ξε­νοι καὶ ἀ­προσ­δό­κη­τοι πό­λε­μοι ξε­κί­νη­σαν. Ἡ ψευ­δαί­σθη­ση τῆς ἀ­σφά­λειας γιὰ τὸν δυ­τι­κὸ κό­σμο, μα­ζὶ μὲ τὶς ἐ­πί­πλα­στες βε­βαι­ό­τη­τες ποὺ τὸν χα­ρα­κτή­ρι­ζαν, κα­τέρ­ρευ­σε μα­ζὶ μὲ τοὺς γυ­ά­λι­νους πύρ­γους. Ἡ ἱ­στο­ρί­α γυρ­νοῦ­σε σε­λί­δα. Ὁ τρί­τος κό­σμος ἀρ­γο­σα­λεύ­ον­τας ἔ­δει­χνε τὰ δόν­τια του, ἡ Ἂλ Κά­ιν­τα ἀ­νέ­λα­βε τὴν εὐ­θύ­νη, ἄρ­χι­σε ὁ «προ­λη­πτι­κὸς» πό­λε­μος τοῦ Μποὺς τοῦ νε­ώ­τε­ρου ἐ­νάν­τια στὴν «τρο­μο­κρα­τί­α». Ἀ­κο­λού­θη­σε ἡ τό­σο γρή­γο­ρα δι­α­ψευ­σθεῖ­σα «Ἀ­ρα­βι­κὴ ἄ­νοι­ξη», ἐ­νῶ σή­με­ρα ἡ πλη­γὴ τῆς Συ­ρί­ας ποὺ ἐ­ξέ­θρε­ψε τὸν ISIS καὶ προ­κά­λε­σε τὶς ἀ­τέ­λει­ω­τες «προ­σφυ­γι­κὲς ρο­ὲς» κα­τα­δει­κνύ­ει τὴν βα­θειὰ ὑ­πο­κρι­σί­α καὶ ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τῶν ἡ­γε­τι­κῶν ἐ­λὶτ τῆς Εὐ­ρώ­πης… Ὁ πολ­λὰ ὑ­πο­σχό­με­νος 21ος αἰ­ώ­νας ἔ­κα­νε τὸ δυ­σοί­ω­νο ντεμ­ποῦ­το του ἀ­πὸ τὸ μα­κά­βριο «ση­μεῖ­ο μη­δὲν» τοῦ νο­τί­ου Μαν­χά­ταν, συμ­πα­ρα­σύ­ρον­τας, συμ­βο­λι­κῶς γιὰ μᾶς, στὰ ἐ­ρεί­πιά του καὶ τὸ πα­ρα­κεί­με­νο ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Αγί­ου Νι­κο­λά­ου.
       Ἐ­φέ­τος συμ­πλη­ρώ­νον­ται δε­κα­πέν­τε χρό­νια ἀ­πὸ τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ αὐ­τὸ γε­γο­νὸς ποὺ ση­μα­το­δό­τη­σε τό­σες ἀλ­λα­γές, ἀ­πὸ τὴν παγ­κό­σμια πο­λι­τι­κὴ ὣς τὴν ἁ­πλῆ κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας, καὶ ἐν­δε­χο­μέ­νως κά­ποι­ες (ἴ­σως πολ­λὲς) πτυ­χὲς τῶν ἐ­πι­πτώ­σε­ών του νὰ μᾶς εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἄ­γνω­στες. Ὡ­στό­σο ἔ­χει γί­νει ἀ­φορ­μὴ συ­νε­χοῦς καὶ ἔν­το­νου ἀ­να­στο­χα­σμοῦ σὲ συλ­λο­γι­κὸ καὶ προ­σω­πι­κὸ ἐ­πί­πε­δο γιὰ ἀ­να­ρίθ­μη­τους ἀν­θρώ­πους σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸν κό­σμο. Ἐ­πι­πλέ­ον, ὅ­πως ἦ­ταν ἀ­να­με­νό­με­νο, εἰ­σέ­βα­λε καὶ στὸν χῶ­ρο τῆς τέ­χνης καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Στὰ δέ­κα χρό­νια (2/9/2011) ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­φρά­δα ἡ­μέ­ρα ὁ Guardian παρουσίαζε τὰ 20 καλύτερα βιβλία ποὺ γράφτηκαν γιὰ τὴν 9/11, καὶ ἐγ­και­νί­α­ζε μιὰ σει­ρὰ σχε­τι­κῶν δι­η­γη­μά­των μὲ τί­τλο «9/11 stories»,  τὴν ἴ­δια μέ­ρα ὁ Economist ἐ­ξέ­τα­ζε πῶς ἡ 11/9 ἄλλαξε τὴν μυθοπλασία, ἐ­νῶ ἡ Wiki πα­ρα­θέ­τει κατάλογο 17 σχετικῶν μυθιστορημάτων, με­τα­ξύ των ὁ­ποί­ων καὶ τὸ Falling Man (2007) τοῦ Don DeLillo, ποὺ με­τα­φρά­στη­κε καὶ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἀ­πὸ τὴν Ἔ­φη Φρυ­δᾶ (Ἑ­στί­α, 2010) μὲ τὸν τί­τλο Ἄν­θρω­πος σὲ πτώ­ση. Ἕ­να μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὰ δε­κά­χρο­να ἀ­πὸ τὴν «Πτώ­ση τῶν Πύργων» ἔ­κα­νε καὶ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας Πλα­νό­διον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι δη­μο­σι­εύ­ον­τας τρί­α σχε­τι­κὰ μπον­ζά­ι: τοῦ Ἀλέξανδρου Βαναργιώτη, τῆς Ἰωάννας Καρατζαφέρη καὶ τῆς Ἡρῶς Νικοπούλου.
       Δε­κα­πέν­τε χρό­νια με­τὰ τὸ Πλα­νό­διον–Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ ἡ Books’ Journal συ­νερ­γά­ζον­ται γιὰ ἕ­να με­γά­λο ἀ­φι­έ­ρω­μα στὴν ση­μα­δια­κὴ μέ­ρα, ἐ­πι­δι­ώ­κον­τας:
– τὴν με­τά­φρα­ση ἀ­ξι­ό­λο­γων μι­κρῶν δι­η­γή­μα­των ἀ­πὸ τὴν δι­ε­θνῆ μυ­θο­πλα­στι­κὴ πα­ρα­γω­γὴ μὲ θέ­μα τὴν 11/9/2001,
– τὴν συ­νερ­γα­σί­α γνω­στῶν ἑλ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων γιὰ τὸ ἴ­διο θέ­μα,
– τὴν συμ­με­το­χὴ νέ­ων συγ­γρα­φέ­ων, φί­λων ἀ­να­γνω­στῶν τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου καὶ τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας κα­θὼς καὶ κά­θε ἄλ­λου ἐν­δι­α­φε­ρο­μέ­νου, ποὺ τοὺς κα­λοῦν νὰ μᾶς στεί­λουν ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μά τους ἕ­ως 300 λέ­ξεις (ἀ­νώ­τα­το ὅ­ριο, τοῦ τί­τλου, ποὺ εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­τι­κός, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου).
Τὰ δι­η­γή­μα­τα θὰ πρέ­πει νὰ στα­λοῦν ἐ­πω­νύ­μως μέ­χρι καὶ τὴν Τρί­τη 15 Ἰ­ου­νί­ου 2016 στὴν ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ δι­εύ­θυν­σηironet@otenet.gr. Κά­θε συγ­γρα­φέ­ας ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ἀ­πο­στεί­λει ἕ­να μό­νο πε­ζό. Τὰ κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ αὐ­τὰ θὰ δη­μο­σι­ευ­τοῦν στὸ ἀ­φι­ε­ρω­μα­τι­κὸ τεῦ­χος τοῦ Books’ Journal ποὺ θὰ κυ­κλο­φο­ρή­σει στὶς 11 Σε­πτεμ­βρί­ου 2016 καὶ ἀ­κο­λού­θως στὸ ἱ­στο­λό­γιο Πλα­νό­διον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι.
Ἡ κρι­τι­κὴ ἐ­πι­τρο­πὴ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ τὸν συγ­γρα­φέ­α καὶ με­τα­φρα­στῆ Βα­σί­λη Μα­νου­σά­κη, τὴν συν­δι­ευ­θύν­τρια τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου συγ­γρα­φέ­α καὶ εἰ­κα­στι­κὸ Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου, καὶ τὴν με­τα­φρά­στρια Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη.
Ἀ­θή­να 15 Μαρτίου 2016

12/7/16

Γράμμα από τις Βρυξέλλες, μετά το τρομοκρατικό... δημοψήφισμα!



Γράμμα από τις Βρυξέλλες, 28.06.2016

Αγαπημένη μου,

ναι, εντάξει, έχεις δίκιο να παραπονιέσαι και να διαμαρτύρεσαι, πάει καιρός που έχω να σου γράψω, πράγμα που βαραίνει και στη δική μου συνείδηση. Έλα όμως που τα χτυπήματα διαδέχονται απανωτά το ένα το άλλο. Πριν προλάβει κανείς να συνέλθει απ’ το πρώτο, να ‘σου και το επόμενο. Ευτυχώς, όμως, γνωρίζεις με ποιαν έχεις να κάνεις και είμαι βέβαιη ότι όχι μόνο δεν θα μου το επιρρίψεις, αλλά θα έχεις πιθανότατα και κατανόηση για το πώς επιδρά μια τέτοια κατάσταση σε μένα, όπως και σε όλους βέβαια. Εξάλλου, στην ίδια λίγο-πολύ θέση βρίσκεται πλέον ολόκληρη η Ευρώπη και ο κόσμος όλος.

Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στη (Μεγάλη) Βρετανία σχετικά με την παραμονή της ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα τα έμαθες. Παρά το θετικό αποτέλεσμα σε Σκωτία, Βόρεια Ιρλανδία και Λονδίνο, οι Βρετανοί αποφάσισαν υπερήφανα με 51,9% απόσχιση από την ευρωπαϊκή οικογένεια, πράγμα που προξένησε «συγκρατημένο πανικό» όχι μόνο στην πολιτική ηγεσία της Ε.Ε., αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη γενικότερα. Κάποιοι αναρωτιούνταν (εύχονταν) μήπως ο Κάμερον ακολουθήσει το παράδειγμα του Τσίπρα (είμαστε πρωτοπόρος λαός, πώς να το κάνουμε!) και κάνει το «όχι», «ναι». Μόνο που πέρα από πρωτοπόροι, είμαστε και μοναδικοί, απαράμιλλοι στο είδος μας. Κάθε άλλο, λοιπόν, οι Βρετανοί προσήλθαν με το κούτελο ψηλά στην έκτακτη σύνοδο της ολομέλειας του Ευρωκοινοβουλίου σήμερα και, για να είμαστε πιο ακριβείς, με τσαμπουκά. Βρετανοί Ευρωβουλευτές μίλησαν με απρεπή τρόπο σε συναδέρφους, εκφράζοντας τη χαρά τους που επιτέλους η (Μεγάλη) Βρετανία δεν θα πληρώνει για τους μισθούς Ευρωβουλευτών που ούτως ή άλλως δεν κάνουν τίποτα και άλλα συναφή. Η άλλη πλευρά δεν έχασε την ευκαιρία (κάτι μου θυμίζει αυτό) και απάντησε με εξίσου ειρωνικό υφάκι. Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να οξύνονται τόσο οι τόνοι.

Πολλοί, ανάμεσα σε κείνους -φαντάζομαι- κι εσύ, θα αναρωτιούνται προς τι η βιασύνη. Κι όμως, ποια βιασύνη; Να τους δώσουμε χρόνο να το ξανασκεφτούν, ελπίζοντας ότι θα αλλάξουν γνώμη; Δεν θα αλλάξουν. Να περιμένουμε να κακοφορμίσει η πληγή, πράγμα που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τρίτοι; Προς τι; Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Βλέπεις ποιους έχεις μαζί σου και ποιους όχι και προχωράς. Το θέμα είναι απλό: Η (Μεγάλη) Βρετανία δεν ένιωσε ποτέ ‘μέλος’ (άκου τώρα έκφραση για ολόκληρη αυτοκρατορία!) του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η στάση της ήταν πάντα στάση αμφιβολίας, καχυποψίας και συντηρητισμού -αν όχι οπισθοδρόμησης- (το καλύτερο για τους ίδιους θα ήταν η πραγματική επιστροφή στο παρελθόν βλ. Επέκταση των συνόρων, ίσως και Βρετανική Ένωση –who knows?), πράγμα που συνιστούσε ανέκαθεν πολιτικό τραύμα στο ευρωπαϊκό σώμα.Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τη στάση της στο ενιαίο νόμισμα, στο κοινό Σύνταγμα; Οπότε μια σύγκριση του BREXIT με το GREXIT θα ήταν άστοχη. Ο μαθηματικός στο γυμνάσιο μας έλεγε: «ανόμοια ποσά μεταξύ τους δεν συγκρίνονται». Άσε που, με τα 3/4 της νεολαίας να έχουν σκορπίσει στην Ευρώπη, η Ελληνίδα μάνα θα το σκεφτόταν διπλά πριν απλώσει το χέρι στην κάλπη. Λοιπόν, (Μεγάλη) Βρετανία, «γενηθήτω το θέλημά σου».

Όμως, προσοχή! Ήδη στις συνομιλίες μου και σε όσα ακούω στους διαδρόμους του Κοινοβουλίου, διακρίνω μια τάση εκδίκησης, ακόμη και παραδειγματισμού, πράγμα που θεωρώ μικροπρεπές. Η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. θα πρέπει να γίνει όπως στο χωρισμό ενός ζευγαριού. Θα μου πεις, δεν γίνονται μικροπρέπειες –όσο μικρές ή μεγάλες– όταν χωρίζει ένα ζευγάρι; Ε, όπως και να ‘χει, ο ένας οφείλει να σέβεται την επιθυμία του άλλου να φύγει κι ώς εκεί. Εφόσον η Βρετανία αποφάσισε να αποχωρίσει, δεν θα πρέπει να μας νοιάζει το αν αποσχιστούν από εκείνην η Σκωτία, η Ουαλία κλπ, ούτε αν θα γονατίσει οικονομικά, αλλά πώς εμείς θα προχωρήσουμε, χωρίς μάλιστα να φοβερίζουμε τα υπόλοιπα κράτη-μέλη με δυσβάσταχτες κυρώσεις. Η αρχή είναι απλή: τίποτε δεν γίνεται με το ζόρι. Όσοι θέλουν να φύγουν, ας φύγουν, κι όσοι θέλουν να μείνουν, ας μείνουν. Να ξέρουμε, μόνο, ποιοι είναι αυτοί. Με τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούν να υποχρεώνονται οι Σκωτσέζοι (διαφορετικός λαός από τους Βρετανούς) να ονομάζονται Βρετανοί υπό τη σκέπη της (Μεγάλης) Βρετανίας, ούτε οι Καταλανοί να λέγονται Ισπανοί, αφού οι ίδιοι δεν βλέπουν τον εαυτό τους ως τέτοιους. Μπορείς να επιβάλεις σε κάποιον πώς να βλέπει τον εαυτό του και να λέγεσαι δημοκρατικός και προοδευτικός άνθρωπος;

Πέρα όμως από τα λόγια, που αυτές τις μέρες είναι και πολλά και ηχηρά και φορτισμένα, η Αλήθεια βρίσκεται στα σημεία (δεν επέλεγα τυχαία τη Σημειολογία ως μάθημα επιλογής στο πανεπιστήμιο). Στο δρόμο σήμερα για το Κοινοβούλιο, με καλημερίζει μια σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πάντα με κεφαλαίο!) στο ρολόι στην πλατεία Λουξεμβούργου. «Μπα;» σκέφτομαι, «για δες! έβαλαν σημαία;» Πριν προλάβω να απορρίψω το ενδεχόμενο, σκεπτόμενη πως απλώς δεν την είχα προσέξει νωρίτερα, τσουπ! κι άλλη σημαία, στη γυάλινη ημικυκλική οροφή! «Έχει γούστο!» ξανασκέφτηκα. Έμεινα με την απορία –μου φαινόταν τραβηγμένο– ώσπου, φεύγοντας το απόγευμα, αντίκρισα τη σημαία της Ευρώπης και στο τηλεοπτικό στούντιο! Όπως και με το τρομοκρατικό χτύπημα στο μετρό των Βρυξελλών πριν λίγους μήνες είχαν ξεφυτρώσει στα μπαλκόνια σημαίες του Βελγίου, έτσι ξεφύτρωσαν παντού στα ίδια τα ευρωπαϊκά όργανα οι σημαίες της Ενωμένης Ευρώπης. Φταίω εγώ μετά να το χαρακτηρίσω ‘τρομοκρατικό δημοψήφισμα’;

Θέλουμε, δεν θέλουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, την ηρακλείτεια φράση ζούμε: «τα πάντα ρει, τα πάντα χωρεί», όμως -ας μου επιτρέψει ο αρχαίος σοφός τον αντίλογο-, όλο και κάτι μένει: εσύ, ας πούμε, η φίλη μου, ενσαρκώτρια των υψηλών αξιών της φιλίας και της αγάπης. Τώρα μπορεί να μοιάζει παλιομοδίτικο -αν όχι μπαγιάτικο- και γλυκερό -αν όχι κιτς-, όμως όλα -τρομοκρατία, αποσχιστικά δημοψηφίσματα, μισαλλοδοξία, κρίση, προσφυγικό- στο ένα αυτό συγκλίνουν: όχι στο διάλογο και στην κατάστρωση σχεδίων που τόσο μα τόσο συχνά ακούμε στις αίθουσες εντός κι εκτός του Κοινοβουλίου, αλλά στην αγάπη, σε μια προσέγγιση ουμανιστική, απαραίτητη προϋπόθεση κάθε διαλόγου και κάθε σχεδίου. Άσε που αν υπήρχε αυτή, ούτε σχέδιο, αλλά ίσως ούτε καν διάλογος θα χρειαζόταν.

Πες μου, όμως, πώς έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα του καλοκαιριού;

Σε φιλώ,

Έλενα

ΥΓ: Να μου φιλήσεις τα παιδιά. Αν τα ετοίμαζες για Αγγλία, μάθε τους κινέζικα.
 
 
 

13/5/16

"λιτός λυρισμός, γυμνός και κοφτερός"...


Παντελής Μπουκάλας.
Είναι νομίζω δεδομένη η συμπάθεια των Ελλήνων για τους λαούς της Λατινικής Αμερικής. Συμπάθεια που είναι πολύ πιθανό να οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, στην αίσθηση ή πεποίθηση της παραλληλίας ή αναλογίας ανάμεσα στους δικούς μας και τους δικούς τους απελευθερωτικούς αγώνες εναντίον ξένων κατακτητών αλλά και εναντίον δικτατορικών καθεστώτων. Ενδέχεται επίσης να είναι ένα εύλογο αντίδωρο στον φιλελληνισμό, φιλαρχαιοελληνισμό καλύτερα, που μαθαίνουμε ότι παραμένει ζωηρός εκεί.
Παρ’ όλ’ αυτά, παρά την αίσθηση διασταύρωσης της μοίρας τους με τη δική μας μοίρα, πολύ δύσκολα θα υποστήριζε κανείς ότι το πλάσμα που αυθαίρετα και για λόγους συνεννόησης ονομάζουμε «μέσο Ελληνα», ή «μέσο άνθρωπο« γενικώς, γνωρίζει πολλά πράγματα για τη Νότια Αμερική και συγκεκριμένα για την Ουρουγουάη· γενικότερα για την ιστορία και τη συνολική παρουσία της και ειδικότερα για τη λογοτεχνία της.
Ποιες αφορμές, ποιοι λόγοι θα μπορούσαν ίσως να μας παρακινήσουν να ξοδέψουμε λίγο από τον χρόνο μας ώστε να πετύχουμε μια κάπως βαθύτερη γνωριμία; Ανάλογα με τα εφόδια και τον προσανατολισμό του καθενός. Τους ποδοσφαιρόφιλους, για παράδειγμα, θα μπορούσε να τους ωθήσει σε μια διαδικτυακή έστω εξερεύνηση της Ουρουγουάης η γηπεδική δράση πρωτοκλασάτων ποδοσφαιριστών ουρουγουανικής καταγωγής, όπως ο παλαίμαχος πια Ντιέγο Φορλάν, ο Έντισον Καβάνι της Παρί Σαιν Ζερμέν, κυρίως δε ο Λουίς Σοάρες της Μπαρτσελόνα, ήρεμος πλέον δίπλα στον Μέσι και τον Νεϊμάρ.
‘Αλλοι θα μπορούσαν να συγκινηθούν από την ομοιότητα της σημαίας της Ουρουγουάης με την ελληνική σημαία. Με την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, τυλιγόταν και εμφανιζόταν στην τηλεοπτική του εκπομπή, στα Μουντιάλ των προηγούμενων χρόνων, ένας από τους γνωστότερους Ελληνες σχολιαστές των ποδοσφαιρικών δρωμένων.
Για τους φίλους της λογοτεχνίας, και ειδικά της ποίησης και του υπερρεαλισμού, θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν προτροπή μια πρόταση από τον δικαίως διάσημο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου. Ας θυμηθούμε την έξοχη γεωγραφία της υπερρεαλιστικής ευτοπίας:
Μπολιβάρ! Κράζω το όνομά σου ξαπλωμένος στην                                                                        κορφή του όρους ‘Ερε,
την πιο ψηλή κορφή της νήσου Υδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των                                                            νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρ’ απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Νέα επίκληση, λίγο παρακάτω:
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φεραίου παιδί. […]
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
‘Ενα μονάχα ξέρω, πως είμαι ο γιος σου.
Ποιος είναι «ο άλλος μεγάλος Αμερικανός» το λέει ο ίδιος ο Εγγονόπουλος σε σημείωσή του: ο Ισίδωρος Ducasse, comte de Lautreamont, επιλεγμένος πρόγονος των υπερρεαλιστών, που γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο, όταν ο πατέρας του εργαζόταν στο εκεί γαλλικό προξενείο.
Παρεμπιπτόντως, μια και ο λόγος και περί της Αϊτής, πιθανόν δεν γνώριζε ο Εγγονόπουλος, και γι’ αυτό ίσως δεν το αξιοποίησε ποιητικά, πως η χώρα αυτή, Χαϊτιον τότε, ήταν η πρώτη που αναγνώρισε επίσημα την Επανάσταση του 1821, με συγκινητικά θερμή επιστολή (αποθησαυρισμένη από τον Ιωάννη Φιλήμονα) του προέδρου της Ζαν Πιερ Μπουαγέ προς τον Αδαμάντιο Κοραή, τον Ιανουάριο του 1822.
Οι Αθηναίοι πάντως, όσοι συνυπάρχουμε άγνωστοι μεταξύ μας κάτω από την ταυτότητα «διαβάτες» ή «περαστικοί», θα μπορούσαμε να βρούμε αλλού την αφορμή μας για να ψάξουμε και να μάθουμε κάτι παραπάνω για την Ουρουγουάη. Δύσκολα φαντάζομαι Αθηναίο που να μην έχει περάσει πεζός, με το γιωταχί του, με ταξί ή με λεωφορείο από τη Μιχαλακοπούλου, και να μην κόλλησε στην αρχή της, λίγο μετά το Χίλτον, αν ανεβαίνει προς Ιλίσια. Εκεί λοιπόν, στα αριστερά του ανερχομένου, υπάρχει από παλιά, δεν μπόρεσα να εξακριβώσω από πότε και βάσει ποιου σκεπτικού, ο ορειχάλκινος ανδριάντας ενός ξένου, από τους λιγοστούς ανδριάντες ξένων στην πόλη. Είναι ο στρατηγός Χοσέ Γερβάσιο Αρτίγας, ο ελευθερωτής της Ουρουγουάης, ιδρυτής του Εστάντο Οριεντάλ, του Ανατολικού Κράτους. Τραγουδισμένος και αυτός από τον Πάμπλο Νερούδα, στο Κάντο Χενεράλ.
Περνάμε έτσι στα καθαυτό λογοτεχνικά.
Αν ο Νερούδα σχημάτισε ή υπέδειξε το σημείο Χιλή πάνω στον χάρτη της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες αλλά και ο Ερνέστο Σάμπατο το σημείο Αργεντινή, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες το σημείο Κολομβία, και ο Μάριο Βάργας Λιόσα (όποιες κι αν είναι πια οι πολιτικές του πεποιθήσεις) το σημείο Περού, το σημείο-Ουρουγουάη για τους Ελληνες αναγνώστες το ορίζει, μάλλον κατ’ αποκλειστικότητα, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο. Στο δικό του όνομα μπορούμε να προσθέτουμε εφεξής  και το όνομα Ελένα Ιδέα Βιλαρίνιο Ρομάνι, και εν συντομία Ιδέα Βιλαρίνιο. Το όνομα μιας σπουδαίας ποιήτριας, αλλά και πολυβραβευμένης μεταφράστριας του Σαίξπηρ και κριτικού λογοτεχνίας, που  αρχίσαμε να τη γνωρίζουμε από το 2009, έτος του θανάτου της, χάρη στην ‘Ελενα Σταγκουράκη, η οποία ανέλαβε να μας εισαγάγει στην ποίησή της, ή μάλλον να εισαγάγει την ίδια την ποίησή της στην Ελλάδα και να εισηγηθεί υπέρ αυτής.
‘Ετσι, από τις πρώτες δημοσιεύσεις μεταφρασμένων ποιημάτων της στο ηλεκτρονικό περιοδικόPoeticanet και κατόπιν στο Δέντρο, σε τρία δημοσιεύματα, φτάσαμε στον σημερινό τόμο, πλούσια εφοδιασμένο με εισαγωγικά κείμενα, καθώς και με επιστολές και συνεντεύξεις της Βιλαρίνιο στο επίμετρο, και αφιερωμένο στη μνήμη του Δημήτρη Αρμάου, ενός ανθρώπου που με την όλη παρουσία του έδινε νόημα στον κάπως παλιακό όρο «άνθρωπος των γραμμάτων». ‘Ολα τούτα, κείμενα και παρακείμενα, γεννημένα από γνώση αλλά, κυρίως αυτό, από μεράκι, συνθέτουν από κοινού μια καθαρή και δυνατή εικόνα της Ουρουγουανής ποιήτριας και δι’ αυτής ένα τμήμα έστω της εικόνας της πατρίδας της.
Νά λοιπόν γιατί η μετάφραση, από κάθε γλώσσα σε οποιαδήποτε άλλη, παραμένει μια πράξη γνήσια διαφωτιστική και βαθιά δημοκρατική. Επειδή μεταφέρει στοιχεία του πολιτισμού ενός λαού και τα κοινοποιεί  σε έναν  άλλον λαό, που όση κι αν είναι η γλωσσομάθειά του, δεν μπορεί βεβαίως να λύσει το πρόβλημα της Βαβέλ. Παραμένει επίσης μια πράξη δικαιοσύνης και πνευματικής αλληλεγγύης, αφού δίνει τη δυνατότητα σε μια λογοτεχνική φωνή να ξανακουστεί κάπως αλλιώς, και κατά συνέπεια να ξαναϋπάρξει. ‘Αλλης μορφής αθανασία, άλλης μορφής ήττα του χρόνου και υπέρβαση των τειχών, δεν ξέρω αν υπάρχει.
Για να ξαναπώ το αυτονόητο, η μετάφραση, ειδικά της ποίησης, που δεν μιλάει την προφανή γλώσσα αλλά εκμεταλλεύεται τα δεύτερα και τρίτα στρώματά της, τα εσωτερικότερα, παραμένει ένα βαριά δύσκολο εγχείρημα, που δεν επιδέχεται απλουστευτικές λύσεις και δεν αντέχει την πνευματική οκνηρία. Απλουστευτική λύση, καταφανώς άδικη για το πρωτότυπο και τον δημιουργό του, προκύπτει, για παράδειγμα, όταν ο μεταφραστής, ποιητής και ο ίδιος, αισθάνεται υπέρτερος του ποιητή τον οποίο μεταφράζει. ‘Ετσι, με αφόρητα επιπόλαιο ναρκισσισμό, αποφασίζει ότι δικαιούται να υποτάξει τα ξένα ποιήματα στο δικό του ιδιόλεκτο, στη δική του ποιητική ταυτότητα, και όχι απλώς να τα ανακτήσει παραμένοντας υπηρέτης τους.
Απλουστευτική λύση δίνουν και όσοι χρησιμοποιούν σαν απλό πρόσχημα το προς μετάφραση κείμενο, και, με κάποιον παραλογοτεχνικό τυχοδιωκτισμό, το νοθεύουν, το παραφουσκώνουν ή το πετσοκόβουν για να αποφύγουν τα δύστροπα σημεία του. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει κυρίως στην ενδογλωσσική μετάφραση, από τα αρχαία ελληνικά στα νέα. Και όχι μόνο στις αριστοφανικές κωμωδίες, στις οποίες εμβολιάζονται τσαπατσούλικα μπόλικα στοιχεία της τηλεοπτικής επικαιρότητας, ώστε να κερδηθούν τα εύκολα χειροκροτήματα, αλλά και στις τραγωδίες.
Απλουστευτική, άκοπη και πνευματικώς αδάπανη είναι και η λύση που δίνουν όσοι αδιαφορούν για τη φόρμα της μεταφραζόμενης ποίησης, για τον ρυθμικό χαρακτήρα της, καθώς και για τη ρίμα της, εάν υπάρχει. Σίγουρα, μπορούμε να αποδώσουμε ένα χαϊκού ή ένα σονέτο με ελεύθερο στίχο, κανείς δεν το απαγορεύει. Αλλά παύει να είναι χαϊκού ή σονέτο. Παύει δηλαδή να είναι αυτό που ο ίδιος ο δημιουργός του θέλησε να είναι. Δεν αλλάζει απλώς μορφή αλλά είδος.
Στο έργο της Ιδέας Βιλαρίνιο είναι έκδηλη η διεκδίκηση της μουσικής των λέξεων και διά των λέξεων, η επιδίωξη του ρυθμικού βηματισμού της ποιητικής φράσης. Την αποκρυστάλλωση σε ήχους αυτού του έρρυθμου διαβήματος την υποψιάζεται ακόμη και ο μη ισπανομαθής, αν διαβάσει το πρωτότυπο. Τη ρυθμική έγνοια ή αγωνία της Ουρουγουανής ποιήτριας, που αποτελεί απαραγνώριστο συστατικό της ποιητικής ιδιοπροσωπείας της και κεφάλαιο της καλλιτεχνικής ιδεολογίας της, τη συμμερίζεται απολύτως η Έλενα Σταγκουράκη. Επιχειρεί λοιπόν, σε κάθε περίπτωση, να τη σεβαστεί. Και παρότι έχει λεχθεί, και μάλιστα λατινιστί, πως η μετάφραση είναι προδοσία, προσπαθεί να μην απιστήσει στις κατατεθειμένες απόψεις της Βιλαρίνιο για τον ελεύθερο στίχο. Τις θυμίζω, ώστε να αναλογιστούμε σε ποιον βαθμό ισχύουν και στα δικά μας μέρη:
 «Λέω πως ο ελεύθερος στίχος υπήρξε μάστιγα, καθώς, υπό το πρόσχημα ενός στίχου «ελεύθερου», κόσμος και κοσμάκης που δεν ήταν ποιητές έγραψαν χιλιόμετρα ολόκληρα κατατεμαχισμένης πρόζας, η οποία, μαζί με άλλα είδη πτώχευσης που επέφερε, οδήγησε στην απώλεια του αναγνωστικού κοινού της ποίησης. Δεν σημαίνει πως υποτιμώ την ποίηση της καθημερινότητας, κι εγώ έχω γράψει καθημερινή ποίηση. Ποτέ όμως ελεύθερο στίχο».
‘Οσοι θα έκριναν υπερβολική την άποψή της αυτή, σίγουρα θα χαμογελούσαν ειρωνικά διαβάζοντας μιαν άλλη ιδέα της Ιδέας Βιλαρίνιο, όπως την εξέφρασε σε συνέντευξή της το 1971. ‘Οτι δηλαδή «σε ένα ποίημα μπορεί να απουσιάζει οτιδήποτε άλλο, υπό συγκεκριμένες συνθήκες ακόμη και το νόημα. Ποτέ όμως ο ρυθμός». Θυμάμαι εδώ τον Κωστή Παλαμά να λέει «τα πάντα και τ’ ανίερα ο ρυθμός τ’ αγιάζει», ή πάλι, «Ελεύθερος, του στίχου μόνο υπάκουος», και χαμογελώ με τη σειρά μου. Με τη σύμπτωση. Αλλά και με τη σκέψη ότι αυτή η υπακοή παραμένει τουλάχιστον το μισό της τέχνης, κι ας μην τη συνυπολογίζουν πια πολλοί θεράποντές της στα αναπόφευκτα προαπαιτούμενά της.
Η μετάφραση δεν είναι ηχώ, αντήχηση. Είναι φωνή, νέα φωνή· αυτοτελής, παρότι συναρτημένη με την αρχική. Και έτσι κρίνεται. Η μεταφρασμένη Ιδέα Βιλαρίνιο μάς αποκαλύπτεται ως ποιήτρια ενός λιτού λυρισμού, γυμνού και κοφτερού. Δεν ποντάρουν σε ποικίλματα τα ποιήματά της. Δεν εξωραϊζουν. Και δεν διστάζουν να πουν, πάλι και πάλι, ότι στο ζευγάρι των δύο μόνων βεβαιοτήτων που υπάρχουν, όπως η ίδια τις προσδιορίζει, του ‘Ερωτα και του Θανάτου, το πάνω χέρι δεν το έχει ο Έρωτας. Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι αρνείται τον Έρωτα και τα ευεργετήματά του. Τον εννοεί όμως και τον βιώνει με τον χρόνο βαθιά εγγεγραμμένο μέσα του, σαν να επέρχεται αναπόδραστα το τέλος του ταυτόχρονα με την τελείωσή του. Το ακούμε καθαρά στο ποίημα «Και τι μ’ αυτό;», του 1961:
Παίρνω από σένα αγάπη
και τι μ’ αυτό
σου δίνω εγώ αγάπη
και τι μ’ αυτό
θα ‘χουμε μέρες νύχτες
ενθουσιασμούς
καλοκαιριές
όλη την ηδονή
όλη την ευτυχία
όλη τη θαλπωρή.
Και τι μ’ αυτό.
Παντοτινά θα λείπει
το ψέμα το βαθύ:
για πάντα.
Ενοχλητικά απομυθοποιητικός πεσιμισμός; Μπορεί. Μπορεί όμως και απλή φιλαλήθεια, απόρροια μιας στέρεης αυτογνωσίας και γενικότερα ανθρωπογνωσίας.
Πεσιμισμό θα μπορούσε να διακρίνει κάποιος και στην ευθέως πολιτική ποίηση της Βιλαρίνιο. Για παράδειγμα στο ποίημα «Παραλία Χιρόν», του 1961, ένα από τα ποιήματα που επεξεργάζονται το οδυνηρά διαυγές μοτίβο της τυραννικής αρβύλας:
Πάντοτε κάποια αρβύλα υπάρχει πάνω στο όνειρο
το εφήμερο του ανθρώπου
μια αρβύλα δύναμης και παραλογισμού
έτοιμη να χτυπήσει
πρόθυμη στο αίμα να ποτίσει. […]
Η αρβύλα αλλάζει πόδια όπως αλλάζουν χέρια
το χρήμα η ισχύς και η εξουσία
μα πάντοτε όλο κάποια θα υπάρχει
κάποτε περισσότερες από μία
για να τσαλαπατά τα όνειρα των ανθρώπων.
Θα υπάρχει πάντοτε. Το ξέρουμε. Αλλά θα νικάει και πάντοτε; Η άρνηση της Βιλαρίνιο να αποδεχτεί ότι πέθανε ο Τσε, δηλαδή όσα συμβόλιζε ο Τσε για τον κόσμο όλο, στο ποίημά της «Δεν πέθανε λέω» του 1967, συνομολογεί με τη βεβαιότητά της, όπως διατυπώνεται στο ποίημα «Ευχαριστίες» του 1968, ότι για τους αρβυλόπληκτους ή αρβυλοπατημένους λαούς, το ελευθερία ή θάνατος «δεν πρόκειται απλώς / για μια όμορφη φράση και τίποτε παραπέρα». Δεν πρόκειται καν για δίλημμα, αφού ο θάνατος στον αγώνα πάνω προτείνεται σαν ο μοναδικός τρόπος να δικαιωθεί η ζωή ως συνώνυμη της ελευθερίας.
Τα δύο αυτά ποιήματα, μαζί με τα υπόλοιπα που συστεγάζονται στο βιβλίο υπό τον τίτλο «Καημένε κόσμε», αποτελούν κεφάλαια ενός οιονεί ελευθερόφρονος πολιτικού μανιφέστου που συντάχθηκε με τον τρόπο της λογοτεχνίας, θερμής εδώ, παθιασμένης και πληθυντικής, και το οποίο επικυρώθηκε από τον ενεργό πολιτικά βίο της Ιδέας Βιλαρίνιο.
Δύο φωνές σε μία, και μάλιστα αντίρροπες ή αντιφατικές; θα αναρωτηθεί κανείς. ‘Οχι, δεν πρόκειται για διχασμένη φωνή ούτε βέβαια για αφύσικη διφωνία. Οι άξιοι ποιητές διατηρούν αρμονικό τον λόγο τους ακόμα κι όταν φαίνεται να διασπώνται γραμματικά, θεματολογικά ή υφολογικά. Η Ιδέα Βιλαρίνιο ανήκει σ’ αυτήν τη χορεία. Το ότι μπορούμε να το κατανοήσουμε αυτό και οι πάμπολλοι μη ισπανομαθείς το χρωστάμε στην τίμια μεταφραστική δουλειά της ‘Ελενας Σταγκουράκη, που κατόρθωσε να μοιραστεί με τον αναγνώστη την   ολοφάνερα βαθιά εξοικείωσή της με το έργο της ποιήτριας από την Ουρουγουάη.

(Ομιλία του συγγραφέα στην παρουσίαση του βιβλίου στο Polis Art Cafe, στις 28.03.2016)