"Αγρίμια κι αγριμάκια μου"
της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ
«Σαν τον Λύκο να διψάω πάντα το αίμα/ κι απ’ τα στήθη σου που γδέρνω να το πίνω»: Οι δύο πρώτοι στίχοι της πιο πρόσφατης ποιητικής συλλογής του Βολκώφ δεν αφορούν μόνο τον έρωτα απέναντι σε ένα ποιητικό Εσύ. Στην πραγματικότητα συνιστούν επίκληση στην ίδια την Ποίηση και τη Ζωή, μια επίκληση γεμάτη πάθος και άσβεστη δίψα, στοιχεία που χαρακτηρίζουν ολόκληρη τη συλλογή.
Μετά την απολαυστικά κωμική και καυστική, αλλά και μαστορικά δουλεμένη συλλογή σονέτων με τις ιστορίες του Pietro Aretino εν έτει 2013, την οποία η κριτική επιδεικτικά αγνόησε, ο Βολκώφ ανακτά το οικείο του ποιητικό πρόσωπο, σοβαρό και στιβαρό, για να γράψει για τον Έρωτα: έναν έρωτα πιστό ή άπιστο, σταθερό ή πρόσκαιρο, πάντως έναν έρωτα σαρκικό, λάγνο και ακόρεστο. Εξού και ο τίτλος της συλλογής, δοσμένος στα λατινικά κατά την προσφιλή συνήθεια του ποιητή. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Η Σάρκα τον εαυτό της ιστορεί ―/ πώς δέρνεστε και γδέρνεστε απ’ τον πόθο» ή αλλού «Αυτή που υποτάσσεται προστάζει,/ της λείας λεία αυτός που κυνηγά. (…)/ το σώμα το αντρίκειο πώς σπαράζει/ και της γυναίκας το κορμί πώς σπαρταρά…».
Ποιητικές συλλογές με θέμα τον έρωτα υπάρχουν πάμπολλες ―πώς αλλιώς, αφού ένα πολύ μεγάλο μέρος της ποίησης μιλά για τον έρωτα και το θάνατο, τα δύο βασικά θέματα που προβληματίζουν τον άνθρωπο. Ούτε και η πρώτη φορά είναι που ο ίδιος ο Βολκώφ καταπιάνεται με το θέμα αυτό, το οποίο ο αναγνώστης του εντοπίζει τόσο στα πρωτόλεια Τραγούδια της ψυχής και της κόρης, όσο και στη μεταγενέστερη Missa Brevis. Επαναλαμβάνεται, λοιπόν, και κοινοτοπεί ο ποιητής; Κάθε άλλο. Ένα στοιχείο που ξεχωρίζει αυτή τη συλλογή από άλλες, είναι η αρρενωπότητά της, ή αλλιώς, το γεγονός ότι περιλαμβάνει μια ποίηση ‘αρσενική’. Τόσο καιρό ακούμε για ‘γυναικεία ποίηση’, έναν όρο που χρησιμοποιείται υποτιμητικά, μην κατορθώνοντας να ορίσει το προφανές: τον διαφορετικό –ούτε ανώτερο ούτε όμως κατώτερο– τρόπο έκφρασης που εκπηγάζει από τον διαφορετικό τρόπο βίωσης της πραγματικότητας, λόγω των συγκεκριμένων βιολογικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών κάθε φύλου. Λέμε, λοιπόν, ότι η ποίηση του Βολκώφ στο Sexus είναι ‘αρσενική’, με την έννοια ότι είναι διαποτισμένη από ένα χαρακτηριστικό καθαρά ανδρικό, παρόλο που σήμερα κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι διαμαρτύρονται ότι έχει ατονήσει ή αναληφθεί έως και αυτό από τη γυναίκα. Το χαρακτηριστικό αυτό δεν είναι άλλο από τον άνδρα-κυνηγό, τον άνδρα-αρχηγό της αγέλης, κατ’ επέκταση ισχυρό και επικρατές αρσενικό, και άρα το αρσενικό με το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής και διαιώνησης του είδους. Ο Βολκώφ γράφει για τον άντρα με τους όρους –βιολογικούς και κοινωνικούς– άλλων θηλαστικών που βρίσκονται ψηλά στην τροφική αλυσίδα, όπως το λιοντάρι ή ο λύκος. Γι’ αυτό, ούτε και η επιλογή του συγκεκριμένου ζώου-alter ego του ποιητή στο πρώτο ποίημα της συλλογής –όπως και σε άλλα– είναι τυχαία. Ομοίως, οι στίχοι «σας έχω όλες με τον τρόπο μου αγαπήσει» ή «ο καθένας θέλει (…) όλες τις θηλυκές να κοιμηθεί» παραπέμπουν στις αγέλες των λιονταριών όπου το επικρατές αρσενικό λιοντάρι έχει το δικαίωμα γονιμοποίησης όλων των θηλυκών.
Ένα δεύτερο στοιχείο που διακρίνει τη συγκεκριμένη συλλογή από άλλες του είδους και ενυπάρχει ως αντίποδας του ζωικού ενστίκτου που επισημάναμε, είναι η πίστη σε μια δύναμη ανώτερη. Αυτή η δύναμη δηλώνεται στις σελίδες του βιβλίου άλλοτε άμεσα κι άλλοτε έμμεσα, εκφράζοντας τις έντονες υπαρξιακές ανησυχίες του ποιητή. Ήδη στο τέταρτο ποίημα της συλλογής καταλήγει: «Απόψε ο Θεός είναι στα φύλλα». Για το άλμα ώς το «φύλο» με ένα «λ», η προσπάθεια που καλείται να καταβάλει ο αναγνώστης είναι αμελητέα. Έτσι, Θεός ονομάζεται συχνότατα και ο ίδιος ο φτερωτός θεός: «Αδέρφια μου στον Έρωτα, θα σας τ’ ομολογήσω/ αδέρφια μου, στον Έναν μας Θεό θα τ’ ορκιστώ». Πολύ παρακάτω μάλιστα, το ομολογεί ευθέως: «Έτσι θρησκεύομαι –ένορχος, καβάλα» ή «Στο σώμα σου, κτιστέ ναέ ναών, ποιος Άγγελος φιλά ποιον Σατανά και στων κτηνών που σμίγουν το Ωσαννά (…)/ ποιος φίλερως εκμαίνεται Θεός…».
Η προσέγγιση του έρωτα από τον Βολκώφ είναι ρεαλιστική, σχεδόν κατά το αρχαιοελληνικό πρότυπο, εξού και οι σχετικές νότες στους τίτλους «Εκτόρειος ίππος», «Αχιλλέας και Πάτροκλος» κλπ. Εδώ όμως δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στη ρεαλιστική περιγραφή ερωτικών σκηνών, αλλά και στη ρεαλιστική –και κωμικά δοσμένη– αποτύπωση της κοινωνίας του 2015 στο τιτλοφορούμενο ποίημα «Γυναίκες άλλων»: «Θεέ μου, όχι πάλι αυτό» (…) «να κλέβεις έχεις κουραστεί γυναίκες άλλων». Ο ποιητής δεν αρκείται όμως σε ένα ποίημα, αντιθέτως προσθέτει εν είδει επιμέτρου χωριστή ενότητα με τίτλο «Τα μοιχικά», αποτελούμενη από δώδεκα σονέτα, δύο εκ των οποίων λειτουργούν ως πρόλογος και επίλογος της ενότητας και εμφανίζουν ίδια ανάπτυξη.
Ο στίχος στο Sexus πληροί τις προϋποθέσεις που ο ίδιος ο ποιητής έχει θέσει για την ποίησή του και οι οποίες είναι εμφανείς σε όλες του τις συλλογές. Πρόκειται για στίχο με ένταση και πάθος, με ένα ρωμαλέο σφρίγος που τον διαπερνά είτε περιγράφει την καταστροφή του κόσμου και τη δημιουργία του εξ αρχής (στο Γιουβενάλη) είτε αποδίδει την ηδονή και την πλήρωση της ερωτικής στιγμής (εδώ). Απαραγνώριστο στοιχείο του στίχου αυτού είναι το γεγονός ότι υπακούει στις φόρμες και τα μέτρα που υπαγορεύουν η παράδοση και οι χιλιετίες της λυρικής ποίησης: πάντα στίχος έμμετρος, σχεδόν πάντα ομοιοκατάληκτος, δομημένος συχνότατα σε σονέτα και παραλλαγές τους, αλλά και σε μπαλάντες και πλήθος άλλων μορφών. Τι λέει γι’ αυτό ο ποιητής στον αναγνώστη; «Κι αν θέλεις λόγια που ηχούν σαν πιο μοντέρνα/ πιο σύμφωνα με τους ρυθμούς της εποχής/ στην παραδίπλα σύρε την ταβέρνα/ όμως εδώ καθόλου μη σταθείς». Αφενός ο εκφραστικός Τρόπος, αφετέρου η ειλικρίνεια και η σοβαρότητα με τις οποίες ο Βολκώφ αντιμετωπίζει την ποίηση και το γεγονός της γραφής, μας παραπέμπουν στον Παλαμά. Για τη γέφυρα με το σήμερα φροντίζει εν προκειμένω η θεματολογία του, η οποία μπορεί μεν να είναι διαχρονική, αλλά στον τρόπο έκφρασής της και το εύρος που υπονοεί, συνιστά καθρέφτη της σημερινής πραγματικότητας. Εξάλλου δεν θα μπορούσε να είναι χαρακτηριστικότερη η ύπαρξη των «Μοιχικών».
Με την πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή του, ο Βολκώφ, αυτός ο κοσμοκαλόγερος που προτιμά την απομόνωση του γραφείου από τα λογοτεχνικά σαλόνια, αποδεικνύει έμπρακτα ότι συνιστά εξαιρετική περίπτωση και σε ένα άλλο επίπεδο, το πλέον ουσιώδες: είναι φορέας μιας ποίησης συνεπούς και ενιαίας και, προπάντων, είναι φορέας Ποίησης.
Αθήνα, 15 Ιουνίου 2015
“SEXUS”
του Θεοδόση Βολκώφ
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
2015
του Θεοδόση Βολκώφ
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
2015
«Σαν τον Λύκο να διψάω πάντα το αίμα/ κι απ’ τα στήθη σου που γδέρνω να το πίνω»: Οι δύο πρώτοι στίχοι της πιο πρόσφατης ποιητικής συλλογής του Βολκώφ δεν αφορούν μόνο τον έρωτα απέναντι σε ένα ποιητικό Εσύ. Στην πραγματικότητα συνιστούν επίκληση στην ίδια την Ποίηση και τη Ζωή, μια επίκληση γεμάτη πάθος και άσβεστη δίψα, στοιχεία που χαρακτηρίζουν ολόκληρη τη συλλογή.
Μετά την απολαυστικά κωμική και καυστική, αλλά και μαστορικά δουλεμένη συλλογή σονέτων με τις ιστορίες του Pietro Aretino εν έτει 2013, την οποία η κριτική επιδεικτικά αγνόησε, ο Βολκώφ ανακτά το οικείο του ποιητικό πρόσωπο, σοβαρό και στιβαρό, για να γράψει για τον Έρωτα: έναν έρωτα πιστό ή άπιστο, σταθερό ή πρόσκαιρο, πάντως έναν έρωτα σαρκικό, λάγνο και ακόρεστο. Εξού και ο τίτλος της συλλογής, δοσμένος στα λατινικά κατά την προσφιλή συνήθεια του ποιητή. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Η Σάρκα τον εαυτό της ιστορεί ―/ πώς δέρνεστε και γδέρνεστε απ’ τον πόθο» ή αλλού «Αυτή που υποτάσσεται προστάζει,/ της λείας λεία αυτός που κυνηγά. (…)/ το σώμα το αντρίκειο πώς σπαράζει/ και της γυναίκας το κορμί πώς σπαρταρά…».
Ποιητικές συλλογές με θέμα τον έρωτα υπάρχουν πάμπολλες ―πώς αλλιώς, αφού ένα πολύ μεγάλο μέρος της ποίησης μιλά για τον έρωτα και το θάνατο, τα δύο βασικά θέματα που προβληματίζουν τον άνθρωπο. Ούτε και η πρώτη φορά είναι που ο ίδιος ο Βολκώφ καταπιάνεται με το θέμα αυτό, το οποίο ο αναγνώστης του εντοπίζει τόσο στα πρωτόλεια Τραγούδια της ψυχής και της κόρης, όσο και στη μεταγενέστερη Missa Brevis. Επαναλαμβάνεται, λοιπόν, και κοινοτοπεί ο ποιητής; Κάθε άλλο. Ένα στοιχείο που ξεχωρίζει αυτή τη συλλογή από άλλες, είναι η αρρενωπότητά της, ή αλλιώς, το γεγονός ότι περιλαμβάνει μια ποίηση ‘αρσενική’. Τόσο καιρό ακούμε για ‘γυναικεία ποίηση’, έναν όρο που χρησιμοποιείται υποτιμητικά, μην κατορθώνοντας να ορίσει το προφανές: τον διαφορετικό –ούτε ανώτερο ούτε όμως κατώτερο– τρόπο έκφρασης που εκπηγάζει από τον διαφορετικό τρόπο βίωσης της πραγματικότητας, λόγω των συγκεκριμένων βιολογικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών κάθε φύλου. Λέμε, λοιπόν, ότι η ποίηση του Βολκώφ στο Sexus είναι ‘αρσενική’, με την έννοια ότι είναι διαποτισμένη από ένα χαρακτηριστικό καθαρά ανδρικό, παρόλο που σήμερα κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι διαμαρτύρονται ότι έχει ατονήσει ή αναληφθεί έως και αυτό από τη γυναίκα. Το χαρακτηριστικό αυτό δεν είναι άλλο από τον άνδρα-κυνηγό, τον άνδρα-αρχηγό της αγέλης, κατ’ επέκταση ισχυρό και επικρατές αρσενικό, και άρα το αρσενικό με το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής και διαιώνησης του είδους. Ο Βολκώφ γράφει για τον άντρα με τους όρους –βιολογικούς και κοινωνικούς– άλλων θηλαστικών που βρίσκονται ψηλά στην τροφική αλυσίδα, όπως το λιοντάρι ή ο λύκος. Γι’ αυτό, ούτε και η επιλογή του συγκεκριμένου ζώου-alter ego του ποιητή στο πρώτο ποίημα της συλλογής –όπως και σε άλλα– είναι τυχαία. Ομοίως, οι στίχοι «σας έχω όλες με τον τρόπο μου αγαπήσει» ή «ο καθένας θέλει (…) όλες τις θηλυκές να κοιμηθεί» παραπέμπουν στις αγέλες των λιονταριών όπου το επικρατές αρσενικό λιοντάρι έχει το δικαίωμα γονιμοποίησης όλων των θηλυκών.
Ένα δεύτερο στοιχείο που διακρίνει τη συγκεκριμένη συλλογή από άλλες του είδους και ενυπάρχει ως αντίποδας του ζωικού ενστίκτου που επισημάναμε, είναι η πίστη σε μια δύναμη ανώτερη. Αυτή η δύναμη δηλώνεται στις σελίδες του βιβλίου άλλοτε άμεσα κι άλλοτε έμμεσα, εκφράζοντας τις έντονες υπαρξιακές ανησυχίες του ποιητή. Ήδη στο τέταρτο ποίημα της συλλογής καταλήγει: «Απόψε ο Θεός είναι στα φύλλα». Για το άλμα ώς το «φύλο» με ένα «λ», η προσπάθεια που καλείται να καταβάλει ο αναγνώστης είναι αμελητέα. Έτσι, Θεός ονομάζεται συχνότατα και ο ίδιος ο φτερωτός θεός: «Αδέρφια μου στον Έρωτα, θα σας τ’ ομολογήσω/ αδέρφια μου, στον Έναν μας Θεό θα τ’ ορκιστώ». Πολύ παρακάτω μάλιστα, το ομολογεί ευθέως: «Έτσι θρησκεύομαι –ένορχος, καβάλα» ή «Στο σώμα σου, κτιστέ ναέ ναών, ποιος Άγγελος φιλά ποιον Σατανά και στων κτηνών που σμίγουν το Ωσαννά (…)/ ποιος φίλερως εκμαίνεται Θεός…».
Η προσέγγιση του έρωτα από τον Βολκώφ είναι ρεαλιστική, σχεδόν κατά το αρχαιοελληνικό πρότυπο, εξού και οι σχετικές νότες στους τίτλους «Εκτόρειος ίππος», «Αχιλλέας και Πάτροκλος» κλπ. Εδώ όμως δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στη ρεαλιστική περιγραφή ερωτικών σκηνών, αλλά και στη ρεαλιστική –και κωμικά δοσμένη– αποτύπωση της κοινωνίας του 2015 στο τιτλοφορούμενο ποίημα «Γυναίκες άλλων»: «Θεέ μου, όχι πάλι αυτό» (…) «να κλέβεις έχεις κουραστεί γυναίκες άλλων». Ο ποιητής δεν αρκείται όμως σε ένα ποίημα, αντιθέτως προσθέτει εν είδει επιμέτρου χωριστή ενότητα με τίτλο «Τα μοιχικά», αποτελούμενη από δώδεκα σονέτα, δύο εκ των οποίων λειτουργούν ως πρόλογος και επίλογος της ενότητας και εμφανίζουν ίδια ανάπτυξη.
Ο στίχος στο Sexus πληροί τις προϋποθέσεις που ο ίδιος ο ποιητής έχει θέσει για την ποίησή του και οι οποίες είναι εμφανείς σε όλες του τις συλλογές. Πρόκειται για στίχο με ένταση και πάθος, με ένα ρωμαλέο σφρίγος που τον διαπερνά είτε περιγράφει την καταστροφή του κόσμου και τη δημιουργία του εξ αρχής (στο Γιουβενάλη) είτε αποδίδει την ηδονή και την πλήρωση της ερωτικής στιγμής (εδώ). Απαραγνώριστο στοιχείο του στίχου αυτού είναι το γεγονός ότι υπακούει στις φόρμες και τα μέτρα που υπαγορεύουν η παράδοση και οι χιλιετίες της λυρικής ποίησης: πάντα στίχος έμμετρος, σχεδόν πάντα ομοιοκατάληκτος, δομημένος συχνότατα σε σονέτα και παραλλαγές τους, αλλά και σε μπαλάντες και πλήθος άλλων μορφών. Τι λέει γι’ αυτό ο ποιητής στον αναγνώστη; «Κι αν θέλεις λόγια που ηχούν σαν πιο μοντέρνα/ πιο σύμφωνα με τους ρυθμούς της εποχής/ στην παραδίπλα σύρε την ταβέρνα/ όμως εδώ καθόλου μη σταθείς». Αφενός ο εκφραστικός Τρόπος, αφετέρου η ειλικρίνεια και η σοβαρότητα με τις οποίες ο Βολκώφ αντιμετωπίζει την ποίηση και το γεγονός της γραφής, μας παραπέμπουν στον Παλαμά. Για τη γέφυρα με το σήμερα φροντίζει εν προκειμένω η θεματολογία του, η οποία μπορεί μεν να είναι διαχρονική, αλλά στον τρόπο έκφρασής της και το εύρος που υπονοεί, συνιστά καθρέφτη της σημερινής πραγματικότητας. Εξάλλου δεν θα μπορούσε να είναι χαρακτηριστικότερη η ύπαρξη των «Μοιχικών».
Με την πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή του, ο Βολκώφ, αυτός ο κοσμοκαλόγερος που προτιμά την απομόνωση του γραφείου από τα λογοτεχνικά σαλόνια, αποδεικνύει έμπρακτα ότι συνιστά εξαιρετική περίπτωση και σε ένα άλλο επίπεδο, το πλέον ουσιώδες: είναι φορέας μιας ποίησης συνεπούς και ενιαίας και, προπάντων, είναι φορέας Ποίησης.
Αθήνα, 15 Ιουνίου 2015
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέο Πλανόδιο" (http://neoplanodion.gr/2015/06/16/%CE%B1%CE%B3%CF%81%CE%AF%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CE%B9-%CE%B1%CE%B3%CF%81%CE%B9%CE%BC%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%BF%CF%85/)
*****************************************
Σαν άλλοι οιωνοσκόποι
Νίνα Μενδρινού
Κοχύλια από χρόνο
Κέδρος, 2014
Κοχύλια από χρόνο
Κέδρος, 2014
«Πικρές ημέρες,/
αφέγγαρες νύχτες,/ πώς να σταθείς/ σ’ αυτές,/ φωνή/ πώς να κρατήσεις;» Η
Νίνα Μενδρινού εισακούει την απάντηση και προτροπή του Χρόνου στο
εναγώνιο αυτό ερώτημά της, κατορθώνοντας όντως να μετατρέψει αυτές τις
ημέρες και νύχτες σε παρελθόν, στα μαγικά της κοχύλια από χρόνο, και να
επιφυλάξει για τον εαυτό της τύχη υποσχόμενης διάρκειας.
Τα Κοχύλια από χρόνο
δεν είναι άλλο, από αυτό που δηλώνουν. Αναμνηστικά δηλαδή ενθύμια από
τα καλοκαίρια και τους χειμώνες της ζωής, κοχύλια που αποκτούν τη μορφή
εικόνων, προσώπων, εποχών και φωνών. Πρόκειται δε για κοχύλια που αφενός
συλλέγονται από το ταξίδι μες στο χρόνο, αφετέρου σωματοποιούν τον ίδιο
το Χρόνο ως έννοια και δύναμη. Ακόμη, αφορούν ένα χρόνο όχι μόνο
πραγματικό, αλλά και ονειρικά διεσταλμένο. Το αξιοπρόσεχτο στη συλλογή
είναι ότι το ταξίδι μες στο χρόνο πραγματοποιείται αμφίδρομα,
περιλαμβάνοντας όχι μόνο το βιωμένο παρελθόν της νεαρής ποιήτριας, αλλά
και μια –ηλικιακά τουλάχιστον– μη βιωμένη ωριμότητα, σε αντίθεση με την
εκφραστική της ωριμότητα όπως θα φανεί παρακάτω. Έτσι, πλάι στα θερινά
σινεμά με το φλερτ και τις εμπιστευτικές συζητήσεις με τη φίλη της
εικοσάχρονης, με έκπληξη συναντούμε τα ρυτιδωμένα και κηλιδωμένα χέρια
μιας ηλικιωμένης στο ποίημα –σε πρώτο πρόσωπο– «Γεράματα», τις
αναμνήσεις μιας γυναίκας «Κλείνοντας τα εβδομήντα» ή τις σκέψεις
–αποτυπωμένες με θαυμαστό ρεαλισμό– μιας γυναίκας με άνοια. Κυρίαρχος σε
ολόκληρη τη συλλογή είναι ο ρόλος της φύσης, μέσω της οποίας δηλώνεται η
εναλλαγή των εποχών του έτους και των περιόδων της ζωής της γράφουσας:
«Το τριζόνι,/ αιώνιος/ ραψωδός/ της νύχτας,/ ανέλπιδος/ εραστής/ των
άστρων», αλλά και «Για χάρη σου/ (…) μέσα στη χειμωνιά/ θα ανθίσω/ και
ας με κάψουν/ του Μάρτη/ τα ανοιξιάτικα/ χιόνια». Πίσω βέβαια από όλα
αυτά, οικογενειακές αναμνήσεις, στιγμιαίες ατομικές μνήμες, χωρισμούς
και αποχωρισμούς, αντικρίζουμε το βάρος της οντότητας, την ανθρώπινη
ύπαρξη με τα απαραγνώριστα χαρακτηριστικά της: «Μη γελιέσαι,/ δεν
υπάρχουν/ φυσιολογικές ζωές,/ μετρημένες λύπες/ υπάρχουν μόνο/ και
μυστικά/ του ενός…» ή αλλού «παράξενα αινίγματα/ οι ψυχές,/ ζαριές
απρόβλεπτες/ οι άνθρωποι». Κατά συνέπεια, δεν γίνεται αλλιώς, παρά να
ασκηθεί κριτική απέναντι σε μια κοινωνία και μια εποχή, όπως αυτές έχουν
διαμορφωθεί σήμερα από υπάρξεις αδύναμες: «…θα συγχωρέσει ίσως κάποτε/ ο
Θεός, μα/ ‘οι τοίχοι έχουν αυτιά,/ ο κόσμος μάτια και βλέπει’» ή
«Ευκολίες/ και παραδοξότητες/ μιας αμήχανης εποχής/ είχαμε φίλους
πολλούς/ να πάμε μαζί/ για έναν καφέ,/ μα/ ούτε έναν/ μαζί να
ξεδιψάσουμε/ νερό…»
Η συλλογή της
Μενδρινού διαθέτει ποιητική ουσία. Αναφέραμε ήδη την εκφραστική της
ωριμότητα, μια ωριμότητα θαυμαστή τόσο για το νεαρόν της ηλικίας της,
όσο –κυρίως!– και για το ίδιο το γεγονός μιας δεύτερης μόλις ποιητικής
συλλογής. Η Μενδρινού έχει στίχο λυρικό μες στην ελευθερία του: «Μια
συλλαβή/ από το όνομά μου/ είναι ό,τι από εσένα/ μου απόμεινε» ή «χρόνια
μου αλλοτινά,/ μη μου φανερωθείτε,/ καλά κρυφτείτε,/ μη σας βρω/ και
καώ» ή ακόμη «ήμουν/ άνεμος/ θαλασσινός,/ ψυχή/ εξόριστη/ ναυτικού/ που
δε γνώρισε/ αγκάλη,/ που ασκήτεψε/ στου Ονείρου/ την Ιθάκη». Άλλοτε πάλι
γίνεται στίχος έντονα στοχαστικός, προσφέροντας αυτό με το οποίο ο
ελεύθερος στίχος δικαιώνεται ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο:
σκέψεις και ιδέες. «Πάντα δίνει/ μια δεύτερη ευκαιρία/ η ζωή,/ ποτέ
όμως/ ο χρόνος,/ ποτέ/ η μνήμη» ή το ασύγκριτο: «Έτσι είναι, άλλωστε,/ η
φύση/ η ανθρώπινη:/ Και στις πιο αιώνιες/ αξίες της,/ θνητή.» Πέρα,
λοιπόν, από την εκφραστική ωριμότητα και τις ιδέες, η ποίηση της
Μενδρινού διαθέτει έντονη δραματικότητα που προκαλεί ειλικρινή και
βαθειά συγκίνηση, αλλά και μια αφηγηματικότητα, όπως αυτή θα έπρεπε
πάντα να υπάρχει στην ποίηση, προκειμένου να καθίσταται το εκάστοτε
ποίημα κάτι το απτό που συνδιαλέγεται με τον αναγνώστη.
Για τα πολυάριθμα Κοχύλια από χρόνο
θα θέλαμε ενδεχομένως και μια εσωτερική δομή σε ενότητες ή απαλοιφή
ορισμένων (λίγων), προς το τέλος του βιβλίου, τα οποία διαφοροποιούνται
από το υπόλοιπο σώμα, υφολογικά και όχι μόνον. Αυτό που σίγουρα θα
έχρηζε απαλοιφής είναι τα τόσα αποσιωποιητικά που δασκαλεύουν τον
αναγνώστη προσπαθώντας να δημιουργήσουν ένα κλίμα που από μόνοι τους οι
στίχοι δημιουργούν. Στα «Κοχύλια» μπορεί να απουσιάζουν οι εξωτερικοί
τύποι, υπάρχει όμως ουσία.
Σε αντίθεση με πολλές
περιπτώσεις στο σημερινό λογοτεχνικό και ευρύτερο κόσμο, η ποίηση της
Μενδρινού δεν υποκρίνεται κάτι άλλο από αυτό που είναι, ούτε
προσποιείται γνώση του παντός και συναναστροφή με το Υψηλό και τα θεία.
Αραδιάζει τα κοχύλια της, σαν αυτά που ο καθένας μας μαζεύει στις
παραλίες της ζωής, και απλώνει το χέρι στον αναγνώστη, –σαν άλλοι
οιωνοσκόποι– μαζί να τα “διαβάσουνε” και να ιαθούν.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=5315)
___________________________________
Οι Στιγμές του Στυλιανού Αλεξίου...
Οι Στιγμές του Στυλιανού Αλεξίου
Τι να είναι
αυτό που παρακινεί έναν σοφό των γραμμάτων να εκδώσει για πρώτη φορά εν έτει
2012 ποίηση γραμμένη την εξηντακονταετία 1939-1999, καταθέτοντας έτσι το δικό του
ποιητικό καταστάλαγμα, τιτλοφορούμενο ως «Στίχοι επιστροφής»; Μήπως η ανάγκη απότισης
φόρου τιμής και σε αυτό το είδος του
λόγου ή μήπως ο σεβασμός και η ευσυνειδησία που χαρακτηρίζει τον ακούραστο
θεράποντα της ελληνικής γλώσσας, απέναντι σ’ αυτήν την ίδια, αλλά και στις
προσωπικές του εργασίες επ’ αυτής; Ο λόγος, για τον Στυλιανό Αλεξίου που με το
δικό του πρώτα παράδειγμα καταδεικνύει πως στην ποίηση βιασύνη δεν χωρά, ούτε
(θα ’πρεπε να) επιτρέπεται.
Ο τίτλος της πρώτης αυτής ποιητικής συλλογής του Αλεξίου δεν αναφέρεται μονάχα στην επιστροφή σ’ εκείνα τα χρόνια, από το 1939 ως το 1999, όπως ίσως κάποιος να υπέθετε. Μάλιστα, φροντίζει ο ίδιος στη σύντομη εισαγωγή της να ορίσει τον προορισμό του ανάπλωρου αυτού ταξιδιού. Πρόκειται για την κατάθεση της προσωπικής του άποψης (που ωστόσο εκφράζει μια γενικότερη), μέσα από κρίση και κριτική, έμμεση και άμεση, στα κρατούντα ρεύματα και τις τάσεις της ελληνικής ποίησης των τελευταίων δεκαετιών. Ο Αλεξίου μιλά για μια διττή επιστροφή: την «επιστροφή στο συγκεκριμένο, στο βίωμα», κι αυτήν «στην οργανωμένη μορφή του λόγου». Κι εδώ πάλι, έρχεται με διατυπώσεις ξεκάθαρες κι ασυμβίβαστες, αφενός να προσδιορίσει το νοούμενο ως «οργανωμένη μορφή του λόγου», αφετέρου ν’ αποφανθεί πως «φαίνεται αμφίβολο αν ο λεγόμενος ‘ελεύθερος στίχος’ θα εξακολουθήσει να προσφέρει κάτι στο μέλλον». Αντιθέτως, τον κατηγορεί πως «οδήγησε στην πλήρη αδυναμία παραγωγής ρυθμικού κι ευφωνικού λόγου» και συνεχίζει πως με την κατάργηση «συγχρόνως της ποιητικής έκφρασης και του ποιητικού περιεχομένου, εξαφανίστηκαν τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τους ποιητές». Δε διστάζει ακόμη να δηλώσει πως «νεοϋπερρεαλισμός, μοντέρνα ποίηση, ελεύθερος στίχος έχουν καταλήξει σήμερα να είναι ‘μανιέρα’» και πως «με τη σειρά τους, έχουν ξεπεραστεί». Με βλέμμα οξύ κι ανάλογη γλώσσα διακυρήττει ό,τι όλοι όσοι ασχολούνται με τα παιχνίδια της Κλειώς παρατηρούν και διαπιστώνουν: «Η ποίηση δεν έχει πια κοινωνική λειτουργία, δεν απευθύνεται σε κανέναν. Είναι προσωπική υπόθεση και ασχολία του κλεισμένου στο γραφείο ατόμου.» Αυτό μας προτρέπει να σκεφτούμε πως δεν αποκλείεται αυτός να είναι εν τέλει ο λόγος της τωρινής παρουσίασης της συλλογής και των ποιητικών πεπραγμένων του Αλεξίου: μια ηχηρή διαφωνία, αντίθεση κι αντίσταση απέναντι σε μια κακώς παγιωμένη πρακτική στην ποίηση.
Αληθεύει πως, τόσο λόγω του περιεχομένου, όσο και του τόνου με τον οποίο αυτό εκφέρεται, η εισαγωγή του Αλεξίου θα μπορούσε κάλιστα ν’ αποτελεί μανιφέστο και γνώμονα της ανθολογίας "Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό", με την ελπίδα πως το εκτόπισμα του μεγάλου αυτού θεωρητικού και πρακτικού της γλώσσας θα μπορούσε, αν όχι να πείσει, τουλάχιστον να συγκινήσει και τους πιο πεισμωμένους αμφισβητίες της επιστροφής στο «παμπάλαιο νερό». Δεν είναι αυτός, ωστόσο, ο λόγος της ενασχόλησής μας με τους «Στίχους επιστροφής». Πέραν του ότι είναι γραμμένοι από το συγκεκριμένο χέρι, κι αυτό τους καθιστά εκδοτικό γεγονός της χρονιάς από μόνο του, είναι είτε οι προσδοκίες για την ανεύρεση πολύτιμων πετραδιών, είτε η πιστή (παρ)ακολούθηση του Αλεξίου στον δημιουργικό του δρόμο, είτε έστω ένα αίσθημα καλοπροαίρετης περιέργειας και φιλομάθειας, είτε ακόμη κι όλ’ αυτά μαζί, που οδηγούν το σημερινό αναγνώστη γενικά και τον αναγνώστη της ποίησης ειδικότερα να πάρει στα χέρια του και να κοινωνήσει της εν λόγω συλλογής.
Ο Αλεξίου (γι’ ακόμη μια φορά) παραμένει συνεπής ως προς αμφότερα ζητούμενα της Επιστροφής του: τόσο ως προς τον κανόνα της «οργανωμένης μορφής του λόγου», όσο και ως προς αυτόν των βιωμάτων. Το πρώτο γίνεται πράξη στην ποίησή του, ωστόσο δεν ακολουθείται δουλικά. Έτσι, η ποίηση αυτή δεν μπορεί ν’ αποτελέσει απόδειξη αισθητικών προκαταλήψεων, ούτε όπλο στα χέρια όσων θεωρούν την έμμετρη λυρική ποίηση είδος άκαμπτο, πομπώδες και νεκρό. Ο Αλεξίου γράφει ελεύθερα κι όμως έμμετρα, συχνά δε ομοιοκατάληκτα, εισηγούμενος τον τρόπο που η «αυστηρή» ποίηση μπορεί να είναι και ζωντανή και σύγχρονη. Μια φωνή, και μάλιστα δυνατή, αρθρώνει απόψεις που έπρεπε ν’ ακουστούν, και το πράττει με συνέπεια, δίνοντας η ίδια το παράδειγμα.
Όσο για τα βιώματα, η συλλογή ολόκληρη αποτυπώνει ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο και το χώρο. Θέση τίτλου στο πρώτο ποίημά της κατέχει η χρονολογία «1940», ενώ στο τελευταίο, η γεφύρωση «1939-1999». Ως προς το χώρο, ο αναγνώστης ακολουθεί κατά πόδας τον ποιητή σε Ελλάδα κι εξωτερικό, από το Κράσι ως το Κάστρο της Κρήτης, από τους Θολωτούς τάφους Λέντα ως την Τραπεζόντα της Σητείας, από τη Βασιλίσσης Σοφίας ως τη Βουλιαγμένη, από το Λουξεμβούργο ως το Παρίσι κι απ’ το Μιλάνο ως την Τίβολη και τη Σικελία. Ένα ταξίδι, ίδιο το ταξίδι της έως τώρα ζωής του ποιητή, που πέρα από ημερομηνίες και τοπωνύμια είναι γεμάτο πρόσωπα, ονόματα, και... στιγμές.
Ο Αλεξίου γνωρίζει κι αναγνωρίζει τη σημασία της στιγμής και την αποτυπώνει στη συλλογή του. Η αρχή γίνεται με τον ύμνο της Στιγμής, της μιας και της κάθε στιγμής, ως έκφρασης και περιέκτη του σύμπαντος. Μέσα στη Στιγμή, στο απειροελάχιστο παρόν, ενυπάρχουν παρελθόν και μέλλον. Γι’ αυτό καταλήγει: «Απέραντη η στιγμή — αν την προσέξεις.» Ακολουθεί το πλήθος των στιγμών, στιγμών που ζουν με τον ποιητή, όπως κι εκείνος ζει μαζί τους. Με διάθεση μελαγχολική και βαθειά ρέμβη καταλογογραφεί Στιγμές, θα πει εικόνες, που κάτι σημαίνουν και για τα δικά μας μάτια: πλήθος κόσμου, απομόνωση, αισθήσεις, συνιστούν την ιστορία καθενός. Τέλος, ο ποιητής επιστρέφει στις καταβολές, τις δικές του και του λαού ολόκληρου, σε στιγμές της παράδοσης και στη ζωή τους μέσα στον ίδιο: τοπία, συνήθειες, θρησκεία είναι οι «Άλλες στιγμές», οι δικές του.
Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, Σεπτέμβριος 2012
Πρώτη δημοσίευση: Ανθολογία "Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό".
Πρώτη δημοσίευση: Ανθολογία "Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό".
_____________________________________
Ἕλενα Σταγκουράκη
Τόμας Μπέρνχαρντ
Μικρὴ εἰσαγωγὴ στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του
ΔΕΚΑΕΝΝΙΑΧΡΟΝΟΣ
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ ποὺ μὲ τὸ ψευδώνυμο Τόμας Φάμπιαν ἐξέδιδε τὸ 1950
μιὰ σειρὰ ἀπὸ σύντομα διηγήματα, βρισκόταν στὴν ἀρχὴ μιᾶς
μακρᾶς συγγραφικῆς πορείας. Μὲ τὸ πραγματικό του ὄνομα,
Τόμας Μπέρνχαρντ, ἐπρόκειτο νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς
σημαντικότερους γερμανόφωνους συγγραφεῖς τοῦ δεύτερου
μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰώνα. Σὲ μεγάλο βαθμὸ ὁ Μπέρνχαρντ ὑπῆρξε
αὐτοβιογραφικὸς συγγραφέας καὶ κάποια τραυματικὰ
γεγονότα τῆς ζωῆς του ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴ
διαμόρφωση τόσο τοῦ χαρακτήρα του, ὅσο καὶ τῆς συγγραφικῆς
του ἰδιοσυγκρασίας.
Ὁ Μπέρνχαρντ γεννήθηκε στὴν
Ὀλλανδία τὸ 1931, νόθο τέκνο Αὐστριακῶν γονέων. Ποτὲ δὲν
γνώρισε τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος δὲν τὸν ἀναγνώρισε καὶ
πέθανε νωρὶς ἀπὸ διαρροὴ γκαζιοῦ (πολλοὶ κάνουν λόγο γιὰ
αὐτοκτονία). Μεγάλωσε μὲ τοὺς γονεῖς τῆς μητέρας του στὴ
Βιέννη, οἱ ὁποῖοι τὸν παρέλαβαν ἤδη λίγους μῆνες μετὰ τὴ
γέννησή του. Ἡ μητέρα του σύντομα παντρεύτηκε κι ἔκανε
καινούργια οἰκογένεια. Λόγῳ τῶν συγκρούσεών του μὲ αὐτήν, ὁ
Μπέρνχαρντ εἰσήχθη γιὰ ἕνα χρόνο σὲ ἵδρυμα γιὰ ἀπροσάρμοστα
παιδιά, ἐνῶ λίγο ἀργότερα ἐστάλη ἐσώκλειστος στὸ τότε
ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καὶ μετέπειτα καθολικὸ Γυμνάσιο
Γιοχανέουμ, τὸ ὁποῖο ἐγκατέλειψε στὰ τρία χρόνια,
διακόπτoντας τὶς σπουδές του.
Σταθμὸς στὴ ζωὴ τοῦ συγγραφέα
ὑπῆρξε ἡ περίοδος 1949-1950. Τὸ 1949, στὴν κρίσιμη ἡλικία τῶν
18 χρόνων, ἀρρώστησε βαριὰ μὲ φυματίωση κι ἔφτασε στὰ
πρόθυρα τοῦ θανάτου. Γιὰ τὴν ἀνάρρωσή του ἀπαιτήθηκαν δύο
χρόνια σὲ διάφορα σανατόρια, ἐνῶ ἔκτοτε ἡ ὑγεία του
παρέμεινε εὔθραυστη. Τὴν ἴδια χρονιὰ ἀπεβίωσε ὁ παππούς του,
τὸ μόνο οὐσιαστικὸ στήριγμά του, ἐνῶ τὸν ἑπόμενο χρόνο
ἔχασε καὶ τὴ μητέρα του. Τότε ἦταν ὅμως ποὺ γνώρισε τὴν
Χέντβιχ Σταβιάνιτσεκ.
Τὰ δύο αὐτὰ πρόσωπα, ὁ
παπποὺς-συγγραφέας Γιοχάνες Φροϊμμπίχλερ καὶ ἡ
Σταβιάνιτσεκ ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν πορεία τοῦ
Μπέρνχαρντ. Ὁ πρῶτος ἔδωσε ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν παιδεία τοῦ
ἐγγονοῦ του, φρόντισε νὰ τοῦ ἐμφυσήσει τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ
φιλοσοφία καὶ τὸ ὑψηλό, καθὼς καὶ νὰ τοῦ προσφέρει μὲ τὰ λίγα
μέσα ποὺ διέθετε μουσικὴ παιδεία. Ἡ Σταβιάνιτσεκ, τὴν
ὁποία ὁ Μπέρνχαρντ ἀποκαλοῦσε «σύντροφο ζωῆς» καὶ «θεία»,
ὄντας τριάντα πέντε χρόνια μεγαλύτερη ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἦρθε νὰ
παίξει τὸν ρόλο τῆς ἀνέκαθεν ἀπούσας μητέρας, νὰ πάρει τὴ
θέση της μετὰ τὸ θάνατό της, ἀλλὰ καὶ νὰ συμβάλλει καταλυτικὰ
στὴν εἴσοδο τοῦ Μπέρνχαρντ στὴν κοινωνία τῆς Βιέννης καὶ τὸν
συγγραφικὸ κόσμο.
Τὰ ἔργα τοῦ Μπέρνχαρντ,
μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικὰ ἔργα καὶ ποίηση
ἔγιναν γνωστὰ στὴν Αὐστρία γιὰ τὴν ἀφηγηματική τους
ποιότητα, ὡστόσο ἡ ραγδαία ἐξάπλωσή τους ὀφείλεται στὰ
συνεχῆ σκάνδαλα, τὶς συζητήσεις, τὶς ἔριδες ποὺ προξενοῦσε
ἅμα τὴ ἐμφανίσει κάθε ἔργο του. Ὁ Μπέρνχαρντ δὲν δίσταζε νὰ
στραφεῖ εὐθέως κατὰ τοῦ αὐστριακοῦ κράτους —τὸ ὁποῖο
χαρακτήριζε «καθολικὸ κι ἐθνικοσοσιαλιστικό»—, τῆς
βιεννέζικης κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ κάθε προσώπου καὶ θεσμοῦ,
αὐστριακοῦ καὶ μή. Γιὰ τὴν Αὐστρία εἶχε πεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ
«μιὰ κόλαση, ὅπου το πνεῦμα ἐκμηδενίζεται ἀδιαλείπτως, ἐνῶ
τέχνη κι ἐπιστήμη ἀπαξιώνονται»1. Τὸ αὐστριακὸ κράτος γιὰ
ἐκεῖνον δὲν εἶναι παρὰ «σχηματισμὸς καταδικασμένος στὴν
ἀποτυχία» καὶ οἱ Αὐστριακοὶ «πλάσματα τῆς ἀγωνίας». Ὅσο γιὰ
πολιτικὰ πρόσωπα καὶ συγγραφεῖς, συχνὰ εἶδαν τοὺς ἑαυτούς
τους ν’ ἀποτυπώνονται σὲ ἔργα τοῦ Μπέρνχαρντ, μὲ ἀποτέλεσμα
τὶς δημόσιες διαμαρτυρίες, τὶς μηνύσεις, ἀλλὰ καὶ τὶς φωνὲς
γιὰ ἀπαγόρευση παραστάσεων, ἕως καὶ τὴν στέρηση τῆς
ἰθαγένειας. Πολὺ συχνὰ δὲ τὸν χαρακτήριζαν «προδότη τῆς
πατρίδας του» καὶ «μίασμα τῆς ἴδιας του τῆς φωλιᾶς». Αὐτὸς εἶναι
καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε περισσότερο ἀγαπητὸς στὸ
ἐξωτερικό. Ὄντας ἀμφιλεγόμενη προσωπικότητα, στὴν
πατρίδα του ἀπέκτησε ἀνυστερόβουλους φίλους, ἀλλὰ καὶ
ἄσπονδους ἐχθρούς. Ἡ τελευταία πράξη ἀντίστασης κι
«ἐκδίκησης» ἀπέναντι στὴν πατρίδα του ἦρθε μετὰ θάνατον, μὲ
τὴν ἀπαγόρευση ἀναδημοσίευσης καὶ μεταφορᾶς στὸ θέατρο
τῶν ἔργων του, ἀπαγόρευση ποὺ διαχειρίστηκε κι ἐν μέρει ἦρε ὁ
κληρονόμος ἑτεροθαλὴς ἀδερφός του.
Ὡστόσο, χρήζει διάκρισης τὸ
ἑξῆς: ὁ Μπέρνχαρντ δὲν ἀσκοῦσε ἁπλῶς κοινωνικὴ κριτική, δὲν
ἔθιγε μὲ τρόπο ἐπιφανειακὸ τὰ κακῶς κείμενα. Πολὺ
περισσότερο, διακατεχόταν ἀπὸ ἔντονο πνεῦμα ἀρνητισμοῦ
κι ἀπόρριψης, ἀπεχθανόταν τὸν κόσμο κι ὅ,τι βρισκόταν σὲ
αὐτόν, πράγμα ποὺ ἀποτυπωνόταν τόσο στὴν προσωπική του ζωή,
ὅσο καὶ στὸν συγγραφικό του βίο. Ὅσοι τὸν κατακρίνουν, μιλοῦν
γιὰ μισάνθρωπο συγγραφέα καὶ τοῦ ἐπιρρίπτουν ἕνα σωρὸ
ἐλαττώματα καὶ παραξενιές.
Πόσο εὔλογα, ὅμως, φαντάζουν
ὅλα τα παραπάνω ἂν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τοὺς καταλυτικοὺς
παράγοντες τῆς ζωῆς του: πλήρης ἔλλειψη πατέρα, διαρκὴς
ἀπουσία μητέρας, ἀπόρριψη, ἀσθένεια, θάνατος, ἐπαφὴ μὲ
ναζιστικὲς ἰδέες. Ἔτσι, ἡ θεματολογία τοῦ Μπέρνχαρντ
περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὴν τραγικότητα τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς
ἀνθρώπινης φύσης, τὴ μοναξιὰ καὶ τὴν ἀπομόνωση, τὴν
αὐτοκαταστροφή, τὸν πόνο, τὴν ἀνελπισία τοῦ κόσμου καὶ τὸν
θάνατο.
Ἡ δὲ ἀσθένειά του, ἡ δυσκολία
του ν’ ἀναπνεύσει, ἀποτυπώνεται ὑφολογικὰ στὸ ἔργο του μὲ
μακρόσυρτες προτάσεις ἄπνοιας, ποὺ ἔκαναν τὴν Ἐλφρίντε
Γιέλινεκ νὰ τὸν χαρακτηρίσει «ποιητὴ τῆς ὁμιλίας» κι ὄχι
τῆς γραφῆς. Ὡστόσο, τὴν ἀναπνοὴ χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος γιὰ
νὰ δείξει καὶ τὴ σπουδαιότητα τῆς γραφῆς γιὰ ἐκεῖνον:
«ἀναπνοὴ καὶ γραφὴ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό».
Ἡ σημασία τῆς ἀναπνοῆς δὲν
εἶναι τὸ μόνο στοιχεῖο, καθοριστικό του ὕφους τοῦ Μπέρνχαρντ.
Ἀντιθέτως, τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἀπόλυτο τρόπο τῆς
ἔκφρασής του, ἕναν τρόπο ποὺ ἀποκλείει ἐκ τῶν προτέρων τὴ
διατύπωση ἀντιρρήσεων καὶ διαφορετικῶν ἀπόψεων. Οἱ
κατηγορηματικὲς ἐκφράσεις καὶ ἡ συχνότατη ἐπανάληψη
λέξεων ὅπως «φυσικά», «τὰ πάντα», «τίποτα», «συνεχῶς»,
«ἀπόλυτα» δὲν ἐπιτρέπουν τὴ διαφωνία. Πρόκειται γιὰ τὴ μία
καὶ ἀπόλυτη ἀλήθεια.
Χαρακτηριστικοὶ τοῦ ὕφους
τοῦ Μπέρνχαρντ εἶναι ἐπίσης οἱ πολὺ συχνοὶ μονόλογοι ἑνὸς
ἀφηγητῆ σὲ πρῶτο πρόσωπο, συχνὰ δὲ ἀπέναντι σὲ ἕναν βουβὸ
ἀκροατὴ ἢ μαθητευόμενο, πάνω σε κάποιο ἀποτρόπαιο θέμα
τῆς καθημερινότητας ἢ φιλοσοφικὸ στοχασμὸ ποὺ θέτει ὁ
ἴδιος ὁ συγγραφέας μέσῳ τοῦ ἀφηγητῆ του. Οἱ ἀφηγητὲς αὐτοί,
συνήθως ἐπιστήμονες, «ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος» ὅπως
εἰρωνικὰ τοὺς ὀνομάζει ὁ συγγραφέας, ἐκτοξεύουν μύδρους
κατὰ τῶν ἀνόητων μαζῶν καὶ τὰ βάζουν μὲ κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο.
Ὡστόσο, τόσο ἡ πρωτοπρόσωπη ἀφήγηση, ὅσο καὶ ἡ δυσαρέσκεια
μὲ τὰ πάντα δὲν πρέπει ν’ ἀποπροσανατολίζουν. Ὁ συγγραφέας
δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν ἑκάστοτε ἀφηγητή, ἀντιθέτως
φροντίζει νὰ παίρνει ἀπόσταση ἀπ’ αὐτόν, δηλώνοντάς το συχνὰ
ρητῶς. Πρόκειται γιὰ πρόζα ρόλων κι ὄχι γιὰ ἄμεσα
αὐτοβιογραφικὰ κείμενα.
Ἄλλο σημεῖο ὅπου ἡ
βιογραφία συγκλίνει μὲ τὴ συγγραφικὴ παραγωγὴ εἶναι τὸ
στοιχεῖο τῆς ὑπερβολῆς, τῆς κλιμάκωσης. Τόσο σὲ ἐπίπεδο
ἰδεῶν καὶ θεμάτων, ὅσο καὶ σ’ αὐτὸ τῆς ἔκφρασης, ὁ Μπέρνχαρντ
ἐπιτυγχάνει, μέσῳ τῆς ἐλαφρῶς τροποποιούμενης κάθε φορὰ
ἐπανάληψης, τῆς παραλλαγῆς, τὴν κλιμάκωση. Αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ
τρόπος θυμίζει τὶς μεθόδους σύνθεσης στὴ μουσικὴ κι ἂς
θυμηθεῖ ἐδῶ ὁ ἀναγνώστης τὴ μουσικὴ παιδεία τοῦ συγγραφέα. Ὁ
ἴδιος μάλιστα παραδεχόταν ὅτι ἡ μουσικότητα ἦταν
μεγίστης σημασίας στὰ κείμενά του, καθὼς καὶ ἕνα στοιχεῖο ποὺ
γενικὰ «διακρίνει ἕναν Αὐστριακὸ ἀπὸ ἕναν Γερμανό, καθὼς
γιὰ τὸν Γερμανὸ ἡ μουσικότητα εἶναι ἀνύπαρκτη».
Κι ἂν ὁ Μπέρνχαρντ καθίσταται
δύστροπος κι ἀπωθητικὸς συγγραφέας μὲ τὴν εἰρωνεία, τὸ
σαρκασμὸ καὶ τὴν ἐπιθετικότητά του, ὑπάρχουν καὶ γνωρίσματα
ποὺ δροῦν ἀντισταθμιστικά. Αὐτὰ εἶναι ἡ γλωσσική του
ἐκλέπτυνση, ἡ αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ ποὺ ἔχει κι ἀποτυπώνει στὰ
γραπτά του, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κείμενά του, σὲ
ἀντίθεση μὲ ἐκεῖνα ἄλλων ἐξεχόντων συγγραφέων τῆς ἐποχῆς
του, γίνονται εὐκόλως κατανοητὰ κι ἀπὸ τὸν μὴ ἐπαΐοντα,
ἀκόμη κι ἀπὸ ἕναν ἀγρότη, «μὲ τὸν ὁποῖο καὶ μόνο», σύμφωνα μὲ
τὸ συγγραφέα, «ἔχει νόημα νὰ συζητᾶ κανείς».
Γιὰ τὸ παρὸν ἀφιέρωμα στὸν
Τόμας Μπέρνχαρντ ἐπιλέχθηκε τὸ ἀπάνθισμα τῶν συντομότατων
διηγημάτων του ποὺ ἐμφανίστηκαν στοὺς τόμους Μιμητὴς φωνῶν (1987)2 καὶ Συμβάντα
(1994). Πρόκειται γιὰ κείμενα μὲ ἰδιαίτερα αἰσθητὸ τὸν
σπινθήρα τῆς εἰρωνείας, τοῦ σαρκασμοῦ καὶ τοῦ
καλοσχηματισμένου χιοῦμορ, δηλαδὴ τοῦ προσωπικοῦ ὕφους τοῦ
Μπέρνχαρντ, ἕναν σπινθήρα ποὺ ἡ λάμψη του διαρκεῖ πολὺ
περισσότερο ἀπὸ ἕνα μικρὸ κλάσμα χρόνου.
Ἀθήνα, 4 Σεπτεμβρίου 2011
Πρώτη δημοσίευση: "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον" (http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2012/01/31/elena-stagkouraki-thomas-bernhard-mikri-eisagogi/)
Ποίηση αναδυόμενη
Διονύσης Καψάλης
«Εδώ κι εκεί»
Εκδ. Άγρα, 2010
«Εδώ κι εκεί»
Εκδ. Άγρα, 2010
«Ψηλά ο Θεός, με κεραυνούς κι εκλείψεις,/ κι εδώ, κάτω στη γη, μονάχα
εμείς,/ τα φοβισμένα όντα της στιγμής,/ οι ταξιδιώτες της αιώνιας θλίψης.»
Γραμμένα μεταξύ τέλη Ιουλίου κι Οκτωβρίου 2010 –σημαδιακή η 23η του
μήνα στο πρώτο και το τελευταίο ποίημα της συλλογής;– τα δεκατέσσερα
δεκατετράστιχα του Καψάλη απαρτίζουν την τελευταία του ποιητική συλλογή, στην
οποία την πρωτοκαθεδρία έχει ο θάνατος, το φευγαλέο πέρασμα του ελάχιστου,
φοβισμένου ανθρώπου από την αιωνιότητα του σύμπαντος.
O Καψάλης στα σονέτα
του τον ονομάζει δημιουργικά «επιστροφή», «ύπνο ανεμπόδιστο», «πυθμένα
απύθμενο», το «Εκεί». Το πράττει, δίχως να γίνεται απαισιόδοξος ή μοιρολάτρης, αλλά
αντιθέτως με ρεαλισμό που φτάνει κάποτε να γίνεται μακάβριος, μιλώντας για τον
«άθλιο που θα ’ρθει να μεταφέρει αλλού τα κόκαλά μου». Επιτυγχάνει δε στόχο
διπλό: αφενός εκφράζει και ξεπερνά τη δική του αγωνία, αφετέρου συμφιλιώνει τον
αναγνώστη με την ιδέα του αναπόφευκτου.
Κατά τρόπο συνεπή επιλέγει και το φόντο του: η νύχτα, το φεγγάρι στις
διάφορες φάσεις του, τα αστέρια, ο ύπνος, η ανάμνηση, ένα μαχαίρι ή νυστέρι,
συνιστούν σταθερά μοτίβα προσδιορισμού του ποιητικού του χωρόχρονου, όντας τα
ίδια ταυτοχρόνως και σύμβολα του ταξιδιού στο επέκεινα. Το «φεγγάρι στη χάση»
είναι η ζωή που συρρικνώνεται, ενώ αλλού, το «μισό (του φεγγαριού) που πέφτει
σαν άδειο ρούχο στον αιώνα» είναι τα περασμένα χρόνια που συμπίπτουν με τον
κάτι παραπάνω από μισό αιώνα ζωής του ποιητή.
Ο τόνος του Καψάλη, αληθινά τραγικός, θυμίζει χορό σε αρχαίο δράμα που
αναρωτιέται: «Ποιος έχτισε την πόρτα και ποιος κλείνει/ το κρίμα και τον κρότο
του πολέμου/ σ’ αυτό το ήσυχο όνειρο – ποιος, θε μου, / αφόρισε τα μάγια και τα
λύνει;» Η τραγικότητα αυτή συνεπαίρνει τον αναγνώστη κι οφείλεται στο
πανανθρώπινο θέμα που θίγεται, στη λυρική φωνή του ποιητή και σ’ έναν σταθερό εσωτερικό
ρυθμό, φαινομενικά αυθύπαρκτο.
Επιπλέον, η ποίηση του Καψάλη είναι συγκινητικά ανθρώπινη, πράγμα που
δεν οφείλεται αποκλειστικά στη θεματολογία. Πέρα από τα καθολικά θεματικά
δίπολα (ζωή και θάνατος, ειρήνη και πόλεμος, ομορφιά κι ασχήμια), είναι η
ειλικρινής αγωνία, η ζεστή συγκατάβαση, ακόμη κι ο θρήνος για τον πόνο «στις
γειτονιές του ανθρώπου» που δηλώνουν την αγάπη του ποιητή για τον άνθρωπο, για τις
μητέρες «με τ’ άγρια μάτια», τις «μεγαλωμένες στους λυγμούς του ανέμου».
Με χρώματα λυρικά περιγράφονται «τα κορίτσια που κεντάν/ στο τρυφερό
τους δέρμα τον ανθό/ του πόθου», με την ανησυχία του ποιητή αν, μέσα στον αγνό
ερωτισμό τους «θα ‘ρθουν άραγε να πουν/ τρισάγιο για εκείνους που αγαπούν/ εδώ
στη γη…» Απ’ την άλλη, ο Καψάλης αναλογίζεται με τρόπο εξίσου λυρικό το σκοτάδι
που θα γίνει μαχαίρι για να μοιράσει τον έναν εδώ και τον άλλον άγνωστο πού,
πάντως αλλού. Όσο για το συνεχές ηχητικό
παιχνίδι, ένα μουσικό και γλαφυρό μέσο αφήγησης του ποιητή, συνιστά «βάλσαμο … στην
τόση/ λύπη και φλόγα της πληγής...»
Αυτό όμως που εκπλήσσει θετικά ακόμη και τον υποψιασμένο αναγνώστη του
Καψάλη είναι η τεχνική αρτιότητα των τελευταίων αυτών ποιημάτων. Όλα τους
σονέτα, κάποια μάλιστα στην πιο αυστηρή και κλασική τους μορφή, κατά το
παράδειγμα του Πετράρχη, αποδεικνύουν πώς μια τόσο «παλιά» μορφή μπορεί να
διατηρεί την ουσία και το νόημά της και να προσφέρει αισθητική τέρψη, αιώνες
αργότερα. Παρά την ιδιαίτερα απαιτητική και «σφιχτή» δομή του σονέτου, οι
στίχοι του Καψάλη θυμίζουν τρεχούμενο νερό, με ρίμες αβίαστες, πρωτότυπες κι
απολαυστικές. Από την άλλη, η αυστηρότητα της μορφής συμπορεύεται με την
αυστηρή συνοχή που διέπει ολόκληρη τη συλλογή, τόσο θεματολογικά (όπως αναφέρθηκε
ήδη), όσο και υφολογικά και γλωσσικά. Η πύκνωση του λόγου φτάνει στον μέγιστο
βαθμό, αυτόν που επιτρέπει να ειπωθεί το απαραίτητο χωρίς να γίνει η γλώσσα
άκαμπτη. Πέρα όμως από το δεδομένο
πλαίσιο, στο οποίο εντάσσονται, οι στίχοι της συλλογής είναι στίχοι
αψεγάδιαστοι, καθένας απ’ τους οποίους δίνει την εντύπωση του μόνου δυνατού. Σαν
σε παζλ αποτελούμενο από αναρρίθμητα κομμάτια, ο ποιητής ψάχνει «εδώ κι εκεί»
και βρίσκει τελικά μέσα στην απεραντοσύνη των δυνατών συνδυασμών το σωστό ταίρι,
δηλαδή το σωστό στίχο, τη σωστή λέξη.
Ο Καψάλης παρατηρεί: «Πλέοντας σε πελάγη παρακμής,/ …, μια νέα
καρτερούμε ανάδυση/ κι ανώδυνα βουλιάζουμε – κι εμείς/ κι οι απωλεσμένοι μας
παράδεισοι.» Ο ίδιος όμως δεν καρτερεί απλώς, αλλά αποδεικνύει εμπράκτως, εν
προκειμένω εμμέτρως, ότι στη θάλασσα της ποίησης ολοένα αναδύεται.
Έλενα
Σταγκουράκη
Αθήνα,
28.02.2011
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 4 (καλοκαίρι-φθινόπωρο 2011)
_____________________________________________________
Η αποθέωση της μινιατούρας
Φλόριαν Μάιμπεργκ, «Ἐλάχιστες ἱστορίες».
Ἡ ἀποθέωση τῆς μινιατούρας
«Γι’ αὐτὸ ἀπαιτῶ…» Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ΟΗΕ κοίταξαν παγωμένοι τὸν ὁμιλητή. «Πόλεμο!» Ξέσπασε θύελλα ἀντιδράσεων. Ὁ διερμηνέας χαμογελοῦσε.
Ο
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ Ἄντολφ Γκρήμ, φορέας ἔρευνας καὶ ποιοτικοῦ ἐλέγχου
στὸ χῶρο τῶν ἐπικοινωνιῶν καὶ τῶν ΜΜΕ στὴ Γερμανία,
ἀπένειμε τὸ βραβεῖο διαδικτύου “Grimme Online Award”
γιὰ τὸ ἔτος 2010 σὲ χρήστη τοῦ δικτύου twitter. Τὸ ὄνομα τοῦ
βραβευθέντος; Φλόριαν Μάιμπεργκ (Florian Meimberg). Ὁ Μάιμπεργκ
κέρδισε τὸ βραβεῖο γιὰ τὶς λογοτεχνικές του ἐπιδόσεις, καθὼς
χρησιμοποιεῖ τὸ παραπάνω δίκτυο προκειμένου νὰ κάνει
γνωστὲς στὸ εὐρύτερο κοινό, τὶς «μικρὲς ἱστορίες» του.
Τὸ ἰδιαίτερο στοιχεῖο κι
αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐν προκειμένῳ, δὲν εἶναι τόσο ἡ χρήση
τοῦ συγκεκριμένου μέσου, οὔτε τοῦ δεδομένου δικτύου, ὅσο τὸ
γεγονὸς ὅτι στὸ χῶρο τῆς λογοτεχνίας εἰσάγεται μία ἀκόμη
καινούργια μορφή: αὐτὴ τῶν 140 χαρακτήρων, τῶν κενῶν
συμπεριλαμβανομένων. Μέχρι τώρα οἱ ἀνὰ τὸν κόσμο λάτρεις καὶ
ἐπαΐοντες τῆς λογοτεχνίας εἶχαν ἀκούσει καὶ εἶχαν δεῖ
λογοτεχνία νὰ δημοσιεύεται στὸ διαδίκτυο, συλλογὲς κι
ἀνθολογίες νὰ ἐξελίσσονται σὲ ἱστοσελίδες
«κομμάτι-κομμάτι» καὶ μὲ εὐρὺ κοινό, ἱστολόγια καὶ φόρουμ γιὰ
τὴ λογοτεχνία, ἀκόμα καὶ ἐπεισόδια ὁλόκληρων
μυθιστορημάτων νὰ ἀποστέλλονται μὲ μήνυμα στὸ κινητὸ
τηλέφωνο. Νά, λοιπόν, ποὺ βρίσκονται τώρα ἀντιμέτωποι μὲ ἕνα
νέο λογοτεχνικὸ φαινόμενο, συντομότερο μάλιστα ἀπὸ ἕνα
μήνυμα κινητοῦ τηλεφώνου, τὸ ὁποῖο ἐπιτρέπει κατὰ κανόνα
160 χαρακτῆρες.
Διαπιστώνουμε ἔτσι μιὰ
τάση συρρίκνωσης τῶν λογοτεχνικῶν κειμένων στὸ ἐλάχιστο, ἂν
καί, δεδομένων τῶν ἕως τώρα ἐξελίξεων, μᾶλλον θὰ ἔπρεπε
ἀκόμη νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ μὲ τὴ χρήση τῆς λέξης
«ἐλάχιστο». Ποτὲ δὲν ξέρει κανεὶς ποῦ μπορεῖ νὰ φτάσει αὐτὸ κι
ἂς θυμηθοῦμε τὸν Κινέζο μοναχὸ ποὺ ἔγραφε ὁλόκληρο ποίημα
πάνω σὲ κόκκο ρυζιοῦ. Βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ μία
ἐξέλιξη, αὐτὸ εἶναι βέβαιο. Αὐτὸ ποὺ εἶναι λιγότερο βέβαιο
εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα ἂν πρόκειται γιὰ μία ἐξέλιξη
στὸν κόσμο τῆς λογοτεχνίας πρὸς τὸ καλύτερο ἢ πρὸς τὸ
χειρότερο. Ἂς πάρουμε ὅμως τὰ πράγματα ἀπ’ τὴν ἀρχὴ καὶ ἂς
ἐξετάσουμε ἀναλυτικότερα τὸ φαινόμενο τῶν «ἐλάχιστων ἱστοριῶν», ὅ,τι ὁ Γερμανὸς συγγραφέας τους προτίμησε ν’
ἀποδώσει μὲ τὸν ἀγγλικὸ τίτλο “tiny tales”.
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἀξίζει
ν’ ἀσχοληθεῖ κανεὶς μὲ τὶς συγκεκριμένες ἱστορίες, εἶναι
πὼς μιὰ πιὸ προσεκτικὴ ματιὰ πείθει γιὰ τὸ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ
αὐθαίρετες ἐκδηλώσεις ἑνὸς κοινοῦ χρήστη τοῦ δικτύου
twitter. Ἀφενὸς ὁ συγγραφέας φέρει τὰ χαρακτηριστικὰ
ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἐπιτρέπουν τὸ διαφορετικὸ καὶ τὸ καινοτόμο,
ἀφετέρου τὰ κείμενα αὐτὰ καθ’ αὐτὰ διαθέτουν τὴ
φυσιογνωμία λογοτεχνικοῦ εἴδους. Συγκεκριμένα, ὁ
Μάιμπεργκ, ὄντας ἐπιτυχημένος διαφημιστής, εἶναι ἀπολύτως
ἐξοικειωμένος μὲ μιὰ γλώσσα σύντομη, ἄμεση, μεστὴ καὶ
γνωρίζει νὰ χρησιμοποιεῖ μέσα ὅπως τὸ χιοῦμορ, ἡ εἰρωνεία κι
ὁ σαρκασμὸς μὲ ἀρτιότητα. Πρόκειται γιὰ στοιχεῖα πού,
ἐνταγμένα στὰ κείμενα τοῦ Μάιμπεργκ, δημιουργοῦν τὶς
προϋποθέσεις γιὰ ἕνα ὕφος προσωπικό. Ἐπίσης, ὁ συγγραφέας
εἶναι ἀπόλυτα ἐνημερωμένος κι ἐξοικειωμένος μὲ τὰ νέα
μέσα ἔκφρασης —ἐννοοῦμε ἐδῶ τὶς δυνατότητες ποὺ προσφέρει
τὸ διαδίκτυο—, ὥστε νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ μὲ τρόπο
συγκεκριμένο καὶ δημιουργικό, παράγοντας κάτι
διαφορετικὸ καὶ καινούργιο. Πόσοι σκέφτηκαν ἐξάλλου νὰ
χρησιμοποιήσουν αὐτὴν τὴν πλατφόρμα γιὰ ἕναν τέτοιο σκοπό;
Ὅσον ἀφορᾶ τὰ κείμενα τοῦ
Μάιμπεργκ, ξεχωρίζουν ὄχι μόνο λόγῳ τῆς πολὺ μικρῆς, τῆς
ἐλάχιστης ἔκτασής τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ σειρὰ ἄλλων γνωρισμάτων.
Πέρα ἀπὸ τὸν ἄμεσο, εἰρωνικό, χιουμοριστικό, σαρκαστικὸ
καὶ κριτικό τους χαρακτήρα, τὰ κείμενα αὐτὰ συνδέονται καὶ
θεματολογικά. Ὁ πρῶτος θεματικὸς κύκλος, ἂν μποροῦμε νὰ τὸν
ὀνομάσουμε ἔτσι, συνίσταται στὰ διάφορα ἐπίπεδα τοῦ
χρόνου καὶ τὴ σύζευξή τους. Ἐπανειλημμένα βλέπουμε στὰ
κείμενα τοῦ Μάιμπεργκ τὸ χθὲς νὰ συναντᾶ τὸ σήμερα καί, ἀπὸ τὴ
σκοπιὰ τοῦ αὔριο, τὸ σήμερα νὰ γίνεται χθές. Δυὸ
παραδείγματα:
* «Τί εἶναι αὐτό;» Ἡ μικρὴ Λὺνν ἔδειξε τὸ σκουριασμένο μοντέλο 747. Ὁ πατέρας τῆς χαμογέλασε. «Παλιότερα οἱ ἄνθρωποι πετοῦσαν στὸν οὐρανό.»
* Μὲ ἕναν Macintosh 128k ὑπομάλης ἀποβιβάστηκε ἀπ’ τὴ χρονομηχανή. «Ὥρα γιὰ κάτι ἐπαναστατικό!» σκέφτηκε ὁ νεαρὸς Στὴβ Τζόμπς. Ἦταν στὰ 1983.
Ὁ δεύτερος θεματικὸς κύκλος
ἀφορᾶ τὸ διάστημα καὶ τὸ σύμπαν, φέρνοντας στὸ φῶς
ἐνδεχομένως τὸν κοσμικὸ προβληματισμὸ τοῦ συγγραφέα. Τὰ
ταξίδια στὸ διάστημα εἶναι συχνά, ἐνῶ τὸ ἀνθρώπινο εἶδος δὲν
εἶναι μόνο του στὸ σύμπαν. Ἀπ’ τὴν ἄλλη, εἶναι πιθανὸν νὰ
πρόκειται γιὰ παιχνίδι μὲ ἕνα γνωστὸ μοτίβο, ξεκάθαρα μὴ
ἀνθρωποκεντρικό. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐμφανῆ στὰ παρακάτω
παραδείγματα:
* Ὁ Ἂλ εἶχε 72 ὦρες νὰ κοιμηθεῖ. Ἐξουθενωμένος παρέπαιε στὴν ἄγονη ἐρημιά. Κοίταξε ψηλὰ στὸν οὐρανό. Ἐκεῖ πάνω μόλις ἀνέτειλε ἡ Γῆ.
* Τὸ ἀποτύπωμα τῆς μπότας γυάλιζε στὴ γκρίζα σκόνη τῆς σελήνης. Στὴν προσγείωση τοῦ σκάφους τοῦ Ἄρμστρονκ τὸ ἀπολίθωμα δονήθηκε ἐλαφρῶς.
Ὁ τρίτος θεματικὸς πυρήνας
ποὺ μπορεῖ νὰ ἐντοπιστεῖ συνίσταται στὸ στοιχεῖο τῆς
περιπέτειας, μιὰ πλοκὴ —φαινομενικὰ ἢ μή— ἐπικίνδυνη, ἡ
περιγραφὴ ἑνὸς ἐμπρησμοῦ, μιᾶς ἔκρηξης κ.ο.κ. Τί νὰ βλέπει
ἄραγε ὁ Μάιμπεργκ στὸ πάτημα ἑνὸς κουμπιοῦ; Ἀκριβῶς αὐτὸ
καλεῖται ὁ ἀναγνώστης νὰ ὑποθέσει, ὅπως π.χ. στὶς παρακάτω
«ἐλάχιστες ἱστορίες»:
* Ὁ Τὶλλ δίστασε. Ἔπειτα, πίεσε διστακτικὰ τὸ παράξενο κουμπί. Ἀκολούθησε ὅ,τι 13,7 ἑκ. χρόνια ἀργότερα θὰ ὀνομαζόταν «τὸ μεγάλο μπάμ».
* Τρέμοντας εἰσήγαγε ὁ Ὀμπάμα τὸν κωδικὸ καὶ γύρισε τὸν διακόπτη. Ἡ πόρτα τινάχτηκε διάπλατα. «Πρωταπριλιά!» χαχάνιζε ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Πενταγώνου.
Καλὰ ὅλ’ αὐτά, ἀλλὰ τί
συνεπάγεται τὸ φαινόμενο τῶν ἱστοριῶν τῶν 140 χαρακτήρων
γιὰ τὴ λογοτεχνία; Πρόκειται, ἀναρωτιόμαστε, γιὰ τὸν
ἀπόλυτο μινιμαλισμό, μιὰ τάση πού, γνωρίζοντας τὴν ἄνθησή
της στὴ δεκαετία τοῦ 1950, ποτέ της δὲ στερήθηκε ἔνθερμους
ὑποστηρικτές; Νὰ γινόμαστε ἄραγε μάρτυρες ἄκρατου
φορμαλισμοῦ ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐλαχιστοποίηση τῆς
λογοτεχνίας, ὄχι πλέον ὅσον ἀφορᾶ κριτήρια ποσοτικά, ἀλλὰ
μᾶλλον ποιοτικά; Ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ λογοτεχνικὸ
ἐκμηδενισμὸ στὸ πλαίσιο τῆς καινοθηρίας καὶ τοῦ
ἐπιζητούμενου «μοντέρνου», ὅπου ὁ ἀναγνώστης καλεῖται νὰ
ἐπινοήσει ὁ ἴδιος τὴ λογοτεχνία, παρὰ νὰ τὴ διαβάσει, νὰ
τὴν ἐπεξεργαστεῖ καὶ νὰ τὴν ἀπολαύσει; Ἢ μήπως, πάλι,
βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ ἕνα ἀκόμη σημεῖο τῶν καιρῶν,
μιὰ ἀκόμη ἐκδήλωση τοῦ σύγχρονου τρόπου σκέψης; Μήπως τὰ
κείμενα αὐτὰ τῶν 140 χαρακτήρων, πέραν τοῦ συγχρονικοῦ τους
χαρακτήρα, ὑποδεικνύουν τὴν ἀναγκαιότητα μιᾶς
λογοτεχνίας πιὸ ἄμεσης, (ἀπ’)εὐθείας; Μήπως, τελικά, σὲ
αὐτὰ τὰ κείμενα θὰ πρέπει νὰ δοῦμε, πέρα ἀπὸ μιὰ νέα ἄποψη τῆς
λογοτεχνίας καὶ μιὰ προσπάθεια ἀνανέωσής της;
«Τὸ λακωνίζειν ἐστὶ
φιλοσοφεῖν» διακήρυτταν οἱ ἔνδοξοι πρόγονοι κι ὁ
αἰσιόδοξος ὡς πρὸς τὶς παραπάνω ὑποθέσεις θὰ ὑποστήριζε
τὶς «ἐλάχιστες ἱστορίες» κι ἀνάλογα σύντομα κείμενα,
προβάλλοντας ὡς ἐπιχειρηματολογία τὴ συντομία τους καὶ τὴ
δυνατότητά τους νὰ διαβαστοῦν γρήγορα. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου οἱ
ρυθμοὶ αὐξάνονται ὁλοένα περισσότερο καὶ γίνονται
ξέφρενοι, χάριν τέτοιων σύντομων κειμένων ἡ λογοτεχνία
δηλώνει παροῦσα. Ὁ ἀπαισιόδοξος θὰ διατεινόταν ὅτι
λογοτεχνία στὴν ὑπηρεσία τοῦ «γρήγορου» μόνο λογοτεχνία
δὲν εἶναι, καὶ θ’ ἀπαντοῦσε: «σπεῦδε βραδέως». Τὸ σύντομο
μπορεῖ νὰ διαβάζεται γρήγορα, ἀλλὰ ὑποβιβάζει τὴ
λογοτεχνία σὲ ἕνα ἀκόμη προϊὸν πρὸς (γρήγορη) κατανάλωση,
ἐνῶ παράλληλα ἀφαιρεῖ ἀπ’ τὸν ἀναγνώστη, λόγῳ μιᾶς
ἐπιφανειακότητας ἀπαράδεκτης, τὴ βύθιση στὸ μαγικὸ κόσμο
τῆς λογοτεχνίας.
Ναί, θὰ ἐπανερχόταν ὁ
αἰσιόδοξος, ἀλλὰ ἂς προσέξουμε πόσο ἔντονος εἶναι ὁ
ἀπόηχος ἑνὸς τέτοιου σύντομου καὶ μεστοῦ κειμένου καὶ πόσο
ἄμεσο τὸ μήνυμα ποὺ ἐπιδιώκει νὰ μεταδώσει. Θὰ χαιρόταν ἐν
προκειμένῳ ὁ ἀπαισιόδοξος, αἰσθανόμενος δικαιωμένος, καὶ
θὰ ἐπιχειρηματολογοῦσε κορδωτὸς ὅτι ἐκεῖ ἀκριβῶς
φαίνεται ἡ μαστοριὰ τοῦ καλοῦ συγγραφέα. Ὁ καλὸς συγγραφέας
εἶναι σὲ θέση ὄχι μόνο νὰ διατηρήσει ἀδιάπτωτο τὸ
ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστη γιὰ ἕνα ἐκτενὲς κείμενο
(μυθιστόρημα κλπ), ἀλλὰ καὶ νὰ προκαλέσει ἕναν ἀπόηχο τόσο
δυνατὸ ποὺ θὰ προβληματίσει καὶ θὰ κάνει τὸν ἀναγνώστη νὰ
θέλει νὰ ἐπανέλθει στὸ κείμενο καὶ στὸ μέλλον. Κι αὐτό, λόγῳ
ἱκανότητας κι ἀξιοσύνης κι ὄχι ἐξαιτίας ἐξωτερικῶν
περιορισμῶν.
Μὴ δίνοντας στὸν
ἀπαισιόδοξο τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ ἐπιβληθεῖ, θὰ ἔσπευδε τότε
ὁ αἰσιόδοξος νὰ πάρει τὴ ρεβάνς του, βγάζοντας τὸν ἄσσο ἀπ’ τὸ
μανίκι: «Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ξεχνᾶμε, ἀγαπητὲ συνάδελφε,
ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ πλουτίζουν τὴ χώρα τῆς λογοτεχνίας καὶ
διευρύνουν τὸν ὁρίζοντά της. Ἂς μὴν παραβλέπουμε τὸ γεγονὸς
ὅτι καὶ ἡ ἴδια ἡ ἐμφάνιση διαρκῶς καινούργιων μορφῶν, καὶ
κατ’ ἐπέκταση εἰδῶν, ἀποδεικνύει πόσο γόνιμο εἶναι τὸ
ἔδαφος τῆς λογοτεχνίας καὶ ὅτι συνιστᾶ πηγὴ ἀστείρευτη.» Ὁ
ἀπαισιόδοξος θὰ μάχονταν τὸ ἐπιχείρημα κατὰ τρόπο
ἐλεγειακό: «Στὸ βωμὸ τῆς ‘ποικιλίας’ τῶν λογοτεχνικῶν
εἰδῶν, ἀγαπητέ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θυσιάζεται ἡ ἴδια ἡ
γλωσσικὴ ποικιλία. Εἶναι ἀπαράδεκτο, στὸ ὄνομα τῆς ὅποιας
συντομίας, νὰ γίνεται χρήση περιορισμένου λεξιλογίου —τῆς
καθομιλουμένης γλώσσας κατὰ βάση— κι αὐτὸ νὰ θεωρεῖται
πλοῦτος. Τουναντίον. Ἐπιτακτικὴ ὑφίσταται ἡ ἀνάγκη
διαχωρισμοῦ γραπτῆς καὶ προφορικῆς γλώσσας, ὅπερ ἐπιβάλλει
καὶ ὁ ὅρος ‘λογοτεχνία’: ἡ τέχνη τοῦ λόγου».
Ὁ αἰσιόδοξος κι ὁ
ἀπαισιόδοξος θὰ συνέχιζαν νὰ λογομαχοῦν, ὡστόσο θεωροῦμε
ὅτι ἀρκετὴ φωνὴ τοὺς δώσαμε. Ὅσο γιὰ τὴ δική μας ἄποψη,
εἶναι αὐτὴ τοῦ Κομφούκιου ὡς πρὸς τὴν ὀρθότητα τῶν πραγμάτων: ἡ
Μέση Ὁδός. Τὰ κείμενα τοῦ Μάιμπεργκ εἶναι κείμενα ποὺ ποιοῦν λόγο
κατὰ τρόπο περίτεχνο. Εἶναι κείμενα εὔστροφα ποὺ μέσῳ τῆς
συντομίας τους συνιστοῦν κάτι καινούργιο, πλουτίζοντας τὴ
λογοτεχνία καὶ τέρποντας τὸν ἀναγνώστη. Διαβάζοντάς τα
κανεὶς ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ «χάικου» τῆς
πρόζας, ὄχι μόνο χάριν τῆς συντομίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ
ἰδιαίτερου ὕφους τους. Δὲν πλούτισαν τὰ «χάικου» τὴν
ἑλληνικὴ ποιητικὴ παράδοση, κι ἂς προέρχονται ἀπὸ ἕναν
«μακρινό» πολιτισμό; Πρὸς τί, λοιπόν, ἡ αἴσθηση ἀπειλῆς; Τὰ
κείμενα τοῦ Μάιμπεργκ δὲν ἔρχονται ν’ ἀντικαταστήσουν ἄλλες
μορφὲς καὶ λογοτεχνικὰ εἴδη, ἁπλῶς προσφέρουν στὸ δεκτικὸ
ἀναγνώστη μίαν ἀκόμη ἄποψη. Τὰ μυθιστορήματα, τὰ
διηγήματα καὶ οἱ ὑπόλοιπες μορφὲς θὰ γράφονται καὶ θὰ
διαβάζονται πάντα γιατὶ καλύπτουν ἀνάγκες τῶν ἀναγνωστῶν:
διαφορετικὲς μέν, ὑπάρχουσες δέ. Ἡ λογοτεχνία δὲ γνωρίζει
(ἀπὸ κάθε ἄποψη) ποσοτικοὺς περιορισμούς, ἐπιβάλλει
ὡστόσο καὶ προϋποθέτει κριτήρια ποιοτικά. Τώρα τὸ πῶς θὰ
ἐξελιχθεῖ ἡ συγκεκριμένη μορφή, ἂν θὰ συναντήσει πρόσφορο
ἔδαφος, ἢ ἂν πληροῖ τὶς προϋποθέσεις προκειμένου νὰ
παγιωθεῖ καὶ ν΄ἀντέξει στὸ χρόνο, ὁ ἴδιος ὁ χρόνος θὰ τὸ πεῖ,
κριτὴς τῶν πάντων.
ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ
Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον", 12.10.2010
________________________________________________
Η τρομερή ομορφιά
Tης Έλενας Σταγκουράκη
ANTΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ
Μερικά μερικά
εκδ. Ινδικτος, 2010
Μερικά μερικά
εκδ. Ινδικτος, 2010
«Σοφοί που δεν μιλάμε πλέον για σοφία»: Ο Αντώνης Ζέρβας δεν κάνει
πνεύμα στην τελευταία του ποιητική συλλογή. Το πνεύμα το μεταχειρίζεται
καυστικά, με το διεισδυτικό μάτι του παρατηρητή, που εντοπίζει τα κακώς
κείμενα και με έντονη τη στοχαστική διάθεση.
Η συλλογή του συνιστά
δοχείο σωρευμένης εμπειρίας. Ο Ζέρβας μαίνεται ποιητικώς ενάντια στην
ξέφρενη ελευθερία, το «άθεσμο», την απόλυτη παθητικότητα και τον
γενικότερο ξεπεσμό θεσμών κι ατόμων. Αλλοτε επιδίδεται σε οξυδερκή
αποφθέγματα, ρήσεις, θα λέγαμε, ευτάκτως ερριμμένες. Αλλοτε βάζει να
παρελαύνουν εμπρός στα μάτια μας ποικίλες μορφές, από τον Ντε Σαντ και
τον Αγιο Αυγουστίνο έως το ζεύγος Σαρκοζί και τον Χάιντεγκερ. Μέσ’ απ’
αυτό το φαινομενικά ετερόκλητο σύνολο, ασκεί κριτική στην πολιτική και
στους εκπροσώπους της, στις δήθεν ουτοπίες, στην πίστη, την ανοησία και
την αφέλεια – δίχως να ξεχνά και τη σημερινή ποίηση με τους δικούς της
θεράποντες. Καταγίνεται βεβαίως και με το θέμα που κυρίως τον απασχολεί,
την αντιπαράθεση του παρελθόντος και του παρόντος, ως προσδιορισμών όχι
μόνο του χρόνου αλλά και της προσωπικής του διαδρομής. Παρακολουθεί την
αλλαγή που επέρχεται στον ίδιο του τον εαυτό, μια αλλαγή καθολική, που
περνάει από την κατάρριψη των παλαιότερων πιστεύω, προσωπικών και
ποιητικών, και που έχει πια γνώμονά της «τον ωραίο πυρετό του τίποτα». Ο
ποιητής δεν παραλείπει επεισόδια γεμάτα ρεαλισμό, που καυτηριάζουν τη
δυσπιστία, την κακεντρέχεια και την υποκρισία.
Χαρακτηριστικό
στοιχείο της ποίησής του Ζέρβα είναι το σχήμα, θα λέγαμε, της ανάστροφης
πυραμίδας: το ποίημα κορυφώνεται κατά τρόπο ολοένα πιο αφαιρετικό και
κατ’ επέκταση συμπυκνωμένο. Ετσι, η κατακλείδα του ποιήματος εμφανίζει
συχνά χαρακτήρα γνωμικού, με ισχύ αυτοτελή κι αυτόνομη. Ο Ζέρβας είναι
ποιητής κατ’ εξοχήν σαρκαστικός και ειρωνικός. Η ειρωνεία του, πάντα
παρούσα κι έντονα αισθητή, είναι πολυεπίπεδη: τη βρίσκουμε πότε σε
ιδέες, πότε σε λέξεις, πότε μέσα στις ίδιες τις ποιητικές μορφές. Ο
ερωτισμός του, γυμνός, αποτυπώνει πρώτα τη ματιά του άντρα και κατόπιν
του ποιητή. Είναι προφανές ότι ο Ζέρβας αρέσκεται στην αυτοαναίρεση.
Υποστηρίζει μια θέση με όχι λιγότερο πάθος απ’ αυτό που επιδεικνύει όταν
την καταρρίπτει με μιαν άλλη, εντελώς αντίθετη. Θέση λοιπόν κι
αντίθεση, με τον αναγνώστη στη μέση. Να τον πιστέψει λοιπόν αυτός, όταν
διακηρύττει το ανώφελο της ποιητικής δημιουργίας γενικά (πώς αλλιώς,
αφού «οι λέξεις κατέληξαν να μην έχουν κανένα νόημα») ή το άσκοπο
«παίδεμα» του ποιητή (μ’ ένα έργο «άχρηστο»);
Ο ποιητής αγαπά το
παιχνίδι: το παιχνίδι με τον χρόνο (το πριν και το τώρα), με τον
αναγνώστη (γύρω από τις φαινομενικώς ακατονόμαστες καταστάσεις, που
υποδηλώνει ο τίτλος), με τον ίδιο του τον εαυτό (τη μια
αυτοοικτιρόμενος, την άλλη «σοφός», τη μια αμετανόητος και την άλλη
διερωτώμενος, εξ ου και «πτωχαλαζών»), αλλά και με την πραγματικότητα
στο σύνολό της. Εμπρός στη σημερινή, μεταλλαγμένη πραγματικότητα, ο
Ζέρβας θέτει το ερώτημα του ρόλου του ποιητικού Εγώ στον κόσμο. Μπορεί
να ενταχθεί σ’ αυτόν ή όχι; Στο σημείο αυτό καλείται βέβαια και ο
αναγνώστης ν’ αναλάβει το μέρος της ευθύνης που του αναλογεί. Ειδικά ο
αναγνώστης του Ζέρβα δεν μπορεί να επαναπαυθεί. Μάρτυρας του
«παιδέματος» του ποιητή, «παιδεύεται» κι ο ίδιος προκειμένου να βγάλει
από το κοχύλι της ποίησής του μιαν άλλη πορφύρα.
Εν κατακλείδι, ο
Ζέρβας διαμηνύει με τους στίχους του Γέιτς: «Ολα άλλαξαν, άλλαξαν
ολοσχερώς: / Μια τρομερή ομορφιά ήρθε στον κόσμο». Πρόκειται για μιαν
αλήθεια που ισχύει και στη δική του περίπτωση. Ολα έχουν αλλάξει, και
μάλιστα ολοσχερώς, το σήμερα είναι άλλο απ’ το χθες: «Οι λέξεις έχουν
χάσει το νόημά τους» και η επικοινωνία τον ρόλο της, τα «ντουβάρια»
φέρουν «βαθιές πληγές», όπως ρυτίδες η επιδερμίδα. Μέσα απ’ αυτήν την
αλλαγή, μέσα απ’ αυτή την πείρα, γεννιέται μια νέα, «τρομερή» ομορφιά:
μια νέα ποιητική συλλογή.
Εκ των ων ουκ άνευ, τόσο η αλλαγή όσο και η πείρα. Εξάλλου, τι κι αν είναι τρομερή, η ομορφιά παραμένει ομορφιά.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα "Η Καθημερινή", 13.02.2011
_____________________________________________________
Το τελευταίο αντίο σε έναν αμετανόητο
αντιρρησία
Γράφει η Έλενα Σταγκουράκη
Νόμπελ λογοτεχνίας το 1998, μεταφράσεις έργων του σε 25 γλώσσες, ένα
πιστό αναγνωστικό κοινό, διασπαρμένο σε όλον τον κόσμο: όχι και λίγα για έναν
άνθρωπο που, όπως έλεγε, δεν είχε καμιά φιλοδοξία και ποτέ δεν είπε ότι θα
γίνει κάτι στη ζωή του.
Γενημμένος το
1922 σ’ ένα μικρό χωριό της Πορτογαλίας, ο Ζοζέ Σαραμάγκου πέρασε την παιδική
του ηλικία στην πορτογαλική ύπαιθρο, μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια αγροτών και
βιώνοντας «το κρύο του χειμώνα, την κάψα του καλοκαιριού και –μερικές φορές–
την πείνα». Μαζί μ’ αυτά όμως, έζησε την ομορφιά της φύσης κι έκανε βίωμά του
την αρμονία που τη χαρακτηρίζει, περνώντας νύχτες κάτω από δέντρα με τον παππού
του, «τον πιο σοφό άνθρωπο» που είχε γνωρίσει στη ζωή του. Αυτός είναι και ο
λόγος για τον οποίο ο ίδιος δε θα άλλαζε ποτέ, όπως είχε πει σε συνέντευξή του,
το παραμικρό στην καταγωγή του. Ο παππούς και η γιαγιά του, χοιροτρόφοι,
άνθρωποι απλοί κι αγράμματοι, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Σαραμάγκου,
διδάσκοντας κι εμπνέοντάς τον στο σχηματισμό τόσο της προσωπικής του κοσμοθεωρίας,
όσο και των ίδιων των λογοτεχνικών του χαρακτήρων.
Ο Σαραμάγκου
δεν έλαβε κλασική παιδεία, καθώς, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της
οικογένειας, έπρεπε να δουλεύει. Παρακολουθούσε μαθήματα σε νυχτερινή τεχνική
σχολή, ενώ τη μέρα εργαζόταν σε συνεργείο αυτοκινήτων. Μόνος του μελετούσε, φιλομαθής
καθώς ήταν, στις δημόσιες βιβλιοθήκες, έχοντας αναπτύξει ενδιαφέρον για την
ποίηση και τη λογοτεχνία γενικότερα.
Όσο παράδοξη
ήταν η «μέθοδος» εκπαίδευσής του, άλλο τόσο ήταν η πορεία του ως συγγραφέα. Το
πρώτο του μυθιστόρημα το εξέδωσε σε ηλικία 24 ετών και μετά από ένα σύντομο
διάλειμμα πλέον των τριάντα ετών, επέστρεψε με το δεύτερο βιβλίο του, σε ηλικία
55 ετών. Πιο σημαντικό ακόμα, κατόρθωσε μέσα στα επόμενα 25 χρόνια να
καθιερωθεί στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα, απέσπασε το βραβείο Νόμπελ
λογοτεχνίας, είδε τα έργα του ν’ ανεβαίνουν στο θέατρο και να μεταφέρονται στη
μεγάλη οθόνη, αγαπήθηκε και ταυτόχρονα κατακρίθηκε από δικούς και ξένους όσο
ελάχιστοι. Έχοντας συμπληρώσει 87 χρόνια «βιωμένης» ζωής, πράγμα για το οποίο
ήταν περήφανος, μας άφησε στις 18 Ιουνίου, αφήνοντας ταυτόχρονα το κενό πίσω
του δυσαναπλήρωτο.
Ο Σαραμάγκου
συνήθιζε να λέει: «Ζω μέσα στον κόσμο και αυτό νομίζω ότι είναι το φως που
φωτίζει το δρόμο μου». Πράγματι, το μόνο που δεν υπήρξε ο Σαραμάγκου είναι ένας
διανοούμενος θωρακισμένος πίσω απ’ το γραφείο και τα χειρόγραφά του,
αποκομμένος απ’ τον έξω κόσμο και τα πάθη του. Πάνω απ’ όλα, υπήρξε ον πολιτικό
και πολιτικοποιημένο, στοιχείο που βρήκε διέξοδο και στο συγγραφικό του έργο,
καθιστώντας τον επίσης συγγραφέα πολιτικό. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος
από το 1969, δεν κουράστηκε να καυτηριάζει την ανοησία, ανικανότητα και ματαιοδοξία
των εξουσιαζόντων, να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου προειδοποιώντας για ένα
μέλλον βίαιο και δυσοίωνο (όπως αρμόζει σ’έναν απαισιόδοξα σκεπτόμενο) και να
διαλαλεί την ανάγκη γι’ αλλαγή. Δε δίστασε να εξαπολύσει κατ’ επανάληψη
προσωπική επίθεση κατά των προέδρων Μπους και Σαρκοζύ και του πρωθυπουργού
Μπερλουσκόνι, με τον τελευταίο μάλιστα να εμποδίζει την έκδοση των έργων του
συγγραφέα στην Ιταλία. Αν και απαισιόδοξος, και γνωρίζοντας απ’ την καλή και
την ανάποδη τη φύση του ανθρώπου και το πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει, ο
Σαραμάγκου χαρακτηριζόταν από αγάπη και πίστη στον άνθρωπο. Αυτή η αγάπη είναι
διάχυτη στις σελίδες των μυθιστορημάτων του, αλλά εκδηλώνεται και στη «σχέση
στοργής» με τους αναγνώστες του. Επίσης, φαίνεται κι από ένα Σαραμάγκου
κοινωνικά ευαίσθητο, ο οποίος με την πένα του πολεμούσε ενάντια στην κάθε
είδους εκμετάλλευση, τις προκαταλήψεις, το σεξισμό, αλλά και υπέρ της προστασίας
του περιβάλλοντος και των ζώων. Εφ’όρου ζωής υπήρξε πολέμιος των ανά την υφήλιο
θρησκειών κι Εκκλησιών, οι οποίες κατά τη γνώμη του δεν έφερναν κοντά τους
λαούς, αλλά τους απομάκρυναν. Κατέκρινε την Καθολική Εκκλησία, ενώ «Το κατά
Ιησούν Ευαγγέλιο» λογοκρίθηκε στην Πορτογαλία, οδηγώντας το συγγραφέα στην
αυτοεξορία, στο νησί Λανθαρότε της Ισπανίας. Γενικότερα όμως, παρόλο που το
έργο του ήταν αποδεκτό, ο ίδιος υπήρξε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, με τους
συμπατριώτες του να τον θεωρούν ψυχρό κι αλαζονικό. Ουδείς προφήτης στον τόπο
του: γιατί ν’ αποτελέσει ο Σαραμάγκου εξαίρεση;
Όσο για το λογοτέχνη
Σαραμάγκου, πρόκειται για ιδιοφυία: ανατρέπει την ιστορία, διορθώνει το
παρελθόν, επεμβαίνει στο μέλλον, κι όλα αυτά με σύμμαχο τις αυθεντικές ιδέες,
συνοδοιπόρο την αλληγορία και δάσκαλους… τους χαρακτήρες των έργων του, όντας ο
ίδιος «δημιουργός των ηρώων και δημιούργημα δικό τους». Τι να πρωτοπεί κανείς;
Να μιλήσει για το φουτουριστικό και δυστοπικό στοιχείο στο έργο του που
δημιουργεί ακυρωμένους παραδείσους; Να αναφέρει τον καθολικό χαρακτήρα των
βιβλίων του, στα οποία δεν ορίζεται ούτε συγκεκριμένος χώρος, ούτε
συγκεκριμένος χρόνος, κάποιες φορές ούτε καν ονόματα; Ή μήπως δε θα συνιστούσε
παράλειψη να μην αναφερθεί ο φυσικός τρόπος με τον οποίο ο Πορτογάλος
συγγραφέας περιγράφει ακόμα και τα πιο τραγικά και παράλογα συμβάντα,
προκαλώντας ένα παραξένεμα που θυμίζει Μπρεχτ και Κάφκα; Να μην προσθέσουμε την
πάγια τακτική του Σαραμάγκου να είναι πάντα παρών στα έργα του, τα πανθ’ ορών,
ο μόνιμος Αφηγητής και συνδετικός κρίκος των έργων, μη διστάζοντας μάλιστα να
παρέμβει ευθέως στην αφήγηση για να σχολιάσει; Για το τέλος έμεινε ν’ αναφερθεί
το καλύτερο∙ το μορφολογικό εκείνο χαρακτηριστικό, τόσο ίδιο του Σαραμάγκου, αυτό
που κάνει εκείνον ξεχωριστό και τον αναγνώστη δρομέα –θαρρείς– μακρινών
αποστάσεων: η ιδιορρυθμία, καλύτερα, η απουσία σχεδόν της στίξης. Η φειδωλή
χρήση κόμματος και τελείας (τα μόνα σημεία στίξης στον κόσμο του Σαραμάγκου) ενώνει
αφήγηση, διάλογο, μονόλογο και σκέψεις των ηρώων, καθιστώντας τα όριά τους ασαφή,
εξού και γοητευτικά.
Μη μας παραπλανά όμως το μέγεθός του
ως συγγραφέα μυθιστοριογράφου. Ο Σαραμάγκου υπήρξε επιπλέον ποιητής,
μεταφραστής, δημοσιογράφος, διευθυντής εφημερίδων, διηγηματογράφος και κριτικός
λογοτεχνίας: άλλη μια απόδειξη για ένα πνεύμα ανήσυχο και πολυδιάστατο. Πάνω
απ’ όλα, ο Σαραμάγκου υπήρξε σοφός και προφητικός, καθώς πριν μία δεκαετία
κιόλας έλεγε: «Κάπου υπάρχει κάποιο λάθος. Δε γίνεται κάποιος να μην πιστεύει
σε τίποτε. Σήμερα το μόνο που μας απασχολεί είναι το εφήμερο. Μας ενδιαφέρουν
καθόλου οι γενιές που θα έρθουν; Τι είναι ο άνθρωπος αν δε σκέφτεται τα παιδιά
του;» Επίσης: «Τα πάντα γύρω μας είναι έτοιμα να εκραγούν και εμείς το μόνο που
κάνουμε είναι να προσπαθούμε να τα μπαλώσουμε.»
Όταν ρώτησαν
το Σαραμάγκου, πριν χρόνια, αν φοβάται το θάνατο, απάντησε αρνητικά,
προσθέτοντας ότι «η απειλή του τέλους κάνει ενδιαφέρουσα τη διαδρομή». Εξάλλου,
γιατί να φοβάται ο Σαραμάγκου το θάνατο; Ήδη έχει κερδίσει την Αθανασία.
Εκείνος μας αποχαιρετά: Η φωνή μου «θέλησε να γίνει η ηχώ της φωνής όλων μαζί
των ηρώων μου. Δεν έχω, έτσι κι αλλιώς, άλλη φωνή από τη φωνή που έχουν
εκείνοι. Συγχωρήστε με αν σας φάνηκε λίγο αυτό που είναι για μένα το παν».
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα "Χανιώτικα Νέα", Ιούλιος 2010.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα "Χανιώτικα Νέα", Ιούλιος 2010.