IDEA VILARIÑO



Ποιητική ανθολογία, με αλληλογραφία, συνεντεύξεις και χρονολόγιο για τη ζωή και το έργο της Ουρουγουανής ποιήτριας, μεταφράστριας και κριτικού, 
Ιδέας Βιλαρίνιο. 

Πρόλογος: Ana Ines Larre Borges
Επιμέλεια: Δημήτρης Αρμάος
Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση κ' επίμετρο: Έλενα Σταγκουράκη

Εκδόσεις Gutenberg
Δεκέμβριος 2015
 
 
 
*************************************************************




Όλες οι μεταφράσεις στην παρούσα σελίδα του ιστολογίου ανήκουν στην 
Έλενα Σταγκουράκη 
κι έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.



**************************************************



Δημοσιευμένες εργασίες για τη Βιλαρίνιο και την ποίησή της:

1)  Περιοδικό Το δέντρο, Μάιος 2014: "Τα 'αντίο' της Ιδέας"



2)  Περιοδικό Κουκούτσι, Δεκέμβριος 2013:
     - Η πολιτική ποίηση της Βιλαρίνιο    &       
     - Συνέντευξη της Ιδέας Βιλαρίνιο στην Ελένα Πονιατόφσκα (Μτφρ. Ε.Σ.)


3)  Περιοδικό Φρέαρ, Νοέμβριος 2013 (http://frear.gr/?p=2858):
     "Ιδέα Βιλαρίνιο-Χουάν Κάρλος Ονέττι: ένα πάθος αδάμαστο" 
     της Μπλάνκα Ελένα Πάντιν, μτφρ: Έλενα Σταγκουράκη.


4) Περιοδικό Το δέντρο, Νοέμβριος 2012: "Η ερωτική ποίηση της Βιλαρίνιο".


5) Παρουσίαση της ποιήτριας και ανάγνωση μεταφρασμένων ποιημάτων της στην εκδήλωση για τη λατινοαμερικάνικη ποίηση στο Instituto  Cervantes με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (14 Μαρτίου 2012).


6) Περιοδικό Το δέντρο, Νοέμβριος 2011: 9 ποιήματα.


7) Περιοδικό Poeticanet, Νοέμβριος 2009:
      http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1259430965&archive=&start_from=&ucat=215&show_cat=215


********************************************



Η Ιδέα Βιλαρίνιο γεννήθηκε στο Μοντεβίδεο της Ουρουγουάης στις 18 Αυγούστου 1920. Το πολύπλευρο ταλέντο της αποτυπώθηκε στο πλήθος των ενδιαφερόντων της, καθώς και στις ποικίλες ιδιότητες κι ενασχολήσεις της. Υπήρξε ποιήτρια, κριτικός λογοτεχνίας, στιχουργός, μεταφράστρια κι εκπαιδευτικός. Δύσκολα μπορεί να πει κανείς με σιγουριά, με ποια από όλες αυτές τις ιδιότητες άσκησε η Βιλαρίνιο την πιο έντονη επιρροή. Το αστέρι της πάντως έλαμψε από νωρίς, αφού πριν καν συμπληρώσει τα τριάντα έτη ζωής διακρίθηκε σε πολλούς από τους παραπάνω τομείς.
Η Βιλαρίνιο ανήκει στην ονομαζόμενη Γενιά του ’45, στην οποία ανήκει πλήθος λογοτεχνών με πιο γνωστό ίσως μεταξύ αυτών τον Μάριο Μπενεντέτι. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο “La suplicante” («Η ικέτις») εκδόθηκε το 1945. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 1952 έως το πραξικόπημα του 1973. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ανέλαβε την έδρα ουρουγουανής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ουρουγουάης. Σε συνεργασία με άλλους συγγραφείς, ίδρυσε τα περιοδικά “Clinamen” («Κλίναμεν») και “Número” («Νούμερο»), ενώ συνεργάστηκε για την κυκλοφορία πολυάριθμων άλλων εκδόσεων όπως “Marcha” («Πορεία»), “La Opinión” («Η άποψη»), “Texto crítico” «Κριτικό κείμενο» κ.ά.
Η Βιλαρίνιο έχει να επιδείξει έργο και ως στιχουργός. Δεν μπορεί να μη γίνει μνεία σε τρία δικά της τραγούδια-σταθμούς, αγαπημένα και πολυτραγουδισμένα από τους συμπατριώτες της. Πρόκειται για τα: "A una paloma" («Σε ένα περιστέρι», μελοποιημένο από τον Ντανιέλ Βιγκλιέτι), "La canción y el poema" («Το τραγούδι και το ποίημα», μελοποιημένο από τον Αλφρέδο Σιταρόσα) και "Ya me voy pa la guerrilla" («Φεύγω για το αντάρτικο», μελοποιημένο από τους Ολιμαρένιος).
Οι μεταφράσεις της, επίσης, έτυχαν ευρείας αναγνώρισης. Κάποιες από αυτές έγιναν για θεατρικές παραστάσεις που ανέβηκαν στο θέατρο του Μοντεβίδεο. Περισσότερο γνωστές ωστόσο είναι οι μεταφράσεις της έργων του Σαίξπηρ.
 
Η Βιλαρίνιο δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να επιδείξει το ταλέντο της αναδεικνύοντας το προσωπικό της έργο. Τουναντίον. Θα λέγαμε ότι η ίδια υπήρξε η χειρότερη μάνατζερ του ίδιου της του εαυτού. Τόσο λόγω της προσωπικότητας όσο και των πεποιθήσεών της, η Βιλαρίνιο αδιαφόρησε πεισματικά για μεγάλο χρονικό διάστημα απέναντι σε κάθε ευκαιρία και δυνατότητα προώθησης του ονόματος και του έργου της, παρά τις προτροπές των εκδοτών της.
Η σιωπή ήταν η απάντηση της πιο γνωστής ίσως ποιήτριας της Ουρουγουάης και όταν της ζητούσαν λεπτομέρειες για το έργο της, τις αφορμές του ή τα πρόσωπα στα οποία απευθυνόταν ή από τα οποία εμπνεόταν. Πολύ περισσότερο, η Βιλαρίνιο σιωπούσε για ό,τι αφορούσε την προσωπική της ζωή. Φυσικό επακόλουθο αυτής της στάσης της ήταν η απόλυτη άρνησή της να παραχωρήσει συνέντευξη έως το 1997. Τότε, σε ηλικία 77 ετών, δέχτηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις που τις έθεσαν η Ροζάριο Πεϊρού και ο Πάμπλο Ρόκα και στις οποίες βασίστηκε το ντοκιμαντέρ «Ιδέα», διαθέσιμο σήμερα μόνο σε συγκεκριμένες βιβλιοθήκες.
Παρά την εσωστρέφεια της ίδιας, στη Βιλαρίνιο απονεμήθηκαν πλήθος βραβείων και τιμών, ενώ δέχθηκε πολυάριθμες προσκλήσεις στη χώρα της και στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, το ενδιαφέρον για το έργο της εντάθηκε, έχοντας ως αποτέλεσμα ν' ασχοληθούν με αυτό πολλοί κριτικοί και καθηγητές του ισπανόφωνου κόσμου, αλλά και να μεταφραστεί στο εξωτερικό σε χώρες όπως η Αυστρία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ. Σήμερα, η ποίησή της κερδίζει ολοένα και περισσότερους αναγνώστες και θιασώτες. Ιδίως στην Ουρουγουάη, η λατρεία στο πρόσωπό της έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, φτάνοντας στα όρια σχεδόν του φετίχ. Κανείς βρίσκει τους στίχους της τυπωμένους σε σελιδοδείκτες και κάρτες, έως και σε γκράφιτι στους τοίχους.
Η Ιδέα Βιλαρίνιο έφυγε στις 28 Απριλίου 2009, σε ηλικία 89 ετών.
______________________

 

"Το άνθος της στάχτης"...

 "...η Βιλαρίνιο είχε επανειλημμένα εκφραστεί απορριπτικά για τον ελεύθερο στίχο, αν και οι στίχοι της δίνουν συχνά την εντύπωση του ελεύθερου. Η ίδια έλεγε χαρακτηριστικά: «Η ποίηση δεν αφηγείται, τραγουδάει» ή, παραφράζοντας τον Έλιοτ, «ο στίχος δεν είναι ποτέ ελεύθερος». (...) Θεωρούσε πως ο ρυθμός προϋπάρχει του νοήματος και έτσι «ο στίχος [της] πρέκυπτε ακολουθώντας συγκεκρικριμένη μορφή, δεν ήταν ελεύθερος». Η άποψή της για τον ελεύθερο στίχο και την επικράτησή του είναι ιδιαίτερα καυστική: «Λέω πως ο ελεύθερος στίχος υπήρξε μάστιγα, καθώς, υπό το πρόσχημα ενός στίχου ‘ελεύθερου’, κόσμος και κοσμάκης που δεν ήταν ποιητές έγραψαν χιλιόμετρα ολόκληρα τεμαχισμένης πρόζας, η οποία, μαζί με άλλα είδη πτώχευσης που επέφερε, οδήγησε στην απώλεια του αναγνωστικού κοινού της ποίησης. Δεν σημαίνει πως υποτιμώ την ποίηση της καθημερινότητας, κι εγώ έχω γράψει καθημερινή ποίηση. Ποτέ όμως ελεύθερο στίχο.»" ***


Πάντοτε παθιασμένη και απόλυτη, η Βιλαρίνιο εξηγεί πώς η ποίησή της δεν κατατάσσεται στην κατηγορία του ελεύθερου στίχου, καταδεικνύοντας ωστόσο το βαθμό λειτουργίας του ρυθμού πέρα από συμβατικές φόρμες. Φτάνει λοιπόν, κάποτε, στο σημείο να τεμαχίζει τους ιαμβικούς επτασύλλαβους ή εντεκασύλλαβους στίχους της, οι οποίοι όμως παραμένουν τέτοιοι. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτών των "κρυμμένων" επτασύλλαβων συνιστά το ακόλουθο ποίημα: 

Επιστολή 3η (Carta IΙΙ) 

Αγαπημένε
μην ξεχνάς
πως πάντα σε προσμένω
προσμένω κάθε νύχτα
εδώ είμαι
δεν κοιμάμαι
δεν κάνω τίποτε άλλο
προσμένω
σε προσμένω.
Η ώρα μία.
Την πόρτα κλείνω τότε
αγάπη
και ελπίδα
και στη σκιά
της νύχτας
με μάτια ερημωμένα
κοιτάζω μα δεν βλέπω
χωρίς τη θλίψη δίχως
παράπονα
τον τοίχο.
Επίμονα κοιτάζω
ώσπου να ’ρθεί ο ύπνος.


(1959-1960)

Idea Vilariño
Μτφρ: Έλενα Σταγκουράκη


 
*** Από το βιβλίο "Το άνθος της στάχτης", εκδόσεις Gutenberg, 2015.
 

Τι με νοιάζει (Qué me importa) 

Τι με νοιάζει η αγάπη
αυτό που ζητούσα
ήταν το είναι σου ολόκληρο για μένα
μέσα μου
στη ζωή μου
ακόμη κι αν δεν σε είχα
ακόμη κι αν για μέρες εβδομάδες μήνες χρόνια
δεν είχα εκείνο το γλυκό το λουλουδένιο άρωμα
του απαλού αναλωμένου δέρματός σου
που μου ’δινε
όλον τον έρωτα του κόσμου.
Τα υπόλοιπα
η αγάπη
τι μ’ ένοιαζαν
και τι με νοιάζουν.


Και τι μ’ αυτό; (Y qué) 

Την αγάπη σου παίρνωκαι τι μ’ αυτό
την αγάπη μου σου δίνω
και τι μ’ αυτό
απογεύματα θα ’χουμε και νύχτες
ενθουσιασμούς
καλοκαίρια
όλη την ηδονή
όλη την ευτυχία
όλη τη θαλπωρή.
Και τι μ’ αυτό. 
Παντοτινά θα εκλείπει 
το βαθύ ψέμμα
το για πάντα.


Ο μάρτυρας (El testigo) 

Τίποτα εγώ δεν σου ζητώ
δεν δέχομαι εγώ από ’σένα τίποτα.
Αρκεί που υπάρχεις
στον κόσμο
που ξέρεις ότι υπάρχω
στον κόσμο
που είσαι
κι είσαι για χάρη μου
μάρτυρας κριτής θεός.
Αν όχι
όλ’ αυτά προς τι.



Σχεδόν όλες τις φορές (Casi todas las veces) 

Κατέχω τη στοργή σου
σαν την παλάμη του χεριού μου την ίδια.
Φορές-φορές τη θυμάμαι στα όνειρά μου
σαν να την είχα ήδη κάποτε απωλέσει.
Σχεδόν όλες τις νύχτες
σχεδόν όλες τις φορές πάνω που αποκοιμιέμαι
εκείνην ακριβώς τη στιγμή
εσύ στη δυνατή αγκαλιά σου με τυλίγεις
με κυκλώνεις
με περικλείεις στη δροσερή σπηλιά του ύπνου σου
και το κεφάλι μου στηρίζεις με τον ώμο σου.




Μπαίνω στο παιχνίδι (Entro en el juego) 

Μπαίνω στο παιχνίδι
παίζω
τα φυλάω
βγαίνω
σε ακολουθώ χαμογελάω
παραδίνομαι
αφήνομαι
ξεχνιέμαι
όταν είσαι πλάι μου
όταν μ’ αγαπάς
μα σαν πάψεις
σαν έρθει το «όχι πια»
πόσο δύσκολο
να σ’ αγαπώ.


Τάγκο (Tango) 

Έρχομαι απ’ το δρόμο
παίρνω ψωμί
μπαίνω στο σπίτι
έχει ομίχλη και μπαίνω θλιμμένη
η αγάπη σου μια απουσία
η αγάπη σου λέω αγάπη μου
αγάπη που ’μεινε στο τίποτα.
Τα σκαλιά ανεβαίνω
κι αναθυμάμαι την ιστορία εκείνη
και μένω στα σκοτεινά
πίσω απ’ την πόρτα
πικραμένη
να σκέφτομαι να μη σκέφτομαι
την αγάπη σου
τη ζωή
και τη μοναξιά
τη μόνη βεβαιότητα.





Ζει (Vive)

 Εκείνη η αγάπη
εκείνη
που με τις άκρες των δαχτύλων έπιασα
που στα πατώματα έσυρα
που άφησα που ξέχασα
η αγάπη εκείνη
τώρα
σε κάμποσες γραμμές
που από ’να συρτάρι ξεγλιστρούν
είναι εδώ
εξακολουθεί να υπάρχει
εξακολουθεί να μου μιλά
πονά
και συνεχίζει
ακόμη
να ματώνει.



Ένα καλοκαίρι (Un verano) 

Στις γκριμάτσες κάποτε καταφεύγω
να μην έχω πρόσωπο λύπης
να ξεχνιέμαι
αγάπη μου
τις σκληρές ν’ αποδιώχνω
κι αμείλικτες σκέψεις μου.
Τι να κάνω, πώς,
αγάπη μου
να ζήσω ακόμη
να υποφέρω ακόμη
άλλο ένα καλοκαίρι.
Πολύ βαραίνει
με βαραίνει σαν η θάλασσα να βάραινε
με τον όγκο της τον απροσμέτρητο
τους ώμους μου
με βυθίζει
στη γη την πιο μαύρη του πόνου
κι εκεί μ’ αφήνει
αποκαμωμένη
αγάπη μου
μόνη μου εκεί
η δική σου εγκατάλειψη.
 
  

Παραλία Χιρόν

Πάντοτε κάποια αρβύλα θα υπάρχει πάνω στο όνειρο
το εφήμερο του ανθρώπου
μια αρβύλα δύναμης και παραλογισμού
έτοιμη να χτυπήσει
πρόθυμη στο αίμα να ποτίσει.
Κάθε φορά που οι άνθρωποι ορθώνονται
κάθε φορά που διεκδικούν όσα τους ανήκουν
ή απλώς αποζητούν να παραμείνουν άνθρωποι
κάθε φορά που η ώρα της αλήθειας η ώρα
της δικαιοσύνης σημαίνουν
η αρβύλα χτυπά σπάει βρωμίζει συνθλίβει
διαλύει την ελπίδα και την ιδέα
της απλής ανθρώπινης ευτυχίας για όλους
γιατί άλλα σχέδια έχει όμοια με Θεός
όπως κηρύσσουν και οι ιερείς για το θεό τους
πως άλλες βουλές υψηλές κι ανεξιχνίαστες έχει
σχέδια άλλα όπου υπάρχει χώρος για μια Χιροσίμα
μια Ισπανία μια Αλγερία μια Ουγγαρία κι ούτω καθεξής
όπου χώρος υπάρχει για την αδικία την καταπίεση
την εγκατάλειψη την πείνα το κρύο το φόβο
την εκμετάλλευση το θάνατο
όλο τον τρόμο όλο τον πόνο του ανθρώπου.
Η αρβύλα αλλάζει πόδια κάθε φορά που αλλάζουν χέρια
το χρήμα η ισχύς κι η εξουσία
όμως πάντα κάποια θα υπάρχει
κάποτε περισσότερες από μια
για να τσαλαπατά τα όνειρα των ανθρώπων.

                                                                                                                                                                                     (1961)




 Να σε βλέπω να γελάς

Να σε βλέπω να γελάς, με τα χέρια να σ’ αγγίζω
μαζί σου να ζω μια μέρα ένα χρόνο τρεις βδομάδες
ζωή αντίξοη και ζωή γλυκειά να μοιράζομαι μαζί σου
να σε βρίσκω στο κρεβάτι
στο δωμάτιο σαν ντύνεσαι
με μυρωδιά ποτού
σαν καπνίζεις
σαν ιδρώνεις το καλοκαίρι
ή στον έρωτα σαν κλείνεις
τα μάτια σου τα αφηρημένα.

 
Η συνάντηση

Τα πάντα δικά σου
για ’σένα
προορίζονται για την παλάμη την ακοή το βλέμμα σου
προορίζονταν
προορίστηκαν
πάντοτε προορίζονταν
σ’ αναζητούν σ’ αναζητούσαν
σ’ αναζήτησαν στο παρελθόν
πάντοτε
απ’ την ίδια τη νύχτα
που μ’ έσπειραν.
Εσένα έκλαψα στη γέννησή μου
εσένα στο σχολείο έμαθα
εσένα αγάπησα στις αγάπες τις τοτινές
και στους άλλους.
Ύστερα
τα πράγματα όλα
οι φίλοι τα βιβλία οι αποτυχίες
οι αγωνίες τα καλοκαίρια οι υποχρεώσεις
αρρώστιες σχόλη εκμυστηρεύσεις
όλα σημαδεμένα
όλα οδηγημένα
τυφλά
παραδομένα
προς το μέρος
απ’ όπου θα περνούσες
για να τα συναντήσεις
για να τα διαβείς εσύ.



Επιστολή ΙΙ

Μακριά βρίσκεσαι στο νότο
εκεί που οι δείκτες δε δείχνουν τέσσερις.

Γερμένος στην πολυθρόνα σου
στηριγμένος στο τραπεζάκι
του δωματίου σου
ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι
δικό σου ή κάποιας
που ευχαρίστως θα εξάλειφα
– εσένα σκέφτομαι κι όχι εκείνες που πλάι σου ψάχνουν
αυτό το ίδιο που εγώ αγαπώ.
Εσένα σκέφτομαι ήδη πέρασε μια ώρα
μα ίσως και μισή
δεν ξέρω.
Σαν πέσει το φως
θα ξέρω ότι πήγε πια εννιά
τα  σκεπάσματα θα τραβήξω
θα ντυθώ το μαύρο μου φόρεμα
και το χτένι στα μαλλιά μου θα περάσω.
Ώρα για δείπνο
μα βέβαια, τι άλλο;
Όμως κάποια στιγμή
σε αυτό το δωμάτιο θα επιστρέψω
στο στρώμα θα πέσω
και τότε η ανάμνησή σου
–μα τι λέω;–
ο πόθος μου να σε δω
να με κοιτάζεις
η αρρενωπή σου παρουσία που απουσιάζει απ’ τη ζωή μου
θα βαλθούν
ως βάλθηκες εσύ το απόγευμα αυτό
που ήδη έγινε νύχτα
να σημαίνουν
το μόνο το μοναδικό πράγμα
που στον κόσμο με νοιάζει.



Σαν χείλη απαλά, χείλη κοιμώμενα φιλήσουν…

Σαν χείλη απαλά, χείλη κοιμώμενα φιλήσουν
ωσάν πεθαίνοντας τότε,
κάποτε, πιο πέρα κι απ’ τα χείλη φτάνοντας
και καθώς τα βλέφαρα από τον πόθο ξεχειλίζουνε και πέφτουν,
τόσο αθόρυβα όσο ο αέρας το επιτρέπει,
η σάρκα, με τη μεταξένια θέρμη της, νύχτες ζητάει∙
και τα κοιμώμενα χείλη
μες στην ανείπωτη ηδονή τους, εξίσου, νύχτες ζητούν.
Νύχτες, νύχτες σιωπηλές, με σκοτεινά βελούδινα φεγγάρια,
νύχτες ατέλειωτες, φιλήδονες νύχτες, από φτερουγίσματα διάτρητες,
μες στον αέρα που γίνεται χέρια, έρωτας, στοργή,
νύχτες ωσάν από πανιά κι από κατάρτια…
Τότε είναι, στο ύψιστο πάθος, όπου αυτός που φιλά
ξέρει -και πώς ξέρει!- τα πάντα, ακατάπαυστα, και βλέπει πώς τώρα
ο κόσμος με θαύμα μοιάζει μακρινό,
πώς τα χείλη ανοίγουν πιο βαθύ ακόμη το θέρος,
πώς ο νους παραλύει,
και πώς φτάνει κι αυτός ο ίδιος να ξεχνιέται μες στο φιλί
ενώ άνεμος παθιασμένος τους κροτάφους του γυμνώνει∙
τότε είναι, στο φιλί απάνω, που τα βλέφαρα αργοπέφτουν
κι ο αέρας φτερουγίζει με μια ανάσα ζωής,
και περισσότερο αναριγά
αυτό που δεν είναι αέρας: η φλεγόμενη δέσμη των μαλλιών,
η φωνή που γίνεται βελούδο και, άλλοτε,
οι οπτασίες νεκρών που αιωρούνται.



Στην αγκαλιά σου…

Μέσα στην αγκαλιά σου
μέσα στην αγκαλιά μου
μέσα στα απαλά σεντόνια
μέσα στη νύχτα
τρυφεροί
ξεχασμένοι
παθιασμένοι
ανάμεσα στους ίσκιους
ανάμεσα στις ώρες
ανάμεσα
στο πριν και το μετά.

  
Αγάπη

Αγάπη
από τη σκιά
από τον πόνο
αγάπη
σε καλώ
από την κρήνη την ασφυκτική της ανάμνησης
δίχως τίποτα να ωφελεί ούτε και να σε περιμένει.
Σε καλώ
αγάπη
όπως τη μοίρα
όπως το όνειρο
τη γαλήνη
σε καλώ
με τη φωνή
με το σώμα
με τη ζωή
με ό,τι μου ανήκει
κι ό,τι είναι των άλλων
με απόγνωση
με δίψα
με θρήνο
σαν να ήσουν αέρας
κι εγώ να πνίγομαι
σαν να ήσουν φως
κι εγώ το φως να χάνω και να χάνομαι.
Από μια νύχτα τυφλή
από τη λήθη
από τις ώρες τις κλειστές
στη μοναξιά
δίχως δάκρυα μα ούτε αγάπη
σε καλώ
όπως το Τέλος
αγάπη
όπως το Τέλος.



Χάρισέ μου εκείνους τους ουρανούς, εκείνους τους ονειρεμένους κόσμους…

Χάρισέ μου εκείνους τους ουρανούς, εκείνους τους ονειρεμένους κόσμους,
το βάρος της σιωπής, εκείνο το τόξο, εκείνη την εγκατάλειψη,
φλόγισέ μου τα χέρια,
δώσε νόημα στη ζωή μου
με το γλυκό το χάρισμα που σου ζητώ.
Δώσε μου το φως το λυπημένο, παθιασμένο και γερό
εκείνων των ουρανών των μακρινών, την αρμονία
εκείνων των κόσμων των σφαλισμένων,
δώσε μου το όριο το σιωπηρό,
το συγκρατημένο περίγραμμα εκείνων των φεγγαριών των σκιερών,
το εγγενές τραγούδι τους.
Εσύ, ο αφορισμένος, δίνεις τα πάντα,
εσύ, ο ισχυρός, ζητάς,
εσύ, ο σιωπηλός, δώσε μου το γλυκό το χάρισμα
από αυτό το μέλι το άμεσο και με νόημα κανένα.
  

Αυτό που για σένα νιώθω

Αυτό που εγώ για σένα νιώθω τόσο δύσκολο είναι.
Από τριαντάφυλλα δεν είναι που στον άνεμο ανοίγουν,
μα από ρόδα που ανθίζουν στο νερό.
Αυτό που εγώ για 'σένα νιώθω… Αυτό το κάτι που γυρίζει
ή που με τις τόσες σου εκφράσεις λυγίζει
ή που με τα λόγια σου κομματιάζεις
και που μετά με μια σου κίνηση περιμαζεύεις
και με εισβάλλει τις ώρες τις χλωμές
αφήνοντας εντός μου μια δίψα γλυκιά ζαρωμένη.
Αυτό που εγώ για σένα νοιώθω τόσο οδυνηρό
σαν το φως το φτωχικό από τ΄ αστέρια
που πονεμένο ξεπνοημένο φτάνει.
Αυτό που εγώ για σένα νοιώθω∙
και που ωστόσο τόσο προχωρεί
που φορές-φορές ούτε σε φτάνει.


Μεσημέρι

Διάφανοι οι αιθέρες, από κρύσταλλο
η χαράδρα του πρωινού,
τα λευκά βουνά τα γυάλινα, οι κινήσεις των κυμάτων,
όλη ετούτη η θάλασσα∙ όλη ετούτη η θάλασσα
που το βαθύ καθήκον της εκπληρώνει,
η θάλασσα η αυτάρεσκη
η θάλασσα την ώρα αυτή την όλο μέλι, όπου το ένστικτο
σα μέλισσα βομβίζει νυσταγμένη…
Ήλιος, έρωτας, κρίνα ολάνοιχτα, μαρίνες,
εύθραυστα κλαδιά ξανθά, τρυφερά ως σώματα,
χλωμές αμμουδιές απέραντες.
Διάφανοι οι αιθέρες, από κρύσταλλο
οι φωνές, η σιωπή.
Στις όχθες του έρωτα, της θάλασσας, του πρωινού,
πάνω στην άμμο τη ζεστή που τρέμει εμπρός στο άσπρο
καθένας μας καρπό θυμίζει που για το θάνατο ωριμάζει.



Γράφω, σκέφτομαι, διαβάζω…

Γράφω
σκέφτομαι
διαβάζω
σελίδες μεταφράζω είκοσι
τις ειδήσεις ακούω
γράφω
γράφω
και διαβάζω.
Πού είσαι,
πού.


Μετά

Άλλη είναι
μάλλον άλλη
εκείνη που διαδοχικά μαζεύει
φόρεμα, μαλλιά, το είναι της
εκείνη που τώρα ανακτά
διαστάσεις,
ύψος, βάρος
και, μετά από ατέλειωτα ταξίδια ηδονικά,
το κατώφλι διαβαίνει ακέραιη και άσπιλη
και να μάθει δεν ψάχνει
δε χρειάζεται
ούτε να μάθει θέλει∙
τίποτα από κανέναν.


Είσαι μόνος, κι εσύ…

Είσαι μόνος, κι εσύ.
Εγώ δεν αγγίζω τη ζωή σου, τη μοναξιά σου, το μέτωπό σου,
εγώ δεν είμαι στις νύχτες σου παρά λίμνη, ποτό,
πιο πολύ ακόμα από μια λίμνη βαθειά
από όπου μπορείς να πιεις και με τα μάτια κλειστά ακόμα,
ξεχασμένος.
Για σένα είμαι σαν ένα ακόμα σκοτάδι, άλλη μια νύχτα,
προκαταβολή θανάτου
που φτάνει μια μέρα κρύα κι ο άνθρωπος περιμένει, αναμένει
και φτάνει κι εκείνος παραδίδεται στη νύχτα, σε ένα στόμα,
κι η απόλυτη η λήθη τον τυφλώνει, τον εξοντώνει.
Δίχως όρια η νύχτα,
διάφανη, ξάγρυπνη, μόνη,
αποζητά τον έρωτα, άγγελο της κάθε πράξης...
Μόνος είσαι, το ίδιο.
Εκστατικός, ουράνιος, περιπαικτικός, ψυχανεμισμένος,
παραδώσου στη στιγμή.


Δεν ήξερες

Αγάπη μου δύστυχη
πίστεψες
πως έτσι ήταν
δεν ήξερες.
Ήταν πιο πλούσιο από αυτό
ήταν πιο φτωχό από αυτό
ήταν η ζωή κι εσύ
με τα μάτια κλειστά
τους εφιάλτες σου οραματίστηκες
κι είπες
η ζωή.



Ο φιλοξενούμενος

Δικός μου δεν είσαι
δεν υπάρχεις
στη ζωή μου
στο πλευρό μου
δε δειπνείς στο τραπέζι μου
δε γελάς ούτε τραγουδάς
ούτε για χάρη μου ζεις.
Ξένοι είμαστε
εσύ κι εγώ η ίδια
και το σπίτι μου μαζί.
Ένας ξένος είσαι,
φιλοξενούμενος
που δεν ψάχνει δεν επιθυμεί
παρά φορές-φορές
μια μόνο κλίνη.
Τι μπορώ να κάνω
να σου την προσφέρω
μα εγώ ζω μόνη.




Όχι πια

Δεν θα γίνει πια
όχι πια
δεν θα ζήσουμε μαζί
δεν θα μεγαλώσω το παιδί σου
δεν θα ράβω τα ρούχα σου
δεν θα ξαγρυπνώ στο προσκεφάλι σου τις νύχτες
δεν θα σε φιλάω φεύγοντας
ποτέ δεν θα μάθεις ποια υπήρξα
γιατί άλλοι με αγαπήσαν.
Δεν θα κατορθώσω να μάθω
ποτέ γιατί ούτε πώς
ούτε αν ήταν στ’ αλήθεια
αυτό που είπες πως ήταν
ούτε ποιος υπήρξες
ούτε τι ήμουνα για σένα
ούτε πώς θα ήταν
μαζί να ζούμε
να αγαπιόμαστε
να μας περιμένουμε
να είμαστε παρόντες.
Δεν είμαι πια
παρά εγώ για πάντα
κι εσύ
δεν θα 'σαι πια για μένα
παρά εσύ.
Δεν υπάρχεις πια
κάποια μέρα μελλοντική
δεν θα ξέρω πού θα ζεις
με ποιαν
ούτε αν θα θυμάσαι.
Ποτέ δεν θα μ’ αγκαλιάσεις
όπως εκείνη τη νύχτα
ποτέ.
Δεν πρόκειται ξανά να σ’ αγγίξω.
Δεν θα σε δω να πεθαίνεις.



Τα πράγματα είναι απλά

Τα πράγματα είναι απλά 
πολύ πιο απλά και όμως
ακόμη κι έτσι έρχονται στιγμές
που φαντάζουν όλα αβάσταχτα για μένα
που δεν καταλαβαίνω
και δεν ξέρω αν πρέπει τα γέλια να βάλω
ή τα κλάματα από το φόβο
ή εδώ να μένω δίχως δάκρυα
δίχως χαμόγελα
σιωπηλή
αποδεχόμενη τη ζωή μου
το πέρασμα
το χρόνο.






Σαν πάρω καθρέφτη για το μπάνιο…

Σαν πάρω καθρέφτη για το μπάνιο
στο πρόσωπο θα με κοιτάξω
θα κοιταχτώ
αφού ποιος άλλος τρόπος, πες μου,
ποιος τρόπος άλλος, να μάθω ποια είμαι.
Κάθε φορά που το κεφάλι θα σηκώνω
απ’ τον κυκεώνα βιβλίων και χαρτιών
φέρνοντάς το κενό και κορεσμένο
αφήνοντάς το εκεί ν’ αναπαυθεί για μια στιγμή
στα μάτια θα το κοιτάζω με κάτι
σαν ανησυχία και περιέργεια και φόβο
ή μονάχα με κούραση με δυσθυμία
με την αντίστοιχη φιλία την παλιά
ή την προσηλωμένη και στα σοβαρά θα με κοιτάζω
σαν εκείνη την παράξενη φορά – στα έντεκά μου-
και κοίτα, θα μου λέω, να ’σαι
σίγουρα
θα σκέφτομαι δε μ’ αρέσει ή θα σκέφτομαι
ότι το πρόσωπο αυτό το μόνο δυνατό υπήρξε
και θα μου λέω, αυτή είμαι εγώ, η ιδέα
και σ’ αυτήν θα χαμογελώ
δίνοντάς μου κουράγιο.





Πού το πραγματωμένο όνειρο..

Πού το πραγματωμένο όνειρο
και που ο έρωτας ο τρελός
που όλοι
ή μερικοί
πάντοτε
πίσω από τη μάσκα της απάθειας
στα γόνατα εκλιπαρούμε
 



Σύγκριση

Όπως στην παρθένα παραλία
ο άνεμος διπλώνει
το λεπτότατο πράσινο καλάμι
που σχεδιάζει
έναν κύκλο ντελικάτο στην άμμο,
έτσι μέσα μου
η δική σου ανάμνηση.
 



Πότε πια…

Πότε πια νύχτες δικές μου
αγνοημένες κι ανέγγιχτες,
δίχως επαφή.

Πότε αρώματα
παρθένα από προσμείξεις.

Πότε εγώ ψυχρό αστέρι
κι όχι ανθός σε κλαδί πολύχρωμο.

Και πότε πια η ζωή μου,
η κοπιώδης ζωή μου,
σε μοναξιά
σαν μια στάλα νωχελική
που να πέσει επιθυμεί
και πάντα συγκρατείται
αυξάνοντας, γεμίζοντας
από την ίδια αυτήν, τρέμοντας,
επιταχύνοντας τη λάμψη της
και την επιστροφή στον ποταμό.

Δίχως πια ταλαντεύσεις ούτε φως
πέφτει στο σκοτάδι.
 



Η θάλασσα πηγάδι είναι, σκότος…

Η θάλασσα πηγάδι είναι, σκότος,
τα αστέρια απλά πηλός που λαμπυρίζει,
η αγάπη όνειρο και τρέλας κρότος,
η νύχτα κίτρινη με μιας γυρίζει.

Τα αστέρια απλά πηλός που λαμπυρίζει,
η θάλασσα πικρού νερού πηγάδι,
η νύχτα κίτρινη με μιας γυρίζει,
η νύχτα με του ψύχους το ψεγάδι.

Η θάλασσα πικρού νερού πηγάδι,
παρά τις στιχουργίες των ανθρώπων,
η θάλασσα πηγάδι είναι, σκότος.

Η νύχτα με του ψύχους το ψεγάδι―
παρά τις στιχουργίες των ανθρώπων,
η αγάπη όνειρο και τρέλας κρότος.
 



Εις αναζήτησιν

Αναζητούμε
κάθε νύχτα
με αγώνα
ανάμεσα από εδάφη βαριά κι ασφυκτικά
εκείνο το πουλί το ανάλαφρο από φως
που καίει και μας ξεφεύγει
μ’ έναν στεναγμό.
 



Όχι να πω…

Όχι να πω
να πω όχι
στο κατάρτι να δεθώ
μα
ελπίζοντας να το γυρίσει ο άνεμος
η σειρήνα να ανεβεί και με τα δόντια
τα σχοινιά να κόψει και στο βάθος να μ’ αρπάξει
όλο όχι λέγοντας όχι όχι
μα ακολουθώντας την.
 



Η αγάπη

Ένα πουλί μού τραγουδά
του τραγουδώ κι εγώ
στο αυτί μου γουργουρίζει
και του γουργουρίζω κι εγώ
με πληγώνει και το ματώνω
με κατατρώει
το λυγίζω
με διαλύει
το κομματιάζω
με βοηθά
το σηκώνω
γεμάτο όλο ειρήνη
όλο πόλεμο
όλο μίσος κι αγάπη
ελεύθερο
στενάζει και στενάζω
γελάει και γελώ
με κοιτά και το κοιτώ
μου λέει και του λέω
μ’ αγαπά και το αγαπώ
-όχι αγάπη δεν είναι
τη ζωή δίνουμε-
και ζητά και του ζητώ
με νικά και το νικώ
με τελειώνει και το τελειώνω.
 



Απόλυτη γύμνια

Ήδη σε απόλυτη γύμνια
απουσία παράξενη
διαδικασιών και τρόπων και μεθόδων
λουλούδι το λουλούδι
πλάσμα το πλάσμα,
ακόμη και με γνώση
και με μια πτώση στη σιωπή και δίχως λόγο.

Η αγωνία είναι γεγονός
μετά βίας μια γεύση,
ο πόνος ήδη αβάσταχτος,
η θλίψη ατέλειωτη.

Μια μορφή διαρκείας δίχως νόημα,
ένα χρώμα,
μια παρουσία για την παρουσία
και μια αναμονή παράλογη.

Ήδη σε γύμνια απόλυτη
σοφία

τελεσίδικη, μοναδική και πάγος.

Φως με το φως
πλάσμα το πλάσμα,
αμοιβάδα σχεδόν,
μορφή, δίψα, διάρκεια,
φως αρνημένο.
 



Περνάει φεύγει χάνεται

Περνάει φεύγει χάνεται
στιγμή δε διστάζει
ξεφεύγει
μάννα που ακούραστα
απ’ τα χέρια γλιστρά
τρέχει πετά στο τέλος του
ρέει
σκοτεινιάζει
διαλύεται
σβήνει
μηδενίζεται
τελειώνει.





Για τη Γουατεμάλα (A Guatemala)


Βρισκόσουνα στο σπίτι

μικρό μικρό κορίτσι

κοπέλα αγνή μοντέρνα

χτενίζοντας την κόμη.

Ήσουνα για ’μας

τους Λατινοαμερικάνους

τους άτολμους και ψόφιους

η αδερφή που ξεπετιέται στη ζωή

η θαρραλέα

που ανήκει σ’ άλλη μοίρα.

Το γέλιο σου θωρώντας

οι άλλες

οι μαραμένες δίχως όνειρα αδερφές

σε σένα βλέπαν τον εαυτό τους

εισέπρατταν δυνάμεις

κι επέστρεφαν σε ιδανικά νεκρά.

Μα τούτο ήταν αδύνατο

και όλοι το γνωρίζαν.

Νύχτα σ’ ακολούθησαν

σε σπρώξαν βίαια σε παλιό

αδιέξοδο δρομάκι

στο στόμα σε χτυπήσανε

σε δέσαν σε κλειδώσανε

τι λέω

δεν σε δέσανε

μον’ σ’ έχουν υπηρέτρια

μάλιστα κύριε μάλιστα

καλά σ’ αμοίβουν βέβαια

πατώματα να πλένεις

να στρώνεις το τραπέζι

σ’ αυτό να τρώνε άλλοι

παπούτσια να λουστράρεις

παπούτσια να λουστράρεις

λες και

ανέκαθεν αυτό στη ζήση να έκανες

λες και

ποτέ σου μοίρα άλλη να μην είχες

λες και

δεν ήξεραν πως ήσουν περιστέρα.

Και οι αδερφές οι δόλιες

οι μαραμένες όλες

λένε τι τρέλα αυτή πω πω τι τρέλα

ναι σκέτη τρέλα. Η μοίρα μας θα είναι

να λέμε κύριε ναι

να πλένουμε τα πιάτα

ναι κύριε μάλιστα

να στρώνουμε τραπέζι

να τρώνε σ’ αυτό άλλοι

ναι κύριε μάλιστα

τις κάλτσες να μαντάρουμε

τα πιάτα να τα πλένουμε

ναι κύριε μάλιστα

ναι κύριε μάλιστα

λουστράρουμε παπούτσια

λουστράρουμε παπούτσια



(1954)



  

 Δεν πέθανε λέω (Digo que no murió)


Δεν πέθανε λέω

όχι δεν το πιστεύω

–δεν άφησαν τον αδερφό του να τον αντικρύσει

και τον είπανε νεκρό τόσες φορές–

κι ύστερα

πώς να πεθάνει ο Τσε

τη στιγμή που υπήρχε ακόμη

τόση δουλειά να γίνει

τη στιγμή που του ’μενε ακόμη

όλη τη Νότια Αμερική να διατρέξει

ωραίος σαν κεραυνός

αναφλέγοντάς την

σαν αγάπης κεραυνός

που καταστρέφει και δημιουργεί

καταστρέφει και δημιουργεί όπως στην Κούβα.

Τι θα πει πέθανε ο Τσε

τι θα πει ότι θα πεθάνει.

Όμως εκείνη η φωτογραφία η φρικτή

η αρβύλα εκείνη

πώς διαμέλιζε την ψυχή εκείνη η αρβύλα

η βρώμικη η αρβύλα η βορειοαμερικάνικη

την πληγή δείχνοντας με περιφρόνηση.

Τίποτα δεν πιστεύω.

Τόσες οι αντιφάσεις

και τόσες οι φορές που τον είπανε νεκρό.

Να πεθάνει ο Τσε.

Ο ίδιος από μόνος του

θα επέτρεπε στην κοιλάδα εκείνη να τον κυκλώσουν

θα έβγαινε στο ξέφωτο

δεν θα το ’σκαγε

και θα επέτρεπε στη σφαίρα να του κλέψει τα γόνατα.

Εγώ δε θα το πιστέψω

κι ας τον κλαίει η Κούβα

κι ας θρηνεί

η Λατινική Αμερική ακέρια.

Τίποτα δεν πιστεύω. Μια μέρα

μια ωραία μέρα θα πουν πως βρίσκεται στη Βραζιλία

ή θα ξεφυτρώσει στην Κολομβία ή τη Βενεζουέλα

για να βοηθήσει

να μας βοηθήσει

κι εκείνη την ημέρα

ένα κύμα αγάπης

λατινοαμερικάνικης

την ήπειρο θα σείσει

για να ξεπηδήσει ο Τσε της Αμερικής.

Πως πέθανε δεν το πιστεύω

δεν το μπορώ

δεν θα το κάνω

κι ας το βεβαιώσει κι ο ίδιος ο Φιντέλ.

Όμως φίλοι

αδέρφια

μην ξεχνάτε

μην ξεχάσετε ποτέ το πρόσωπο της καταφρόνιας

την καρδιά την βρωμερότερη και από εκείνην την αρβύλα

ούτε το χέρι το πουλημένο

να θυμάστε το πρόσωπο

το χέρι

να θυμάστε το όνομα

ώσπου η μέρα να φτάσει

και σαν φτάσει

σαν η ώρα σημάνει

να θυμηθείτε το όνομα και το πρόσωπο

ενός στρατιωτικού ονόματι Πράδο.



(1967)







Επιτέλους (Por fin)



                                        Για τη Νικαράγουα



Μια γροθιά στον τοίχο έδωσα

δυο.

Αδύνατη η εισπνοή για μια στιγμή.

Ξεστόμισα ένα βρομόλογο.

Κι άλλο ένα.

Και στο τέλος σώπασα

στο τέλος έμεινα ακίνητη στηριγμένη στο περβάζι

προσπαθώντας να ζήσω

ν’ αναπνεύσω

κι είπα μέσα μου

επιτέλους

θε μου

συνέβη

επιτέλους

σήμερα

δεκαεννιά

του μήνα Ιούλη του εβδομήντα εννιά*.



(19.07.1979)



*Οριστική πτώση της δικτατορίας Σομόσα και νίκη των Σαντινίστας.










Με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα

ένας άνδρας

άνδρας άσχημος και νέος

πρόσωπο κάπως κενό

με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα

στο νερό τον βουτούσαν εκείνου του ποταμού

–για μια στιγμή μονάχα

τον βασάνιζαν δεν τον σκότωναν–

με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα.

Δε μιλούσε και του ποδοπατούσαν την κοιλιά

με τα χέρια δεμένα τον ποδοπατούσαν

την κοιλιά τού ποδοπατούσαν τους όρχεις

στο πάτωμα διπλωνόταν

τον ποδοπατούσαν.

Κι αυτήν την ώρα ακόμη

σήμερα

τον ποδοπατούν.



(1969)



Ευχαριστίες (Agradecimiento)


Το παρόν, που ποίημα είναι μονάχα στη μορφή, συνιστά ευχαριστία σε όλους εκείνους που μας στέλνουν φωτογραφίες από πτώματα ανταρτών, σκοτωμένενων στη Βολιβία, περιστοιχισμένες, είναι η αλήθεια, από κείμενα παραπλανητικά κι αδέξια, τα οποία όπως πάντα, όπως συμβαίνει και στο Βιετνάμ κάθε λεπτό που περνά, αστοχούν.



Ευχαριστώ

ειλικρινά ευχαριστώ

κι από καρδιάς

αυτές τις φτωχές απεικονίσεις των ηθελημένων θανάτων τους

των θανάτων τους χάριν ημών

που έως τη σημερινή ημέρα δεν θα είχαν

παρά πρόσωπο ένα

αυτό το Τσε.

Ευχαριστώ

ευχαριστώ και αν μπορούσα

θ’ ανταπέδιδα και με το παραπάνω

αν εγώ ομοίως διέθετα

ανάλογες πληροφορίες

ευχαρίστως

–περισσότερο ακόμη–

με πάθος ανήμερο θα ετοίμαζα

κάτι παραπάνω από ένα φυλλάδιο

για ν’ ανταποδώσω

θα ετοίμαζα ένα άλμπουμ

με τις φωτογραφίες είκοσι χιλιάδων νέων ανδρών

εξίσου διάτρητων εξίσου διαμελισμένων

εξίσου καμένων

νεκρών

τη στιγμή που τους ανέθεταν την καταστροφή του Βιετνάμ

και που τώρα κάπου εκεί αποσυντίθενται.

Ναι.

Καθένας είναι ζωντανός

ζει

ώσπου μια μέρα πεθαίνει

και

στη συνέχεια αποσυντίθεται.

Και τι μ’ αυτό.

Το ίδιο και ο ωραίος Κένεντυ

και ο φτωχός πάστορας Κινγκ

δίχως ποτέ τους αντάρτες να γίνουν.

Υπάρχουν κάποιοι

υπάρχουν πολλοί

που στο κρεβάτι πεθαίνουν

–δεν βλέπω το πλεονέκτημα–

μα για να το κατορθώνουν εκείνοι αυτό

υπάρχουν οι άλλοι που στη ζωή

πορεύονται κουνώντας την ουρά τους ώσπου να κοπεί.

Άλλους

αν γεννηθούν μαύροι και στις ΗΠΑ

ή σε χώρες ανάλογες

τους σκοτώνουν κάποτε σαν τα σκυλιά

κι ομοίως βρίσκονται κάπου πεταμένοι.

Αν κατά τύχη γεννήθηκες στο Βιετνάμ

μάλλον θα βρεθείς διάτρητος από πολυβόλο

πνιγμένος τσαλαπατημένος

μαχαιρωμένος μολυσμένος κρεμασμένος

ψημένος δηλητηριασμένος διαλυμένος

από τους δυτικούς και χριστιανούς

τους δυτικούς και χριστιανούς

τους χριστιανούς λέω.

Αν έχετε στην κατοχή σας περισσότερες φωτογραφίες

και δεν σας κάνει πολύ κόπο

σας παρακαλούμε θερμά

να συνεχίσετε να μας τις αποστέλλετε.

Κανέναν δεν τρομάζει ένας θάνατος στον ήλιο

όταν κάποιος τη ζωή του δίνει για ένα όραμα.

Εδώ στην Ουρουγουάη

οι τιμώμενοι ήρωες

πορεύτηκαν ομοίως στου ξυραφιού την κόψη

αφήνοντας κι αυτοί τα κόκαλά τους εδώ κι εκεί.

Κι εκείνος που πηγαίνει σήμερα αντάρτης στη Νότια Αμερική

δεν πηγαίνει σαν εκείνο το αγόρι από το Κε Σαν

που θέλησε ν’ αγοράσει μαγνητόφωνο

και νοίκιασε τον εαυτό του το φτωχό ζωντανό

μόνο και μόνο για μερικά δολάρια παραπάνω.

Ωστόσο Κύριοι

το θέμα είναι άλλο.

Πώς και δεν το μάθατε στο Βιετνάμ.

Αυτό λέγεται ελευθερία ή θάνατος

και για πολλούς δεν πρόκειται απλώς

για μια φράση όμορφη και τίποτε παραπέρα

είναι Ελευθερία ή Θάνατος με κεφαλαία

και αυτή η ελευθερία σάς εναντιώνεται

όπως σας εναντιώνεται και αυτός ο θάνατος.

Και υπάρχουν εκείνοι που για να το επιτύχουν

πηγαίνουν γραμμή στο θάνατο.

Θα μου πείτε: και λοιπόν.

Και υπάρχουν επιπλέον ανάμεσά σας

μισθοφόροι

σκλάβοι

πατριδοκάπηλοι

φονιάδες και προδότες

και υπάρχουν και ανίκανοι

που εξίσου απαρτίζουν τα κενά διαστήματα σ’ αυτήν την πρόταση

κι εξίσου έχουνε την εναλλακτική του θανάτου.

Και πρέπει –Κύριοι–

σίγουρα

και ποιος να το αρνηθεί

η επιλογή πρέπει να γίνει με πυγμή

γιατί δυο ζωές και δυο θάνατοι υπάρχουν

και γιατί υπάρχουν

τρόποι διαφορετικοί της αποσύνθεσης.

Και εσείς

άθελά σας

βοηθάτε ανά τον κόσμο να γίνει η επιλογή.

Ευχαριστώ για όλα. Ελευθερία ή θάνατος.



(1968)







Καημένε κόσμε (Pobre mundo)



Πάνε να τον ξεκάνουνε

κομμάτια θα σκορπίσει

και στο τέλος σαν φούσκα θα σκάσει

ή όλο λάμψη θα εκραγεί

σαν την μπαρούτη στη θαλάμη

ή πάλι, πιο απλά,

θα σβηστεί, λες και ένα

βρεγμένο σφουγγάρι

τη θέση του να ’σβηνε στο χώρο.

Ίσως δεν τα καταφέρουν

ίσως απλά τον καθαρίσουν.

Από πάνω του θα πέσει η ζωή σαν την περούκα

και μόνος θ’ απομείνει να γυρίζει

σαν μια σφαίρα αγνή

θνητή και στείρα

ή, λιγότερο κομψά,

στους ουρανούς να περιφέρεται

υπό σήψη αργή

σαν μια σωστή πληγή

σαν ένα πτώμα.






Τη νύχτα αυτή με φεγγάρι (En la noche de luna)



Στη μέση της λευκής τεράστιας νύχτας

ανάμεσα σε θίνες και φεγγάρι

–ο άνθρωπος πια πάτησε σελήνη–

μπροστά στη θάλασσα που κύμα απλώνει

υπέρλαμπρο σε παραλία άδεια

–φοβάται η Αλμερία λένε οι ειδήσεις

ακόμη δεν τις βρήκανε τις βόμβες

που έπεσαν στη θάλασσα από λάθος–

μες στη σιωπή, λευκή και παταγώδη,

αυτής της μοναξιάς, της μιας και μόνης,

– νεκροί χθες νύχτα οχτακόσιοι Βιετκόγκ

σε Βραζιλία και Ινδία πείνα–

στην ομορφιά και τη μελαγχολία

της νύχτας με φεγγάρι μες στα πεύκα,

σελήνη κατεχόμενη και φόβος

και πείνα και χωριό ισοπεδωμένο.



(1970)








Η νήσος (La isla)



                              Στον Χόρχε Σαλέρνο



Κύκλος μίσους και δυσωδίας

τη νήσο κυκλώνει όπου

με σένα γι’ άλλη μια φορά πεθαίνει ο άνδρας

ο ακέραιος ο αγνός

και μόνος

και σε κοιτάζει κι επιτρέπει κι επιβάλλει να πεθάνεις

καθώς ολοένα λιγοστεύουν οι σφυγμοί

της σύντομης γλυκειάς ζωής που διαφεύγει

της καθάριας ζωής που τη ρουφά το χώμα.

Ένας ποταμός μίσους τιποτένιος λερός και λυπηρός

σε κυκλώνει και σ’ αφήνει να φύγεις μόνος.

Μα όχι

εσύ δεν φεύγεις μόνος

εσύ

οι άλλοι εκείνος εσύ

οι νεκροί μονάχοι

ντυμένοι την αγάπη και τη λύπη

πεθαίνουν μέσα μας για πάντα.



(1970)










Τι γιοι μιας τέτοιας κι από ’κείνης

τι κτήνη

πώς αλλιώς να το πεις

με ποιον τρόπο άλλον

πώς

ποιο δάχτυλο κατηγορίας αρκεί

ποιο ανάθεμα

ποιος θρήνος

ποια λέξη που να μην είναι προσβολή

θα ωφελούσε

όχι για να τους συγκινήσεις

όχι για να τους πείσεις

όχι για να τους σταματήσεις.

Μοναχά για να εκφραστείς.



(1970)




Στον Ρενέ Σαβαλέτα* (A René Zavaleta)



Γιατί να μη σπάσει σε εκατό χιλιάδες κομμάτια

ετούτη η αιωρούμενη σαβούρα ετούτη η χούφτα

γης και πόνου

αέρα κοπανιστού και σκουπιδιών

αν ποτέ δεν υπάρξει ειρήνη

αν ποτέ δεν υπάρξει

ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο χαράς.

Προς τι λοιπόν η περιδίνηση μαζί της

η περιπλάνηση εδώ κι εκεί

μολύνοντας τον πλανήτη

η εισπνοή μαζί με τον αέρα

του θρήνου της μισής ανθρωπότητας

που δεν σταματά να θρηνεί ώς το θάνατο

που δεν σταματά να ζει θρηνώντας

πρέπει να φάμε

εμείς που τρώμε

να πλύνουμε το δέρμα το απαλό

οι μπανιαρισμένοι

και να διαβάσουμε ποίηση, οι διαβασμένοι.

Αυτό είν’ όλο. Ίσως και κάτι παραπάνω.

Ελάχιστο ωστόσο.

Να παγιδεύσουμε να συγκρατήσουμε ό,τι απομένει

ό,τι μας δίνουν από αγάπη ή ό,τι άλλο

υψηλότερα μερίσματα

τηλεοράσεις αυτοκίνητα όπλα

με σκοπευτικό τηλεσκόπιο

καταξίωση

ισχύ.

Είναι πολύ λίγα. Δεν αποζημιώνει

η πικρία ο θυμός η ενόχληση

για τόσες στερήσεις

τη σιωπή την αδύνατη

τη μοναξιά την αδύνατη

ή την ευτυχία την αδύνατη.

Γιατί να μην σπάσει σε εκατό χιλιάδες κομμάτια.

Αν ποτέ δεν υπάρξει ειρήνη

αν η υποχρέωση

αυτή που τη συνείδησή μας κρατάει καθαρή

είναι να βγούμε και να σκοτώσουμε

να εκκαθαρίσουμε τον κόσμο

να τον αναποδογυρίσουμε

και να τον φτιάξουμε απ’ την αρχή.

Και ίσως ακόμη ίσως λέω

ίσως και όλ’ αυτά για το τίποτα

ίσως μοναχά για να επιστρέψουνε σε λίγο

οι αγνοί και να τα διαλύσουν όλα

να καταπιέσουν να ξεπουλήσουν

να εκμεταλλευτούν

παγιδεύοντάς μας

φράσσοντας τις διεξόδους.

Ίσως για να νιώσουμε υποχρεωμένοι ξανά

πριν τον θάνατο

ν’ ακούσουμε

να ξεσηκωθούμε

πάλι και πάλι

να πάρουμε στα χέρια μας το δίκιο

και ξανά να πρέπει

εκ νέου

να βγούμε προς εκκαθάριση.

Γιατί να μην σπάσει σε εκατό χιλιάδες κομμάτια.



*Βολιβιανός πολιτικός, κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, με μεγάλη επιρροή στη Λ.Α.



**********************************************************************



Ιδέα Βιλαρίνιο-Χουάν Κάρλος Ονέττι: ένα πάθος αδάμαστο 

– της Μπλάνκα Ελένα Πάντιν


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


Τα Ερωτικά ποιήματα της Ουρουγουανής ποιήτριας φέρουν όνομα κι επώνυμο: Χουάν Κάρλος Ονέττι. Η ιστορία αυτού του βιβλίου, η ιστορία που το διαμόρφωσε, εκτυλίχθηκε στο Μοντεβίδεο των αρχών της δεκαετίας του πενήντα.


Υπάρχουν συγγραφείς, οι οποίοι μέλλεται να εξασφαλίσουν την αναγνωρισιμότητά τους με ένα και μόνον βιβλίο. Αυτή μοιάζει να είναι η περίπτωση της Ουρουγουανής ποιήτριας, Ιδέας Βιλαρίνιο, δημιουργού παθιασμένων ερωτικών ποιημάτων που φέρουν όνομα κι επώνυμο, όχι άλλο από εκείνο του Χουάν Κάρλος Ονέττι. (Αν και συνιστούν κλασικό δείγμα του συγκεκριμένου είδους ποίησης, παραδόξως κανένα από τα ποιήματα του βιβλίου δεν περιελήφθη στην Ανθολογία Λατινοαμερικάνικης Ερωτικής Ποίησης των εκδόσεων «Μπιμπλιοτέκα Αγιακούτσο».)


Η ιστορία αυτών των σελίδων πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του πενήντα, όταν ακόμη οι δυο τους δεν γνωρίζονταν. Την εποχή εκείνη, η πνευματική ζωή σε Μοντεβίδεο και Μπουένος Άιρες επέτρεπε τέτοιου είδους συμβιώσεις, όπου καθένας μπορούσε ν’ ανταμώσει όποιον ήθελε: έναν Ρομπέρτο Αρλτ, έναν Χόρχε Λουίς Μπόρχες, έναν Μπιόι Κασάρες, τις αδερφές Οκάμπο (Βικτόρια και Σιλβίνα), έναν Χοσέ Μπιάνκο. Από τότε (1950) χρονολογείται και το Νούμερο (Número), το περιοδικό απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Ιδρυμένο από τον Εμίρ Ροντρίγκες Μονεγκάλ, τον Μάριο Μπενεντέτι, τον Μανουέλ Κλαπς και την Ιδέα Βιλαρίνιο, το εν λόγω περιοδικό ήταν μία από τις λίγες εκδόσεις που χαιρέτισαν ενθουσιωδώς την εμφάνιση του βιβλίου του Ονέττι Η σύντομη ζωή (La vida breve), γεγονός που η κριτική του Μπουένος Άιρες είχε ουσιαστικά αγνοήσει.


Γνωρίζοντας αλλήλους μέσω των γραπτών τους, η προσωπική συνάντησή τους ήταν θέμα χρόνου και δεν άργησε να ’ρθει. Ούτως ή άλλως, αμφότεροι αποτελούσαν το επίκεντρο των αντίστοιχων κύκλων διανοουμένων, οι οποίοι τους είχαν ανυψώσει στη σφαίρα του μύθου. Εκείνη, ενάρετη. Εκείνος, αφορεσμένος. Το τέλειο ζευγάρι. Η συνάντηση θα πρέπει να έλαβε χώρα σε κάποιο καφέ στο κέντρο του Μοντεβίδεο. Σε εκείνα τα γεγονότα αναφέρεται η Βιλαρίνιο στη βιογραφία του Ονέττι, Κατασκευή της νύχτας, την οποία εξέδωσαν οι δημοσιογράφοι Μαρία Εστέρ Χίλιο και Κάρλος Μ. Ντομίγκες στις εκδόσεις «Πλανέτα» το 1993: «Προσπαθούσε να με εντυπωσιάσει βαθειά παρουσιάζοντας την καλύτερη δυνατή πλευρά του εαυτού του, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που μ’ έπεισε εν τέλει ότι πρόκειται για το όγδοο θαύμα του κόσμου. Τον ερωτεύτηκα την ίδια νύχτα εκείνη. Ερωτεύτηκα, ερωτεύτηκα, ερωτεύτηκα.» Το γάιδαρο, το σκύλο, το τέρας.


Ωστόσο, η καθοριστική συνάντηση θα καθυστερούσε μερικούς μήνες ακόμη. Εν τω μεταξύ διατηρούσαν αλληλογραφία, στην οποία αστειωδώς απευθύνονταν ο ένας στον άλλον στον πληθυντικό, παίρνοντας όμως ταυτόχρονα κάποιες ελευθερίες: «Πέρασε το καλοκαίρι και δεν ήρθες» θα διαμαρτυρηθεί η Βιλαρίνιο. Και από εκεί, στο αναπόφευκτο: εραστές, με σφοδρές ρήξεις και επανασυνδέσεις. «Ήταν ο τελευταίος άντρας που έπρεπε να ερωτευτώ, αφού ήμασταν εντελώς αντίθετοι κι ήταν αδύνατο να συνεννοηθούμε. Δεν κατάλαβε ποτέ την αλφαβήτα της ζωής μου, ποτέ δεν με κατανόησε ως άνθρωπο και ως προσωπικότητα. Κι έτσι είχαμε τις μεγάλες μας ρήξεις. Τη στιγμή που εγώ μιλούσα για κάτι πολύ λεπτό κι ευαίσθητο, θα ’λεγε εκείνος μια χοντράδα. Έλεγε πράγματα που μ’ έκαναν να τον διώχνω, πράγματα που μου ήταν αδύνατον να υπομείνω. Ακόμη αναρωτιέμαι γιατί τον ανέχτηκα τόσο, γιατί επέστρεψα τόσες φορές. Τσακωνόμασταν και ήμασταν μετά και πάλι μαζί, τον έδιωχνα κι ύστερα πάλι επέστρεφα. Μια νύχτα μού τηλεφώνησε όντας σε απόγνωση και μου ζήτησε να πάω να τον δω. Εγώ ήμουν με κάποιον που μ’ αγαπούσε και τον οποίο άφησα, προκειμένου να πάω και να περάσω τη νύχτα μαζί του. Και θυμάμαι πως το μόνο που κάναμε ήταν να γυρίσουμε ο ένας την πλάτη στον άλλον, και να διαβάσουμε: ένα βιβλίο εκείνος, άλλο εγώ. Το επόμενο πρωί τον άρπαξα, και κρατώντας του σφιχτά το πρόσωπο, του φώναξα κατάμουτρα: ‘είσαι γάιδαρος, Ονέττι, είσαι σκύλος, ένα τέρας’. Κι έφυγα.»


Γάιδαρος, κτήνος ή σκύλος, μια φορά στον Ονέττι είναι αφιερωμένα όλα μαζί και καθένα χωριστά από τα ερωτικά ποιήματα της Βιλαρίνιο.


«Μακριά βρίσκεσαι στο νότο
εκεί που οι δείκτες δεν δείχνουν τέσσερις.
Γερμένος στην πολυθρόνα σου
στηριγμένος στο τραπεζάκι
του δωματίου σου
ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι
δικό σου ή κάποιας
που ευχαρίστως θα εξάλειφα
−εσένα σκέφτομαι κι όχι εκείνες που πλάι σου ψάχνουν
αυτό το ίδιο που εγώ αγαπώ.
Εσένα σκέφτομαι ήδη πέρασε μια ώρα
μα ίσως και μισή
δεν ξέρω.
Σαν πέσει το φως
θα ξέρω ότι πήγε πια εννιά
τα  σκεπάσματα θα τραβήξω
θα ντυθώ το μαύρο μου φόρεμα
και το χτένι στα μαλλιά μου θα περάσω.
Ώρα για δείπνο
μα βέβαια, τι άλλο;»
(Απόσπασμα από το ποίημα «Επιστολή ΙΙ»)


Μια σχέση που, το δίχως άλλο, έφερε βαθειά τη σφραγίδα του πόθου, ένα οικοδόμημα που –είτε κατόρθωναν να το ορθώσουν είτε όχι– προσέκρουε πάντοτε στη συνεύρεσή τους. Τις ημέρες και τις νύχτες της απομόνωσής τους από τον έξω κόσμο διαδέχονταν μήνες ολόκληροι δίχως να έχουν ο ένας νέα του άλλου. Διαολόστελναν ο ένας τον άλλο ξανά και ξανά. Μια μέρα –χρόνια αργότερα, (1961)– τα πράγματα έφτασαν σε σημείο οριακό. Σ’ αυτήν την περίπτωση η απειλή ήταν πολύ συγκεκριμένη: «Αν φύγεις –προειδοποίησε ο συγγραφέας– δεν θα με βρεις όταν γυρίσεις.» Η ποιήτρια εξέλαβε τις λέξεις αυτές σαν την απειλή ενός τρελού που δεν κατανοούσε τη βαρύτητα της είδησης που είχε μόλις λάβει: τη δολοφονία του καθηγητή Αρμπέλιο Ραμίρες (είχαν παρέλθει μόλις δύο μέρες από την επίσκεψη του Τσε Γκεβάρα στο Μοντεβίδεο) και την σύγκληση του συμβουλίου των καθηγητών (η Ιδέα ήταν καθηγήτρια στο λύκειο Βάσκες Ασεβέδο) σε συνέλευση, κάτι που δεν σήκωνε αναβολή. «Αν πας, δεν θα με βρεις» επανέλαβε ο Ονέττι. Δίχως να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν της το τελεσίγραφο, η Ιδέα έφυγε για τη συνέλευση. «Μα μόλις βρήκα την ευκαιρία, κατάφερα να ξεγλιστρήσω κι επέστρεψα σπίτι. Βλέποντας το φως αναμμένο, σκέφτηκα πως εκείνος βρισκόταν μέσα, μα σαν άνοιξα την πόρτα ένιωσα μια γροθιά στο στήθος. Είχε αφήσει ένα σημείωμα γεμάτο προσβολές και προστυχιές. Και τα ποιήματά μου, κάποια ερωτικά ποιήματα που του είχα δώσει, βρίσκονταν τσαλακωμένα και πεταμένα στα πόδια του κρεβατιού.»


Μια ακόμη (τελευταία) συνάντηση θα πραγματοποιούνταν το 1974 με αφορμή το κλείσιμο της εφημερίδας Πορεία (Marcha) από τη λογοκρισία που είχε επιβάλει το στρατιωτικό καθεστώς. Πρόφαση για τη λογοκρισία της εφημερίδας, με την οποία είχε συνδεθεί στενά ο Ονέττι, υπήρξε η δημοσίευση του βραβευθέντος διηγήματος ενός διαγωνισμού, στον οποίο ο ίδιος υπήρξε κριτής, και στον οποίο οι στρατιωτικοί θέλησαν να δουν ένα συνωμοτικό εγχείρημα εναντίον της δικτατορίας. Ο Ονέττι καταδικάστηκε με ποινή φυλάκισης τριών μηνών και έτυχε μεταχείρισης λίγο χειρότερης από εκείνης ενός ψυχασθενούς. Κατά την έξοδό του από εκείνη την κόλαση, δέχτηκε την επίσκεψη της πρώην ερωμένης του, η οποία αναπαρήγε τη συνάντηση αυτή σ’ ένα κείμενό της που παραχώρησε για το βιβλίο των Χίλιο και Ντομίνγκες:


«Απομείναμε μονάχοι, σιωπηλοί. Σιωπηλοί. Μα εγώ δεν είμαι πια σαν και τότε: κάτι έμαθα, κάτι με δίδαξε η ανάμνηση. Πάντα αισθανόμουν πως δεν διέθετα την απαραίτητη ωριμότητα για να τον αντιμετωπίσω τότε. Ή μήπως πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στο να είμαι και να μην είμαι πια ερωτευμένη. ‘Θα πεθάνουμε δίχως να μάθουμε ποτέ να μιλάμε οι δυο μας;’ τον ρώτησα. ‘Πάντοτε μας στοίχιζε’ απάντησε. ‘Θυμάσαι εκείνη τη φορά που ήρθες, ύστερα από τόσο καιρό και μείναμε είκοσι, τριάντα λεπτά δίχως να πούμε τίποτα, καθισμένοι, εγώ στο κρεβάτι κι εσύ στην πολυθρόνα; Πάντοτε με κατοικούσες, σε όλα.’ ‘Ναι’, είπε. ‘Κι εσύ εμένα’ του απάντησα. ‘Κάποτε μου είπες πως δεν μπορούσες ούτε να φας, ούτε να κάνεις έρωτα, ούτε… μαζί μου’. ‘Ναι’, είπε. Με κοίταζε μονάχα για λίγες στιγμές και για στιγμές κατέβαζε το κεφάλι, δαγκώνοντας το πάνω χείλος του με μιαν έκφραση ανημπόριας, ίσως και απόγνωσης. Έτσι λοιπόν δεν ξέρω η αγάπη τι είναι. Εσύ έπασχες από αμνησία, ήταν προφανές. ‘Την πρώτη φορά που μπήκα στην αίθουσα του Μουσείου, ξετρελάθηκα μαζί σου. Ποτέ δεν κατάλαβα τι μου συνέβη’ είπε. ‘Ποτέ δεν μου το ανέφερες’ απάντησα. ‘Ποτέ δεν κατάλαβα εκείνην την επιθυμία κατάκτησης, εκείνην τη φούρια κυριότητας.’ (Εγώ πάλι δεν θυμόμουν κάτι ανάλογο.) ‘Δεν σ’ άφηνα να πας στην τάξη’ (αληθεύει), ‘δεν το άντεχα. Και δεν επρόκειτο απλώς και μόνον για πόθο. Αν ήταν έτσι, δεν θα ένιωθα αυτήν τη φοβερή τρυφερότητα που νιώθω για σένα’».


Ο Ονέττι συνομιλεί με την Χίλιο στο διαμέρισμα του συγγραφέα στη Μαδρίτη. Εκείνη σκοντάφτει στα «Ερωτικά ποιήματα». «Εμπρός, διάβασέ το» την παρακινεί ο Ονέττι.


Δεν θα γίνει πια
όχι πια
δεν θα ζήσουμε μαζί
δεν θα μεγαλώσω το παιδί σου
δεν θα ράβω τα ρούχα σου
δεν θα ξαγρυπνώ στο προσκεφάλι σου τις νύχτες
δεν θα σε φιλάω φεύγοντας
ποτέ δεν θα μάθεις ποια υπήρξα
γιατί άλλοι με αγάπησαν.
Δεν θα κατορθώσω να μάθω
ποτέ γιατί ούτε πώς
ούτε αν ήταν στ’ αλήθεια
αυτό που είπες πως ήταν
ούτε ποιος υπήρξες
ούτε τι ήμουνα για σένα
ούτε πώς θα ήταν
μαζί να ζούμε
να αγαπιόμαστε
να μας περιμένουμε
να είμαστε παρόντες.
Δεν είμαι πια
παρά εγώ για πάντα
κι εσύ
δεν θα ‘σαι πια για μένα
παρά εσύ.
Δεν υπάρχεις πια
κάποια μέρα μελλοντική
δεν θα ξέρω πού θα ζεις
με ποιαν
ούτε αν θα θυμάσαι.
Ποτέ δεν θα μ’ αγκαλιάσεις
όπως εκείνη τη νύχτα
ποτέ.
Δεν πρόκειται ξανά να σ’ αγγίξω.
Δεν θα σε δω να πεθαίνεις.
(Ποίημα με τίτλο «Όχι πια»)


       «Γιατί λέει η Ιδέα πως ποτέ σου δεν θα μάθεις ποια είναι;» ρωτά η Χίλιο, η δημοσιογράφος που απέσπασε ίσως τις περισσότερες συνεντεύξεις από τον Ονέττι.
         «Δεν γνωρίζω. Ποτέ δεν αισθάνθηκα πως ήταν ερωτευμένη μαζί μου.»
        «Δεν καταλαβαίνω. Πώς δεν ήταν ερωτευμένη. Και τα ποιήματα που έγραψε για σένα;»
       «Δεν είπα πως δεν υπήρξε ερωτευμένη, είπα πως ποτέ δεν ένιωσα εγώ να είναι ερωτευμένη. Πιστεύω πως ο τρόπος της είναι πολύ εγκεφαλικός, διανοητικός.»
         «Τίποτα άλλο;»
         «Και κρεβάτι.»


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=2858


********************************************************************


Όλες οι μεταφράσεις στην παρούσα σελίδα του ιστολογίου ανήκουν στην 
Έλενα Σταγκουράκη 
κι έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.



Δεν υπάρχουν σχόλια: