30/5/13

"Το φύλο είναι ρόλος"...


"Το φύλο είναι ρόλος"



“Εκτός εαυτού”
Μαρίας Γιαγιάννου
σκην. Γιώργος Γιανναράκος
CAMP
Μάιος 2013

    «Δίνετε σεξ για να πάρετε έρωτα». Εφικτό; Ίσως. Γιατί όχι; Στον κόσμο της πραγματικότητας, και κατ’ επέκταση του θεάτρου, τα πάντα μπορούν να συμβούν. Ένα είναι το μόνο βέβαιο: «Tο απόλυτο βίτσιο είναι ο έρωτας.»

Το έργο της Γιαγιάννου, με έντονα κωμικό χαρακτήρα, είναι ένα ζωηρό παιχνίδι ρόλων, φύλων κι εναλλαγής τους, μέσα από ψυχολογικές μεταπτώσεις των δύο χαρακτήρων και συνεχείς ανατροπές. Με άρμα τον κυνισμό (εξού και ο “homo cynicus”, η «ανθρωπίδα η κοινή») και την ειρωνία, η συγγραφέας καταγίνεται μέσα από ένα εγκιβωτισμένο, πολυεπίπεδο παιχνίδι εξουσίας με τη σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, προϊσταμένου-υφισταμένου, γυναίκας-άντρα, της ζωής στο μουσείο και της ζωής ως μουσείο. Ευφυείς διάλογοι και ατάκες αληθινά κωμικές ντύνουν ένα παιχνίδι κατά βάση ερωτικό, ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα, αμφότεροι υπάλληλοι ενός μουσείου φυσικής ιστορίας. Η γυναίκα δελεάζει σαν άλλη (ή σαν γνήσια) Εύα τον άντρα σ’ έναν έρωτα αρχικά σαρκικό, στο τέλος όμως βαθύτερο και ουσιαστικό. Όπως προοικονομείται με τον εγκιβωτισμό στην πρώτη σκηνή: «Εκείνη ήξερε τι ήθελε. Να τον δαμάσει, … να τον καβαλήσει, … να τον ξεγελάσει, … να τον χτυπήσει, να τον λατρέψει. Να του φωνάξει ‘Μου ανήκεις’.» Κι όντως καταφέρνει το στόχο της: να τον ανεβάσει τόσο ψηλά, ώστε η πτώση του να είναι αναπότρεπτη.

Η σκηνοθεσία του Γιώργου Γιανναράκου, ακολουθώντας τη βασική σκηνική συνθήκη που ορίζει η Γιαγιάννου, έδωσε στο έργο σάρκα και οστά κατά τρόπο ενδεχομένως ιδανικό. Οι δύο ηθοποιοί καλύπτουν -πραγματικά κατέχουν- το χώρο, ο οποίος ως μέρος αντί του όλου γίνεται από απλή, σχεδόν γυμνή, αίθουσα, ένα ογκώδες μουσείο με πολυδαίδαλους διαδρόμους, και συνάμα το ήσυχο γραφείο της διευθύντριας. Η διάδραση των ηθοποιών με το κοινό, αντίθετα με τον προβλεπόμενο διαχωρισμό τους απ’ αυτό με σκοινί, καθώς και η αρχική περιήγηση των πρωταγωνιστών στο χώρο με την επακόλουθη παραπομπή σε μια μουσειακή έκθεση, συνιστούν προστιθέμενη αξία.

Οι καλές ερμηνείες των ηθοποιών έρχονται να συμπληρώσουν αρμονικά ένα επιτυχημένο σύνολο. Η Νάνα Παπαδάκη απέδωσε κομψά τόσο τη γοητεία, τη θηλυκότητα, την πανουργία και την ικανότητα ελιγμού της γυναίκας, όσο και τη σοβαρότητα και τη συναίσθηση ισχύος της διευθύντριας. Ο Αποστόλης Κουτσιανικούλης απέδωσε εξίσου άρτια αφενός την παρόρμηση, την αφέλεια και την αλαζονεία του ανδρικού φύλου, αφετέρου την υποτέλεια και τον καιροσκοπισμό του υφιστάμενου φύλακα.

Τα σκηνικά λιτά, περιορισμένα στο ελάχιστο, κι όμως πλήρη. Γύρω τους οικοδομείται ένας ολόκληρος κόσμος, γεμάτος παρουσίες. Η εγκατάσταση με τα «εκθέματα» από τον Ιβάν Παπαδόπουλο συνηγορεί σαφώς υπέρ της παράστασης, διευκολύνοντας τη διάδραση με το κοινό και την ουσιαστική παραπομπή στο χώρο του μουσείου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Η ζωντανή μουσική υπόκρουση του ‘κώστα γ’ αποτελεί ένα καλό υπόβαθρο, δίνοντας σφυγμό στα τεκταινόμενα και δημιουργώντας μια ταιριαστή ατμόσφαιρα.

Ο ανδρικός χαρακτήρας κάποια στιγμή παραπονιέται: «Θέλω επιτέλους να μάθω πού ανήκω». Την ίδια απορία εξέφρασε θεατής της παράστασης ως προς το είδος και την κατάταξη του έργου. Μα τί σημασία έχουν οι ταμπέλες. Το βάρος ίσως θα έπρεπε να δοθεί σε μια άλλη διερώτηση του ίδιου χαρακτήρα: «Πόσα ταριχευμένα πουλιά χρειάζεται να ταξινομήσεις για να βγάλεις φτερά και να πετάξεις;» Κι αυτό είναι το βασικό. Η παράσταση άνοιξε φτερά και πέταξε.



Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 27.05.2013


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Φρέαρ

 

28/5/13

Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ' τ' όνομά τους τις πικροδάφνες...

















Κική Δημουλά


ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ
Λόφος Φιλοπάππου


Εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δεν σε ξέρει.
Το βήμα σου δεν βρίσκεται γραμμένο
σε κανένα μικρό ανηφοράκι
κι ούτε στις πράες κατηφοριές
ακούγεται το γέλιο της βιασύνης σου.
Γραμμένος δεν είσαι
ούτε και στα χλωρά ερωτολόγια:
στα σαρκώδη φύλλα των κάκτων.
Γεμάτα μικρές μαχαιριές ονομάτων
που δεν πάνει σε βάθος
κι εύκολα κλείνουν,
Έλση - Δημήτρης
και βέλος.
Κι άλλα ονόματα που πέρασαν 
μ' έναν καημό διάρκειας.
Στα πιο πολλά
η ενωτική γραμμή ανάμεσά τους
έθρεψε κιόλας, έσβησε.
Κι αποσυνδέθηκε το κάποτε.

Φυσάνε όρκοι πίσω από τους θάμνους
και κυλάνε πέτρες.
Έρωτες που ανεβαίνουν,
έρωτες που γλιστράνε.
Το απόγευμα αισθάνεται
μια μυροβόλο απάθεια
κι ό,τι είναι λύπη
μοιάζει με ησυχασμό φυλλώματος.
Των αρωμάτων τα σώματα
βαριά ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους,
βαρετά αγνοούν:
κανένα δεν μυρίζει εξαφάνιση.
Πού είσαι;
Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ' τ' όνομά τους
τις πικροδάφνες.
Πού είσαι;

Αλλά εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δεν σε ξέρει.
Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις.
Κι έτσι μπορώ να σταθώ
στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας
για ν' απολαύσω ανενόχλητα
αυτό το κάθαρμα τη δύση.


23/5/13

"Ma che ca...!"





“Ma che ca…!
Ένας Αντι-Μονόλογος (á la maniére de)


“Insenso”
Δημήτρη Δημητριάδη
Nixon Screaning Room
Σκην. Εμμανουήλ Κουτσουρέλης
Ιούνιος 2012


“Io non sono Livia Sarpieri. Io non sono Italia. Io non sono una donna. IoNonIo…” «Όχι, εγώ δεν είμαι η Λίβια Σαρπιέρι∙ είμαι το θύμα ενός άψογου ρήτορα που κοινοτόπησε πρωτοτυπώντας. Ενός ρήτορα που ως αντίποδα του φαινομένου του 1978, έφτιαξε έναν Φρανκενστάιν: εμένα. Και με διαμέλισε...»

Η Λίβια της συγγραφής
«Δεν είμαι η Λίβια Σαρπιέρι. Μου έδωσαν φωνή που δεν θέλησα, φωνή που δεν τους ζήτησα. Με έκαναν φορέα γραφής πρόσκαιρης, και επικαιρικής αισθητικής. Με καταδίκασαν. Με καταδίκασαν να το υποστώ και αύριο να χαθώ. Δεν με ρώτησαν. Πως κι εγώ θα ’θελα να ’μουν μια Νανά, μια Λολίτα, έστω μια Γυναίκα της Ζάκυθος. Θύμα έπεσα. Θύμα του ναρκισισμού του παρόντος, του γιγαντώδους Εγώ της μοντερνιστικής γραφής. Μεγάφωνο έγινα κι απ’ το στόμα μου βγήκαν σοφίσματα και φράσεις γλυκερές: ‘Γιατί ο έρωτας είναι αλύπητος;’ ‘Ο άνθρωπος είναι πολύς για τον άνθρωπο.’ ‘Το ίδιο το αλύπητο είναι λιγότερο αλύπητο.’ ‘Ποιος ακούει την καρδιά όταν κλαίει;’ Θήραμα έγινα στα νύχια μιας ψεύτικης πρωτοτυπίας, μα ενός καλοστημένου σκηνικού: Βενετία – 1866 – La Fenice – Αυστρία – Φραντς. Φραντς! ΦΡΑΝΤΣ!! Όμως, είμαι πρωταγωνίστρια. Αγωνίστρια: Θέατρο για το θέατρο. Πρωτοτυπία για την πρωτοτυπία. Πυροτέχνημα! Κοιτάξ’ τε με όμως: Έχω πόζα! Πολλή πόζα! Κι άλλη πόζα! Δύσκαμπτη, δύσπεπτη πόζα!»

Η Λίβια γυναίκα
«Δεν είμαι η Λίβια Σαρπιέρι. Μου αφαίρεσαν ό,τι το καλό έχει το φύλο μου. Με βίασαν κι αφαίρεσαν την ουσία μου. Τα λάγνα πάθη μου γιγάντωσαν κι απ’ την εποχή μου βίαια με τράβηξαν. Εγώ η Ιταλία; Εγώ καθολική; Λάθος! Τους ορίζοντες της σκέψης μου ασφυκτικά τους περιόρισαν σε μια ‘καυλωμένη ψωλή της σκέψης’ (sic). Έτσι, τη γλώσσα μου την άλλαξαν και τον τρόπο που σκέφτομαι. Με ταπείνωσαν: η λογική μου να τσακώνεται με την καρδιά μου κι υποχείριο να γίνομαι ενός ζεύγους χεριών. Με μια μονάχα αρχή να πορεύομαι: ‘Η ζωή όλη είναι η αγκαλιά του άντρα.’ ‘Δεν την αξίζουν την αγκαλιά όλες!’ Την εκδικητική μανία μου μεγένθυναν. Με άλλα λόγια, με μίσησαν! Γιατί… με ζήλεψαν.

Η Λίβια αναπαράσταση                                                                                           

            «Μπορεί και να ’μαι η Λίβια Σαρπιέρι. Σ’ ένα μαύρο βελούδινο ανάκλιντρο με κάθισαν κι έδωσαν στις σκέψεις μου φωνή. Δεν με αγνόησαν. Με λυπήθηκαν και τρυφερά χάιδεψαν την αδύναμη και μονομερή φύση μου. Με απέδωσαν διπλή: φρόνηση-συναίσθημα. Ψέμμα δεν είναι, δεν το αρνούμαι. Όμως, με σεβάστηκαν. Ο Εμμανουήλ με σεβάστηκε.

Η Λίβια του τέλους
            «‘Λίβια, είσαι νεκρή – με σκότωσα’: Είμαι, αλήθεια, κάποια που δεν θα θυμούνται. Το μέλλον θα μ’ αγνοήσει. ‘Iouna donna fugata. Μια όπερα χωρίς μουσική’.»



Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 06.06.2012


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη", τεύχος 13, (Σεπ-Οκτ 2012) 

21/5/13

21η Μαίου...




Αντώνης Παπαϊωάννου

Στην Έλενα ειδικά για τη γιορτή της 


Εν πλήρει επιγνώσει και με σώας τας φρένας
και μια ματιά σου μοναχά θέλοντας να σου κλέψω
θα περπατήσω θαρρετά στη μέση της αρένας
κι ένα αργεντίνικο τανγκό τον ταύρο θα χορέψω

Την κόκκινη την μπέρτα μου, ο άνεμος την πήρε
κι εγώ χυμώ ξοπίσω της, να την προφτάσω τρέχω
και στην κερκίδα επάνω εσύ κι ο Αλτολαγκίρε
και παραδίπλα σιωπηλός κοιτάζει ο Βαγιέχο

Στέκομαι, υποκλίνομαι στη μέση της αρένας
και το καπέλο μου ψηλά πετάω να το πιάσεις
σαν ένα στίχο μυστικό του Ρεϊνάλντο Αρένας
μα κράτα μόνο τη στιγμή και μην τη μεταφράσεις.



***


Θεοδόσης Βολκώφ

Ευχές


"Χρόνια πολλά και δημιουργικά"
σάς εύχεται ο καλός και μαύρος λύκος.
Να γίνετε σαν τα ψηλά-ψηλά βουνά -
στα χρόνια· όχι σε πλάτος και σε μήκος.

Σας εύχομαι καινούργιες μεταφράσεις
και ασφαλώς θεάτρου κριτικές,
να κατακτήσετε άγνωστες εκτάσεις
κάθε λογής ή και συγγραφικές.

Να διώχνετε και κάθε σκέψη μέλαινα
από τον νου εκείνων που αγαπάτε
και όλοι να φωνάζουν "Ζήτω η Έλενα!"
απ' όπου, εορτάζουσα, περνάτε.

Ευχή για να σας πω δεν βρίσκω κάποιαν άλλη,
κι ας μού 'χω σπάσει τόσην ώρα το κεφάλι.


19/5/13

Με τον τρόπο της Ανατολής...




Κίνδυνος πόσος
στην όμορφη Αθήνα μας
τα ψηλά δέντρα...

*

Όλα ας κοπούνε
μην τυχόν κι απομείνει
έστω μια ρίζα!



Έλενα Σταγκουράκη

 

16/5/13

Και σ' άλλα μέρη που δεν πάτησε ο καιρός...

 
















Τρίλιζα (απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο)


Σοφία Κολοτούρου

Ματωμένος Γάμος την Αραβική Άνοιξη


Η Κέιτ προχωράει και βήμα-βήμα
το νυφικό το διαπερνά μια σφαίρα.
Κραυγές μες στης ερήμου τον αέρα,
στο Μπάκιγχαμ λαοθάλασσα σαν κύμα.

Ο Ουίλιαμ με την κόκκινη στολή του
μοιάζει να χαιρετά την Αποικία.
Το αίμα κατακλύζει τη Συρία
κι έρποντας φτάνει πίσω στην Αυλή του.

Ο Χάρι είχε ντυθεί Ναζί για πλάκα,
για να γελάσει σ' ένα καρναβάλι.
Και τώρα στη Λιβύη με κάποιον πάλι
Βεδουίνο θα γελούν, φτωχό και βλάκα.

Ο Κάρολος μαζί με την Καμίλα,
αγέρωχοι στην άμαξα περνάνε.
Στρατιώτες λαβωμένους κουβαλάνε,
καμήλες της ερήμου, χίλια μίλια.

Η Ελισσάβετ στέκεται για χρόνια.
Στην Αίγυπτο αντιδρούν οι εξεγερμένοι
κι από την Τυνησία στην Υεμένη,
άνοιξη αραβική μέσα στα χιόνια.

Η Κέιτ πλησιάζει στο Αβαείο
κι όλο ματώνει τ' άσπρο νυφικό της.
Οι άμαξες, τα καπέλα, το ιππικό της
γεμίσανε από έρημο και κρύο.

Ο Ουίλιαμ τη φιλάει μες το μπαλκόνι
κι ο κόσμος παραλήρημα, τι πλήθος!
Εγγύς Ανατολή, πληγή στο στήθος.
Βόρεια Αφρική, σαν ντόμινο που απλώνει.

1/5/2011

*** 


Ααρών Μνησιβιάδης

Νέκυια

                              στην Σοφία Κολοτούρου 
 

Νεκροί, της μέλλουσας ζωής εγγύησι,
και άγιοι πατέρων ανδριάντες,
εγείρω απ' τους τάφους σας την ποίησι,
σωρεύω τα συντρίμμια σε μπαλάντες
και μένω νοσταλγός στα παρασκήνια
εντεύθεν μιας αόρατης αυλαίας
ντυμένος την πιο μάταιη προσήνεια
ή άλλοτε δειλός υποβολέας

των όρων που κρυφά συνωμολόγησα
υπείκοντας σ' απρόοπτες συνθήκες
(σ' εκείνες που με δόλο υπολόγισα)--
ο κόσμος σαραβάλιασε, νταλίκες
θα έρθουν το πρωί να τον φορτώσουνε,
ο κόσμος που ανήκα και ανήκες
πριν άλλον με εγκύκλιο εκδώσουνε
και στείλουνε τον πρώτο στις αντίκες

ή για φωτιά σε κάποια υψικάμινο,
ο χρόνος που διανύθηκε ευθυγράμμως
να καίγεται εξάμηνο-εξάμηνο
να χωριστούν το μέταλλο κι άμμος,
να χωριστούν σαν όλα τα αχώριστα,
τα όσα ενωθήκαν ισοβίως
κι ο βίος τους διήρκεσε αόριστα
κοινότατος, αλλά κοινός σπανίως.

Νεκροί, της μέλλουσας ζωής αντίκλητοι,
και άγιοι πατέρων ανδριάντες,
συμβούλια πρεσβύτερων και σύγκλητοι,
σοφοί, πεφωτισμένοι, ιεροφάντες,
γυαλίζω θυρεούς, κρεμώ οικόσημα,
τα μπάζα σας στολίζω με γιρλάντες
αν είχα στον καιρό σας τέτοιο νόσημα
θα μ' έκανε βιβλίο ο Θερβάντες.

8/3/2012

*** 


Θάνος Γιαννούδης

Μπαλάντα της Οδού Θερμοπυλών

                                               Στη Μ. Λ. 


Στα ακρογιάλια τα απόμερα της Ίμβρου
και σ' άλλα μέρη που δεν πάτησε ο καιρός
τα σάουντρακ τρεις φορές ακούς της Καραίνδρου,
κι ας είναι ο κόσμος μας τριγύρω σου λερός.
Ο δρόμος πάντοτε καμμένος και ξερός,
στα σχέδιά σου αντιξόρκια να υφαίνει.
Μα εσύ γνωρίζει πως, αν κι είσαι καρπερός,
ο χρόνος πάντα στους σπουδαίους αντιβαίνει.

Και συνεχίζεις τον ατέρμονο αγώνα,
με τη σημαία σας πια να 'ναι κουρελού.
Την κουτσουλάει άτεγκτα μια χελιδόνα
κι όσοι την κράταγαν πια κράζουνε: "Salut!"
Μα η αλήθεια απ' το στόμα του τρελού
που αγκάθια αντί ροδοπετάλων τώρα ραίνει
σ' όσους κατάντησαν κομμάτια ενός φελλού:
"Ο χρόνος πάντα στους σπουδαίους αντιβαίνει!"

Ποιος να σ' το πει, ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ,
πως η ζωή τον άνθρωπο δεν προσπερνά;
-Κάποιες φορές κι εγώ να το ξεχάσω τείνω-
Ρώτα όποιον θέλεις: τα λαγκάδια, τα βουνά...
Ρώτα τον άνεμο που αχόρταγα πεινά
κι απ' τις μικρές ρωγμές στα σπίτια άγριος μπαίνει
για να τραβήξει τις ψυχές στα σκοτεινά.
-Ο χρόνος, πάντα, στους σπουδαίους αντιβαίνει...-

Πρίγκηψ, να μη ρωτάς ποιος δαίμων μ' απονιά
τραχιά πορεία προς το θάνατο λιαίνει,
με γελαστός να μουρμουράς σε μια γωνιά:
"Ο χρόνος πάντα στους σπουδαίους αντιβαίνει."

27/2/2012



Παρουσίαση του βιβλίου απόψε στο "Έναστρον"

 

13/5/13

Η ερωτική ποίηση της Gioconda Belli...





















Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΤΖΙΟΚΟΝΤΑ ΜΠΕΛΙ
 
Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη




Από τις ανώτερες σφαίρες και τα δυσθεώρητα ύψη του ερωτικού βιώματος ώς το οδυνηρό αγκύλωμα της απουσίας και το πικρό αμετάκλητο τού για πάντα χαμένου, η ποίηση της Μπέλι ανοίγει τις πύλες της στον αναγνώστη και του επιτρέπει να νιώσει κατάσαρκα τους στίχους που διαβάζει. Ποίηση ζωντανή, γεμάτη ένταση κι εικόνες, θυμίζει καρδιά που σφύζει πάνω στο χέρι του. Στίχοι αισθησιακοί, σε καμία όμως περίπτωση συναισθηματικοί, αποτυπώνουν τη σχέση αγάπης/έρωτα ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, αφενός δίχως υποκριτική σεμνοτυφία και «καθωσπρεπισμό», αφετέρου με αντίληψη, σκέψη και εμπειρία κατασταλαγμένες. Έτσι, ο αναγνώστης απολαμβάνει μιαν αίσθηση βάθους και άφιξης στην ουσία των πραγμάτων και του αισθήματος, κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδανική γεφύρωση ανθρώπινου και θείου. Η Μπέλι περιγράφει τον έρωτα όπως τον ζούμε κι όπως θα θέλαμε να τον ζούμε, όχι ωστόσο μέσω εξιδανίκευσης, αντιθέτως, ακριβώς μέσω μιας «εκλογικευμένης αισιοδοξίας» όπως θα την ονόμαζα. Είναι αυτό το «παρά ταύτα» που συνιστά ουσία της ζωής και νόημά της. Είναι η υπερνίκηση των εμποδίων και η στάση μας μετά την αναγνώριση μιας μη ιδανικής κατάστασης ως τέτοιας, που δίνουν αξία στο βίωμα και την πράξη μας. Η αγάπη που περιγράφει η Μπέλι είναι η αγάπη που «δεν θυμάται λόγια για μπράτσα πλαδαρά», είτε τα λόγια έχουν ειπωθεί είτε όχι, ενώ πάντως τα «πλαδαρά μπράτσα» υπάρχουν.

Πέρα απ’ το εγώ και το εσύ, τη γυναίκα και τον άντρα, η ποίηση της Μπέλι (και η ερωτική δεν αποτελεί εξαίρεση) είναι ποίηση γήινη, με τη φύση κυρίαρχη. Σ’ αυτήν συναντά κανείς σχεδόν πάντοτε τον κεραυνό, τη βροχή, τη ευωδιά της νοτισμένης γης, μα και πλήθος πουλιών (κολίβρια, χελιδόνια, γλάροι) και δέντρων, μ’ έκδηλη βέβαια προτίμηση στην ερυθρίνα. Στην ποίητρια Μπέλι βρίσκουμε ακόμη τη γυναίκα που αγαπά τον τόπο της, τη Νικαράγουα, και ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, αλλά και την αντάρτισσα (υπενθυμίζω ότι υπήρξε αγωνίστρια κατά τη Νικαραγουανή Επανάσταση εναντίον του Σομόζα), αφού και σ’ ένα ερωτικό ακόμη ποίημα δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί στα αναχώματα. Εκεί θα πρέπει να την περιμένει «ο άντρας που θα την αγαπά» και εκεί, μαζί οι δυο τους, θα πρέπει ν’ αγωνίζονται. Πρόκειται για μια ποίηση γεμάτη ζωή, καθόλου παράξενο για μια ποιήτρια με την πεποίθηση πως «για να μπορείς να γράφεις, πρέπει πρώτα να ζεις»!


Τα πάντα χάριν της αγάπης (Todo sea por el amor)
 
Πράγματα τόσα έχω κάνει για χάρη σου
που πρέπει ειδικά να προσέξω
μην και η ιστόρησή τους στ’ αφτιά σου ως παράπονο ηχήσει·
γιατί τα πάντα έχουν γίνει από αγάπη —
και αυτές ακόμη οι αστραπές και οι κυκλώνες που ελευθέρωσα
απ’ της Πανδώρας το κουτί
που ο ίδιος μια μέρα μου έβαλες στα χέρια,
ναι, αληθεύει πως πόνεσαν πολύ,
πως πολλές φορές τη σάρκα μου την ξέσκισαν απ’ τη ρίζα
και μένα μ’ έβαλαν να ψάχνω την καρδιά μου
με το φόβο μην δεν ακούσω το στρατιώτη βηματισμό της,
τα πάντα απόφαση δική μου και νηφάλια,
δική μου απώλεια κι απόλαυση δική μου,
και μέσα τους μ’ αντίκρισα πιότερο ακόμη γυναίκα
ικανή γι’ αναρριχήσεις κι ακροβασίες,
μ’ επιμονή όνου πεισμωμένου,
και που μ’ αυτά πορεύτηκα σε μονοπάτια άγνωστα,
συνεπαρμένη απ’ την οσμή την εγγύτατη της ευτυχίας,
ψάχνοντάς σε πίσω από χειρονομίες, πόρτες κλειστές
κι απ’ τον τρόπο που άφηνες τα ρούχα σου
κι όταν σε βρήκα
διάπλατα σου ανοίχτηκα
σαν κλουβί γεμάτο αηδόνια
γνωρίζοντας επίσης πώς είναι
ένα άστρο να έχεις εκτυφλωτικό στα σωθικά σου. 


Λοιπόν, με παράπονα να σφάλλω δεν θέλω—
υπεύθυνη με κρίνω για τον ήλιο και τη σκιά,
όμως, αχ αγάπη μου, πόσο με πονά
που -όντας εγώ στον ουρανό σου
σαν αστέρι περιπλανώμενο,
άσπλαχνα αναρτημένο στο σύμπαν σου-,
τη λάμψη μου δεν ανακάλυψες,
ούτε με κατοίκησες
το φως μου κατακτώντας,
παρά τόλμησες μονάχα
να με ψηλαφήσεις —
σαν τον τυφλό
μες στα σκοτάδια.


***


Εμμονή (Permanencia)
 
Δύσκολο να πεις:
Σ’ αγαπώ,
κοίτα πόσο χρόνο, απόσταση και προσποίηση
επένδυσα εμπρός στον τρόμο της λέξης ετούτης,
ετούτης της λέξης σαν φίδι
που πλησιάζει αθόρυβα, παραμονεύει
και που αρνείσαι μια, δυο, τρεις, πολλές φορές,
διώχνοντάς την σαν σκέψη κακή,
αδυναμία
και παράπτωμα,
σαν κάτι που το λέμε ανεπίτρεπτο


                         —αυτό το ρίγος το πρωταρχικό
                        που στου κόσμου τις απαρχές μάς πλησιάζει,
                        στο λεξιλόγιο το βασικό της ψαύσης και της επαφής,
                        στο σκοτάδι της σπηλιάς,
                        στον άντρα και τη γυναίκα
                        που διώχνουν γλείφοντας τον φόβο του σαματά—


Ν’ αναγνωρίζεις
εμπρός στον καθρέφτη
το ίχνος,
την απουσία κορμιών που συνομιλούν πλεγμένα.
Να νιώθεις πως υπάρχει
μια άγρια αγάπη
έγκλειστη για λόγους λογικής,
καταδικασμένη εις θάνατον από εξάντληση,
δίχως να δοθεί σε άλλον κανέναν
παρά κυριευμένη από ένα μόνο πρόσωπο αναπόφευκτο.

Μέρες να διαβαίνεις σηκώνοντας το χέρι,
σημαίνοντας την επόμενη συνάντηση,
μόνο και μόνο για να το μετανιώσεις.
Να μην αντέχεις το φόβο,
τη δειλία,
τον τρόμο στον ήχο της φωνής.
Να δραπετεύεις σαν ελάφι, τρομαγμένο απ’ την ίδια του την καρδιά,
κραυγάζοντας ένα και μόνο όνομα στη σιωπή
κι έτσι να κάνεις θόρυβο,
να γεμίζεις με φωνές άλλες,
μόνο και μόνο για να συνεχίσεις να διαλύεσαι
και να αυξάνεις τον τρόμο
που προκαλεί ένας παντοτινά χαμένος ουρανός.


***


Απλές επιθυμίες (Sencillos deseos)

Σήμερα θα ’θελα τα δάχτυλά σου ιστορίες να γράφουν στα μαλλιά μου
θα ’θελα στον ώμο φιλιά
χουχούλιασμα
τις αλήθειες τις πιο μεγάλες να ξεστομίζεις
ή τα πιο μεγάλα ψέματα—
να μου ’λεγες ας πούμε
πως είμαι η γυναίκα η πιο ωραία του κόσμου
πως πολύ μ’ αγαπάς
και άλλα τέτοια,
τόσο απλά,
έτσι χιλιοειπωμένα,
τις γραμμές του προσώπου μου να διαγράφεις
και στα μάτια άχρονα να με κοιτάζεις,
λες κι η ζωή σου ακέρια απ’ το χαμόγελό τους να εξαρτιόταν
όλους τους γλάρους αναστατώνοντας στον αφρό.
Πράγματα τέτοια θα ’θελα, όπως το κορμί μου να περιδιαβαίνεις,
δρόμο δεντροστοιχισμένο και μυρωδικό,
το πρωτοβρόχι να ’σουν του χειμώνα,
αφήνοντάς σε να πέσεις πρώτα αργά
κι ύστερα κατακλυσμιαία.
Πράγματα τέτοια θα ’θελα, όπως ένα κύμα τρυφεράδας τρανό
που τα μέλη μου θα ’λυνε,
έναν κοχυλιού αχό
ένα κοπάδι ψαριών στο στόμα
κάτι τέτοιο
εύθραυστο και γυμνό
σαν ένα άνθος έτοιμο στο πρώτο φως του πρωινού να ενδώσει
ή ένα σπόρο απλώς ή δέντρο
λίγα χορταράκια
ένα χάδι που θα μ’ έκανε να λησμονήσω
και πέρασμα του χρόνου
και πόλεμο
αλλά κι αυτούς ακόμη τους κινδύνους του θανάτου.




Περιοσότερα στο πλήρες αφιέρωμα στο Poeticanethttp://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1366726779&archive=&start_from=&ucat=331&show_cat=331