Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Gerrit Bekker. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Gerrit Bekker. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25/3/19

Η Ανθούλα Δανιήλ για "το χρώμα της σκιάς"...

Γκέρριτ Μπέκκερ, Το χρώμα της σκιάς, εκδόσεις Περισπωμένη, 2016

GERRIT BEKKER: ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ


Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Του Α. για τις εκλεκτικές συγγένειες

Ο Γκέρριτ Μπέκκερ (Gerrit Bekker, *1943) είναι Έλληνας από τη μητέρα του και Γερμανός από τον πατέρα του. Γεννήθηκε στο Αμβούργο το 1943, «τότε που οι Εγγλέζοι έκαναν από αέρος τις τρομακτικές επιθέσεις», ο ουρανός ήταν «μαύρος από τα βομβαρδιστικά… και η πόλη φλεγόταν σαν πύρινη λαίλαπα». Έζησε στην Ελλάδα τα εφηβικά του χρόνια, επέστρεψε και ζει στη Γερμανία. Είναι λογοτέχνης και ζωγράφος. Έχει τιμηθεί για την ποίηση και την πεζογραφία του το 1983 με το βραβείο Χέμπελ και για το παρόν βιβλίο με τον τίτλο Το χρώμα της σκιάς (Farbe der Schatten) το 1993 με το βραβείο Μάρα Κάσσενς. Ο τίτλος είναι φανερό ότι παραπέμπει στη ζωγραφική, η οποία εν πολλοίς είναι και το θέμα του βιβλίου, στο οποίο οι δύο αυτές καλλιτεχνικές ενασχολήσεις συναντώνται και εξελίσσονται παράλληλα.

Από την αρχαιότητα, άλλωστε, θεωρούνται η μία συμπληρωματική της άλλης· η ποίηση ως ζωγραφική φθεγγομένη και η ζωγραφική ως ποίηση σιωπώσα (κατά τον Σιμωνίδη), ut pictura poesis στο Ars Poetica κατά τον Οράτιο (και τον Γιάννη Ρηγόπουλο που με αυτό το θέμα και με τον τίτλο Κείμενο και εικόνα έχει ήδη δύο βιβλία και ένα ακόμα Ut pictura poesis).

Το βιβλίο του Γκέρριτ Μπέκκερ είναι μια παραλλαγή βιογραφίας. Το οδοιπορικό μιας πορείας προς την επίτευξη του στόχου, γραμμένο με έντονες τις εντυπώσεις από έναν πατέρα που στρατιώτης κατακτητής βρέθηκε στην Ελλάδα και μια μητέρα που ερωτεύτηκε τον κατακτητή και έφυγε μαζί του στη Γερμανία, αφήνοντας πίσω την Ελευσίνα, το χωριό της, που στα αρχαία χρόνια ήταν πόλη ιερή, και τον μεγάλο ποιητή Αισχύλο. Απροσδιόνυσος ο πατέρας, θλιμμένη πάντα η μητέρα. Δεν είναι λίγο το βάρος που σηκώνει στη συνείδησή της.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρακολουθούμε την πρώτη παιδική ηλικία του συγγραφέα. Η βομβαρδισμένη Γερμανία είναι η μεγάλη ηττημένη του Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου. Η φρίκη που προκάλεσαν οι Γερμανοί στις χώρες που κατέλαβαν είναι τώρα ζωντανή  μπροστά τους: τη βλέπουν στα σπίτια τους που είναι ερείπια, καμένα, στα μπαλκόνια που στέκονται στον αέρα, στις καμινάδες που μοιάζουν με κίονες.

Ο πατέρας κουβαλάει την αλαζονεία της αρίας φυλής του και την ήττα της.  Είναι σκληρός και αυστηρός με τον μικρό του γιο, αν και τον περισσότερο καιρό λείπει. Αλλά, όλοι οι άντρες λείπουν γιατί είναι νεκροί ή αιχμάλωτοι ή αγνοούμενοι και όσους ζουν τους γνωρίζουν από το όνομα της γυναίκας με την οποία συζούν. Η μητέρα του Γκέρριτ κάθεται πάντα μπροστά σε μια ραπτομηχανή, δίπλα στο παράθυρο και κοιτάζει τον γκρίζο ουρανό. Μαζί τους και η θεία Φρίντα, πάντα πλάι στο μικρό που άρχισε τις πρώτες απόπειρες ζωγραφικής, με θέμα σκηνές της γειτονιάς· τις παιδικές παρέες, το παιχνίδι στα χαλάσματα, τους τραυματισμούς, τους σκοτωμούς και τη φρίκη:

«Η φωτιά μας κατέτρεχε, άνεμος θυελλώδης που βογκούσε μέσα από τα τείχη και δοκάρια σωριάζονταν και τινάζονταν, αλλά κι απ’ το λιώσιμο της πέτρας και τον κοχλασμό της λιωμένης πίσσας στους δρόμους. Οι κραυγές των ανθρώπων… το ουρλιαχτό των σειρήνων,  το σκούξιμο των σκύλων στο δρόμο… Το Μπίλμπρουκ και το Ρότενμνπουργκσορτ, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ούτε παράθυρα, ούτε σπίτια, ούτε άνθρωποι, ούτε δέντρα, ούτε πύργοι, οι εκκλησίες στάχτη. Τα πλοία στον Έλβα ανατιναγμένα, όλα τους κενά κουφάρια, γερανοί και αποβάθρες τσακισμένα, και οι γέφυρες βυθισμένες κομμάτια».

Κάποιος φώναξε τον Γκέρριτ «μπάσταρδο», κάποια άλλη φορά «Ρώσο», γιατί οι Ρώσοι είναι οι μεγάλοι εχθροί. Είναι η ώρα που οι άμαχοι Γερμανοί πληρώνουν για το Ράιχ τη συμφορά που έχουν προκαλέσει στους άλλους τους «κατώτερους» λαούς, όπως ήταν για τον πατέρα του Γκέρριτ οι Έλληνες που τους περιέγραφε με μελανά χρώματα: «με ρούχα ατημέλητα», «παπούτσια με τα τακούνια φαγωμένα και τα χέρια  λιγδιασμένα», κοντοπόδαρους, τεμπέληδες και απρόθυμους, χωρίς τάξη. Δεν του άρεσε το τοπίο, δεν του άρεσε ο ήλιος. Η μητέρα του όμως μιλούσε για τον γαλανό ουρανό, το νερό, τα ψάρια, τα άγρια βουνά και για τον Αισχύλο που ήταν από το χωριό της. Η αυστηρότητα του πατέρα βρίσκει το ανάλογό της στον μοχθηρό και εκδικητικό δάσκαλο, που χτυπάει με μανία τα παιδιά με την πλατιά σανίδα σαν να χτυπάει τους εχθρούς. Εχθρική και η γειτονιά. Στους βομβαρδισμούς η μητέρα δεν μπορεί να μπει στο καταφύγιο γιατί δεν είναι Γερμανίδα. Δεν μπορεί πουθενά να σταθεί για να προστατευτεί. Η κατάσταση σκοτεινή και ρευστή. Η ζωή αβέβαιη, το μέλλον σκοτεινό.

Ο θείος Άρτουρ θα χαρίσει στον μικρό ένα κουτί νερομπογιές, ένα πινέλο κι ένα μπλοκ. «Αυτό είναι το μέλλον του παιδιού» σχολίασε. Και το παιδί βλέπει και καταγράφει : «και παίρνω σκοτάδι για να διώξω το φως και απλώνω νερό στο σκοτάδι για να φωτίσει και πιάνω το σφουγγάρι και σβήνω, κοιτάζω όμως τι έκανα και η σκιά απομένει σαν ίχνος». Η γνωριμία του Γκέρριτ με τον κύριο Σμιτ είναι μια εμπειρία καλλιτεχνική πολλών επιπέδων. Ποιητική, μουσική, φιλοσοφική. Ο Σμιτ του μίλησε για τον ον, για την αρμονία, για την παύση, για το περιβάλλον: «όλα έχουν τον περιβάλλοντα χώρο τους… όλα περιβάλλονται από κάτι». Για το χρώμα: «Να δημιουργείς κάτι με χρώμα σημαίνει να το επιβάλλεις στο φόντο». Για τη σκιά: «Ό,τι υπάρχει ορθώνει το ανάστημά του, το περίγραμμά του. Αυτό δεν είναι ούτε γκρίζο ούτε μαύρο, αλλά έχει τον δικό του τόνο. Είναι το χρώμα της σκιάς». Οι επισκέψεις στον Σμιτ είναι ένα αληθινό σχολείο για τη ζωγραφική αλλά και για τη ζωή.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου το παιδί με τη μητέρα έρχονται στην Ελλάδα που προσπαθεί να αναστηλωθεί. Στο σταθμό του τρένου τους παραλαμβάνει ο θείος Μήτσος μαζί με τον θείο Βασίλη που οδηγούσε μια μεγάλη σεβρολέτ και έμοιαζε με τσιγγάνο. Η μητέρα τού έδειξε σ’ ένα «ύψωμα, τα  απομεινάρια ενός ναού σαν να αιωρούνταν πάνω από την πόλη. Μετά ο κόλπος του Σκαραμαγκά… στη θάλασσα, εκεί στο βάθος, είχε γίνει μια φοβερή ναυμαχία, μπροστά στο νησί της Σαλαμίνας». Φτάνουν στο πατρικό σπίτι, Η γιαγιά σηκώθηκε και φίλησε τη χωρίστρα των μαλλιών του. Ο παππούς τον κράτησε σφιχτά πάνω του κάμποση ώρα. Η νεαρή Ειρήνη, θεία αλλά και συνομήλική του, φτιάχνει ψαρόσουπα. Στα μάτια του αγοριού όλα φαντάζουν εξωτικά και περίεργα. Δεν θα δυσκολευτεί όμως να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και θα ανακαλύψει τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά που βλέπει και σ’ αυτά που  του έλεγε ο πατέρας του. Η αντίθεση ανάμεσα στο ελληνικό φως και το μουντό γερμανικό θα είναι η πρόκληση για μια έξοδο από τη σκιά των προηγούμενων ετών της ζωής του στη φωτεινή Ελευσίνα.

Η καθημερινή ζωή στην αρχαία αυτή πόλη, που θυμίζει χωριό παρότι βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, θα δώσει υλικό στον νεαρό ζωγράφο. Τα ήθη, τα έθιμα, τα οικογενειακά και φιλικά τραπέζια, η θυσία του αρνιού το Πάσχα, η βόλτα με τον θείο-ταξιτζή στην Αθήνα, η επίσκεψη στο πορνείο, το τριήμερο σε ένα μοναστήρι ψάχνοντας τον αγιογράφο μοναχό, είναι μια πολύ σημαντική εμπειρία για τη ζωγραφική αλλά και τη γενική του συγκρότηση. Η Ειρήνη του μαθαίνει Ελληνικά, του μιλάει για τον Επίκουρο και τον Ηρόδοτο, και είναι πάντα δίπλα του. Θα ερωτευθούν αλλά θα αναγκαστούν να χωρίσουν. Εντωμεταξύ έχει καλλιεργήσει τα εκφραστικά του μέσα. Αφηγείται με άνεση και λογοτεχνική χάρη. Οι περιγραφές του έχουν τρυφερότητα, οι ερωτικές στιγμές με την Ειρήνη έχουν συγκλονιστική αλήθεια και ομορφιά. Η όλη αλλαγή του αντανακλάται στις ζωγραφιές του: «Πήρα λουλακί και μια σταλιά “μπλε της Πρωσίας” κι έσυρα τη γραμμή που χωρίζει τη θάλασσα από τον ουρανό».

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου επιστρέφει μόνος στη Γερμανία. Η μητέρα δεν θα ξαναπάει στη μουντή χώρα, θα εγκαταλείψει τον γερμανό σύζυγο. Η σκέψη του νεαρού γιου της όμως είναι ήδη γονιμοποιημένη από την Ελευσίνα, την ελληνική του ρίζα, τις οικογενειακές σχέσεις, το φως και τη θάλασσα. Και όλα αυτά θα τα ζωγραφίσει λουσμένα στο φως, μια «λευκή σκιά» απλωμένη πάνω στον βασανισμένο και σημαδεμένο από την ιστορία τόπο. Η επιστροφή στο Αμβούργο δεν του δίνει χαρά. Ο πατέρας επιμένει πως πρέπει να σοβαρευτεί αλλά εκείνος αρνείται να συνεχίσει το σχολείο· θέλει να εργαστεί, να ασχοληθεί με την ζωγραφική, να ακολουθήσει την καλλιτεχνική του φύση, αποδεχόμενος τον μοναχικό του δρόμο, με οποιοδήποτε κόστος.

Η σκιά δεν είναι απλώς σκοτεινή, μαύρη ή γκρίζα, αλλά μια χροιά του περιβάλλοντος τόνου που θα την έλεγε κανείς βιολετιά. Το χρώμα της σκιάς θα μπορούσε να είναι μια φανταστική αυτοβιογραφία. Βιογραφία ενός παιδιού που λαχταράει να γίνει ζωγράφος, και το βιβλίο είναι η σκιά του. Και ίσως είναι και μια από τις σπάνιες περιπτώσεις καλλιτέχνη που μπήκε στο χώρο της ζωγραφικής από τη λογοτεχνία, και με τέτοια επιτυχία, αφού και οι δύο καλλιτεχνικές φύσεις ισορροπούν αρμονικά, όπως και οι δύο πατρίδες, τα δύο περιβάλλοντα. Στη ζυγαριά των προτιμήσεων του Γκέρριτ, όλα τα συναισθήματα στέκονται ισοβαρώς. Ρεαλιστικά αποδίδει τις σκηνές φρίκης, αλλά χωρίς έμφαση και κραυγαλέο μελό, ονειρικά τα τοπία, σαν ζωγραφιά την πικραμένη, λιτή σαν Παναγία σιωπηλή μητέρα του.

Η γοητευτική αφήγηση και η καλή μετάφραση κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος.


Gerrit Bekker Το χρώμα της σκιάς  
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη, Επίμετρο: Άρνουλφ Κόνραντι
Εκδόσεις Περισπωμένη, 2016
σελ. 304
ISBN 978-618-5212-12-4


Πρώτη δημοσίευση: "Αποικία", Περιοδικό Λόγου και Τέχνης: 

25/1/17

Άρνουλφ Κόνραντι για τον Γκέρριτ Μπέκκερ και το "Χρώμα της σκιάς"...



«Ἡ συγγραφὴ ἀπὸ τὴ μία καὶ τὸ σχέδιο ἢ ἡ ζωγραφικὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι δραστηριότητες ποὺ κατὰ βάση δὲν συμβαδίζουν. Ἡ γλώσσα συνιστᾶ ἕνα πλάγιο μέσο, πολλαπλὰ μεταδιδόμενο, ἀφηρημένο, δηλαδὴ κάθε ἄλλο παρὰ εὐπρόσιτο. Ἡ ἀνάγνωση ἀποτελεῖ ἐνέργεια τῆς ὅρασης καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, πάλι, ὄχι, καθὼς ἐνεργοποιεῖ ἐντελῶς διαφορετικὲς περιοχὲς τοῦ ἐγκεφάλου ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ πρόσληψη καὶ ἡ παρατήρηση π.χ. ἑνὸς πίνακα. Στὴν καλύτερη τῶν περιπτώσεων, τὸ κείμενο δημιουργεῖ στὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀναγνώστη —ἂν καὶ ἐφόσον κεντρίσει τὴ φαντασία του— εἰκόνες, καὶ πάλι ὅμως αὐτὲς ἔχουν διαφορετικὴ ὑπόστα-ση ἀπὸ ἐκείνη ἑνὸς πίνακα ἢ ἑνὸς σχεδίου. Ἴσως νὰ εἶναι κι αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ ἐγκαταλείφθηκαν τὰ εἰκονογραφημένα μυθιστορήματα.


»Νὰ εἶναι ἄραγε αὐτὸς καὶ ὁ λόγος ποὺ σπανίζουν τόσο οἱ διπλὰ προικισμένοι; Πάντως εἶναι λίγα τὰ ὀνόματα ποὺ μοῦ ἔρχονται στὸ μυαλό: Γκύντερ Γκράς, Κρίστοφ Μέκελ, Ρόμπερτ Γκέρνχαρντ. Καί, φυσικά, ὁ ΓΚΕΡΡΙΤ ΜΠΕΚΚΕΡ»

Άρνουλφ Κόνραντι, απο το Επίμετρο της έκδοσης.


8/1/17

Το χρώμα της σκιάς - Θαμπωμένος



Το ποίημα αυτό, γραμμένο από τον Γκέρριτ Μπέκκερ για την Ελληνίδα μητέρα του, συνιστά ένα είδος ποιητικής αφιέρωσης μετά την προμετωπίδα του μυθιστορήματός του "Το χρώμα της σκιάς", το οποίο ούτως ή άλλως αφιερώνεται σε κείνην. Παρακάτω, φωτογραφία του ίδιου σε νηπιακή ηλικία, στην αγκαλιά της μητέρας του (από το αρχείο του συγγραφέα).



31/12/16

Το χρώμα της σκιάς - Die Farbe der Schatten





Το σπουδαιότερο ίσως μυθιστόρημα του Ελληνογερμανού ζωγράφου, πεζογράφου και ποιητή, Γκέρριτ Μπέκκερ, συστήνεται και συστήνει το δημιουργό του για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό. Δύο κόσμοι, δύο πραγματικότητες, δύο λογοτεχνικές αποτυπώσεις: από τη μια η χιονισμένη, αποσπασματική, μεταπολεμική Γερμανία των παιδικών χρόνων και των πρώτων αναμνήσεων, με την αμηχανία των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων, ως παιχνίδι των σκιών και από την άλλη η γεμάτη φως, χρώμα, άρωμα και γεύσεις Ελλάδα, ως τόπος μιας ανήσυχης εφηβείας, προσωπικής εξέλιξης κι ανάπτυξης, ώς την αποκρυστάλλωση του Εγώ. Δύο αντιθετικές πραγματικότητες, που αποτυπώνονται με δύο διαφορετικά γλωσσικά ύφη σε πρώτο και δεύτερο μέρος, μα πάντως με γλώσσα ποιητική και κυρίως ζωγραφική. Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο, συμπάσχει και συμπαθεί αυτό το μικρό παιδί που ενηλικιώνεται ακροβατώντας σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς, ώσπου από αυτό να γεννηθεί ο ζωγραφός. 

Αυτό που πάνω απ' όλα ξεχωρίζει τον Μπέκκερ και το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι συνιστά μία από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις όπου το χρώμα γίνεται λόγος. Ο Μπέκκερ γράφει με χρώματα και την απουσία τους, δημιουργεί με τις σκιές. Αυτό το γεγονός, μαζί με την ποιητική και αφαιρετική του γλώσσα, ιδίως στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αποτέλεσαν τις κύριες δυσκολίες, τις οποίες ως μεταφράστριά του είχα να αντιμετωπίσω, αλλά και την πρόκληση που με γοήτευσε εξ αρχής στο έργο του, ποιητικό ή πεζό. Γνωρίζοντας και το παραστατικό έργο του Μπέκκερ είχα την ευκαιρία να εισχωρήσω ακόμη περισσότερο στον κόσμο του. "

Το χρώμα της σκιάς" προσκαλεί λοιπόν το ελληνικό αναγνωστικό κοινό σε μια τέτοια μοναδική εμπειρία, όπου λόγος και εικόνα, γλώσσα και χρώμα, γίνονται ένα. Ένας όχι μόνο καλλιτεχνικός, αλλά κυρίως πολιτιστικός ελληνογερμανικός διάλογος με επίκεντρο τον Άνθρωπο. Καλή απόλαυση!

Έλενα Σταγκουράκη

**************************

Der wichtigste, könnte man sagen, Roman des griechisch-deutschen Malers, Schriftstellers und Dichters Gerrit Bekker stellt sich und seinen Schöpfer zum ersten Mal dem griechischen Publikum vor. Dabei setzt man sich mit zwei Welten, zwei Wirklichkeiten und zwei literarischen Abbildungen auseinander: einerseits das verschneite Deutschland der Nachkriegszeit aus der fragmentierten Erinnerungen einer verlegenen und naiven Kindheit als ein Spiel der Schatten, andererseits das voller Licht, Farbe, Düfte und Geschmäcker Griechenland einer unruhigen Pubertät und persönlichen Weiterentwicklung bis zur Herauskristallisierung des Ichs. Es handelt sich um zwei unterschiedlichen Wirklichkeiten, die durch zwei unterschiedlichen sprachlichen Stils im ersten und zweiten Teil des Buchs vor allem aber durch eine poetische und malerische Sprache portätiert werden. Die Leser empfinden Empathie und Zuneigung für das kleine Kind, das volljärig wird, indem es zwischen zwei Kulturen pendelt, bis es dazu kommt, dass es aus ihm ein Maler wird. 


Gerrit Bekkers Roman "Die Farbe der Schatten" wird dadurch gekennzeichnet, dass er eine der seltenen Instanzen darstellt, wo die Farben zur Sprache werden. Bekker schreibt mit Farben und derer Abwesenheit, er spielt mit Schatten. Diese Tatsache sowie die dichterische und elliptische Sprache vor allem im ersten Teil des Buchs stellten die größten Schwierigkeiten dar, mit welchen ich mich als Übersetzerin des Buchs ins Griechische auseinander zu setzen hatte. Gleichzeitig waren sie aber auch die Herausforderung, derer Anziehungskraft ich mich von Anfang an nicht entziehen konnte. Indem ich auch das malerische Werk Bekkers kennen lernte, durfte ich an seiner Welt wahrhaft teilhaben. 

"Die Farbe der Schatten" in seiner jetzigen Übersetzung ins Griechische lädt das griechische Publikum in ein einmaliges Erlebnis ein, bei welchem Literatur, Malerei, Sprache und Farben eins werden. Ein nicht nur kunstlerischer sondern vielmehr kultureller deutsch-griechischer Dialog zum Thema "Mensch"!

Elena Stagkouraki

27/12/16

Το χρώμα της σκιάς




ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ!
GERRIT BEKKER, «Το χρώμα της σκιάς» (1992, μυθιστόρημα)
Με μεγάλη χαρά οι εκδόσεις Περισπωμένη συστήνουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής Γερμανίας, τον ζωγράφο και συγγραφέα Γκέρριτ Μπέκκερ. «Το χρώμα της σκιάς» (μτφρ. Έλενα Σταγκουράκη), το οποίο ο συγγραφέας αφιερώνει στην Ελληνίδα μητέρα του, απέσπασε το 1993 το βραβείο «Μάρα Κάσσενς», το σπουδαιότερο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα μυθιστορήματος στον γερμανόφωνο χώρο.




9/9/16

Το χρώμα της σκιάς...



ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ και θα κυκλοφορήσει μέσα στο φθινόπωρο:

Gerrit Bekker, «Το χρώμα της σκιάς» 
(1992, μυθιστόρημα, μτφρ. Έλενα Σταγκουράκη)

Η Περισπωμένη συστήνει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τον Γκέρριτ Μπέκκερ, έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής Γερμανίας. Τόσο ως ζωγράφος όσο και ως συγγραφέας ο Μπέκκερ έλαβε πλήθος διακρίσεων — για το «Χρώμα της σκιάς» απέσπασε το βραβείο «Μάρα Κάσενς»(Mara-Cassens-Preis), το σπουδαιότερο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα μυθιστορήματος στον γερμανόφωνο χώρο. Ο Μπέκκερ αφιερώνει το βιβλίο στην Ελληνίδα μητέρα του.