30/7/17

Η πολιτική ποίηση της Τζοκόντας Μπέλλι... (3)



Επιμέλεια αφιερώματος, επιλογή, μετάφραση: ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ


Βαρύ φορτίο (Carga cerrada)

Τη γλώσσα των προγόνων μου την άκουσα σε όνειρα.
Τη μορφή τους αντίκρυσα σε δωμάτια αμφίβολα
που μονάχα με γλώσσα ξενική να ονοματίσω μπορώ
τη γλώσσα εκείνων που για πάντα τους εξόρισαν
στο βασίλειο των σκιών.
Τις λέξεις τους δεν καταλαβαίνω
μα στα όνειρα μακραίνουν σαν φοινικιές
ιριδίζουν σαν του Κετσάλ* τα φτερά.
Πώς να ’ταν άραγε οι αγορές της Τενοτστίτλαν*
η πραμάτεια με τα διαδήματα από φτερά παπαγάλων,
η φωνή της γυναίκας που διαλαλούσε καρπούς πολλών λογιών
η μουντή φωνή του πωλητή πατάτας;
Με τι λέξεις που ηχούν σαν ποταμός και καταιγίδα
ονομάτιζαν την αγάπη, το νικητή στης μπάλας το παιχνίδι
και το γλυκό κορίτσι με τα ψάθινα καλάθια;
Οι λέξεις των λαών ομοιάζουν με τα βουνά και τις λίμνες τους
ομοιάζουν με τα δέντρα και τα ζώα τους.
Πώς να ’τανε η γλώσσα αυτή που για τίγρεις μιλούσε και ερυθρίνες
για μια φλεγόμενη σελήνη ισημερινή
για ηφαίστεια ενεργά;
Τη γλώσσα των προγόνων μου την άκουσα σε όνειρα,
σε δωμάτια αμφίβολα που μονάχα μπορώ να περιγράψω
με γλώσσα υπολειμμάτων.

Η Νικαράγουα, η αγάπη μου,
το κοριτσάκι μου που ατίμασαν,
σηκώνεται, τη φούστα στρώνει
κραυγάζει, γίνεται θαραλλέα και έξαλλη
με ψέμα μοιάζει πόσο θόρυβο ξεσηκώνει και πόσο αντιστέκεται
σε αεροπλάνα, ορυχεία, πιράνχας, βρωμόλογα αγγλόφωνα
λογύδρια για το πώς να σκύβει το κεφάλι
μα εκείνη αντιδρά ξεφεύγει παίρνει τους δρόμους
και ιδού περνά ο Στρατηγός η αυλή του τα όπλα
οι πράσινες σειρές προελαύνουν σπέρνοντας
κατασκευάζοντας μηχανές ζάχαρης
ποτάμια γάλακτος σπίτια σχολεία
ανέμους που παρασύρουν το φόβο
γεννιόμαστε για τούτο
γελάμε για κείνο
με τα δόντια σφιχτά προχωρούμε η οργή και η ελπίδα
δεν μας αφήνουν δεν τις αφήνουμε
ούτε σ’ ήλιο ούτε σε σκιά
χώρα μικρούτσικη μα ευσυνείδητη
Νικαράγουα, δόρυ εσύ εξακοντισμένο, θαραλλέο, επίμονο, φοράδα
βοσκοτόπια στην Τσοντάλες όπου η Ναντίνε ονειρεύεται ίππους δυνατούς
και ονειρευόμαστε σιντριβάνια
εργοστάσιο ολόκληρο έχουμε ονείρων
όνειρα κατά συρροή για τους άπιστους
κανείς δεν φεύγει από εδώ χωρίς μια γρατζουνιά στη συνείδηση
κανείς δεν περνά δίχως κάτι να του συμβεί
χώρα των τρελών, πεφωτισμένων, ποιητών και ζωγράφων συνάμα
σάρκα και οστά του λαού που βεβαιώνεται και σφάλλει
που δοκιμάζει και δοκιμάζει ξανά

Η χώρα αυτή μού επιβάλλει το πάθος, την παράνοιά της,
το ναρκωτικό που συνιστούν τα φλογισμένα απογεύματά της
όπου ηφαίστεια πορεύονται ώς πέρα στον ορίζοντα
δίχως να τα συγκρατεί κανείς
Η χώρα αυτή ιδρώνει φωτεινά μεσημέρια
για να πιστέψω στη φρικτή διαστροφή της ομορφιάς της,
για να μη σηκώσω το λαμπερό πανί των τοπίων της
και δω το θάνατο να διακινεί κάτω απ’ τη μύτη μου κόκαλα
Σε δάκρυα με βαφτίζει αυτή η χώρα
Το μισοφέγγαρο προβάλλει και καρατομεί πυγολαμπίδες
Οι γρύλοι πιάνουν νότες αδύνατες, σοπράνο
Τα μελτέμια σπάζουν κύματα αόρατα στο μπαλκόνι μου
Μα πλέον δεν υπάρχει ομορφιά να με εξαπατήσει
ούτε νανούρισμα να με αποκοιμήσει

Μανάγουα,
αλάτι στην πληγή
Αρπάγες
αφήνουν σε βοϊδάμαξες
δέντρα κομματιασμένα
με κατεύθυνση ανώνυμες νεκρικές πυρές.
Σκοτεινοί διαβάτες περπατούν στις ακτές
περιδιαβαίνοντας ακούσιους θανάτους
Στη γωνία
ο άντρας ανεμίζει τα εισιτήρια μέρα μεσημέρι
Από αργόσυρτα λεωφορεία
ξεχύνεται ο κόσμος σαν σμήνος
πόδια μπερδεύονται με ράμφη πουλιών
που κρέμονται ατυχή, σαστισμένα
Με δυσκολία ανοίγει δρόμο
η άμμος το τσιμέντο
Ο εργάτης δένει μαντήλι στο μέτωπο
της μεσημβρίας
Το ταξί των χιλιάδων επισκευών
κυλά πάνω στο ακανόνιστο καουτσούκ
Αφηρημένος ο οδηγός σταματά
όπου νομίζει εκείνος καλύτερα
Αλάτι στην πληγή
η πόλη των χιλιάδων πεζών
δίχως προβλεπόμενα γι’ αυτούς περάσματα
Τα αυτοκίνητα με ταχύτητα ιλίγγου
η γυναίκα με το παιδί διασχίζει το δρόμο
κλείνει τα μάτια
είναι τόσο αβέβαιη η άφιξη απέναντι
Μα και η αβεβαιότητα ακόμη γίνεται συνήθεια
Πρέπει να τρέξουν. Το παιδί πέφτει πάνω στο παρμπρίζ
με τα ρούχα βρεγμένα και βρώμικα
προσποιούμενο αδιαφορία για τα υποτιμητικά βλέμματα
Η υπέργηρη με το χαρτόνι πάνω στο στήθος
δείχνει πρόσωπο και πόδια
φαγωμένα από την πείνα, την επετεία
Αλάτι στην πληγή
Αρπάγες
Λαβύρινθοι για να μην κοιτάς
Μαλακά καθίσματα, ραδιόφωνο
κλιματισμός και κινητό τηλέφωνο
Για άλλες η ζωή είναι άλλη
Τα σιντριβάνια. Τα φώτα νέον.
Ρούμι «Φλορ ντε Κάνια», Κόκα-Κόλα, μπύρα «Βικτώρια».
Τσιγάρα. Η ροτόντα των εξαρτήσεων.
Πίσω ο ναός περιμένει τη μέρα που θα κρυφτεί
σε φοινικόδασος
Στο εκτυφλωτικό κέντρο αγορές και ψώνια
Αργότερα προσευχή για όσους δεν μπόρεσαν να φτάσουν
το φωτισμένο κατώφλι του εμπορικού
Βολική η προσευχή. Ο ναός δροσερός και ήσυχος
Ούτε κλάματα ακούγονται, ούτε φρένα, ούτε το παιδί το χτυπημένο.

Τι τύχη να ’σαι νεκρός, Κάρλος Φονσέκα,
τι τύχη που η γη σ’ αγκαλιάζει και τυφλώνει
και κανείς Ναζωραίος θρασύς δεν θα πει
Δεύρο έξω και περιπάτει
Και που φράση μόνο ποιητική είναι εκείνη του Θωμά
πως στους νεκρούς ανήκεις που ποτέ δεν πεθαίνουν.
Στο Μοταστέπε το γρασίδι σβήνει τ’ αρχικά του ΜΕΑΣ*
μα είναι περισσότερα όσα έχουν σβηστεί, πολύ περισσότερα
Η στάχτη τόσων οραμάτων σηκώνεται σήμερα σε κυκλώνες
πάνω στο ίδιο πάντοτε και άγριο πράσινο της Νικαράγουας
και όμως είναι κάτι ακόμη πέρα από τα οράματα
που έγινε καπνός
που χάθηκε και που μας ακολουθεί την κάθε μέρα με αυτήν τη βρώμα ψοφιμιού.
Μακάρι οι τερμίτες να μην σου το μαρτυρήσουν
ο κόσμος να σε ντύνει παρά τη φτώχεια του
και να σε προστατεύει ακόμη κι από εμάς τους ίδιους

Πού να κρύψω τη χώρα αυτή της ψυχής μου
για να μην μου την χτυπήσει κανένας πια;
Νικαράγουα λαβωμένη στάζεις λάσπη
απ’ τις πληγές τις ανοιχτές της καρδιάς σου.
Ποιος θα σε γιατρέψει χώρα μικρή;
Ποιος θα σε προστατέψει;
Ποιος μετά τη χολή, τη βροντή
γλυκά θα σου τραγουδήσει να σε ηρεμήσει
για ν’ αποκτήσεις πάλι πίστη
και σηκωθείς στα πράσινα βουνά σου
για ν’ αντικρίσεις τον ορίζοντα;
Γη μου εσύ της φωτιάς και του νερού
που μίλησες με φωνή βραχνή χώρας διαβολεμένης
Σσσσς, σιώπησε πια χωρούλα κουρασμένη από το κλάμα.
Ποιος θα τραγουδήσει νανούρισμα στη Νικαράγουα;
Πάμε, όλοι μαζί.
Ας φέρουμε διαφάνεια
σ’ αυτή τη χώρα τη δική μας
την κουρασμένη απ’ το κλάμα.
Κοιμήσου Νικαράγουα
Κοιμήσου καρδιά μου
Κοιμήσου εσύ χώρα μου
Αγάπη γλυκειά μου.



Ως προς το ρήμα «βρίσκομαι» (Del verbo estar)

Η ποίηση βρίσκεται μακριά
όπως το σπίτι το παλιό με το κτήμα
που, φυλαγμένο στα παιδικά μου χρόνια,
λάμπει αθώο
όλο τοίχους λευκούς και κολώνες ψηλές από ξύλο ευγενές
Ο γλυκός κόσμος που γύρεψα να διαπλεύσω με το σάλιο μου
και με της φωνής μου την ανάσα να τυλίξω
έχασε την ψευδαίσθηση της αγνότητας
Όσο ζω
οράματα άλλα εισβάλλουν με τη βία
στην υδάτινη τροχιά που τα εγκλωβίζει
και τ’ ανυψώνει πενθώντας στη συνείδησή μου
Μήπως τελικά η σοφία του χρόνου
βρίσκεται στη θέαση της άλλης όψης του φωτός;

Έτσι ένα πρωινό του καλοκαιριού
σηκώνομαι ξυπόλητη ξεχτένιστη
και τις σκάλες κατεβαίνω με τα γυαλιά στα χέρια
για το πρωινό και τις εφημερίδες
Οι λέξεις πλάι στο ψωμί και το βούτυρο
γεμάτες αγωνία
Ενώ οι σελίδες της οικονομίας ανακοινώνουν τον εμπορικό θρίαμβο
κάποιας πάλι τελευταίας τεχνολογίας,
οι τίτλοι επαναλαμβάνουν τη μονότονη απαρίθμηση νεκρών
περιγράφοντας πότε τη μια πότε την άλλη αθλιότητα.
Γυρίζω τις σελίδες αλείφοντας τη μαρμελάδα πορτοκάλι στο φρυγανισμένο ψωμί.
Ψίχουλα πέφτουν πάνω στη φωτογραφία της γυναίκας
που κραυγάζει στην πλατεία της Βαγδάτης πλάι στο νεκρό παιδί της.
Πιστέψτε με όταν λέω πως ο πόνος αυτός δεν μου είναι αδιάφορος
και ας με κάνει να γελώ ο λευκός, γλυκός σκυλάκος μου στον κήπο
που μικρός όπως είναι και μαλλιαρός
καταδιώκει μάταια φρενήρης το κολίμπρι
που πριν μια στιγμή ακόμη ξαπόσταινε πάνω στις λευκές ανθισμένες καμέλιες
και ας πίνω μια γουλιά απ’ τον καφέ γυρίζοντας σελίδα
για να διαβάσω για μια κοπέλα που σκοτώθηκε σε τρομοκρατική επίθεση
σε ιαματικά λουτρά στην Αίγυπτο. Μια κοπέλα 27 ετών,
γεννημένη στο Λας Βέγκας, η μόνη που τα μέσα αναφέρουν λεπτομερώς
αφού είναι Αμερικάνα, ξανθιά, όπως και να ’χει μια γυναίκα νέα που χαμογελά μ’ αυτοπεποίθηση
πλάι στο φίλο της σε μια πρόσφατη φωτογραφία από τις διακοπές, όπου και σκοτώθηκε.
Η σελίδα των Απόψεων της New York Times φιλοξενεί άρθρο
για το Νταρφούρ, μια λέξη που ο πρόεδρος Μπους
ακόμη δεν κατορθώνει να προφέρει σωστά.
Ο αθρογράφος επισημαίνει τις ώρες που αφιέρωσαν τα μέσα στη δίκη του Michael Jackson
και στο ειδύλλιο του Μπραντ και της Αντζελίνας.
Το NBC έστειλε κάμερες στην Αφρική για μια συνέντευξη με τον Μπραντ,
αλλά το Νταρφούρ, με το σφαγιασμό χιλιάδων, δεν μοιάζει άξιο αποστολής
[δημοσιογραφικής ομάδας.
Διαβάζω ότι νοσοκομείο στο Κλήβλαντ ενέκρινε επιτέλους την ιατρική διαδικασία
για την πρώτη μεταμόσχευση προσώπου.
Ζητείται δότης, κάποια οικογένεια που δεν θα τρέμει στην όψη του προσώπου του θανόντος
πάνω στο ξένο σώμα άλλου ανθρώπου.

Ο καφές κρυώνει.
Πάει και το ψωμί,
μαύρο ψωμί, ολικής άλεσης, πιο υγιεινό από το λευκό.
Η ποίηση βρίσκεται μακριά.
Απ’ την άλλη όψη θαρρείς του φωτός που εγώ άλλοτε ρουφούσα, διψασμένη για ομορφιά.
Πώς γίνεται να συνεχίσεις να ζεις;
Με τι ψυχή, υποχρεωμένη να δέχεται την αντίφαση
βολεύομαι σ’ έναν γαλάζιο ουρανό, σ’ ένα καλοκαίρι μαγικό σ’ αυτήν την ακτή της θάλασσας, σ’ αυτό το σκυλάκο με τα καπρίτσια του,
στην εκλεκτή αδιαφορία που μετατρέπει την ατομική μικρότητα σε καταφύγιό της;

Την ώρα την πιο απέλπιδη της ανθρωπότητας
ξεγλιστρώ απ’ τη νυχτικιά μου
κι αφήνω να τρέξει πάνω στο δέρμα μου νερό
με την ελπίδα πως μέσα του θα διαλυθώ.


Στον κομαντάντε Μάρκος (Al comandante Marcos)


Ο θόρυβος απ’ τα σκάγια μάς έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.
Η πόρτα της ζωής σου άξαφνα κλειστή
στο ξύλο που σε κοιμίζει και σε βυθίζει στα σπλάχνα της γης.

Δεν μπορώ να πιστέψω το θάνατό σου,
έτσι δίχως αποχαιρετισμό,
μόνο εκείνο το μακρινό προαίσθημα της νύχτας εκείνης, ―θυμάσαι;―
σαν έκλαψα με μανία βλέποντάς σε κοιμισμένο,
αναγνωρίζοντάς σε ως πουλί αποδημητικό
σε γοργή φυγή απ’ τη ζωή.

Ύστερα,
σαν έφυγες,
σαν τον κίνδυνο άρπαξες απ’ τα μαλλιά,
κι ήξερα πως σε περιστοιχίζουνε άγρια σκυλιά,
να πιστεύω άρχισα πως είσαι ακατανίκητος.
Πώς να πιστέψω το τέλος των χεριών σου,
των ματιών σου, των λόγων σου;
Πώς να πιστέψω το τέλος το δικό σου, αφού εσύ ήσουν κάθε αρχή,
η σπίθα, η πρώτη εκπυρσοκρότηση, το «άρξατε πυρ»,
τα σχέδια, η ηρεμία;

Και όμως, να τη! η είδηση στην εφημερίδα
και η φωτογραφία σου που με κοιτά δίχως να με βλέπει
και αυτή η οριστική η αίσθηση της απουσίας σου
να με διατρέχει απαρηγόρητη εντός,
αφήνοντας πίσω πολύ των δακρύων το μέτωπο,
να ρίχνεται στις φλέβες μου,
να ξεχύνεται σε κάθε ίνα του κορμιού μου.

Περνάει ο χρόνος
και ολοένα μεγαλώνει του ονόματός σου το κενό,
περνούν τα λεπτά τα ηλεκτρισμένα απ’ το άγγιγμά σου,
από το ρυθμικό τραγούδι της καρδιάς σου,
από όλα όσα τώρα κολυμπούν μες στο μυαλό μου
και σε φέρνουν και σε πάνε σαν πλημμυρίδα και άμπωτη
μιας παλίρροιας αίματος,
όπου βλέπω το κόκκινο του πόνου και της οργής
και γράφω, δίχως να μπορέσω να γράψω γι’ αυτό το θρήνο τον ατέλειωτο,
στρογγυλό και κυκλικό σαν και το σύμβολό σου,
και να φανταστώ αδυνατώ το τέλος σου,
παρά νιώθω μονάχα με τη δύναμη της αγκαλιάς,
της βροχής,
των αλόγων σε φυγή,
την αρχή σου.




Η Αμερική στο ιδίωμα της μνήμης (América en el idioma de la memoria)

Ι.
Τη γλώσσα των προγόνων μου την άκουσα σε όνειρα.
Τη μορφή τους αντίκρισα σε δωμάτια αμφίβολα
που μονάχα με γλώσσα ξενική να ονοματίσω μπορώ
τη γλώσσα εκείνων που για πάντα τους εξόρισαν
στο βασίλειο των σκιών.
Τις λέξεις τους δεν καταλαβαίνω
μα στα όνειρα μακραίνουν σαν φοινικιές
ιριδίζουν σαν του Κετσάλ* τα φτερά.
Πώς να ’ταν άραγε οι αγορές της Τενοτστίτλαν*
η πραμάτεια με τα διαδήματα από φτερά παπαγάλων,
η φωνή της γυναίκας που διαλαλούσε καρπούς πολλών λογιών
η μουντή φωνή του πωλητή πατάτας;
Με τι λέξεις που ηχούν σαν ποταμός και καταιγίδα
ονομάτιζαν την αγάπη, το νικητή στης μπάλας το παιχνίδι
και το γλυκό κορίτσι με τα ψάθινα καλάθια;
Οι λέξεις των λαών ομοιάζουν με τα βουνά και τις λίμνες τους
ομοιάζουν με τα δέντρα και τα ζώα τους.
Πώς να ’τανε η γλώσσα αυτή που για τίγρεις μιλούσε και ερυθρίνες
για μια φλεγόμενη σελήνη ισημερινή
για ηφαίστεια ενεργά;
Τη γλώσσα των προγόνων μου την άκουσα σε όνειρα,
σε δωμάτια αμφίβολα που μονάχα μπορώ να περιγράψω
με γλώσσα υπολειμμάτων.


ΙΙ.
Τους Θεούς μας κρύψαμε,
τους μύθους μας,
κάτω απ’ την πορφύρα των αγίων τους.
Αναπλάσαμε τη γλώσσα τους
την ξανακάναμε δική μας,
τη βάλαμε να πει την κατακλυσμική βροχή
και το γλυκό τραγούδι της φλογέρας,
το ύψος των Άνδεων,
και το τροπικό το δάσος του Αμαζόνιου.
Αλλάξαμε τα ονόματά μας για να επιβιώσουμε,
μα τον κόσμο τον ονομάσαμε
με κώδικες και κωδικούς που ώς και τα τώρα παραμένουν ακατανόητοι.
Θέλησαν το δέρμα μας ν’ αλλάξουν,
όμως αλείψαμε κακάο στα γονίδιά τους
για να διακρίνουμε την καθαρή σοκολάτα
απ’ την καμένη:
άντρες και γυναίκες από σοκολάτα
αποίκησαν εκ νέου την Ήπειρο
της Βροντής και της Απόγνωσης.

Εκ νέου δημιουργήσαμε τις υπέροχές μας πόλεις
Μεξικό, Μπουένος Άιρες, Λίμα και Ρίο
και φυλάξαμε στα βάθη των κανατιών μας
τη σοφία της υποταγμένης μνήμης μας.

ΙΙΙ.
Δεν θριαμβεύσαμε.
Ήμασταν αθώοι και μιλούσαμε στη Γη με σεβασμό,
όπως αρμόζει σε φιλοξενούμενους και όχι σε οικοδεσπότες.
Τη Ζωή θυσιάζαμε στον θεό Ήλιο,
ενώ εκείνοι αντιθέτως στο χρυσό,
που μονάχα τον μιμείται.
Η Γη ήταν συνεργός μας.
Την τιμούσαμε και τη γιορτάζαμε.
Εκείνοι τη Γη δεν την αγαπούσαν,
την ξεγύμνωναν λες και τους ανήκε,
όπως ξεγύμνωναν κι εμάς
λες κι εμείς να τους ανήκαμε το ίδιο.
Μας ανάγκασαν τις λέξεις τους να μιλούμε
και τα ρούχα τους να ντυνόμαστε.
Μας ανάγκασαν τον Θεό να λατρεύουμε
που εκείνοι οι ίδιοι είχαν σταυρώσει.
Ούτε και απ’ την ενοχή τους για τη σταύρωση αυτή γλιτώσαμε
αφού μας έλεγαν πως και για δική μας χάρη πέθανε
και πως με τη ζωή μας έπρεπε να πληρώσουμε
για το αμάρτημα ν’ αγνοούμε κάτι τέτοιο.

IV.
Τη γλώσσα των προγόνων μου την άκουσα σε όνειρα.
Σε όνειρα άκουσα τις κραυγές τους.
Το κάψιμο των γεννητικών οργάνων τους,
τον πόνο σε γέννες μιγαδικές,
τα παιδιά από βιασμούς.
Δεν μπορούσαμε στα παιδιά πια να δώσουμε
ονόματα κάκτων, δέντρων, λουλουδιών κι αστερισμών.
Μάθαμε το χρόνο να μετρούμε με τα μέτρα τους
και στις μέρες δώσαμε ονόματα ξένα.

V.Ποιοι είμαστε;
Ποιοι είναι εκείνοι, οι άντρες και οι γυναίκες δίχως γλώσσα,
που δέχονται τη χλεύη για το χρώμα τους,
τα πόδια τους, τα φτερά και τα κοσμήματά τους;
Για να μην γνωρίζουμε άλλους από τους δικούς τους κώδικες,
έκαψαν τους δικούς μας σε θεόρατες πυρές.
Η ποίηση και η ιστορία μας, τα χρονικά των λαών μας
γέμισαν με καπνό τις κόγχες των ματιών μας
και με δάκρυα τα σωθικά μας γέμισαν.
Πήραν φωτιά οι ζωγραφικές μας δουλεμένες με προσοχή από γραφείς
πήραν φωτιά οι μύθοι μας που μας έκαναν αυτό που ήμασταν.
Πώς θρηνούσαν οι γέροντες στις αλάνες
βλέποντας των προγόνων τους τα ονόματα να καίνε!
Αχ! Νύχτα εσύ μακρά, νύχτα εσύ πικρή της στάχτης!
Νύχτα που μας άφησες δίχως χέρια,
δίχως γλώσσα, δίχως μνήμη!

VI.
Η Γη μάς έσωσε, το αίμα, το χρώμα των φρούτων,
η ζάλη του ανέμου στους γκρεμούς του Μάτσου Πίτσου.
Όλα τα πήραν, τα κατείχαν, μα η Γη εξακολουθούσε να μας τραγουδά,
οι καταρράκτες του Ιγουαζού, η λίμνη Τιτικάκα, ο ποταμός Ορινόκο, οι πεδιάδες,
η λίμνη Ατιτλάν, το ηφαίστειο Μομοτόμπο, οι αρχαίες πρωτεύουσες Τικάλ και Κοπάν.
Η Γη γνώριζε το δικό μας άγγιγμα —
τα ηφαίστεια μάς μιλούσαν — οι ποταμοί μάς ξέπλεναν τα δάκρυα,
και η ζούγκλα μάς έκρυψε.
Εκείνους η νοσταλγία τούς αποτέλειωνε.
Ο χρυσός εισέπραττε την τιμή του. Σκοτώνονταν τώρα αναμετάξυ τους.
Βυθίζονταν τα καράβια τους. Τους αρνούνταν τα παιδιά τους.
Στις κοιλιές των γυναικών μας έσβηναν.
Τα γονίδιά τους έβραζαν στο κακάο
και στους απογόνους τους δεν έβλεπαν πια τους εαυτούς τους.

VII.
Τη γλώσσα των προγόνων μου την άκουσα σε όνειρα.
Σε όνειρα άκουσα τα γέλια τους.
Υπομονετική η υπομονή,
η αντίσταση.
Αιώνες ολόκληροι σιωπής κι αναμονής.
Ο καιρός κύλησε σε σπείρες,
αναβαίνοντας από τις ερήμους της Παταγονίας,
διασχίζοντας τις Άνδεις, τις οροσειρές, την τροπική υγρασία,
και τις όχθες με τους βούβαλους.
Ο άνθρωπος των μεγάλων πόλεων καταστρέφει τον κόσμο του.
Η πείνα, η βία, σκάβουν τούνελ κάτω απ’ τα πόδια του,
υποσκάπτουν τα θεμέλια των ξενικών ειδώλων.

Τα μάτια της Αμερικής προσμένουν την επιστροφή του Κετσακόατλ
—του φτερωτού όφεως—

Τη γλώσσα των προγόνων μου την άκουσα σε όνειρα.
Όνειρα που ποτέ τους δεν κοιμούνται.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

– Κετσάλ: Πολύχρωμο, εντυπωσιακό ιερό πουλί των Αζτέκων και των Μάγια.
– Τενοτστίτλαν: Ακμάζουσα πόλη-κράτος, πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Αζτέκων στο σημερινό Μεξικό
– Κάρλος Φονσέκα: Ιδρυτής του ΜΕΑΣ
– ΜΕΑΣ: Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης των Σαντινίστας


27/7/17

Η πολιτική ποίηση της Τζοκόντας Μπέλλι... (2)



Επιμέλεια, επιλογή, μετάφραση: ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ


Απεργία (Huelga)

Θέλω μια απεργία να συμμετέχουμε όλοι.
Μια απεργία από χέρια, πόδια και μαλλιά,
μια απεργία να γεννιέται μες στο σώμα του καθένα.

Θέλω μια απεργία

από εργάτες από περιστέρια
από σοφέρ από λουλούδια
από τεχνικούς από παιδιά
από γιατρούς από γυναίκες.

Θέλω μια απεργία μεγάλη,
που να φτάνει ώς την αγάπη.

Μια απεργία, όλα να τα σταματάει,

το ρολόι τα εργοστάσια
τα φυτώρια τα σχολεία
τα λεωφορεία τα νοσοκομεία
τις λεωφόρους τα λιμάνια.

Μια απεργία από μάτια, από χέρια και φιλιά.
Μια απεργία να επιτρέπει την ανάσα,
μια απεργία να γεννάει τη σιωπή
για ν’ ακούγονται του τύραννου τα βήματα σαν φεύγει.




Τι είσαι, Νικαράγουα; (¿Qué sos Nicaragua?)

Τι είσαι
παρά ένα τριγωνάκι γης
χαμένο καταμεσής του κόσμου;

Τι είσαι
παρά το πέταγμα πουλιών
πολύχρωμων μωμώτ
μίμων πολύγλωσσων
και κολιβρίων;

Τι είσαι
παρά το κελάρυσμα ποταμών
που πέτρες μεταφέρουνε λαμπρές και λείες
ίχνη αφήνοντας νερού στα βουνά;

Τι είσαι
παρά στήθη γυναικεία φτιαγμένα από πηλό,
λεία, μυτερά, απειλητικά;

Τι είσαι
παρά το θρόισμα των φύλλων σε δέντρα υπερμεγέθη
πράσινα, πολύκλαδα, γεμάτα περιστέρια;

Τι είσαι
παρά πόνος και σκόνη και κραυγές το δειλινό,
– «γυναικείες κραυγές, σαν σε γέννα»-;

Τι είσαι
παρά γροθιά σφιγμένη και στο στόμα σφαίρα;

Τι είσαι, Νικαράγουα,
και τόσο με πονάς;




Φορείς οραμάτων (Los portadores de sueños)

Οι προφητείες όλες
γράφουν για το τέλος του κόσμου.

Όλες οι προφητείες προμηνύουν
πως ο άνθρωπος ο ίδιος το δικό του τέλος θα επιφέρει.

Μα οι αιώνες και η ζωή που ολοένα ανανεώνεται
γέννησαν ακόμη μια γενιά —
τη γενιά εκείνων που αγαπούν και ονειρεύονται∙
άνδρες και γυναίκες που δεν προσβλέπουνε στου κόσμου το τέλος,
μα στη δημιουργία ενός κόσμου, γεμάτου πεταλούδες και αηδόνια.

Από παιδάκια έφεραν το σημάδι της αγάπης.
Πίσω απ’ την όψη τους την καθημερινή
κρατούσαν φυλαγμένη τη στοργή και τον ήλιο του μεσονυχτίου.
Οι μανάδες τους τα έβρισκαν να κλαίνε για ένα νεκρό πουλί
και αργότερα, πολλούς απ’ αυτούς, τους έβρισκαν το ίδιο
νεκρούς σαν τα πουλιά.

Τα όντα αυτά συμβίωσαν με διάφανες γυναίκες
και τις άφησαν να κυοφορούνε μέλι, και με γιους ν’ ανθοφορούνε
μέσα από χαδιών χειμώνα.

Αυτά έγιναν κι έτσι πλήθυναν στον κόσμο οι φορείς των οραμάτων,
άγριες επιθέσεις δεχόμενοι απ’ τους φορείς προφητειών
που για καταστροφές μιλούσαν.
Τους είπανε φαντασιόπληκτους, ρομαντικούς, ουτοπιστές,
τους λόγους τους τους είπανε ξεπερασμένους
―και πράγματι ήταν τέτοιοι αφού η μνήμη του παράδεισου
στου ανθρώπου την καρδιά έχει παλιώσει―.
Όσοι πλούτη συγκεντρώνανε, τους έτρεμαν,
και καταπάνω τους έριχναν στρατούς,
μα οι φορείς των οραμάτων έκαναν έρωτα όλες τις νύχτες
κι ολοένα ο βλαστός τους ξεπρόβαλλε απ’ τις κοιλιές των γυναικών
που όχι μονάχα έφεραν οράματα μα και τα πλήθαιναν,
διαδίδοντάς τα και μιλώντας γι’ αυτά.

Με τον τρόπο αυτό αναπαρήγε ο κόσμος τη ζωή του
όπως αναπαρήγε εκείνους που εφηύραν τον τρόπο
του ήλιου τη λάμψη να παύσουν.

Οι φορείς των οραμάτων επέζησαν σε παγετούς,
μα σε κλίματα θερμά έμοιαζαν να ξεπετάγονται
σαν γενιά αυτοφυής.
Ίσως οι φοινικιές, οι γαλανοί ουρανοί, οι βροχές οι καταρρακτώδεις
σε τούτο να ’χανε ανάμειξη,
μα η αλήθεια είναι πως σαν μέλισσα εργάτρια
το είδος τους ολοένα ονειρευότανε και δημιουργούσε όμορφους κόσμους,
κόσμους αδελφωμένους, με άντρες και γυναίκες
με τον έναν ν’ αποκαλεί τον άλλο σύντροφο
που δίδασκαν αλλήλους ανάγνωση και
σε θανάτους από κοινού παρηγορούνταν,
αλλήλους φρόντιζαν, πρόσεχαν κι αγαπούσαν,
ο ένας τον άλλο στον τρόπο της αγάπης βοηθούσε
και στην προστασία της ευτυχίας.

Ευτυχείς ήταν στον κόσμο τους από ζάχαρη κι ανέμους,
κι απ’ όλα τα μέρη κατέφταναν άλλοι για να διαποτιστούν απ’ την ανάσα τους
κι απ’ την καθάρια ματιά τους,
και προς όλα τα μέρη σκόρπιζαν εκείνοι που τους γνώρισαν
φέροντας και οι ίδιοι οράματα, οραματιζόμενοι καινούργιες προφητείες
που για χρόνους θα μιλούσανε με πεταλούδες και μ’ αηδόνια
και που ο κόσμος δεν θα τέλειωνε μ’ εκατόμβες.
Αντιθέτως, οι επιστήμονες θα σχεδίαζαν
γέφυρες, κήπους, παιχνίδια εκπληκτικά
για να κάνουν πιο γλυκειά την ευτυχία του ανθρώπου.

Είναι επικίνδυνοι – εκτύπωναν οι μηχανές
Είναι επικίνδυνοι – διακήρυτταν οι πρόεδροι στους λόγους τους
Είναι επικίνδυνοι – μουρμούριζαν οι πλάστες του πολέμου.

Πρέπει να αφανιστούν – εκτύπωναν οι μηχανές
Πρέπει να αφανιστούν – διακήρυτταν οι πρόεδροι στους λόγους τους
Πρέπει να αφανιστούν – μουρμούριζαν οι πλάστες του πολέμου.

Οι φορείς των οραμάτων τη δύναμή τους την γνώριζαν,
γι’ αυτό δεν απορούσαν∙
ήξεραν ακόμη πως η ίδια η ζωή τούς είχε γεννήσει
για να τη σώσουν απ’ το θάνατο που προμήνυαν οι προφητείες.
Γι’ αυτό τη ζωή τους υπερασπίζονταν και με το θάνατο ακόμη.
Γι’ αυτό καλλιεργούσαν κήπους οραμάτων
εξάγοντάς τους με γιγάντιους ιμάντες πολύχρωμους.
Οι προφήτες του σκότους περνούσαν μερόνυχτα ολόκληρα
φρουρώντας περάσματα και δρόμους
ψάχνοντας αυτά τα επικίνδυνα φορτία
που ποτέ τους δεν κατόρθωναν να παγιδεύσουν
γιατί εκείνος που δεν έχει μάτια να οραματιστεί
δεν βλέπει οράματα ούτε μέρα ούτε νύχτα.

Και στον κόσμο εξαπλώθηκε κύμα μέγα οραμάτων
που οι έμποροι θανάτου δεν μπορούν να σταματήσουν.
Παντού υπάρχουνε φορτία με γιγάντιους ιμάντες
που μόνο αυτό το νέο γένος των ανθρώπων μπορεί να δει,
αφού ο σπόρος των οραμάτων δεν ανιχνεύεται
γιατί είναι φυλαγμένος μες σε κόκκινες καρδιές
ή σε ρούχα φαρδιά εγκυμοσύνης
όπου εμβρυακοί οραματιστές θορυβούν μες στις κοιλιές
που τους φιλοξενούν.

Λένε πως μετά τη γέννησή τους
η γη άνοιξε διάπλατα έναν ουρανό με ουράνια τόξα
και τη γονιμότητα φύσηξε στις ρίζες των δέντρων.

Εμείς μονάχα ξέρουμε πως τους έχουμε δει.
Ξέρουμε πως η ίδια η ζωή τους γέννησε
για να τη σώσουν απ’ το θάνατο που προμήνυαν οι προφητείες.




Γαλάζια Κυριακή στο Λος Άντζελες (Domingo azul en Los Ángeles)

Γαλάζια Κυριακή.
Δρόμοι της θλίψης μου. Το αυτοκίνητο στρίβει στη γωνία.
Γρήγορη οδήγηση, μουσική.
Η ζωή. Οι στροφές. Οι ανηφόρες και οι κατηφόρες. Κι όλ’ αυτά προς τι;
Προς τι η αναπνοή;
Το σώμα; Η άνοδος και η κάθοδος.
Η συνομιλία. Η συναυλία του Βίκτορ Ερνάντες Κρους.
Η θλίψη της Σεσίλιας.
Λος Άντζελες ξένο. Πόλη ξένη. Πρόσωπα άγνωστα.
Κοιτάζω στον καθρέφτη, η γυναίκα πίσω καπνίζει. Μόνη.
Όπως εγώ. Η πόλη αυτή θρονιάζεται στον αμφιβληστροειδή μου
με τους κήπους της και τους ψηλούς της φοίνικες πλάι στη θάλασσα.
Οι άποροι, και εκείνοι που όλους τους πόρους διαθέτουν.
Εύθραυστα ανθρώπινα όντα. Τόσο εύθραυστα. Τόσο μόνα.
Να ’ναι άραγε θλιμμένα; Ή να φταίει η Κυριακή με τους άδειους δρόμους της;
Ή να φταίω πάλι εγώ με τη ματαιότητα που με κατατρέχει; Η αναζήτηση
του νοήματος. Έχουν νόημα άραγε όλ’ αυτά; Να είχαν κάποτε;
Ο αγώνας. The struggle. Όλοι αγωνιζόμενοι.
Ο άνδρας με την πινακίδα στη γωνία:
“I need 100.00 to buy a house
and a car.” Χαμογελά.
Γελά με την ίδια του την επιγραφή.
Ποια η διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνον και σε μένα;
Εγώ στο αυτοκίνητό μου. Μόνη.
Εκείνος με την κινητή του οικία, το καροτσάκι του σούπερ μάρκετ.
Το παγκάκι στο πάρκο όπου πότε-πότε κοιμάται. Μόνος.
Ο σερβιτόρος που βγαίνει στο δρόμο να καπνίσει. Αργεντίνος.
Αυτή η πόλη δεν έχει πατρίδα. Ανήκει στους εκπατρισμένους.
Γι’ αυτό μ’ αρέσει. Ίσως να μ’ αρέσει γι’ αυτό.
Ίσως αυτή να ’ναι η μόνη της αξίωση.
Το μόνο που τη σώζει από τα εγκλήματα την αφθονία
και τη λήθη. Οι φοίνικες. Η ομίχλη του πρωινού.
Η μυρωδιά της θάλασσας από μακριά. Οι πατινέρ
στα πεζοδρόμια του μόλου. Τα κορίτσια με τα ωραία κορμιά τους μαυρισμένα.
Η παραλία με τους μυς. Η Βενετία. Απομίμηση της άλλης. Κανάλια. Γέφυρες.
Πάπιες που τρέχουν πίσω από ψίχουλα στην άκρη του πάρκου.
Από το σπίτι μου βλέπω τα βουνά της Σάντα Μόνικα.
Το πράσινο πέρα μακριά. Τους λόφους του Μπέβερλυ Χιλς. Τα βουνά
του Σαν Γκάμπριελ (ψήλωσαν κάμποσο
στον τελευταίο σεισμό). Η κόρη μου η Αντριάνα διαβαίνει αυτούς
τους δρόμους. Πηγαίνει στο προνήπιο, στην 4η λεωφόρο. Έχει συνηθίσει
τον κόσμο που περνάει βιαστικός, δίχως να κοντοσταθεί, τα χαμόγελα
των περαστικών, το πάρκο Λίνκολν.
Μονάχα εγώ φαίνεται να μην συνηθίζω τους αυτοκινητόδρομους, τον ψυχρό
θόρυβο των πραγμάτων, τη θλιβερή σιωπή του κόσμου.



Κόντρα στην ελπίδα (Contra toda esperanza)

Ετούτες τις μέρες
που ο κόσμος όλος τρέμει την εντροπία
κι αναδιπλώνεται,
γίνονται όλο και πιο επίπονες
οι δημόσιες αισιόξες προβλέψεις.

Ενδείξεις δεν υπάρχουν που να ενισχύουν
την κυοφορία ανέμων
που θα μας κατηύθυναν σε ηπείρους άγνωστες γεμάτες βλάστηση
ή λέξεων ενθαρρυντικών που θα εξηγούσαν αμοιβαίες προσβολές.
Αντιθέτως: οι καιροί συγκεντρώνουν αποδείξεις ενάντια σε κάθε πιθανότητα ισορροπίας.

Εκατοντάδες τα όντα που πεθαίνουν
ενόσω άλλοι νοιάζονται απαθείς για τις δικές τους αγωνίες
— πατώντας κουμπιά, θεατές πάνω σε μαλακά καθίσματα—
Μια κοινωνία voyeurs
που ευλογεί την αφθονία της.
—Τα αγοράκια στο εμπορικό κέντρο
πυροβολούν και συγκεντρώνουν πόντους συνθλίβοντας
[εχθρούς φανταστικούς.
Εξελιγμένες τεχνικές αναπαράγουν μακελειά σε αίθουσες
[κινηματογραφικές με αναρίθμητες οθόνες.

Εν μέσω απληστίας
γυναίκες και άντρες διαλύουν τη βεβαιότητα του αναπόφευκτου θανάτου
την πλάτη γυρνώντας στη μοίρα τη συλλογική,
ενώ αρπάζονται από μια ευτυχία φευγαλέα κι ελάχιστη.

Βρέχει στα ανθρωπάκια με τις ομπρέλες, όπως στον πίνακα του Μαγκρίτ.
Καθένας αποκρούει όπως–όπως τον καυτό ήλιο
Καθένας με την ψευδαίσθηση πως επιβιώνει
και πως είναι περιττό να ονειρεύεται βροντόφωνα.

Ποιήτρια μες στη μοναξιά μου.
Μάρτυρας ενός κόσμου αισχρού,
σέρνομαι με τα βαριά φτερά μου ώς την κορφή
απ’ όπου θα ριχτώ σαν άλλος Ίκαρος, πάλι και πάλι,
γιατί ίσως
γιατί μάλλον
γιατί δεν παραιτούμαι.





Μάστιγες του 21ου αιώνα (Plagas en el siglo XXI)

Ιράκ. Η βόμβα εκρήγνυται καταμεσής του δρόμου. Κορμιά τινάζονται στον αέρα.
Ο βομβιστής αυτοκτονίας φωνάζει τη στιγμή της έκρηξης: Μέγας ο Αλλάχ.
Ο Βορειοαμερικάνος στρατιώτης. Ο ροδαλός, ξανθός νεαρός αφήνει τα λεκτρονικά
και πιάνει τα πολυβόλα στη Φαλούχα. Μπαίνει στη μάχη σε ρυθμό
heavy metal. Ρομπότ, με στολή παραλλαγής. Θώρακας προστατευμένος, ενώ
μέλη ακρωτηριασμένα κυλιούνται στους δρόμους της Βαγδάτης.
Πόσοι κιόλας οι νεκροί;
Πόση πείνα σε Νιγηρία και Τανζανία;
Πόσα σήμερα τα νεκρά από AIDS παιδιά;
Στη Νέα Υόρκη οι πασαρέλες λανσάρουν τις τάσεις της μόδας για το φθινόπωρο.
Γυναίκες παραγγέλνουν στο διαδίκτυο πανωφόρια και τζην
που στοιχίζουν όσο ο ετήσιος προϋπολογισμός πέντε σχολείων μαζί
σε οποιαδήποτε χώρα του Τρίτου Κόσμου.
Η αφθονία των μητροπόλεων εξακουλουθεί.
Τα τεράστια καταστήματα ανοίγουν τις πύλες τους
στο αδάμαστο κύμα των καταναλωτών
Ανύπαρκτες οι ελεύθερες θέσεις στάθμευσης στα εμπορικά.
Σήμερα, εξήντα χρόνια από τη Χιροσίμα
οι βόμβες καταχωνιάζονται στα σακίδια φοιτητών
που λόγο καλύτερο δεν έχουν να ζουν
παρά να πεθάνουν δημόσια.
Η ταυτότητά τους αποκαλύπτεται στις ειδήσεις των οχτώ
Πρόσωπα υγιή μελαχρινά δίχως δέσμευση καμιά που να τα συγκρατεί
Ο ουρανός πολλά υποσχόμενος
Παρθένες καρτερούν με τραγούδια και σώματα γυμνά.
Κάτω στη γη, αντιθέτως, η ντροπή της εξάρτησης,
της μετανάστευσης και της εξώθησης της μητρικής γλώσσας στην ανάμνηση.

Οι μανάδες, μαύρες, κλαίνε με τους τίτλους πολυσέλιδων εφημερίδων
με ανακοινώσεις κάθε χρώματος.
Η παγκοσμιοποίηση καταρρίπτει τα σύνορα
σαν στρατός κατακτητής που εισβάλλει δίχως σφαίρες
στην κάνη εμπρός της απληστίας και με το look καλοθρεμμένου.
Όσοι δεν έχουνε, κλέβουνε, και τον μεγαλύτερο κλέφτη
τον βραβεύει η κοινότητα με την ψήφο της.

Τρέμει του ποιητή ο παλμός θέλοντας να καταγγείλει
Ποιος τις λέξεις του ν’ ακούσει, απ’ όσους αγνοούν αυτά που πρέπει να ειπωθούν;
Όλοι είμαστε στο κόλπο. Σήμερα με τα ιστολόγια, τα γραφεία,
και την καθημερινή δημόσια καταγγελία των αηδιαστικών
τα πάντα είναι γνωστά.
Και όμως, τίποτε πια δεν προκαλεί αηδία. Η αηδία, αξία παρωχημένη.
Σε οποιοδήποτε φαρμακείο, σε οποιοδήποτε κατάστημα ενοικίασης ταινιών
πωλείται το φάρμακο για τη λήθη θανάτων βίαιων
ή και άλλων, λιγότερο φαντασμαγορικών. Οι ανώνυμοι δίνουν τη ζωή τους
δίχως νεκρικές πομπές, δίχως νεκρολογίες ή τους ύμνους κανενός.
Απαγορεύεται η φωτογράφιση φερέτρων και κορμιών ακρωτηριασμένων.
Οι πόλεμοι οι σημερινοί είναι άσηπτοι μέσα στον τρόμο τους
Τα σημάδια τους ανάλαφρα σαν τον καπνό που παρασύρει ο άνεμος
Τα πτώματα δεν μυρίζουν πια ψοφίμι
πνιγμένα όπως είναι μες στ’ αρώματα λοσιόν σκανδαλωδώς ακριβών
που υπόσχονται αιώνια ομορφιά και αντιγήρανση.
Η βιομηχανία δεν παύει να προσφέρει νεότητα.
Όμως μονάχα οι γέροι θέλουνε να ξαναγίνουν νέοι.
Οι νέοι δεν ξέρουν τι να θελήσουν.
Δεν υπάρχει πια εκείνος που προχωρεί σαν τον Σωκράτη
θέτοντας ερωτήματα απρεπή στην αγορά.
Ίσως τον κόπο πια να μην αξίζει η διερώτηση.
Ίσως να μην υπάρχουν πια καν ερωτήματα.




Φτάνοντας με το αεροπλάνο στη Νικαράγουα
(Llegada por avión a Nicaragua)

Του ανέμου το τραγούδι με καλωσορίζει
Νύχτα στη Μανάγουα
Τόσοι και τόσοι που από αγάπη πέθαναν
διασχίζουν κρυφά το σκοτάδι.
Από την πόλη αναδύεται ένας ψίθυρος
που γίνεται αεράκι
και κινεί των δέντρων τα κλαδιά
Από το αεροπλάνο
η πόλη μοιάζει με ουρανό κατάφωτο από αστέρια που λαμπυρίζουν.
Η μικρή μητρόπολη εκτείνεται σε χρώμα μπλε και ώχρας
σαν ουρανός που προεκτείνεται στη γη
–για ποιον να λάμπουνε τα φώτα της Μανάγουας;–
Από αέρος έχω δει τις νύχτες σε τόσες και τόσες πόλεις
μα καμιά σαν ετούτη δεν βλεφαρίζει
Είναι τα κλαδιά, σκέφτομαι
Οι αμυγδαλιές και οι βελανιδιές στις αλέες
λικνίζουν τα χέρια τους πάνω απ’ τη φωταψία
και προκαλούν την ψευδαίσθηση που ψάχνω να ξεδιαλύνω
από τη θέση μου στο αεροπλάνο που πίσω ξανά με φέρνει
στο θάμπος του παρελθόντος μου.
Εδώ κάποτε εξεγέρθηκε ολόκληρος λαός σαν γροθιά
για να πάρει το μέλλον του στα χέρια του.
Όλα ετούτα ξαποσταίνουν στο μυαλό μου καθώς το αεροπλάνο προσγειώνεται.
Εκεί, σ’ εκείνον τον τομέα του αεροδρομίου, προσγειώθηκα μια μέρα
επιστρέφοντας από την εξορία και τη ζωή μιας απάτριδος.
Ετούτη η ίδια άσφαλτος με υποδέχτηκε
όταν, σε καιρό πολέμου και ανάγκης,
το διάδρομο φώτιζαν φανάρια.
Μικρές λάμπες πετρελαίου υποδείκνυαν με το φως τους την πορεία
σαν μεταφορά, λυπηρή, μαγευτική, μα γεμάτη προκλήσεις
Τόσο παρελθόν στην καρδιά μου σωρεύεται
που κάποτε νιώθω πως χώρος δεν υπάρχει για το παρόν
πολύ λιγότερο για ένα παρόν άσαρκο και πλαδαρό,
αυτό το παρόν δίχως παρουσία,
ένα παρόν όπου η απουσία αυτού που υπήρξε
είναι η μαύρη τρύπα σε αυτόν τον ουρανό που εκτείνεται
εκεί όπου ξαποσταίνει το boeing που με φέρνει.

Την ώρα της επιβίβασης σ’ αυτό το αεροπλάνο
είδα τους φορτωτές του να γελούν
σχολιάζοντας τους όγκους αποσκευών που θα ’πρεπε κάπως να τοποθετήσουν.
Πλησιάζοντας κανείς στην έξοδο του αεροπλάνου στην πτήση για Μανάγουα
γνωρίζει πως έχει φτάσει σ’ άλλη χώρα.
Οι επιβάτες ορεξάτοι και πάντα φορτωμένοι
Συνωστίζονται στην πόρτα κατά την επιβίβαση
λες και τρέμουν μην απομείνουν δίχως θέση ως τιμωρία που δεν ήταν πρώτοι την ουρά.Οι γυναίκες ταξιδεύουν όμορφες και επιμελώς στολισμένες,
αφού ξέρουν πως ολόκληρη η οικογένεια θα περιμένει να τις παραλάβει,
περίεργη για το ταξίδι,
για το αν έχουν αλλάξει, αν έχουν ίσως ομορφύνει, αν φορούν ρούχα καινούργια.

Πάντοτε σκέφτομαι τον Κορτάσαρ
και την περιγραφή του ταξιδιού του στη χώρα των κρονόπιος,
εκείνων των γλυκών ενοίκων της αθωότητας και του αυθορμητισμού.
Η Νικαράγουα, λοιπόν, χώρα των κρονόπιος.
Γνωρίζεις πως έχεις φτάσει πριν καν φτάσεις
απ’ όλα ετούτα τα σημάδια που περιγράφω
και που μέσα μου μονάχα την αγάπη και τη νοσταλγία αυξάνουν
για εκείνην την αναίδεια
με την οποία οποιοσδήποτε,
μη θέλοντας να διαβεί ατέλειωτους διαδρόμους σε αεροδρόμιο ξένο,
ζητά ένα καροτσάκι αναπηρικό.
Όταν φτάνουν τα αεροπλάνα απ’ τη Μανάγουα
οι υπάλληλοι σχηματίζουνε ουρά περιμένοντας τους επιβάτες
καθένας και μ’ ένα καροτσάκι αναπηρικό
λες και το αεροπλάνο κατέφθανε από μια χώρα αναπήρων.
Χαμογελώ
και φαντάζομαι τη γυναίκα που θα περιγράφει στη γειτόνισσα
τη στρατηγική που θ’ ακολουθήσει για να διασχίσει ένα αεροδρόμιο
δίχως να κάνει βήμα η ίδια ή να νοιαστεί για το οτιδήποτε.
Τον καιρό της επανάστασης πολλοί χειροκροτούσαν
όταν οι ρόδες έτριζαν στην άσφαλτο κατά την προσγείωση.
Σήμερα κανείς πια δεν χειροκροτεί μα η έξαψη παραμένει αδιάπτωτη.
Ελάχιστοι φτάνουν τόσο ενθουσιώδεις στην πατρίδα τους όσο οι συντοπίτες μου
Ελάχιστοι ταξιδιώτες γίνονται σήμερα δεκτοί με τέτοιο χαλασμό
από τις οικογένειες που στριμώχνονται πάνω στο τζάμι της αίθουσας
στην παραλαβή των αποσκευών
Όλοι τους εκεί, στέλνοντας φιλιά, σηκώνοντας τα χέρια μόλις δουν το πολυαναμενόμενο πρόσωποεκείνον ή εκείνην που προβάλλει μισοκρυμμένη πίσω από αμέτρητες πελώριες βαλίτσες
απαρέγκλιτα γεμάτες με δώρα για όλους.

Φτωχή είναι η χώρα μου
μα λάμπει σαν ουρανός πεσμένος κατά τύχη πάνω στη γη,
ουρανός σαν ριχτάρι απαλό
γλυκό και παιχνιδιάρικο, σαν μωρό παιδί στην αγκαλιά.



Ωδή στην προκολομβιανή Νικαράγουα (Oda a un país güegüense)

Η χώρα αυτή μού επιβάλλει το πάθος, την παράνοιά της,
το ναρκωτικό που συνιστούν τα φλογισμένα απογεύματά της
όπου ηφαίστεια πορεύονται ώς πέρα στον ορίζοντα
δίχως να τα συγκρατεί κανείς.

Η χώρα αυτή τα κρύα πόδια της αποθέτει στο στέρνο μου
μ’ ένα πρόσωπο, προσωπείο απαραγνώριστο στην παραμόρφωση της χλεύης.
Με αναγκάζει να εκλιπαρώ τον άνεμο να μου εξηγήσει την αδηφαγία τούτης της
[απάτης
τη φθορά, την αρπαγή, τη μυρωδιά της σήψης που κάποτε αναδίνουν
ακόμη και τα λουλούδια της τα πιο λαμπρά.

Η χώρα αυτή γνωρίζει πως δεν θέλω τα πονεμένα σωθικά της ν’ αντικρίσω,
τα πληγιασμένα σπλάχνα της, τις ουλές από πληγές μυριάδες
τα ίχνη από δόρατα αιχμηρά και μαχαιριές θαμμένες.

Η χώρα αυτή με κάνει να μισώ που οι αισθήσεις μου δεν ξεχωρίζουνε
και σβήνουνε τις ζοφερές οπτασίες πριν εκείνες με αγγίξουν:
πλάτες δαρμένες που στενάζουνε σαν στόματα,
πρόσωπα βασανισμένα, εγκαταλειμμένα απ’ την ελπίδα.

Η χώρα αυτή ιδρώνει φωτεινά μεσημέρια
για να πιστέψω στη φρικτή διαστροφή της ομορφιάς της,
για να μη σηκώσω το λαμπερό πανί των τοπίων της
και δω το θάνατο να διακινεί κάτω απ’ τη μύτη μου κόκαλα.

Σε δάκρυα με βαφτίζει αυτή η χώρα.

Το μισοφέγγαρο προβάλλει και καρατομεί πυγολαμπίδες.
Οι γρύλοι πιάνουν νότες αδύνατες, σοπράνο.
Τα μελτέμια σπάζουν κύματα αόρατα στο μπαλκόνι μου.

Μα πλέον δεν υπάρχει ομορφιά να με εξαπατήσει,
ούτε νανούρισμα να με αποκοιμήσει.




Ξενιτεμοί (Migraciones)

Έρχεται η ζωή και μας πιάνει απ’ τα μαλλιά
Βγάζει η γλώσσα της μαλλιά να μας χλευάζει
να γελάει μαζί μας
Να ’μαι εδώ, επιστρέφω στην εστία,
σαν ένα άψυχο κορμί
Η ψυχή έμεινε πίσω
στη χώρα τη μικρή όπου το όνομά μου
ακούει τον αντίλαλό του
κι όπου εγώ είμαι εγώ
Η αγάπη, ο κόσμος, μας μετατακινούν
σαν πουλιά αποδημητικά
μα υπάρχουνε κι εκείνοι που φτάνουνε απαθείς στις νέες τους οικίες
στα ήσυχα λημέρια και τους βοσκότοπους
όπως υπάρχουμε και οι άλλοι, που ποτέ δεν αναχωρούμε
παρά μονάχα κινούμαστε μες στου ταξιδιού τις ιεροτελεστίες
κι επιβιβαζόμαστε σε αεροπλάνα, σε αυτοκίνητα και λεωφορεία,
σακατεμένοι, με την αίσθηση του διαμελισμού
Ξενιτεμοί κατοικούν τον κόσμο
των χαμένων αναμνήσεων και ανθρώπων μισών,
άγλωσσων, καταδικασμένων σε νοσταλγία
Σύντομα πολύ θα βρίσκομαι στο μέρος όπου η ουσία μου
τον κύκλο θα κλείνει που σχηματίζει η οικογένειά μου
Μα ούτε εκείνοι ούτε εγώ θα κατέχουμε αλλήλους εξ ολοκλήρου
αφού γεωγραφία ολόκληρη θα με χωρίζει απ’ τη μόνη ζωή
όπου μ’ αναγνωρίζω.



Χριστούγεννα (Navidad)

Αντίθετα απ’ τον καιρό που ήμουν παιδί
και περίμενα τον Santa Claus
φορτωμένο ένα σάκο όλο δώρα
να κατέβει από τα κεραμίδια του σπιτιού
απ’ τις υδροροές,
ενήλικη πλέον επιθυμώ
έναν Άγιο Νικόλα μ’ ένα σάκο
που να μπορεί μακριά να πάρει
τις ήττες, τους θανάτους και τους πολέμους
που μας άφησε ετούτη η χρονιά.


24/7/17

Η πολιτική ποίηση της Τζοκόντας Μπέλλι... (1)




Επιμέλεια, επιλογή, μετάφραση: ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Εντρυφώντας εδώ και καιρό στον κόσμο της Τζοκόντας Μπέλλι, δεν κατόρθωσα να ξεφύγω από τη γοητεία της, γοητεία που γητεύει και καθηλώνει οποιονδήποτε ασχοληθεί μαζί της. Εντυπωσιάστηκα από τον πολύπλευρο χαρακτήρα αυτής της γυναίκας, την οποία γνώρισα ως άκρως θηλυκή, ερωτική και γήινη ποιήτρια (δημιουργό κάποιων από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που έχω διαβάσει), ως ιδιαίτερα επιτυχημένη και αγαπητή συγγραφέα της Λατινικής Αμερικής, ως γυναίκα-κεφαλή μιας πολυμελούς οικογένειας και μητέρα τεσσάρων παιδιών, αλλά –αυτό και αν κάνει τη διαφορά!– και ως αντάρτισσα που συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης των Σαντινίστας εναντίον της δικτατορίας Σομόσα στη Νικαράγουα, γεγονός στο οποίο οφείλεται η εξορία της σε Μεξικό, Κόστα Ρίκα και Κούβα. Παρακολουθώντας λοιπόν στενά, διαβάζοντας και μεταφράζοντας, τόσο την ποίησή της, όσο και τον πολιτικό επικαιρικό σχολιασμό της, συνάντησα μια γυναίκα με συναίσθηση της φύσης του φύλου της· μια γυναίκα με επίγνωση του κοινωνικού της ρόλου και της πολιτικής της ευθύνης ως τέτοιας, αφενός ως ‘ον πολιτικό’ εν γένει που οφείλει να συμμετέχει στα κοινά, αφετέρου ως γυναίκα της Λατινικής Αμερικής με τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες και ανάγκες που προκύπτουν λόγω της συχνής –κάποτε δε συστηματικής και παραδοσιακής– καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος των γυναικών εκεί. Στη Μπέλλι βλέπω μια γυναίκα που διαρκώς αγωνίζεται, είτε για να ομορφύνει τον κόσμο με τους στίχους της είτε για να τον καταστήσει πιο δίκαιο και αξιοβίωτο με το συνεχή σχολιασμό της και τη διαρκή δημόσια δραστηριοποίησή της, ακόμη και μετά την αποχώρησή της από το κόμμα των Σαντινίστας το 1994. Πολύ συχνά μάλιστα η ποίησή της συνιστά ένα ακόμη μέσο πολιτικού αγώνα. Αυτήν ακριβώς την ποίηση θέλησα να παρουσιάσω εδώ, με όλο της το πάθος, όλο της το βάθος και όλη την τρυφερότητα για τον άνθρωπο, στοιχεία που τόσο χαρακτηρίζουν την Μπέλλι.

Ε.Σ.

***************************************************************

Βασιλικό ύδωρ 

(Αποχαιρετιστήριο κείμενο για την αποχώρησή της από τη «Νέα εφημερίδα», τον Ιανουάριο του 2012.)

Της Τζοκόντας Μπέλλι

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2006, εξέφρασα σε φίλο και παλιό συναγωνιστή την πεποίθησή μου πως εάν επικρατούσε ο Ντανιέλ Ορτέγα, δεν θα σηκώναμε ποτέ πια κεφάλι ως χώρα. Εκείνος, αμετανόητα αισιόδοξος, μου απάντησε με έμφαση: «Όχι, Τζοκόντα, αυτή η χώρα δεν είναι πια η ίδια. Δεν θα μπορέσει να κάνει κάτι τέτοιο». Δυστυχώς, εγώ ήμουν εκείνη που δικαιώθηκε. Μοιάζει ψέμα, ωστόσο ακόμη και σε μία χώρα που υπέφερε τόσο πολύ και πολέμησε τόσο γενναία για να αποτινάξει μακροχρόνιες και επαναλαμβανόμενες δικτατορίες, στάθηκε δυνατόν η ιστορία να αναδιπλωθεί και η χώρα να επιστρέψει στην τρωτή εκείνη θέση, στην οποία την καταδικάζει η παράδοση, ως έρμαιο στα χέρια οποιουδήποτε διαθέτει τον απόλυτο χειρισμό των μηχανισμών εξουσίας.

Αυτή ακριβώς είναι και η περίπτωση του Ντανιέλ Ορτέγα, ο οποίος από το 1979 κατείχε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θέσεις-κλειδιά στον πολιτικό χώρο της Νικαράγουας και ο οποίος προτίθεται να αναλάβει εκ νέου τα ηνία της χώρας, ως επικεφαλής της κυβέρνησης, στη μακροβιότερη θητεία που είχαμε ποτέ.

Η δόλια και δίχως ενδοιασμούς πολιτική, συνιστώντας το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα του Ορτέγα, κατάφερε μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια να παγιωθεί πέρα από κάθε προσδοκία, χάρη στη στήριξη της συζύγου του, Ροζάριο Μουρίγιο. Σε εκείνην οφείλει ο Ορτέγα μια επικοινωνιακή πολιτική χειραγώγησης που του επέτρεψε να ανακυκλώνεται ως μυθική μορφή και θεματοφύλακας συλλογικών κεκτημένων, όχι μόνο του Σαντίνο και ολόκληρου του επαναστατικού ρεύματος των Σαντινίστας, αλλά και του συνόλου των αξιών του λαού της Νικαράγουας. Υπό την καθοδήγηση της Ροζάριο Μουρίγιο, το ιδίωμα της κυβέρνησής του μετατράπηκε σε αμάλγαμα θελκτικών και γλυκερών επιθέτων που επιστρατεύουν εξίσου τα πιο παγιωμένα κλισέ του χριστιανισμού και τα πιο επαναστατικά σλόγκαν, προκειμένου να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα αχλύος, βαμβακιού, μιας ζάχαρης χρώματος ροζ, ένα προπέτασμα πυκνού καπνού, πίσω από το οποίο εξυφαίνεται μέρα με τη μέρα ένα δίχτυ πυκνό και κολλώδες, προορισμένο να ακινητοποιεί οποιαδήποτε κοινωνική δυναμική εναντιώνεται στην απόλυτη συγκέντρωση ισχύος σε αυτό το δίδυμο.

Η φυσική τάση του ανθρώπου για ειρήνη και αρμονία, οτιδήποτε ανυψώνει και μπορεί να επαναλαμβάνεται σαν προσευχή στο πλαίσιο προπαγάνδας, ο ιδεαλισμός των χίπηδων και η ποπ τέχνη μετατράπηκαν στα χέρια της Μουρίγιο σε γλυκό σιροπάκι που τα παληκαράκια δεν διστάζουν στιγμή να καταπιούν, έτσι όπως λαχταρούν την πολυπόθητη συλλογικότητα που αμβλύνει την αξιοσέβαστη επιθυμία τους να συμμετέχουν στον καθορισμό του πεπρωμένου της πατρίδας τους.

Έτσι ηττήθηκε κατά κράτος η λογική στη Νικαράγουα, με ένα φαντασμαγορικό νούμερο ταχυδακτυλουργικής, αντάξιο εκείνου [Ορτέγα] που πιστεύει στο μαγικό υπόστρωμα της κοινής φαντασίας και στερείται ενδοιασμών να το εκμεταλλευτεί. Το άκρον άωτον είναι πως ακόμη και ολόκληρο Πρίγκηπα κατόρθωσαν να αναμείξουν. Αμφιβάλλω αν ο Πρίγκηπας Φίλιππος γνωρίζει για το κερασάκι αυτό με το οποίο σερβίρεται το επιδόρπιο που προσεκτικά μαγειρεύει η Πρώτη Κυρία.

Πριν πέντε χρόνια ανέλαβα αυτή τη στήλη στη «Νέα εφημερίδα», με την πρόθεση να παρακολουθήσω τα βήματα της κυβέρνησης Ορτέγα, ελπίζοντας ότι ο φίλος μου θα είχε δίκιο και πως δεν θα ήταν πια δυνατόν να επιστρέψει το παρελθόν. Θέλησα να κρατήσω τα ιστορικά πρακτικά της τύφλωσης που προκαλεί η εξουσία, η οποία ουκ ολίγες φορές έχει εμπνεύσει τη λατινοαμερικανική λογοτεχνία. Ωστόσο, ως είθισται, η πραγματικότητα ξεπέρασε κάθε φαντασία: ο Ντανιέλ Ορτέγα και η αυλή του ήρθαν για να μείνουν. Θα μείνουν με το καλό, με το κακό, με οποιοδήποτε τίμημα, πεπεισμένοι πως συνιστούν την πανάκεια πάντων των δεινών που μας καταδυναστεύουν.

Η ίδια η χρονογράφος εξομολογείται πως δεν διαθέτει πια ούτε το στομάχι ούτε τη διάθεση για ένα χρονογράφημα, το οποίο στις 19 Ιουλίου του 1979 πίστεψε πως δεν θα ξαναγραφόταν στη χώρα της, τουλάχιστον όχι στη διάρκεια του δικού της βίου.

Με την εκ νέου ανάληψη της εξουσίας από τον Ηγέτη και τη Μοργκάνα του, η πραγματικότητα στη Νικαράγουα θα παραμείνει μεταλλαγμένη σε φαντασίωση. Για πολύ καιρό –αγνοώ πόσον–, οι λέξεις δεν θα έχουν περιεχόμενο: θα ζούμε μέσα σε μιαν ομίχλη, εξαπατημένοι με τεχνητά θαύματα αιώνιων Χριστουγέννων και θεατρινίστικων ψευδαισθήσεων.

Παίρνω λοιπόν τις λέξεις μου και τραβάω γι’ αλλού. Δεν σιωπώ επ’ ουδενί. Σας περιμένω στα μυθιστορήματα, στα ποιήματά μου, σε εκείνα τα αποκυήματα της φαντασίας που, μέρα με τη μέρα, μοιάζουν περισσότερο αληθινά από τούτο δω.

Ευχαριστώ τους πιστούς σχολιαστές που συντρόφευσαν τα λόγια μου αυτά τα χρόνια, όπως κι εκείνους που μου επιτέθηκαν και τους άλλους που με εγκωμίασαν. Όλοι τους, συμμέτοχοι σε τούτη την άσκηση.

Ευχαριστώ και τον Φρανσίσκο Τσαμόρρο –άλλος ένας που πήρε τις λέξεις του και τράβηξε γι’ αλλού– για την υποδοχή που μου επεφύλαξε στην παλιά του εφημερίδα, η οποία πλέον –μετά βεβαιότητος– είναι νέα.






ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Εμβατήριο (Canto de guerra)

Θα έρθει ο πόλεμος, αγάπη μου
και στη μάχη ούτε ανακωχή θα υπάρχει
ούτε ανάπαυλα για εμβατήρια
μα ποίηση από τη σκοτεινή οπή
της κάνης των τουφεκιών.


Θα έρθει ο πόλεμος, αγάπη μου
και θα χαθούμε στα αναχώματα
σκάβοντας το μέλλον στα φουστάνια της Πατρίδας
συγκρατώντας στην κόψη της καρδιάς και της φωτιάς
τις ορδές των βαρβάρων
που καιροφυλακτούν να πάρουν ό,τι αγαπούμε κι ό,τι είμαστε.

Θα έρθει ο πόλεμος, αγάπη μου
κι εγώ θα τυλιχτώ την ανίκητη σκιά σου,
σαν λέαινα ανήμερη
θα προφυλάξω τη γη των παιδιών μου
και κανείς δεν θ’ ανακόψει τη νίκη ετούτη
οπλισμένη μέλλον απ’ άκρη σ’ άκρη.


Και αν ακόμη δεν βλεπόμαστε
και ώσπου να μπορέσουν να σβηστούνε οι αναμνήσεις,
σου τ’ ορκίζομαι για χάρη σου,
σου τ’ ορκίζομαι αγκαλιάζοντας τη Νικαράγουα
σαν βρέφος που θηλάζει:


Δεν θα τους περάσει, αγάπη μου,
η νίκη είναι δική μας!



Αποχωρισμός σε καιρό πολέμου (Despedida en tiempos de guerra)

Μου γέμισες τα σωθικά γιορτή.
Μου αφιέρωσες κάθε μέρα και από ποίημα.
Μου κέντησες πεταλούδες στα μαλλιά.

Κρούστα έγινες στο δέρμα μου
—μαχαίρι οδυνηρό εσύ του έρωτα που αφήνει γεια—
και τώρα υγραίνονται τα μάτια μου στη σκέψη σου
και νιώθω τις φλέβες μου νερό να ξεχειλίζουν
και το αίμα μου να ψάχνει να σε βρει.

Μαζί μου θα μείνεις,
σύντροφε, εραστή, αδερφέ μου.

Μαζί μου, την ερημιά μου να ζεσταίνεις
και τις ώρες τις σκληρές του πολέμου.

Θα μείνεις στα κόκαλά μου χαραγμένος
σαν σφαίρα εύστοχη που το δρόμο γνωρίζει
ώς το κέντρο μου.

Εγώ θα σε φορώ στα ρούχα μου,
στις φόρμες εργασίας,
στο πανωφόρι το μπλε,
στην κουβέρτα·
θα σε φορώ σαν φυλαχτό
σαν πέτρα μαγική για το κακό.

Θα σε φορώ σαν ετούτα τα συγκρατημένα δάκρυα,
τώρα που πια δεν απομένει χρόνος
μήτε χώρος
για το κλάμα.




Το αίμα των άλλων (La sangre de otros)

Διαβάζω τα ποιήματα των νεκρών
εγώ που είμαι ακόμη ζωντανή
εγώ που επέζησα για να κλάψω, να γελάσω,
να φωνάξω Λεύτερη Πατρίδα ή Θανή
πάνω σ’ ένα καμιόνι
τη μέρα που αποφτάσαμε στη Μανάγουα.

Διαβάζω τα ποιήματα των νεκρών,
κοιτάζω τα μυρμήγκια στο γρασίδι,
τα ξυπόλητά μου πόδια,
τα δικά σου ολόισια μαλλιά,
πλάτη γερμένη πάνω απ’ τη συνάθροιση.

Διαβάζω τα ποιήματα των νεκρών
και νιώθω πως το αίμα τούτο
που μ’ αυτό αγαπηθήκαμε,
δεν μας ανήκει.




Η στοργή των λαών (Ternura de los pueblos)

Σου έλεγα πως η αλληλεγγύη
είναι η στοργή των λαών.
Σου το έλεγα μετά το θρίαμβο,
μετά τους δύσκολους καιρούς μέσα σε μάχες
και σε θρήνους—
τώρα, καθώς αναθυμούμαι πράγματα που έγιναν πέρα μακριά,
τότε που όλα δεν ήταν παρά όνειρο και όνειρο, στον ύπνο και στον ξύπνιο,
δίχως κούραση καμιά, ποτέ, στην τροφοδότηση του ονείρου,
ώσπου έπαψε να ’ναι όνειρο, ώσπου αντικρίσαμε σημαίες κοκκινόμαυρες
―στ’ αληθινά― να κυματίζουν πάνω από σπίτια και σπιτάκια και παράγκες
και δέντρα του δρόμου, σκεπτόμενοι όσα αξιωθήκαμε να ζήσουμε
κι έμοιαζαν γρίφο υπερμεγέθη από οργή κι από φωτιά,
από αίμα και ελπίδα…





Υπήρξα κάποτε κορίτσι γελαστό (Yo fui una vez una muchacha risueña)

Υπήρξα κάποτε κορίτσι γελαστό
που με το γέλιο του όργωνε
ολόκληρη δική του πολιτεία.

Υπήρξα κάποτε ποιήτρια
γεννώντας ποιήματα καινούργια
σαν οι άλλοι γεννούν παιδιά
να τα διδάξουνε,
να τα ευχαριστηθούνε.

Υπήρξα κάποτε μητέρα δυο πολύτιμων κοριτσιών,
βαδίζοντας σίγουρη για την ευτυχία μου,
τον άνεμο προκαλώντας και τα πράγματα.

Τώρα,
είμαι η γυναίκα που δεν γνωρίζει τη γη όπου ζει,
δίχως αγάπη, δίχως γέλιο, και δίχως Νικαράγουα,
είμαι η ποιήτρια
που γράφει στα κρυφά
σε στιβαρά γραφεία και ξενώνες,
είμαι το κορίτσι που θρηνεί
κάτω απ’ την ομπρέλα
σαν η ανάμνηση το δαγκώνει,
είμαι η μάνα που νοσταλγεί τη χαρά των κοριτσιών της.

Τώρα,
είμαι το τραγούδι της βροχής, της νοσταλγίας―
είμαι όλη μια απουσία.


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέο Πλανόδιον" :

20/7/17

"Γεύση από μένα"...





Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση: ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Το βιβλίο της Σεσίλιας Βικούνια «Γεύση από μένα» είναι ένα βιβλίο μοναδικό στο είδος του. Όντας το ίδιο έργο τέχνης, αφού η δημιουργός του το συνέθεσε και διακόσμησε από διάφορα υλικά –κυρίως ύφασμα– και «αντικείμενα τέχνης», εμφανίστηκε το 1973, ενόσω εκείνη, εξόριστη στην Αγγλία, σπούδαζε τέχνη.

Αυτό το χειροποίητο βιβλίο αρχικά προοριζόταν να γίνει ένα «Ημερολόγιο αντικειμένων», αλλά με την είδηση του θανάτου του Αλιέντε απέκτησε χαρακτήρα επαναστικό και μαγικό, έγινε το ίδιο μέσο αντίστασης. Η ίδια αναφέρει: «τα αντικείμενα καλούνται να επιτύχουν ένα στόχο τριπλό: να αποτυπώσουν μία εργασία μαγική, μία επαναστατική και μια τρίτη, αισθητική. Συνιστούν ένα Ημερολόγιο Ζωής: κάθε μέρα είναι και ένα αντικείμενο (ένα κεφάλαιο) και όλες οι μέρες μαζί συνθέτουν μια ιστορία. Δεν θέλησα να εξαντλήσω τον αναγνώστη με λέξεις –ίσα που επαρκεί ο χρόνος για να ζήσουμε–. Τα αντικείμενα προσφέρουν απλόχερα το νόημά τους».

Στην εισαγωγή της πρώτης έκδοσης, ο Φελίπε Έρενμπεργκ σημειώνει πως το «Γεύση από μένα» είναι η πρώτη κραυγή της δημιουργικής συνείδησης της Χιλής, δυο μόλις μήνες μετά το βιασμό του παρόντος και του μέλλοντος της χώρας» και συνεχίζει: «η Λατινική Αμερική δεν μπορεί να εκφραστεί με απόλυτη ελευθερία, παρά μονάχα από την εξορία. Η πολυτέλεια αυτού του βιβλίου, που για λόγους ανωτέρας βίας τυπώθηκε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων [η πρώτη έκδοση από τον εκδοτικό Beau Geste Press κυκλοφόρησε μόλις σε 250 αντίτυπα], συνίσταται στην ίδια του την ύπαρξη». Επιπλέον, όπως σημειώνει ο Σέρχιο Μοντραγόν στο οπισθόφυλλο της έκδοσης πια του 2007, «με το έργο αυτό η Βικούνια συστήνεται για πρώτη φορά ως ποιήτρια και μας μεταφέρει σε μια αξέχαστη ιστορική στιγμή, φορτισμένη με επιθυμίες και δημιουργική δύναμη».

Έτσι, το «Γεύση από μένα» συνιστά προοικονομία και ταυτόχρονα πεγραφή του Είναι της Σεσίλιας Βικούνια, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην Τέχνη, ως εικαστικός και ως ποιήτρια ―μια καλλιτέχνις, περήφανη για τη λατινοαμερικανική γενικά και την ιθαγενή καταγωγή της ειδικότερα, όπως αποδεικνύει και το καλλιτεχνικό επώνυνο που επέλεξε. «Βικούνια» ονομάζεται ένα από τα καμηλοειδή των Άνδεων, στα οποία ανήκει και το, γνωστότερο ίσως, λάμα. Ένα περαιτέρω χαρακτηριστικό γνώρισμα της τέχνης της που τη συνδέει με τη λατινοαμερικανική παράδοση είναι, όπως αποτυπώθηκε και στα δύο προηγούμενα μέρη του παρόντος αφιερώματος, η τέχνη του πλεξίματος και τα νήματα. Αν και το διαδίκτυο δεν ενδείκνυται για την πλήρη εμπειρία της «Γεύσης από μένα», θα προσπαθήσουμε να την αποτυπώσουμε όσο πληρέστερα γίνεται. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Βικούνια αναδύεται όπως την περιέγραψε σε επιστολή του προς αυτήν ο Χένρυ Μίλλερ: «μια, αναμφισβήτητα, καθαρή ψυχή».

**********************


Η πιο εμπνευσμένη (και αληθής;) αφιέρωση που μου έγινε ποτέ



Αριθμός τηλεφώνου (Número telefónico)

Όταν άλλαξαν τον αριθμό του τηλεφώνου σου
πίστεψα πως κατέφτανε η καταστροφή
αφού το 2 και το 3 ήρθαν
να αντικαταστήσουν τα αγαπημένα 4 και 9
και πλέον καμία μυθολογία δεν θα κυρίευε
το 7 και το 9 με τον τρόπο που εκείνη γδερνόταν
στο 0 και στο 8
Ήταν τόσο στρογγυλά και ηχηρά και τρυφερά!
Έρεεαν σε ρυθμούς τροπικούς
από σκούρο καφέ
παλιό καπνό λακαρισμένα αρώματα
Ζούσαν μέσα σου και σε συλλάβιζαν
πατώντας με μικρά κομματάκια από μάρμαρο
ενώ τα τελευταία νούμερα 9 και 4
ήταν βαριά κι ασαφή
σαν θολωμένα μάτια
σαν αριθμό τηλεφώνου
δοσμένο στον Άδη
ή σε κάποιον άλλον ακόμη πιο μακριά
αντί για την άψυχη εταιρία των αριθμών
που αγνοεί σε ποιον δίνει
τον αριθμό που δίνει
Το 23 79 30 δεν σημαίνει τίποτε
δυσκολεύει την απομνημόνευση
έχει έναν αέρα ατυχή και περιοριστικό
πέρα από τον ανώνυμο ήχο
που είναι αδύνατο να με ενδιαφέρει
Αντιθέτως το 49 08 94 είναι μέλι απωλεσμένο
πίνακας του Σασέτα
όπου γυμνοί ερημίτες
γιορτάζουν μια γιορτή χρυσή.

1971



Στο κέντρο του μάνταλα (El centro del mandala)

Να σε φιλώ δεν είναι λύση
Να εισβάλλεις μέσα μου και να με γλείφεις
δεν είναι λύση!
Να σε κοιτάζω έγινε πια πιο απόλυτο
από το να σε φιλώ
Ένα φιλί για μένα είναι λίγο
Η συνουσία είναι υπερβολικά λίγη
Η συνουσία δεν μπορεί να περιβάλει ούτε να εκφράσει
ούτε να ικανοποιήσει το αίσθημά μου για σένα
Η ζωή και ο θάνατος φωλιάζουν
κι αφοπλίζονται μέσα σου
Όταν σε κοιτάζω συντελείται
η ευτυχής ανάλωση
η επιτυχής συνάντηση
δύο ρευμάτων δύο καιρών
που καταφτάνουν από τόπους άλλους
του κόσμου
Είναι όπως σε ένα βάθρο με μικρόφωνο
όπου πλήθος περιμένει στη σειρά
να πάρει θέση πίσω απ’ το μικρόφωνο
Πολλά τα μικρόφωνα
μα καθένας ανεβαίνει στο δικό του μικρόφωνο
Είναι η πλήρωση της κοινωνίας
η τέρψη δυο ρευμάτων που επιτέλους ενωθήκαν:
το μικρόφωνο και ο ομιλητής.



Δυάδα ή σουσουράδα (Pajarito o parejito)

Και αν αφιέρωνα τη ζωή μου
σε κάποιο απ’ τα φτερά της
για να ζήσω τη ζωή της
να εισβάλω μέσα της και να την κατανοήσω;
Να τη σκεφτώ και να γίνω εκείνη ώς το τέλος;
Και να φτάσω
στο σημείο όπου οι κινήσεις μου
να γίνουν οι χιλιάδες μικρότατες ακτίνες
του φτερού;
Και η σιωπή μου
τα σούσουρα να γίνουν και οι ψίθυροι
του ανέμου στο φτερό;
Και οι καμπύλες μου
βελούδινες και διψασμένες να γίνουν
σαν το φτερό;
Και οι σκέψεις μου
γοργές και σίγουρες και ορισμένες
σαν τις μη-σκέψεις
του φτερού;

1971




Λίγη ηρεμία (Un poco de calma)

Και ξαπλώναμε γυμνοί
σαν να επρόκειτο να κάνουμε κάτι
και δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να αγγιζόμαστε
στήθος με στήθος
τα στήθη μου
και τα δικά σου
τα δικά μου απαλά
σκληρά τα δικά σου
Εγώ τα έβαζα στο στόμα σου
κι εσύ ξεκόρμιζες
και μου έλεγες:
«Σεσίλια, εγώ δεν αποκρίνομαι
αν εσύ...»
και σου απάντησα:
«Δεν πειράζει αν δεν αποκριθείς
αφού δεν θα σε ρωτήσω
τίποτε.»

1972




Φυσικές αποκλίσεις (Desviaciones naturales)

Σπουδάζαμε φιλοσοφία
σε ένα σπίτι γεμάτο μικροσκοπικά ζωάκια
Έβρισκες αλεπούδες
στο μέγεθος νεογέννητου ποντικού
και παπάκια όχι μεγαλύτερα από μύγα
πινγκουίνους και άλλα πολλά
Τα υπνοδωμάτια
γεμάτα ψυχασθενείς
που σκάλιζαν αγάλματα στο μάρμαρο.
Μετά την αντιγραφή
ενός ολόκληρου κειμένου για τον Ηράκλειτο
τον Παρμενίδη και τη σχέση με τον Χάιντεγκερ
πιανόμασταν να σκεφτόμαστε καθένας
τα απρόσμενα μεσοδιαστήματα
ανάμεσα στη γραμμή και το κενό.
Παρά το ακανόνιστο λευκό
των αιθουσών
φυλούσαμε σκοπιά για γερασμένους ποιητές
που κατέφθαναν με μπλε παλτό
για να διαλύσουν το εργαστήριο των εικόνων μας.




Αυτοπροσωπογραφία (Retrato físico)

Έχω ένα κρανίο σε σχήμα φουντουκιού
και δυο παλλόμενα μάγουλα για οπίσθια
όπου καταλήγουν δυο γαργαλευτοί πεπόνινοι μηροί
γόνατα ηλιοτρόπια
αστραγάλους από πέτρα ηφαιστειακή
αυχένα από αφρικανική σημύδα
αφού, πέρα από τα δόντια,
δεν έχω πάνω μου λευκό
ούτε καν το λευκό των ματιών μου
που έχει χρώμα απροσδιόριστο
Τα δάχτυλά μου είκοσι και αβέβαιο
αν θα μπορέσω να τα κρατήσω
έτσι όπως στέκουν πάντοτε
στο χείλος του γκρεμού
αν και πολύ τα αγαπώ
Θα τελειώσω τον εαυτό μου αργότερα
και θα κρατήσω τα υπόλοιπα για την ακτή.
Για να πω την αλήθεια, τολμηρή πολύ δεν είμαι
Όπου υπάρχει τρύπα
πέφτω μέσα
αφού δεν είμαι επιφυλακτική
ούτε καχύποπτη.

1966



Ο θρίαμβος της Λατινικής Αμερικής (El triunfo de Latinoamérica)
Η Λατινική Αμερική δεν πρέπει ποτέ να γίνει σαν την Ευρώπη ή τις ΗΠΑ

Η Χιλή θα μπορούσε να γίνει η πρώτη χώρα του κόσμου που θα έφτανε στην απόλυτη ευτυχία. Η αθωότητα και η νεολιθική έκσταση θα εμφανίζονταν ξανά κατά τρόπο που ολοένα θα περιέβαλλε στοργικά την ύπαρξη. Αυτοκτονίες δεν θα υπήρχαν. Ο σοσιαλισμός θα διέθετε συναίσθηση του σύμπαντος και θα ήταν το άθροισμα της σοφίας των ιθαγενών της Αμερικής και της υπόλοιπης σοφίας του κόσμου. Ο σοσιαλισμός της Λατινικής Αμερικής θα γεννούσε έναν πολιτισμό, όπου η σκέψη με την καρδιά θα ήταν πιο αποκαλυπτική απ’ ό,τι η σκέψη με το μυαλό και όπου η επέκταση της αντίληψης και των σχέσεων θα προξενούσε όλο και περισσότερη ικανοποίηση. Θα υπήρχε πολύς χορός, πολλή μουσική, πολλή φιλία και ένας τρόπος υπέροχος να υπάρχεις!

22/8/1973




Φιντέλ και Αλιέντε (Fidel y Allende)

Όταν ο Φιντέλ επισκέφτηκε τη Χιλή το 1971, ο κόσμος ήταν τόσο χαρούμενος που οι δρόμοι είχαν μετατραπεί σε υπαίθριο πανηγύρι. Για να συμμετέχω κι εγώ στους πανηγυρισμούς γι’ αυτή την ιστορική συνάντηση στην ιστορία του λατινοαμερικανικού νότου, αποφάσισα να τη ζωγραφίσω. Ζωγράφισα μια πεταλούδα να πετάει από το χέρι του Αλιέντε και τους δυο τους να σχηματίζουν με το αεροπλάνο που έφερε τον Φιντέλ ένα τρίγωνο, με την κορυφή του προς τα κάτω. Πρόκειται για σχήμα μαγικό που σημαίνει την ευχή να διατηρήσουν τη δύναμή τους για όσο χρόνο είναι απαραίτητο.

Τον Φιντέλ τον έντυσα με τη χρυσή στολή των ηρώων, ενώ τον Αλιέντε με το πέπλο εκείνων που περνούν στην ιστορία. Ο Αλιέντε δεν είναι πλήρως ντυμένος γιατί ρουχισμός του είναι η υποστήριξη του λαού, αν και στη Χιλή εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιοι ανόητοι που δεν τον υποστηρίζουν. Παρομοίως, το ένα πόδι του Φιντέλ είναι γυμνό γιατί θέλησα να δείξω όχι μονάχα τη φυσική του ομορφιά ή την ιστορική του σημασία, αλλά γιατί ο Φιντέλ συμβολίζει τον «νέο άνθρωπο».

Περιβάλλονται δε από λουλούδια γιατί και οι δυο είναι το άνθος μιας νέας υπάρξης, τύχη αγαθή για τη Λατινική Αμερική.




Ο θάνατος του Σαλβαντόρ Αλιέντε (La muerte de Salvador Allende)
(δε σώζονται φωτογραφίες αυτού του έργου)

Η κόκκινη κηλίδα, αυτό το κάλυμμα αστραπή, το κακό που καταφτάνει πετώντας είναι το πραξικόπημα, ενώ και το αίμα που κυλάει είναι οι πληγές και το αίμα του Σαλβαντόρ Αλιέντε. Αυτός ο προφητικός λεκές σηκώνει καπνό, σκοτώνοντας καθετί ζωντανό και μετατρέποντας σε έρημο ό,τι προηγουμένως ήταν κήπος. Και από την μαγική Χιλή του σοσιαλισμού, από τον εφευρημένο αυτό παράδεισο δεν απομένει άλλο από πέτρες, κόκαλα και σκελετούς.

Η σορός του Σαλβαντόρ Αλιέντε πέφτει στην άβυσο, στη σχισμή που άνοιξαν οι δολοφόνοι, όχι μόνο του Αλιέντε, αλλά και όλου του μεγαλείου του.

Ο θάνατος του Αλιέντε δεν με συνεπήρε, δεν εισχώρησε στη συνείδησή μου, μόνο άρχισε να αναπτύσσεται μέσα μου αργά και μυστικά σαν σπόρος, μικρόβιο ή αρρώστια. Άρχισε να πονά κάμποσες ώρες αργότερα, αφού πήρε την τρομερή μορφή μιας φρικαλεότητας, μιας κραυγής πνιχτής και δύσοσμης στα σωθικά. Τότε ήταν που ένιωσα την ανάγκη να ζωγραφίσω. Ξεκίνησα στις πέντε τα χαράματα και συνέχισα όλο το πρωινό ώς τις τρεις το μεσημέρι της δωδεκάτης Σεπτεμβρίου.

Ο θάνατος του Σαλβαντόρ Αλιέντε είναι έγκλημα, με τον ίδιο τρόπο που όλα τα εγκλήματα συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα. Δεν σκότωσαν μόνο εκείνον, αλλά και τη ζωή μου, τη ζωή όλων όσων ζούσαν, όλων όσων τρέφονταν από την ανέγερση του σοσιαλισμού ως εργασίας χειρονακτικής, ηλιακής, μιας ευτυχίας δίχως τέλος.

Ο θάνατος του Αλιέντε σκοτείνιασε όλους τους ήλιους μου, σκότωσε τις γωνίες μου, την ενότητά μου, τη σαρωτική επιτάχυνση στη χώρα του Ποτέ Ξανά. Η σοσιαλιστική Χιλή ήταν για μένα ο ορισμός του μεγαλείου γιατί δεν ήταν μόνο δικό μου, κι εγώ δεν ανήκα πια σε μένα, αφού δεν ήμουν πια ΕΓΩ παρά ΕΜΕΙΣ για πρώτη φορά!

Ας γίνει ο θάνατος του Αλιέντε η σπίθα που θα αναγεννήσει την επανάσταση από τις στάχτες.

Ο θάνατος του Αλιέντε έθεσε τέλος στη μία και μοναδική λαμπρή στιγμή μας.

Ο θάνατός του είναι και δικός μου θάνατος και θα αναγεννηθώ μονάχα με την αναγέννηση της επανάστασης. Διαφορετικά, τα πάντα θα μείνουν χαρακιές και οργή και πόνος και σκιές και έρημος, από εδώ ώς τον ψίθυρο.

Αν το νόημα του θανάτου είναι η ανάσταση, τότε η έρημος θα δώσει ξανά καρπούς.

Αν όχι, η έρημος θα παραμείνει για πάντα έρημος και ποτέ δεν θα καρπίσει, ποτέ δεν θ’ ανθίσει τίποτε μέσα της, αφού μια φασιστική Χιλή δεν είναι η Χιλή, αλλά ‘Ήλιχ’: μια κατάσταση συναγερμού.

12/9/1973





Βιολέτα Πάρρα ή βιολέτα (Violeta Parra o Violeta Vid)

«Βιόλα θαυμαστή» ή «Βιόλα chilensis» ή «Βιόλα ηφαιστειακή», «Πουλί του παραδείσου επί γης» ή «Βιολέτα των Άνδεων» σύμφωνα με τον Νικανόρ Πάρρα. «Αγία Βιολέτα» ή «αγριοδαμασκηνιά» σύμφωνα με τον Πάμπλο Νερούδα. (Βιολέτα αγαπημένη, για μένα.)

Αποφάσισα να ζωγραφίσω το πορτραίτο της Βιολέτας Πάρρα για τον κύκλο Ήρωες της Επανάστασης, καθώς δεν ήταν όλοι οι ήρωες διοικητές, διανοούμενοι ή αντάρτες. Έπρεπε να προστεθούν και οι ήρωες της επιβίωσης, της ζωγραφικής, της επινόησης.

Τη ζωγράφισα λοιπόν ως ένα είδος συνδικάτου που στόχο έχει να δίνει δύναμη και μυστήριο στις συντρόφους της.

Επιπλέον, η Βιολέτα Πάρρα είναι ηρωίδα γιατί, όντας γυναίκα, τόλμησε να υπάρξει και να δημιουργήσει κατά τα δικά της ‘θέλω’. Τη ζωγάφισα κομμένη σε τρία μέρη γιατί ο κόσμος είναι ένα σφαγείο που την τεμάχισε και τώρα την εκθέτει σαν φιλέτο. Τη διαίρεσα στα τρία, πριν μάθω για τις τρεις απόπειρες αυτοκτονίας της που προηγήθηκαν της τελευταίας και τελεσίδικης.

Παρόλο που η Βιολέτα σημαίνει πολλά πράγματα, την απεικόνισα ως «Πλέκτρια του κόσμου» γιατί αυτή ήταν και η μαγική της δραστηριότητα. Εδώ, την έβαλα να πλέκει τους στίχους του τραγουδιού της «Ευχαριστώ τη ζωή»*.

Τα μάτια της κοιτάζουν στα αριστερά όπου και ξεκινά το τραγούδι: «Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε τόσα, που μου έδωσε δυο μάτια και, όταν τα ανοίγω, άριστα διακρίνω το μαύρο από τ’ άσπρο, ψηλά στον ουρανό τον έναστρο θόλο, και μέσα στο πλήθος τον άντρα που αγαπάω.» Πιο χαμηλά: «Μου έδωσε την ακοή που μέσα στο εύρος της καταγράφει νύχτα και μέρα, γρύλλους και καναρίνια, σφυριά, τουρμπίνες, γαυγίσματα και καταιγίδες.» Και πάνω: «Μου έδωσε το αλφάβητο και τον ήχο και, μαζί με αυτά, τις λέξεις που σκέφτομαι και ονοματίζω τη μάνα, το φίλο, τον αδερφό και το φως που καίει.» Στο γαλάζιο ουρανό: «Μου έδωσε την καρδιά που πάλλεται σαν βλέπω τους καρπούς του ανθρώπινου μυαλού.» Εδώ οι καρποί αυτοί συμφολίζονται με δυο ροδάκινα. Για να συνεχίσει κανείς να διαβάζει τη Βιολέτα πρέπει να καταφύγει στη βιογραφία της, στους στίχους λαϊκών τραγουδιών, στα πλεκτά και στα τραγούδια της, στα αντικείμενά της, όπως και στη συνεργασία της με το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο εδώ απεικονίζω με ένα μικρό σφυροδρέπανο.

Μάιος 1973


*Πρόκειται για το πασίγνωστο τραγούδι “Gracias a la vida” που ερμήνευσαν σπουδαίες φωνές όπως αυτή της Μερσέντες Σόσα.

___________________

Όλα τα ποιήματα και οι πίνακες είναι δημιουργίες της ΣΕΣΙΛΙΑΣ ΒΙΚΟΥΝΙΑ και περιλαμβάνονται στον τόμο "Γεύση από μένα".


*******************

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέο Πλανόδιον" 

17/7/17

Σεσίλια Βικούνια: «Ποίηση - ο άχωρος χώρος, ο άχρονος χρόνος»...




Eισαγωγή, μετάφραση: ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Την ακούς και θυμάσαι τι θα πει άνθρωπος. Προσφεύγοντας στη γαλήνη, προκειμένου να ακούσεις τη σιγανή κι αργόσυρτη φωνή της με την τόση θαλπωρή, αφουγκράζεσαι τον μέσα και τον έξω κόσμο, η Αγωνία σου ενώνεται με την πνοή του ανέμου και το βάδισμα μιας μικροσκοπικής, κόκκινης (απ’ όλα τα χρώματα!) αράχνης. Και ανοίγεσαι και απλώνεσαι και αφήνεσαι...

«Το ποίημα είναι ένα πλεκτό από λόγο.» Όταν γεννήθηκε, η μητέρα της έβαλε μια αράχνη να περπατήσει στην παλάμη της. Άλλη μια ιθαγενής της Χιλής συνέδεε με αυτό το φυσικό τελετουργικό την κόρη της με τη μακρά παράδοση που τη συνέχει το νήμα.

Το 1530, ο χάρτης τούς αγνοούσε. Και μαζί με αυτόν, και ο ‘πολιτισμένος’ κόσμος. Περιττοί εκ γενετής, στα 1800 ήδη redundant. Τελευταία επιζήσασα της γραμμής, τώρα αντεπιτίθεται με την «πολυτέλεια να υπάρχει»: τραγουδά με του κολίμπριου τη φωνή, για κάθε γυναίκα καλλιτέχνη της Αμερικής silenciada.

«Στολίδια μου είναι τα λουλούδια» γράφει ως έφηβη και, viejita, την πλεξίδα της στολίζει με λεβάντα. Με πλήρη συναίσθηση της θέσης και της κίνησης στο χώρο, γλυπτό εν κινήσει ή σύγχρονη ιέρεια –contemporánea–, η μικρόσωμη γυναίκα κατευθύνεται στο Σημείο. Παίρνει λίγο νερό, το αφήνει να πέσει, ιερή σπονδή στη μοίρα που την οδήγησε στην άλλη άκρη του κόσμου, στην καρδιά της Ευρώπης, ένα απόγευμα αμφίθυμο, με ήλιο, συννεφιά, αέρα δροσερό. Απλώνει το χέρι, βρέχει τη δέσμη λουλουδιών απ’ τον αγρό και με αυτή ραντίζει ένα γύρο, πρόσωπα και χώρο. Τι θα ’λεγε αν γνώριζε για το δικό μας αγιασμό;

Το κόκκινο νήμα ξεδιπλώνει μπροστά της, σύμμαχο, αντίπαλο, Οδηγό:

«Έφερα εδώ μαζί μου λίγο από το αίμα μου: γιατί το «Κίπου* της περιόδου», το “Kίπου-Mήτρα” που παρουσιάζω στην Ντοκουμέντα [14], στην πραγματικότητα ξεκίνησε όταν ήμουν δώδεκα χρονών.
Η μητέρα μου είναι ντιαγίτα. Ξέρετε τι θα πει «ντιαγίτα»; «Ντιαγίτα» ονομάζεται μια κοινότητα ιθαγενών, ένας σπουδαίος ιθαγενής πολιτισμός στη βόρεια Χιλή που εξοντώθηκε κατά το 17ο και 18ο αιώνα. Η μητέρα μου δεν έμαθε ποτέ ότι ήταν ντιαγίτα. Ακόμη και σήμερα, το αγνοεί. Έτσι λοιπόν, ούτε εγώ γνώριζα αν ήμουν ή δεν ήμουν ντιαγίτα, δεν γνώριζα ποια ήμουν.
Τη μέρα της πρώτης μου περιόδου,** δεν γνώριζα τι θα πει «περίοδος». Ποτέ μου δεν είχα ακούσει αυτή τη λέξη ούτε και την ιστορία της. Ξύπνησα στη μέση της νύχτας, νιώθοντας μια υγρασία –μια υγρασία;– ανάμεσα στα πόδια μου. Τι να σήμαινε άραγε αυτή η υγρασία; Η πρώτη μου ερμηνεία ήταν ότι ίσως να τα είχα κάνει πάνω μου – κοίταξα τότε, και είδα ότι ήταν αίμα. Η δεύτερη ερμηνεία μου ήταν ότι μάλλον με είχαν μαχαιρώσει την ώρα που κοιμόμουν. Η τρίτη μου ερμηνεία ήταν να βάλω τις φωνές και τα κλάματα. Η μητέρα μου ξύπνησε κι ήρθε τρέχοντας στο δωμάτιο να δει τι είχε συμβεί. Μου είπε: «Όχι, κοριτσάκι μου, δεν είναι τίποτε. Αυτό συμβαίνει στα κοριτσάκια.»
Ξεκίνησα λοιπόν με αυτή την ιστορία γιατί είναι η ιστορία της καταπίεσης των ιθαγενών πολιτισμών από τον σύγχρονο πολιτισμό που ζούμε και γνωρίζουμε ―των ιθαγενών δε πολιτισμών όλης της ανθρωπότητας και όχι μονάχα της Χιλής. Ο ανθρώπινος πολιτισμός στο σύνολό του υποφέρει από έναν λανθασμένο ορισμό της ανθρωπότητας που ξεκινά από την καταπίεση της γυναίκας και συνεχίζει ώς την καταστροφή του πλανήτη. Έτσι, εδώ και πενήντα χρόνια, αναζητώ κι ανακαλύπτω ποια είναι η σημασία αυτού του πορφυρού νήματος.
Για την Ντοκουμέντα έξεδωσα ένα καινούργιο βιβλίο που φέρει τον τίτλο “Read thread”, στα αγγλικά, μιας και πρόκειται για τη σημερινή lingua franca και την κατεξοχήν γλώσσα της σημερινής τέχνης. Μάλιστα το βιβλίο το έγραψα εξαρχής στα αγγλικά, παρόλο που είναι μια γλώσσα που μισώ, για τον απλό λόγο ότι αυτή η ιστορία πρέπει να γίνει γνωστή. Αντιθέτως, στη Χιλή δεν υπάρχει ενδιαφέρον για μια Σεσίλια Βικούνια, ενώ ένα βιβλίο της στην ισπανική γλώσσα θα ξεχαστεί απλά σε κάποιο συρτάρι***. Λέω ότι μισώ τα αγγλικά γιατί στα εννιά μου χρόνια φύγαμε ξαφνικά από την εξοχή, όπου ζούσαμε μέσα στα λουλούδια και τα ζώα, και βρεθήκαμε στο Σαντιάγο. Οι γονείς μου, σκεπτόμενοι έξυπνα, με έβαλαν σε ένα σχολείο αγγλικό, αγγλικανικό, όπου όμως τιμωρούσαν τα παιδιά που δεν μιλούσαν αγγλικά αναγκάζοντάς τα να φάνε σαπούνι, αμερικανικό σαπούνι. Πήγαινες να μιλήσεις και γέμιζες αφρούς. Έτσι λοιπόν, η αγγλική γλώσσα ήταν για μένα αρχικά ένα είδος καταπίεσης, ένα είδος βίας, επιβολής. Από την άλλη, οι γονείς μου μού έλεγαν πως αν δεν μάθαινα αγγλικά, δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω πολίτης του κόσμου. Θυμάμαι λοιπόν πολύ έντονα –δεν θα την ξεχάσω ποτέ– τη μέρα που με ανάγκασαν να μάθω ένα τραγουδάκι για νήπια, το εξής: “Twinkle, twinkle, little star/ How I wonder what you are”. Όταν κατάλαβα τι σήμαινε αυτό το «τουίνκλ, τουίνκλ», δηλαδή αυτή τη διακοπτόμενη λάμψη των αστεριών, λάτρεψα αυτή τη γλώσσα. Είπα προηγουμένως ότι μισώ τα αγγλικά, γιατί πρέπει να τα μιλώ συνέχεια και γιατί είναι μια γλώσσα που περιορίζει την ανθρώπινη γνώση: είναι μια γλώσσα άγρια, σχεδόν βίαιη, πρωτόγονη. Επομένως, η σχέση μου με τα αγγλικά είναι μια σχέση τρομερή, μια σχέση αγάπης-μίσους.
Έλεγα λοιπόν ότι έγραψα το βιβλίο στα αγγλικά. Ο τίτλος σημαίνει «Διαβάζοντας το νήμα». Και πώς γεννήθηκε αυτός ο τίτλος; Στην πραγματικότητα με αυτό το βιβλίο ήθελα να διηγηθώ την ιστορία του πορφυρού νήματος. Αν επισκεφτείτε την έκθεση, θα δείτε ότι υπάρχει ένας πίνακας, τον οποίο ζωγράφισα, αν θυμάμαι καλά, το 1972, όπου εμφανίζεται ήδη τότε το πορφυρό νήμα. Το ίδιο ισχύει και για έναν προηγούμενο πίνακα, επίσης της δεκαετίας του ’70, ο οποίος δυστυχώς έχει χαθεί. Στην αρχή λοιπόν ξεκίνησα να ζωγραφίζω την πορφυρή γραμμή, ενώ στη συνέχεια πέρασα στη δημιουργία/οριοθέτηση χώρων, χρησιμοποιώντας μια υπαρκτή κόκκινη γραμμή. Σήμερα, που βρίσκομαι πολύ πιο κοντά στο θάνατό μου απ’ ό,τι στη γέννησή μου, αρχίζω να κατανοώ, με άλλα λόγια να διαβάζω, την ιστορία του κόκκινου νήματος.

Σε αυτό το σημείο λοιπόν σταματώ τα της ιστορίας και τη θέτω στη διάθεσή σας, ώστε να βιώσετε και να νιώσετε οι ίδιοι με μια επίσκεψή σας στη Ντοκουμέντα, στο Κάσσελ, τι βρίσκεται κάτω από ένα γλυπτό από αυτό το υλικό, αλλά με ύψος δέκα μέτρα. Πρόκειται για μια κατασκευή σχεδόν αδύνατη, εξαιτίας του είδους του υλικού που χρησιμοποιώ. Δεν είναι άλλο, από το φυσικό μαλλί ενός ζώου. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του υλικού είναι ότι το μαλλί -τόσο των ανθρώπων, όσο και των ζώων- είναι ταυτόχρονα απόλυτα εύθραυστο και όμως ένα από τα πιο δυνατά υλικά του πλανήτη. Με το γνέσιμό του, δηλαδή την περιστροφή του, τα μόριά του πιέζονται, ενώνονται και έτσι γίνονται πιο δυνατά. Όταν μάλιστα γνέθεις ένα κομμάτι προς τα δεξιά και το άλλο προς τα αριστερά, η αντίθεση αυτή κάνει το νήμα ακόμη πιο ισχυρό. Αυτή ακριβώς είναι και η αρχή που διέπει τους ιθαγενείς πολιτισμούς στη Λατινική Αμερική και ιδίως στις Άνδεις: η συμπληρωματική ένωση των αντιθέτων.
Η συμπληρωματική ένωση των αντιθέτων είναι αυτή που μας επιτρέπει και την ομιλία. Σύμφωνα με τον Σίγκμουντ Φρόυντ, οι λέξεις ενέχουν τον ανταγωνισμό, καθώς υπάρχουν δύο, ανταγωνιστικά μεταξύ τους, σύνθετα μέρη σε κάθε σύνθετη λέξη. Είναι λοιπόν θαυμάσιο το πώς η γλωσσολογική αρχή που διέπει όλες τις γλώσσες του κόσμου βασίζεται σε αυτόν τον εποικοδομητικό ανταγωνισμό που -ως άλλη μηχανή- δίνει στις λέξεις την απαραίτητη δύναμη κι ενέργεια για την κινητοποίηση και τη διακίνησή τους ―και όχι μόνο ως προς τη σημασία τους, αλλά, κατά την άποψή μου, ως προς τη συμπαντική τους δομή.
Δουλεύω λοιπόν με τη συμπαντική δομή του νήματος. Το νήμα για τον πολιτισμό των Άνδεων συνιστά συμπαντικό αέριο, το στοιχείο από το οποίο γεννιούνται οι γαλαξίες, το στοιχείο από το οποίο γεννιέται το νερό. Έτσι, η προέλευση του νερού, της γλώσσας, του τραγουδιού και του ήχου, από την σκοπιά του ιθαγενούς πολιτισμού ολόκληρης της ανθρωπότητας και όχι μονάχα των Άνδεων, σχετίζεται με μία δύναμη: την ίδια δύναμη που κάνει τα ξέχωρα μόρια του νήματος να ενωθούν. Αυτή η δύναμη, με όρους της κβαντικής φυσικής, ονομάζεται ‘γκλούον’. Οι επιστήμονες της κβαντικής φυσικής αναζητούν διακαώς αυτό το ‘γκλούον’. Δεν το έχουν ανακαλύψει ακόμη. Έχουν αναπτύξει θεωρίες γι’ αυτό εδώ και δεκαετίες, αλλά δεν το έχουν ανακαλύψει ακόμη γιατί δεν πρόκειται για ένα μόριο, αλλά για τον τρόπο συσχετισμού των μορίων μεταξύ τους.
Η αναζήτηση της ένωσης, που συνιστά και προέλευση της γλώσσας, είναι η ουσία για παράδειγμα της ποίησης γκουαρανί στη ζούγκλα της Παραγουάης και αλλού. Στη γλώσσα γκουαρανί, η δύναμη αυτή ονομάζεται «η αγάπη που ενώνει». Έτσι, η λέξη, το τραγούδι και η ίδια η ζωή γεννιούνται από αυτή τη δύναμη, «την αγάπη που ενώνει». Παρατηρήσατε ότι την ώρα που το έλεγα αυτό συμμετείχε και ο αέρας; Νιώσατε αυτή την πνοή του ανέμου; Πάει, πέρασε.
Στην ποίηση των ιθαγενών της Αμερικής, όλα τα στοιχεία συμμετέχουν στη σύνθεση. Έτσι δουλεύω κι εγώ, χρησιμοποιώντας τον ίδιο τρόπο σύνθεσης. Ερχόμενη λοιπόν εδώ για να σας συναντήσω, δεν προετοίμασα τίποτα. Έφερα μαζί μου αυτό το πορφυρό νήμα και ήξερα πως εκείνο θα με καθοδηγούσε.»
(Ομιλία της ΣΕΣΙΛΙΑΣ ΒΙΚΟΥΝΙΑ στο Πανεπιστήμιο του Μάιντς, Τμήμα Μετάφρασης στο Γκέρμερσχάιμ, στις 07.06.2017. Υπεύθυνη σεμιναρίου: Λιλιάνα Μπισάμα)




ΣτΜ:

*Το ‘κίπου’ είναι μια κατασκευή από νήματα, χαρακτηριστική του πολιτισμού των Άνδεων, η οποία μπορεί να έχει ποικιλία περιεχομένων και παρουσιάζει διαφορετικούς βαθμούς συνθετότητας. Ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας του, επιτρέπει ή όχι την αποκρυπτογράφησή του. Πρόκειται για ολόκληρο σύστημα/κώδικα από κόμπους, στους οποίους δίνεται διαφορετικό σχήμα, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα είδος ημερολογίου, καταλόγου, ευρετηρίου κλπ. Ενώ είχε κυρίως χρηστική αξία, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η εικαστική του σημασία. Το γεγονός ότι η Βικούνια χρησιμοποιεί (και για την Ντοκουμέντα) αυτό το χαρακτηριστικό μέσο του πολιτισμού των Άνδεων, συνιστά ένα ακόμη στοιχείο που ενώνει το έργο της με την λατινοαμερικανική παράδοση, δίνοντάς του τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του.

**Δεν είναι καθόλου τυχαίο –και πολύ λιγότερο αθώο– ότι στα ελληνικά αποδίδουμε την έναρξη του έμμηνου κύκλου με το ρήμα «αδιαθέτησα» ή το ουσιαστικό «αδιαθεσία». Γυναίκες όμως με περίοδο μπορούν να είναι κάλιστα ευδιάθετες. Take my word for it!

***Η Βικούνια μίλησε στους φοιτητές και για τη λογοκρισία που υπέστησαν τα έργα της στη Χιλή, πριν καν εκδοθούν, κατά τη δικτατορία του Πινοτσέτ και αργότερα. Επιπλέον, καυτηρίασε το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα γυναίκες συγγραφείς (και δη εκείνες με ιθαγενή προέλευση) απορρίπτονται από τους εκδοτικούς κι αποκλείονται από τις προθήκες των εκεί βιβλιοπωλείων. Σε ερώτηση που της έγινε να συγκρίνει την πρόσληψη του έργου της στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη, απάντησε ότι η σύγκριση είναι αδύνατη: «Δεν μπορώ να συγκρίνω την πρόσληψη, γιατί στη Λατινική Αμερική πρόσληψη δεν υφίσταται»! 


************

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέο Πλανόδιον"