Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέο Πλανόδιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέο Πλανόδιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12/7/16

Γράμμα από τις Βρυξέλλες, μετά το τρομοκρατικό... δημοψήφισμα!



Γράμμα από τις Βρυξέλλες, 28.06.2016

Αγαπημένη μου,

ναι, εντάξει, έχεις δίκιο να παραπονιέσαι και να διαμαρτύρεσαι, πάει καιρός που έχω να σου γράψω, πράγμα που βαραίνει και στη δική μου συνείδηση. Έλα όμως που τα χτυπήματα διαδέχονται απανωτά το ένα το άλλο. Πριν προλάβει κανείς να συνέλθει απ’ το πρώτο, να ‘σου και το επόμενο. Ευτυχώς, όμως, γνωρίζεις με ποιαν έχεις να κάνεις και είμαι βέβαιη ότι όχι μόνο δεν θα μου το επιρρίψεις, αλλά θα έχεις πιθανότατα και κατανόηση για το πώς επιδρά μια τέτοια κατάσταση σε μένα, όπως και σε όλους βέβαια. Εξάλλου, στην ίδια λίγο-πολύ θέση βρίσκεται πλέον ολόκληρη η Ευρώπη και ο κόσμος όλος.

Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στη (Μεγάλη) Βρετανία σχετικά με την παραμονή της ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα τα έμαθες. Παρά το θετικό αποτέλεσμα σε Σκωτία, Βόρεια Ιρλανδία και Λονδίνο, οι Βρετανοί αποφάσισαν υπερήφανα με 51,9% απόσχιση από την ευρωπαϊκή οικογένεια, πράγμα που προξένησε «συγκρατημένο πανικό» όχι μόνο στην πολιτική ηγεσία της Ε.Ε., αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη γενικότερα. Κάποιοι αναρωτιούνταν (εύχονταν) μήπως ο Κάμερον ακολουθήσει το παράδειγμα του Τσίπρα (είμαστε πρωτοπόρος λαός, πώς να το κάνουμε!) και κάνει το «όχι», «ναι». Μόνο που πέρα από πρωτοπόροι, είμαστε και μοναδικοί, απαράμιλλοι στο είδος μας. Κάθε άλλο, λοιπόν, οι Βρετανοί προσήλθαν με το κούτελο ψηλά στην έκτακτη σύνοδο της ολομέλειας του Ευρωκοινοβουλίου σήμερα και, για να είμαστε πιο ακριβείς, με τσαμπουκά. Βρετανοί Ευρωβουλευτές μίλησαν με απρεπή τρόπο σε συναδέρφους, εκφράζοντας τη χαρά τους που επιτέλους η (Μεγάλη) Βρετανία δεν θα πληρώνει για τους μισθούς Ευρωβουλευτών που ούτως ή άλλως δεν κάνουν τίποτα και άλλα συναφή. Η άλλη πλευρά δεν έχασε την ευκαιρία (κάτι μου θυμίζει αυτό) και απάντησε με εξίσου ειρωνικό υφάκι. Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να οξύνονται τόσο οι τόνοι.

Πολλοί, ανάμεσα σε κείνους -φαντάζομαι- κι εσύ, θα αναρωτιούνται προς τι η βιασύνη. Κι όμως, ποια βιασύνη; Να τους δώσουμε χρόνο να το ξανασκεφτούν, ελπίζοντας ότι θα αλλάξουν γνώμη; Δεν θα αλλάξουν. Να περιμένουμε να κακοφορμίσει η πληγή, πράγμα που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τρίτοι; Προς τι; Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Βλέπεις ποιους έχεις μαζί σου και ποιους όχι και προχωράς. Το θέμα είναι απλό: Η (Μεγάλη) Βρετανία δεν ένιωσε ποτέ ‘μέλος’ (άκου τώρα έκφραση για ολόκληρη αυτοκρατορία!) του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η στάση της ήταν πάντα στάση αμφιβολίας, καχυποψίας και συντηρητισμού -αν όχι οπισθοδρόμησης- (το καλύτερο για τους ίδιους θα ήταν η πραγματική επιστροφή στο παρελθόν βλ. Επέκταση των συνόρων, ίσως και Βρετανική Ένωση –who knows?), πράγμα που συνιστούσε ανέκαθεν πολιτικό τραύμα στο ευρωπαϊκό σώμα.Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τη στάση της στο ενιαίο νόμισμα, στο κοινό Σύνταγμα; Οπότε μια σύγκριση του BREXIT με το GREXIT θα ήταν άστοχη. Ο μαθηματικός στο γυμνάσιο μας έλεγε: «ανόμοια ποσά μεταξύ τους δεν συγκρίνονται». Άσε που, με τα 3/4 της νεολαίας να έχουν σκορπίσει στην Ευρώπη, η Ελληνίδα μάνα θα το σκεφτόταν διπλά πριν απλώσει το χέρι στην κάλπη. Λοιπόν, (Μεγάλη) Βρετανία, «γενηθήτω το θέλημά σου».

Όμως, προσοχή! Ήδη στις συνομιλίες μου και σε όσα ακούω στους διαδρόμους του Κοινοβουλίου, διακρίνω μια τάση εκδίκησης, ακόμη και παραδειγματισμού, πράγμα που θεωρώ μικροπρεπές. Η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. θα πρέπει να γίνει όπως στο χωρισμό ενός ζευγαριού. Θα μου πεις, δεν γίνονται μικροπρέπειες –όσο μικρές ή μεγάλες– όταν χωρίζει ένα ζευγάρι; Ε, όπως και να ‘χει, ο ένας οφείλει να σέβεται την επιθυμία του άλλου να φύγει κι ώς εκεί. Εφόσον η Βρετανία αποφάσισε να αποχωρίσει, δεν θα πρέπει να μας νοιάζει το αν αποσχιστούν από εκείνην η Σκωτία, η Ουαλία κλπ, ούτε αν θα γονατίσει οικονομικά, αλλά πώς εμείς θα προχωρήσουμε, χωρίς μάλιστα να φοβερίζουμε τα υπόλοιπα κράτη-μέλη με δυσβάσταχτες κυρώσεις. Η αρχή είναι απλή: τίποτε δεν γίνεται με το ζόρι. Όσοι θέλουν να φύγουν, ας φύγουν, κι όσοι θέλουν να μείνουν, ας μείνουν. Να ξέρουμε, μόνο, ποιοι είναι αυτοί. Με τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούν να υποχρεώνονται οι Σκωτσέζοι (διαφορετικός λαός από τους Βρετανούς) να ονομάζονται Βρετανοί υπό τη σκέπη της (Μεγάλης) Βρετανίας, ούτε οι Καταλανοί να λέγονται Ισπανοί, αφού οι ίδιοι δεν βλέπουν τον εαυτό τους ως τέτοιους. Μπορείς να επιβάλεις σε κάποιον πώς να βλέπει τον εαυτό του και να λέγεσαι δημοκρατικός και προοδευτικός άνθρωπος;

Πέρα όμως από τα λόγια, που αυτές τις μέρες είναι και πολλά και ηχηρά και φορτισμένα, η Αλήθεια βρίσκεται στα σημεία (δεν επέλεγα τυχαία τη Σημειολογία ως μάθημα επιλογής στο πανεπιστήμιο). Στο δρόμο σήμερα για το Κοινοβούλιο, με καλημερίζει μια σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πάντα με κεφαλαίο!) στο ρολόι στην πλατεία Λουξεμβούργου. «Μπα;» σκέφτομαι, «για δες! έβαλαν σημαία;» Πριν προλάβω να απορρίψω το ενδεχόμενο, σκεπτόμενη πως απλώς δεν την είχα προσέξει νωρίτερα, τσουπ! κι άλλη σημαία, στη γυάλινη ημικυκλική οροφή! «Έχει γούστο!» ξανασκέφτηκα. Έμεινα με την απορία –μου φαινόταν τραβηγμένο– ώσπου, φεύγοντας το απόγευμα, αντίκρισα τη σημαία της Ευρώπης και στο τηλεοπτικό στούντιο! Όπως και με το τρομοκρατικό χτύπημα στο μετρό των Βρυξελλών πριν λίγους μήνες είχαν ξεφυτρώσει στα μπαλκόνια σημαίες του Βελγίου, έτσι ξεφύτρωσαν παντού στα ίδια τα ευρωπαϊκά όργανα οι σημαίες της Ενωμένης Ευρώπης. Φταίω εγώ μετά να το χαρακτηρίσω ‘τρομοκρατικό δημοψήφισμα’;

Θέλουμε, δεν θέλουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, την ηρακλείτεια φράση ζούμε: «τα πάντα ρει, τα πάντα χωρεί», όμως -ας μου επιτρέψει ο αρχαίος σοφός τον αντίλογο-, όλο και κάτι μένει: εσύ, ας πούμε, η φίλη μου, ενσαρκώτρια των υψηλών αξιών της φιλίας και της αγάπης. Τώρα μπορεί να μοιάζει παλιομοδίτικο -αν όχι μπαγιάτικο- και γλυκερό -αν όχι κιτς-, όμως όλα -τρομοκρατία, αποσχιστικά δημοψηφίσματα, μισαλλοδοξία, κρίση, προσφυγικό- στο ένα αυτό συγκλίνουν: όχι στο διάλογο και στην κατάστρωση σχεδίων που τόσο μα τόσο συχνά ακούμε στις αίθουσες εντός κι εκτός του Κοινοβουλίου, αλλά στην αγάπη, σε μια προσέγγιση ουμανιστική, απαραίτητη προϋπόθεση κάθε διαλόγου και κάθε σχεδίου. Άσε που αν υπήρχε αυτή, ούτε σχέδιο, αλλά ίσως ούτε καν διάλογος θα χρειαζόταν.

Πες μου, όμως, πώς έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα του καλοκαιριού;

Σε φιλώ,

Έλενα

ΥΓ: Να μου φιλήσεις τα παιδιά. Αν τα ετοίμαζες για Αγγλία, μάθε τους κινέζικα.
 
 
 

29/4/16

"Γράμμα από τις Βρυξέλλες", μετά την τρομοκρατική επίθεση...

Βρυξέλλες, 25 Μαρτίου 2016

Φιλενάδα μου,

έχουν περάσει τέσσερις μέρες από τη μεγάλη τρομοκρατική επίθεση στις Βρυξέλλες που ξεπέρασε εκείνη του Παρισιού, τόσο λόγω του αριθμού των θυμάτων, όσο –κυρίως– λόγω πρεστίζ του πλήγματος. Από τη μια, βλέπεις, ήταν χτύπημα αναμενόμενο, λόγος για τον οποίο η πόλη βρισκόταν εδώ και μήνες σε κατάσταση συναγερμού, από την άλλη, οι Βρυξέλλες είναι η έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Οργάνων της. Μάλιστα ένα από τα χτυπήματα πραγματοποιήθηκε –ειρωνικώ τω τρόπω– στα θεμέλιά τους: στον αντίστοιχο υπόγειο σταθμό του μετρό.

Όπως βλέπεις, λοιπόν, και εσύ διαψεύστηκες που έλεγες πως δεν θα με πετύχουν λόγω των συχνών μου μετακινήσεων, και εκείνοι που βιάζονταν να με ‘επιπλήξουν’ για το γεγονός ότι θεωρούσα τα μέτρα ασφαλείας κωμικά και ανώφελα. Το ίδιο κωμικά και ανώφελα θεωρώ τα σχόλια και τις απαιτήσεις των Βέλγων και όσων άλλων Ευρωπαίων τα βάζουν με τον Σουλτς και τον κάθε Σουλτς, απαιτώντας ασφάλεια ως ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ούτε ο Σουλτς ούτε κανένας άλλος μπορεί να εγγυηθεί κάτι τέτοιο, για τον απλό λόγο ότι ο ανθρώπινος νους πάντα θα εφευρίσκει τρόπους δράσης και παράκαμψης των όποιων μέτρων, απαγορεύσεων, νόμων κ.ο.κ.

Well, Europe, welcome to the world! Λες κι έχουμε βαλθεί να νικήσουμε σε διαγωνισμό μυωπισμού, οι Ευρωπαίοι τα θέλουμε όλα δικά μας. Θέλουμε η Ευρώπη μας να είναι παγκόσμιος παίκτης, αλλά ταυτόχρονα να χαίρει μόνο των προνομίων μιας τέτοιας θέσης. Ε, λοιπόν, ήρθε ως φαίνεται η ώρα, η Ευρώπη να σταματήσει να είναι το όμορφο, ασφαλές, κλειστό στον εαυτό της χωριό που ήταν ώς τώρα και να γίνει μέρος του κόσμου. Τόσο το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, όσο και η τρομοκρατία δεν συνιστούν τάσεις, αλλά καταστάσεις που θα την αλλάξουν για πάντα. Όσα σύνορα και να κλείσουμε, όσο και να το αρνιόμαστε, δεν θα καταφέρουμε τίποτα. Γιατί πολύ απλά, η ζωή και η ιστορία υπερβαίνει και τον άνθρωπο, και την Ευρώπη, ακόμη και τις ΗΠΑ, αυτόν τον ηγεμόνα που μετά τους ινδιάνους, τους Ρώσους, τους Αφρικανούς, τώρα τους Άραβες, και πάντα με την υπερκατανάλωση, ποιος ξέρει, ίσως από σφάλμα, ίσως ηθελημένα, καταφέρει επιτέλους ν΄ αφανίσει το ανθρώπινο είδος από προσώπου γης και ησυχάσει επιτέλους. Έτσι θα αποδειχθούν προφητικές και οι ταινίες τους. Άσε που, σε έναν κόσμο που έχει σχεδόν εφεύρει το αντίδοτο για το AIDS και διάφορες μορφές καρκίνου, και ο μέσος όρος ζωής έχει αυξηθεί κατά πολύ, ο νέος τρόπος ‘φυσικής’ εξισορρόπησης μπορεί να είναι η τρομοκρατία: η νέα μάστιγα του αιώνα.

Ο μυωπικός εγωκεντρισμός όμως εμφανίζεται και σε μικροκλίμακα: σε απόψεις που ακούγονται, σε ερμηνείες που δίνονται. Οι βόμβες, λέει, περιείχαν καρφιά για να προκαλέσουν περισσότερο πόνο στα θύματα. Δεν σκέφτεται άραγε κανείς ότι, πολύ απλά, μην έχοντας τον τρόπο να προμηθευτούν πρώτη ύλη για τους αυτοσχέδιους μηχανισμούς τους, π.χ. σίδηρο, χωρίς μάλιστα να δώσουν στόχο, οι τρομοκράτες την προμηθεύτηκαν όπου και όπως μπορούσαν; Ή μήπως δεν συνηθιζόταν αυτή η μέθοδος και στους ευρωπαϊκούς πολέμους, ελλείψει πολεμοφοδίων; Δεν μας ενδιαφέρει. Μας νοιάζει να εκμεταλλευτούμε το γεγονός για προπαγάνδα και για να ενδυναμώσουμε το μίσος.

Φλυάρησα, όμως, φίλη μου, κι εσύ θα θέλεις να μάθεις για το κλίμα εδώ, τους ανθρώπους, τη διάθεση. Είναι και το Πάσχα των καθολικών –όχι ότι το παίρνει κανείς είδηση, χωρίς στολισμούς, καμπάνες, και με ανοιχτά τα καταστήματα. Καταφέραμε να μην έχουμε πίστη, και μας φταίνε αυτοί που πιστεύουν. Καταφέραμε να μην ξεχωρίζει το αρσενικό από το θηλυκό (και το ανάμεσό τους που λέει και ο ποιητής) και μας φταίνε εκείνοι που τα διαχωρίζουν σαφώς. Χθες περπατούσα στο δρόμο και μπροστά μου προπορεύονταν τρεις νέοι: ένα ζευγάρι γυναικών που περπατούσε χέρι-χέρι και δίπλα τους ένας φίλος τους, περισσότερο θηλυπρεπής και από τις δυο τους. Τον τελευταίο μήνα, ισάριθμοι με τους άντρες που με φλέρταραν ήταν ένας υπερήλικας, ένας παντρεμένος! ομοφυλόφιλος και μια λεσβία. Δικαιώματα έχουν και οι μεν και οι δε και όλοι, και ξέρεις πως τα υπερασπίζομαι. Βρίσκομαι όμως –ειδικά τώρα– στη μέση, να αναρωτιέμαι ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, για την ακρίβεια, ποιον δικαιώνει η ζωή, ο κόσμος, η ιστορία –όπως θες πες το– και ποιον όχι. Μήπως φτάσαμε να είμαστε για γέλια (ή για κλάματα); Και αν αυτή ακόμη ήταν ανέκαθεν η συνθήκη του ανθρώπου, τώρα ένα παραπάνω.

Στο δρόμο, αλλά και μέσα από το σπίτι ακόμη, αντιλαμβάνομαι ένα μούδιασμα, κάτι που θα συμβαίνει και σε ολόκληρη την Ευρώπη φαντάζομαι. Ειδικά το επόμενο πρωί της επίθεσης, ήταν σαν να είχε χιονίσει: μια αλλόκοτη ησυχία, ήχοι μουντοί, σαν μέσα από αφρολέξ ηχομόνωσης, ενώ η κίνηση στους δρόμους –από αυτοκίνητα και πεζούς–, ήταν κανονική. Μάλιστα, οι πεζοί έμοιαζαν περισσότεροι, αποφεύγοντας μάλλον τα μέσα μαζικής μεταφοράς.

Περισσότερο από τις μεσίστιες σημαίες στα Ευρωπαϊκά Όργανα και τα κρατικά κτίρια, αλλά και το μαύρο κορδελάκι πένθους στο Γούγλη, είναι κυρίως οι ‘μικρές’, εξατομικευμένες κι αυθόρμητες εκδηλώσεις εκείνες που αποτυπώνουν το γενικότερο αίσθημα: οι βέλγικες σημαίες που ξεφύτρωσαν από παράθυρα, η δεμένη κόμπο σημαία στο απέναντι μπαλκόνι ή το σημείωμα στην είσοδο μιας κάβας!, με μια καρδιά στα χρώματα του Βελγίου να αιμορραγεί: «Είμαστε μαζί σας!» Απ’ ό,τι φαίνεται, το κρασί δεν κατορθώνει ούτε ν’ ανυψώσει τα πνεύματα ούτε να παράσχει –έστω πρόκαιρη– λήθη.

Κι όχι μόνο αυτό. Το μεσημέρι εκείνης της Τρίτης κοιτούσα έξω από την τζαμαρία του Κοινοβουλίου. Μια λευκή και μια ροζ. Οι αμυγδαλιές εξακολουθούν να ανθίζουν. Χθες και σήμερα τα χαράματα με ξύπνησε έξω από το παράθυρο ένα πουλί που καλωσόριζε κελαηδώντας την αυγή. Έρχεται η άνοιξη. Λίγο πριν, όπως και χθες το απόγευμα, πέρασα από τον ίδιο δρόμο. Χθες, με προσπέρασαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα –τόσο που έλεγα πως θα τιναχτούν οι ρόδες στο παλιό πλακόστρωτο– τρία περιπολικά και στη συνέχεια χωρίστηκαν στη διχάλα του δρόμου. Λίγο παραπάνω, τα ανυποψίαστα μάτια μου είδαν πως είχαν αποκλείσει το στενό και οι αστυνομικοί πραγματοποιούσαν έφοδο. Σήμερα, στο ίδιο σημείο, μια άλλη πομπή, με επαναλαμβανόμενες κόρνες. Στον ήλιο στραφτάλιζε το λευκό νυφικό της μουσουλμάνας νύφης και τα βαμμένα με χένα χέρια της εξείχαν από την οροφή της μερσεντές και χόρευαν –χόρευε ολόκληρη στο πίσω κάθισμα. C’ est la vie…

… και σε φιλώ,
Ε.

 
Κείμενο/φωτογραφία: Έλενα Σταγκουράκη

26/4/16

"Γράμμα από τις Βρυξέλλες", 01.03.2016


Βρυξέλλες, 1 Μαρτίου 2016
Καλή μου,

μπήκε πια και επίσημα ο Μάρτιος. Μήνας της γυναίκας, της ποίησης, των εκδηλώσεων, των συζητήσεων σε στρογγυλή τράπεζα, των βιβλιοπαρουσιάσεων και των ταξιδιών, ο «τρελός» μήνας του χρόνου. Να μπορείς να φανταστείς τον πυρετό μου, πυρετό που παρ’ όλ’ αυτά θα επιθυμούσα –αλλά μάλλον αντικειμενικά δεν θ’ άντεχα– όλη τη χρονιά; Αλλά και πάλι, μεγάλες –και συχνά άγνωστες στον ίδιο– οι αντοχές του ανθρώπου.

Και σε όλα αυτά, προστίθενται η τραγωδία του μεταναστευτικού και ο τρόμος της τρομοκρατίας. Θαυμάζω τους ανθρώπους που άφησα πίσω και βρίσκουν το κουράγιο να αντικρίζουν καθημερινά εικόνες, να ακούν αριθμούς, κυρίως να βλέπουν πρόσωπα και μάτια. Ανάμεσά τους κι εσύ. Απ’ αυτά είμαι κάπως προστατευμένη. Λίγο η ξενιτιά, λίγο οι υποχρεώσεις, λίγο η ‘λογοκρισία’, το περνάω ελαφρά. Το δεύτερο όμως είναι εκείνο που δεν μου χαρίζεται, κάτι που ευτυχώς δεν έχει να αντιμετωπίσει άμεσα η Ελλάδα.

Ξέρεις ότι το φεστιβάλ φέτος για τη βία κατά των γυναικών είναι αφιερωμένο στις γυναίκες του μουσουλμανικού και αραβικού κόσμου. Το ίδιο ‘ελαφρά’ προσπαθώ λοιπόν να εκλάβω τα αιτήματα ‘φιλίας’ από τον Αλή, τον Μοχάμεντ και άλλους άντρες με αραβικά ονόματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αιτήματα που ξαφνικά φέτος λαμβάνω σχεδόν καθημερινά. Το ίδιο ‘ελαφρά’ προσπαθώ να εκλάβω το γεγονός ότι οι προθέσεις τους κάθε άλλο παρά φιλικές είναι, τη στιγμή που υπερασπίζομαι τα δικαιώματα των γυναικών· πλασμάτων –κατά τη γνώμη τους– υποδεέστερων και ακάθαρτων που αξίζουν τη στέρηση μόρφωσης, την εξαφάνιση πίσω από μπούρκες και νικάμπ, τον ακρωτηριασμό του ποδιού επειδή φάνηκε ο αστράγαλος ή το λιθοβολισμό για δήθεν αδικήματα. Τίποτα. Πατώ το κουμπί «διαγραφή» και συνεχίζω. Πώς να γίνω φίλη με κάποιον, για τον οποίον δεν υπάρχω;

Αύριο μία από τις εκδηλώσεις στο Κοινοβούλιο αφορά το ρόλο των γυναικών στην καταπολέμηση της ισλαμοφοβίας. Ενθουσιάστηκα. Σε απορημένο σχόλιο φίλου, που θα γινόταν ίσως ακόμη περισσότερο αν διάβαζε τις προηγούμενες αράδες, απάντησα έμμεσα. Ποιος ο λόγος της απορίας; Τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν το ίδιο και ο αγώνας είναι ο ίδιος είτε για τη μουσουλμάνα που δέχεται βία από το σύζυγό της είτε για τον μουσουλμάνο, τον οποίο στη δύση απορρίπτουν ή αποφεύγουν ως ενδεχόμενο τρομοκράτη. Σήμερα μάλιστα το ’νιωσα στο πετσί μου. Συνήθως, όπως σου έχω ξαναγράψει, με περνούν για Ισπανίδα. Δεν ξέρω όμως τι συνέβαινε στο κεφάλι της γυναίκας σε κατάστημα οπτικών –οπτικών!– σήμερα το πρωί και κοιτούσε μια εμένα και μια την ομπρέλα μου, λες και κρατούσα καλάσνικοφ. Τα φώτα του καταστήματος αναμμένα, η πόρτα όμως κλειδωμένη· πηγαίνοντας ν’ ανοίξω, αντιστέκεται· συναγερμός ειδοποιεί για την άφιξή μου, ο μεγάλος καφετής σκύλος με κοιτάζει ωστόσο αδιάφορος από το εσωτερικό και πίσω μου εμφανίζεται η μικροκαμωμένη πενηντάρα υπάλληλος. Αφού ξεκλειδώνει, μπαίνουμε και τη ρωτάω, χαίρεται που δεν μπορεί να με εξυπηρετήσει, εξακολουθεί να με σκανάρει καχύποπτη, κρατάει από το περιλαίμιο το σκύλο –για να μη φύγει;–. Μπορεί το πρόβλημα να ήταν προσωπικής φύσης ή να ευθύνεται το γεγονός ότι το κατάστημα βρισκόταν σε στοά ή οτιδήποτε άλλο, ωστόσο τα όσα μας περιβάλλουν με οδήγησαν σε αυτή τη βιαστική ίσως ανάγνωση. Τουλάχιστον μπήκα στη θέση των γυναικών και αντρών που επειδή φορούν μαντήλα ή είναι απλώς πιο μελαχρινοί, τυγχάνουν αντιμετώπισης εξωγήινου.

Στο σημερινό κόσμο όλα μοιάζουν να σε διώχνουν. Η Ελλάδα διώχνει τους νέους της, η Ανατολή τους ανθρώπους της, ο ίδιος ο πλανήτης μοιάζει να μας ξερνάει κι εμείς στέλνουμε αποστολές στο διάστημα αναζητώντας ένα ‘Αλλού’. Μάλλον από τον ίδιο του τον εαυτό επιδιώκει να δραπετεύσει ο σημερινός άνθρωπος, αλλά είναι αγώνας μάταιος.

Σε φιλώ,
Ε.

ΥΓ: Ελπίζω, όπως και τα φάρμακα, να κρατάς τα γράμματά μου μακριά από τα παιδιά.

 
Κείμενο: Έλενα Σταγκουράκη

23/4/16

"Γράμμα από τις Βρυξέλλες", 16.02.2016



Βρυξέλλες, 16 Φεβρουαρίου 2016
Γλυκειά μου,

ακόμη δεν βγήκαν καλά-καλά οι καρδούλες από τις βιτρίνες και γέμισε το σύμπαν αυγουλάκια και λαγούδια. Το πρωί μάλιστα, προσπέρασα στο δρόμο –πεταμένο στην άκρη του πεζοδρομίου, στο κέντρο της πόλης– και ένα μικρό έλατο, ζωντανό ακόμη. Χριστούγεννα, Βαλεντίνοι, απόκριες, Πάσχα, όλα ένας σωρός χάριν του παντοδύναμου θεού. Έλα τώρα, μη με ρωτάς τα αυτονόητα.

Χθες βράδυ πήρα κατ’ εξαίρεση το λεωφορείο, με κατεύθυνση το αεροδρόμιο. Η πόλη φαινόταν όμορφη, με τα φωτισμένα γραφεία στα πολυώροφα κι ασύμμετρης αρχιτεκτονικής κτίρια. Τα φώτα του δρόμου δυνατά, σε στύλους αρ νουβώ. Να μου πεις, ακόμη και η Αθήνα μοιάζει όμορφη τη νύχτα. Ίσως είναι που δεν φωτίζεται τόσο καλά.

Σε κάποια στάση, μαζί με άλλους, ανέβηκε κι ένας αλαφροΐσκιωτος, όχι εκ φύσεως, παρά λόγω της επήρειας ναρκωτικών ουσιών. Την επιβίβασή του την αντιληφθήκαμε εκ των υστέρων, όταν ξεκίνησε το παραλήρημά του. Τι σου έλεγα; Το δίγλωσσο παραλήρημά του, μισά αγγλικά, μισά γαλλικά. Μια φράση του στα αγγλικά με έκανε να θυμηθώ κάποιο αγγλόφωνο τραγούδι. “Κnocking on heaven’s door”; Μη βρίσκοντας τους σωστούς στίχους ή φοβούμενος πως δεν γίνεται κατανοητός ή ίσως πάλι απλώς για να ενδυναμώσει το μήνυμα που ήθελε να περάσει, αποφάσισε να καταφύγει στη βοήθεια της ηλεκτρονικής συσκευής του. “We are the world, we are the children… So let’s start giving”. ‘Για δες!’ σκέφτηκα, και θυμήθηκα ένα άλλο απόγευμα, στη Βιέννη, όταν, μπαίνοντας στο σπίτι, αντίκρισα τον εννιάχρονο Ελίας να τραγουδάει μόνος του στο σπίτι καραόκε, με ένα φαρδύ πλατύ χαμόγελο: “Life is life! Na na na na na, life is life!” Από το στόμα ενός καχεκτικού αγοριού, χωρίς μαλλιά.

“We are the world, we are the children” επιμένει ο συνεπιβάτης μου και με επαναφέρει στο τώρα. Κάθομαι στο παράθυρο και βλέπω πολύπλοκες γυάλινες εισόδους κτιρίων, απόρθητες. ‘Για δες τι κάνει ο σημερινός κόσμος στα παιδιά’, σκέφτομαι. ‘Για να μπορέσουν να τον αντέξουν, πρέπει εκείνα να βρίσκονται αλλού’. Κοιτάζω έξω από το τζάμι. Στο στύλο με τον προβολέα στο χείλος του δρόμου, ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις· πέντε κάμερες ‘ασφαλείας’.

Σε φιλώ,
Ε.

20/4/16

"Γράμμα από τις Βρυξέλλες", 06.02.2016

Βρυξέλλες, 6 Φεβρουαρίου 2016

Καλή μου,

απολογούμαι. Ξέρω, έχω μέρες να σου γράψω, όμως νοερά βρίσκεσαι πάντα δίπλα μου, όπου πηγαίνω, φαντάζομαι τους διαλόγους μας και είναι σαν να τα ξέρεις ήδη όλα.

Σάββατο σήμερα και, ως μη ημέρα γραφείου, ιδανική μέρα για εξερεύνηση της πόλης, πάντοτε χωρίς χάρτη και με μόνο οδηγό τις αισθήσεις: κυρίως την όραση, την ακοή, την όσφρηση και εκείνο το αίσθημα στο στομάχι που δίνει το πράσινο ή το κόκκινο φως. Άφησα λοιπόν για λίγο τη δουλειά στην άκρη (επίτηδες απέφυγα παραπάνω το ‘μη εργάσιμη’, φευ!) και ξεχύθηκα στην πόλη, απέναντι στην οποία έχω εξίσου χρέος.

Πως με περνούν για Ισπανίδα δεν με ξαφνιάζει ούτε είναι κάτι που βιώνω για πρώτη φορά. Στη Γερμανία, την Αυστρία και αλλού, με ρωτούσαν συχνά για την ισπανική τάχα προέλευσή μου, προσδοκώντας μια καταφατική απάντηση, με αποτέλεσμα να εκπλήσσονται. Εδώ όμως –καθότι τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται– ξεκινούν κατευθείαν να μου μιλούν στην υποτιθέμενη μητρική μου γλώσσα. Όχι στο Κοινοβούλιο, όπου ούτως ή άλλως όλοι είναι το λιγότερο τρίγλωσσοι (ο παράδεισος του μεταφραστή), αλλά στο δρόμο ή σε καταστήματα, όπου ρωτώντας στα αγγλικά για πληροφορίες, λαμβάνω συχνά την απάντηση στα ισπανικά. Καθόλου δε με νοιάζει, αντιθέτως, ευγνωμονώ τη δύναμη που με έσπρωξε στη γλώσσα της Ισπανίας, κυρίως δε της Λατινικής Αμερικής, διαφορετικά, με τα γαλλικά, άκρη δεν θα βγάζαμε.

Η καλύτερη όμως σημερινή μου συνάντηση ήταν σε ένα υπαίθριο παζάρι παλιών και μεταχειρισμένων αντικειμένων, από την κάτω μεριά του Μεγάρου της Δικαιοσύνης. Οι πάγκοι ελάχιστοι, κυρίως κούτες και πανέρια με λογής-λογής πράγματα πάνω στο πλακόστρωτο της πλατείας: έπιπλα, κορνίζες, πορσελάνες, αγαλματίδια του Βούδα πλάι σε ελληνορθόδοξες εικονίτσες και φιρμάνια και αναρίθμητες ασπρόμαυρες φωτογραφίες γάμου και οικογενειακές του 19ου αιώνα, που μ’ έκαναν να δώσω δίκιο στον Κάφκα για την ανάγκη καύσης τους μετά θάνατον. Σε αντίθεση με τη Νάσμαρκτ της Βιέννης, πολλά ήταν εδώ τα εκθέματα αφρικανικής προέλευσης, ειδώλια και μάσκες, από εκείνες που μου αρέσει πολύ να παρατηρώ και να τις φαντάζομαι να χρησιμοποιούνται από το γηγενή πληθυσμό, αλλά τις οποίες δεν θα τολμούσα ν’ αγοράσω για το σπίτι.

Την προσοχή μου τράβηξε αυτόματα ένα κοκάλινο χτένι με σκαλισμένες δυο κεφαλές στο πάνω μέρος, η μια να βλέπει προς την ανατολή και η άλλη προς τη δύση. Πανέμορφο και παλιό, με δυο ακίδες σπασμένες στο τελείωμά τους. «Από ελεφαντόδοντο», με διαβεβαίωσε ο ευγενικός Αφρικανός πωλητής στα αγγλικά, και μου όρισε την τιμή του. Στην αυθόρμητη έκπληξή μου για το ύψος της, επανέλαβε τα του υλικού που θα προτιμούσα να μη σκέφτομαι. Τελικά το χτένι το πήρα στο ένα τρίτο της αρχικής τιμής, κυρίως χάρη στην ευγένεια του πωλητή. «Από πού είσαι;» με ρωτά. «Ελλάδα» απαντάω. Η επόμενη ερώτησή του με αποσβολώνει: “You, transit?” Και δεν με εξέπληξε τόσο η φυσικότητα με την οποία με ρωτούσε αν ήμουν περαστική από την Ελλάδα ή τώρα από εδώ. Το συγκλονιστικό είναι ότι πράγματι δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Θες από απόγνωση, θες από ελπίδα, θες από προοικονομία, του απάντησα με το γνωστό μου πείσμα: «Είμαι εδώ.» Και, σαν για να του το αποδείξω, του υποσχέθηκα πως θα επισκεφτώ ξανά τον πάγκο του σύντομα.

Σε γλυκοφιλώ,
Έλενα

ΥΓ: Μην ξεχνάς να με κρατάς ενήμερη για τα της υγείας σου. Φίλησέ μου τα παιδιά.

17/4/16

"Γράμμα από τις Βρυξέλλες", 24.01.2016



Βρυξέλλες, 24 Ιανουαρίου 2016

Αγαπημένη μου,

λυπάμαι για την ταλαιπωρία που περνάς κι ελπίζω να την ξεπεράσεις το συντομότερο δυνατόν. Αν και μακριά σου, η σκέψη μου είναι πάντα μαζί σου. Σήμερα σου γράφω έκπληκτη, αλλά και με ανάμεικτα συναισθήματα. Ο λόγος; Πρόκειται για κάτι που μάλλον δεν θα περίμενε να συναντήσει κανείς στην πρωτεύουσα του Βελγίου.

Θες οι θερμοκρασίες, που το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου φροντίζουν για έναν –βάσει ελληνικών δεδομένων- χειμώνα διαρκείας, θες οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, που ως τέτοιοι και λόγω της ‘ξύλινης γλώσσας’ που τους επιρρίπτουν κλπ. χαρακτηρίζονται ως ψυχροί, θα περίμενε κανείς μια γενικότερη ψυχρή ατμόσφαιρα στις Βρυξέλλες. Κακώς!

Μία από τις πρώτες εικόνες που εντυπώθηκαν στο νου μου, ήδη στη διαδρομή από το αεροδρόμιο στο σπίτι, ήταν εκείνη ενός ηλικιωμένου ζευγαριού κρατημένου χέρι-χέρι που περίμενε να διασχίσει το δρόμο. Κάποια στιγμή μάλιστα ο άντρας έσκυψε και φίλησε τη σύντροφό του στο στόμα. «Τι τρυφερό» σκέφτηκα και το θεώρησα μια όμορφη εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, σαν τις εξαιρέσεις που έχω δει και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Δεν ξέρω αν συνειδητοποιείς τις συνθήκες, τη σημασία και τις προεκτάσεις αυτής της κίνησης.

Σε πληροφορώ, χθες, σε μία και μόνη μέρα, υπήρξα μάρτυρας τεσσάρων παρόμοιων σκηνών, με ζευγάρια διαφορετικών ηλικιών, ντυσιμάτων και προέλευσης. Πρωί-πρωί στο δρόμο για τη δουλειά ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση ένα ζευγάρι γύρω στα πενήντα που κατά πάσα πιθανότητα πήγαινε κι αυτό στη δουλειά χέρι-χέρι. Κατά το πέρας του μεσημεριανού διαλείμματος (ναι, υπάρχει τέτοιο πράγμα εδώ) ‘έπεσα’ πάνω σε ένα καλοντυμένο ζευγάρι που αποχωριζόταν με ένα πολύ τρυφερό φιλί στη γωνία της οδού Λουξεμβούργου. Στο σχόλασμα, ένιωσα έναν νεαρό να επιταχύνει στο πλάι μου, είδα το πρόσωπό του να φωτίζεται ολόκληρο, και λίγα μέτρα πιο κάτω τον έφτασα, μαζί τώρα με την κοπέλα του. Έτσι όπως ακουμπούσαν ζεστά τα μέτωπά τους, θύμιζαν πιγκουίνους, εστεμμένους με τις φωτογραφίες της Γιουσαφζάι και του Σουλτς που περιβάλλουν την πλατεία εισόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αργότερα, προπορευόταν μπροστά μου ένα άλλο ζευγάρι: εκείνος λευκός (αδύνατο να πεις εθνικότητα στις Βρυξέλλες) εκείνη μαυρούλα. Ξάφνου σταμάτησαν στη μέση του πεζοδρομίου της λεωφόρου, αντάλλαξαν ένα φιλί στο στόμα, και ύστερα συνέχισαν την πορεία τους. Αν αυτά γίνονται εδώ, σκέφτηκα, τότε τι πρέπει να συμβαίνει στη θρυλούμενη πόλη του έρωτα και του φωτός; Τώρα, βέβαια, μετά και το τελευταίο τρομοκρατικό χτύπημα, μάλλον αλλού θα είναι στραμμένη η προσοχή του κόσμου.

Όλα αυτά η φίλη σου δεν τα σκέφτηκε ούτε σου τα γράφει από μισανθρωπία. Δεν μπόρεσε όμως να μην την απασχολήσει το γεγονός ότι οι άνθρωποι εδώ έχουν διάθεση για έρωτα και αγάπη ή να μη διερωτηθεί ποιοι είναι οι λόγοι που αυτό συμβαίνει εδώ και όχι στον –περιώνυμο για τον έρωτα– θερμόαιμο Νότο. Ο πατέρας μου είχε πει κάποτε για την εξάσκηση ενός πολύ υπεύθυνου επαγγέλματος ότι για να μπορείς να το εξασκήσεις όπως αρμόζει, θα πρέπει να έχεις λύσει πρώτα το βιοποριστικό σου πρόβλημα. Θα πρέπει να έχεις απαλλαχθεί από κάποιες έγνοιες, ώστε να μπορείς να αφοσιωθείς ανενόχλητος στο λειτούργημά σου. Αυτό, διαπιστώνω, ισχύει για οτιδήποτε πέραν της απλής επιβίωσης και μάλλον εδώ εδράζει η αιτία των ευγενικών, ευδιάθετων και ερωτιάρηδων Βέλγων. Γιατί μπορεί ο έρωτας, η αγάπη και η συντροφικότητα να είναι απαραίτητα στοιχεία της ζωής, όμως στην Ελλάδα του 2016 θεωρούνται ‘τεκμήρια’ του «ευ ζην». Και πέφτει βαρύτατος εκεί ο φόρος, ανεξαρτήτως δε ηλικίας ή ντυσίματος.

Η προβληματισμένη φίλη σου,
Ε.

*Φωτογραφία, κείμενο: Έλενα Σταγκουράκη

14/4/16

"Γράμμα από τις Βρυξέλλες", 20.01.2016



Βρυξέλλες, 20 Ιανουαρίου 2016
Φίλη μου,

οι πρώτες μέρες στις Βρυξέλλες περνούν με τα διαδικαστικά. Δεν γνώριζα, δεν είχα συνειδητοποιήσει ούτε φανταστεί πως άνευ 2.500 ευρώ δεν μπορείς καν να υπογράψεις συμβόλαιο και να πάρεις απλώς τα κλειδιά για ένα διαμέρισμα -χώρια τα λευκά είδη, είδη προικός και άλλα είδη. Και μη βάλεις στο νου σου τίποτε πολυτέλειες, αν και –τώρα που το σκέφτομαι– ένα ανεξάρτητο αξιοπρεπές κατάλυμα ίσως να συνιστά χλιδή στο Βέλγιο, ποιος ξέρει; Το δικό μου βρίσκεται πάντως σε κτίριο του 1867, no more no less.

Αντιθέτως, και ομοίως με την Ελλάδα, εξόχως θαυμαστή είναι η ευκολία απόκτησης αριθμού κινητής τηλεφωνίας. Καρτοκινητής για την ακρίβεια. Δεν μπορεί, σκέφτεσαι, κάτι θα έχω παραλείψει. Η διαφορά είναι ότι εδώ έχουν και άλλου είδους καταστήματα, πέρα από αυτά κινητής τηλεφωνίας.

Αυτό όμως που κυρίως έκανε εντύπωση στην πασιονάρια φίλη σου και την χαροποίησε ιδιαιτέρως, πλησιάζοντας εκεί στο ‘Τετράγωνο των Οργάνων’, όπως θα το ονόμαζε (ηχεί σαν «Τρίγωνο των Βερμούδων» ή είναι ιδέα μου;), είναι οι αθλητικοαεροδυναμικές Porsche Carrera. Σιγά το πράγμα θα μου πεις. Για θυμήσου το άλλο το ωραίο του πατέρα μου: «Έτσι μόνο εσείς οι δυο θα σκεφτόσασταν!» Ναι, αλλά ποιες Πόρσε! Πόρσε που τις οδηγούν γυναίκες! Γυναίκες με γούνα και αέρα. Έχω ήδη δει δυο-τρεις. Μπορεί να μην επέλεγα ποτέ αυτό το όχημα (όχι ότι θα μου δινόταν ποτέ η δυνατότητα επιλογής), αλλά βλέποντάς τις νιώθω σαν φίλαθλος ομάδας που βάζει γκολ. Το συμμεριζόμενο πάθος βέβαια δεν σχετίζεται με δυο πόδια που κλωτσούν μια μπάλα για κάμποσα εκατομμύρια ευρώ το χρόνο ούτε με ένα δήθεν ιδανικό, αντιθέτως με μια μακρά ιστορία καταπίεσης κι έναν συνεχή αγώνα αναγνώρισης ή και επιβίωσης. Έτσι, μπερδεύομαι και αδυνατώ να ξεχωρίσω αν βλέπω πράγματι ένα συνωμοτικό μειδίαμα να χαράσσεται στο πρόσωπό μας, εκείνων κι εμένα, ή αν απλώς κι αφελώς το φαντάζομαι.

Φτάνοντας πλέον στις Πύλες του Κοινοβουλίου, λίγο πριν την πλατεία του Λουξεμβούργου, έχει στα δεξιά ένα ιταλικό εστιατόριο. Η ονομασία του, “Senza parole”, μοιάζει με καυστικό υπαινικτικό σχόλιο μπροστά σε έναν χώρο όπου κατεξοχήν δεσπόζει η Λέξη, δομημένη σε Οδηγίες, Εκθέσεις ή και απλές συνομιλίες μεταξύ υπαλλήλων, μα κυρίως στο Διάλογο, πάνω στο ανοιχτό πνεύμα του οποίου βασίζεται η ίδια η ουσία της Ένωσης. Θα προτιμήσω λοιπόν το –εξίσου ιταλικό– άσμα “Parole, parole, parole” της Μίνας, και η ερμηνεία δική σου!

Σε φιλώ,
Έλενα

ΥΓ.: Να μου φιλήσεις τα παιδιά!

*Φωτογραφία, κείμενο: Έλενα Σταγκουράκη

11/4/16

"Γράμμα από τις Βρυξέλλες", 17.01.2016




Βρυξέλλες, 17 Γενάρη 2016

Καλή μου,

έφτασα πια στην περιλάλητη πρωτεύουσα του Βελγίου. Δεν μπορώ να παραπονεθώ, με υποδέχτηκε ένας ήλιος λαμπρός, παρά τις επανειλημμένες και διαφορετικής προέλευσης προειδοποιήσεις για έναν ακατάπαυστα βροχερό και σκοτεινό ουρανό. Τα δελτία καιρού που συμβουλεύτηκε η φίλη σου και προέβλεπαν θερμοκρασίες υπό του μηδενός αποδείχθηκαν –τύχη αγαθή– επίσης αναληθή.

Μη σου περάσει βέβαια από το μυαλό πως η ηλιοφάνεια συνεπάγεται και συναφείς με τις ελληνικές θερμοκρασίες. Το λευκό μάννα με προϋπάντησε για αρκετή ώρα κατά την προσγείωση. Λευκές εκτείνονταν οι απέραντες πεδιάδες του Βελγίου και η φίλη σου –με τη γνωστή λατρεία της για τα σύμβολα και τα σημεία– παιδευόταν με σημασίες κι ερμηνείες. Σε αποζήτησε εκείνη τη στιγμή. Άραγε πώς θα το ερμήνευες εσύ; Καλό σημάδι το λευκό για μια διαμονή αγνή, ανέφελη κι ευχάριστη ή προάγγελος μιας περιόδου που θα τη στέψει η θλίψη και το πένθος; Και για τα δύο στέκει το λευκό. Και να που η απάντησή σου υπήρξε άμεση –άλλη πάλι αυτή η ικανότητα της φίλης σου να επικοινωνεί νοητά με τους δικούς της–. Ενώ για χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων το λευκό χαλί απλωνόταν κάτω απ’ τα πόδια μου, καθώς πλησιάζαμε στο αεροδρόμιο η γης ξεγυμνώθηκε. Κι όχι μόνο εκεί, αλλά και στα περίχωρα και παντού στην πόλη. Και ήρθε στο νου μου η φράση σου, μόλις δυο βράδια νωρίτερα. «Ό, τι είναι, θα ξεκαθαρίσει γρήγορα». Και ηρέμησα.

Στην έξοδο του αεροδρομίου συνάντησα και την τελευταία βρυξελλιώτικη μόδα: κομάντος σε ζευγαρωτή περιπολία. Καλάσνικοφ ανά χείρας, πιστόλι στη μέση, αλεξίσφαιρο που δεν το διαπερνάει ούτε κανόνι, στολή παραλλαγής, μπότες κι ένα σωρό άλλα μαραφέτια που δεν θέλησα ούτε θα ήμουν σε θέση να αναγνωρίσω. Δεν αισθάνθηκα ούτε στιγμή πιο ασφαλής. Αντιθέτως. Μπήκα κι εγώ σε συναγερμό. Επομένως όχι, δεν οφειλόταν σε έλλειψη εγρήγορσης –και ας μου τα ψάλλεις– που δεν ανταπέδωσα το παιχνιδιάρικο κατά τα άλλα βλέμμα του ενός. Ποιος είπε άλλωστε ότι αληθεύει πως η εξουσία και η στολή έχουν απαραιτήτως αφροδισιακή επίδραση στις γυναίκες;

Σε φιλώ,
Έ.
*Φωτογραφία, κείμενο: ‘Ελενα Σταγκουράκη 

13/11/15

Η Μαριάννα Κάλμπαρη στο Θέατρο Τέχνης - Νέο Πλανόδιον 3



"Όταν ανακοινώθηκε η διαδοχή του Διαγόρα Χρονόπουλου από την Μαριάννα Κάλμπαρη στο Θέατρο Τέχνης από τη χειμερινή περίοδο 2014-2015, υποδεχτήκαμε το μαντάτο ομολογουμένως με χαρά και περιέργεια. Χαρά, καθώς τα ηνία του ιστορικού θεάτρου θα έπαιρνε μία γυναίκα σε έναν χώρο -όπως και τόσοι άλλοι- ανδροκρατούμενο, και περιέργεια καθώς αναρωτιόμασταν (κρυφά το λαχταρούσαμε) αν η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια θα κατάφερνε να φέρει στη συγκεκριμένη σκηνή, πέρα από άρωμα γυναίκας, και έναν αέρα ανανέωσης. Παρακολουθήσαμε λοιπόν στενά τα θεατρικά πεπραγμάνα της πρώτης θεατρικής περιόδου επί Κάλμπαρη, προκειμένου να καταλήξουμε σε μια γενική αποτίμηση." (...)

"Περί φύσεως", "Το θηρίο στη ζούγκλα", "Με τα δόντια", "Το νησί των σκλάβων", "Ιμμάνουελ Κάντ", Λένα Κιτσοπούλου, "Το τρελό αίμα", "Οι αδερφοί Καραμάζωφ": Η Μαριάννα Κάλμπαρη στο Θέατρο Τέχνης.

Από την Έλενα Σταγκουράκη, στο Νέο Πλανόδιον, τεύχος 3, που κυκλοφορεί.


10/11/15

Νέο Πλανόδιον, τεύχος 3...



ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, τχ. 3, καλοκαίρι 2015, σ. 264

«Από πού ζει το φιλελεύθερο κράτος;» ρωτούσε το 1964, ο Γερμανός φιλόσοφος του Δικαίου και συνταγματικός δικαστής Ερνστ-Βόλφγκανγκ Μπαικενφαίρντε. Έχοντας διαμέσου της εκκοσμίκευσης αποκοπεί από τις θρησκευτικές και πνευματικές του ρίζες, η ελευθερία που επαγγέλλεται στηρίζεται μήπως σε μια φυσική ηθική; Ή απλώς και μόνο εξαγοράζει τη νομιμοφροσύνη των πολιτών του εγγυούμενο την βιοτική τους ευδαιμονία; Και τι γίνεται αν η εγγύηση αυτή καταπέσει; Χωρίς δικές του εγγενείς συνεκτικές δυνάμεις, «το φιλελεύθερο, δημοκρατικό και ἐκκοσμικευμένο κράτος ζει από προϋποθέσεις που αυτό το ίδιο δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί.»

Με αφετηρία την κλασσική μελέτη του Μπαικενφαίρντε, και τίτλο "Φιλελευθερισμός και Δύση - Τα όρια της ελευθερίας", το "Θέμα" του ΝΠ3 περιλαμβάνει κείμενα με τοποθετήσεις που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στον διεθνή διάλογο για το παρόν και το μέλλον των φιλελεύθερων ιδεών. Τέτοια είναι προ πάντων η πολύκροτη πολεμική του Γερμανού πεζογράφου και δραματουργού Μπότο Στράους κατά των φιλελεύθερων διανοουμένων και της ηγεμονίας τους στη δημόσια σφαίρα. Αλλά και η διαπίστωση στην οποία καταλήγει ο διαπρεπής Σκώτος φιλόσοφος Άλασνταιρ ΜακΙντάυρ: «Το πρυτανεύον αγαθόν του φιλελευθερισμού δεν είναι τίποτε άλλο από τη αναπαραγωγή της φιλελεύθερης κοινωνικής και πολιτικής τάξης.» Ο Αμερικανός στοχαστής Μαρκ Λίλλα κάνοντας διάκριση μεταξύ φιλελευθερισμού και ελευθεριασμού, καταδεικνύει νηφάλια τα όρια της ύβρεως στα οποία οι ακραίες επιδιώξεις του τελευταίου προσκόπτουν, ενώ ο επίσης Αμερικανός Ρίτσαρντ Ρόρτυ, αναζητώντας τον συνεκτικό δεσμό των ποικίλων ρευμάτων του φιλελευθερισμού σήμερα θέτει το ερώτημα των θεμελίων – μήπως αυτά πρέπει να αναζητηθούν όχι στην κοινότητα των απόψεων αλλά στη συμπόνια, στην συναισθηματική μετοχή στα πάθη του άλλου;

Το "Θέμα" του ΝΠ3 συμπληρώνουν συνεισφορές τεσσάρων Ελλήνων συγγραφέων. Ο Νικόλας Σεβαστάκης ανασκοπεί τη "ριζική κριτική" που δέχεται ο φιλελευθερισμός σήμερα και επισημαίνει τους κινδύνους και τις υπερβολές της, ιδίως υπό συνθήκες κρίσεως. Ο Κώστας Χατζηαντωνίου ανατρέχει στην ιστορία και το πολιτικό πρόγραμμα ενός εγχώριου "ελληνικού φιλελευθερισμού", διακριτού εννοιολογικά από τον Δυτικό. Ο Σωτήρης Μητραλέξης συζητά τις σχέσεις του φιλελευθερισμού με τον συντηρητισμό. Τέλος, στην εφ' όλης της ύλης συνέντευξη που μας παραχώρησε, ο Νίκος Δήμου, από τους συνεπέστερους προμάχους του φιλελευθερισμού στην Ελλάδα, ανατρέχει στην προσωπική του διαδρομή και φωτίζει πλευρές της σκέψης του. 

Ακόμη, στο ΝΠ3:
– Μια εκτενής ανθολόγηση από τα σατιρικά ποιήματα του Γιάννη Μπελεσιώτη, του γνωστού και δημοφιλούς από το Διαδίκτυο "Στιχάκια". Ο Γιώργος Πινακούλας στο "Επίμετρο" μας συστήνει μια εντελώς ιδιαίτερη φωνή, έναν ευφυέστατο γελοιογράφο της πραγματικότητας και ανανεωτή της ελληνικής σάτιρας.

– Ο Γιώργος Βαρθαλίτης μεταφράζει στη γλώσσα μας ένα από τα πιο πρωτότυπα δοκίμια του Ούγκο φον Χόφμαννσταλ, τον "Διάλογο για τους χαρακτήρες στο δράμα και το μυθιστόρημα", όπου ο κύριος διαλεγόμενος δεν είναι άλλος από τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ. 

– Ο Κώστας Κουτσουρέλης στον "Θρίαμβο της Κικής Δημουλά", ένα εφ’ όλης της ύλης δοκίμιο για την κορυφαία ποιήτρια, γράφει για το έργο της αλλά και για τις ενστάσεις που μερίδα της κριτικής επιμένει να προβάλλει εναντίον της.

– Οι Γιάννης Καλιόρης, Φώτης Τερζάκης, Κώστας Δεσποινιάδης, Κωνσταντίνος Πουλής και Λεωνίδας Σταματελόπουλος αντιλέγουν πάνω στα ζητήματα του ολοκληρωτισμού και της τρομοκρατίας σε συνέχεια της συζήτησης που ξεκίνησαν οι δύο τελευταίοι και ο Νικόλας Σεβαστάκης στο προηγούμενο τεύχος. 

– Ο Παναγιώτης Αριστοτελίδης με αφετηρία του τη ζωή και τη λογοτεχνία πραγματεύεται δοκιμιακά τη "Μυθολογία του ξενοδοχείου".

Από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, στο ΝΠ3 περιέχεται το διήγημα του Σπύρου Τζουβέλη "Το κινητό". Στις μόνιμες στήλες, ο Σπύρος Ν. Παππάς παρουσιάζει τρία άγνωστα μικροϊστορικά τεκμήρια από το ταραγμένο 1944· ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ και ο Ιγουασάκι Γιαταρό, καθένας με τον τρόπο του, σατιρογραφούν· ο Σωτήρης Γουνελάς με αφορμή το "Θέμα" του προηγούμενου τεύχους μας αναρωτιέται "Ανάθεμα στην ποίηση;"· ο Νίκος Γρυπονησιώτης ξαναδιαβάζει τον Ιούλιο Βερν σε παλιές μεταφράσεις· ο Γιώργος Βαρθαλίτης σ’ ένα φιλολογικό εύρημα που θα συζητηθεί φέρνει στο φως τις πηγές ενός γνωστού διηγήματος του Εμμ. Ροΐδη και ο ταξιδιογράφος Γιώργος Βέης περιηγείται την ινδική υποήπειρο. Στη στήλη του θεάτρου η Έλενα Σταγκουράκη αποτιμά το πρώτο έτος της θητείας της Μαριάννας Κάλμπαρη στο Θέατρο Τέχνης ενώ οι Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, π. Ευάγγελος Γκανάς, Ειρήνη Γιαννάκη, ο Νίκος Καλαποθάκος και Κωνσταντίνος Πουλής κρίνουν την πρόσφατη βιβλιοπαραγωγή.

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ιδέες. Κριτική. Λογοτεχνία.
εξαμηνιαία επιθεώρηση
τ. 3 | καλοκαίρι-φθινόπωρο 2015
neoplanodion@gmail.com
Κεντρική διάθεση: Σπύρος Μαρίνης και Σία Ο.Ε., Σόλωνος 76, 106 80 Αθήνα, τηλ. 210 3648170, 210 3648197, φαξ 210 3648033

4/6/15

EL ÚLTIMO DE LOS HEROES*


De la guerrilla urbana al cargo de Primer Ciudadano del Uruguay– 
un rebelde comprometido o algo así como un conformista cuasi revolucionario?


por ELENA STAGKOURAKI


En un encuentro que mantuvo con el Presidente de EE.UU., Obama, no duda en aconsejarle que su pueblo debería fumar menos y aprender alguna lengua extranjera. En un discurso en las Naciones Unidas, insta a los delegados a que dejen de asistir a asambleas generales carísimas y sin sentido, que además no benefician en nada. Algunos lo caracterizan como el Nelson Mandela de América Latina, al recordar los años que pasó en la cárcel, otros – políticos en su mayoría – lo acusan por la agudeza de sus palabras y la corrosión de la lengua española, llegando al punto de atribuirle responsabilidad por el golpe de estado militar del ’73. ¿Qué es válido acerca del saliente Presidente del Uruguay José Mujica, al que llaman “Pepe”? ¿Ángel o demonio? Él mismo responde: “Si no hubiera vivido lo que viví, quizás no sería el que soy. Soy hijo de mi historia”.

José Alberto Mujica Cordano nació en 1935 en el suburbio de Montevideo Paso de la Arena. Con antepasados vascos, inmigrantes en Uruguay y madre de ascendencia italiana, quedó huérfano de padre a los ocho años de edad. Desde entonces contribuía como niño en los gastos del hogar repartiendo pan y vendiendo lirios que encontraba en el patio del fondo de su casa. En esa época el Uruguay vivía un crecimiento sin precedentes, abasteciendo de lana y carne vacuna a la Europa atormentada por las guerras. Ya en 1930, este pequeño país, el cual nunca superó los 3,5 millones de habitantes, había sido catalogado como uno de los doce más ricos del mundo, según el ingreso per cápita, por lo cual algunos lo llamaron “la Suiza de América”.

De joven, Mujica trabajó para el famoso político de izquierda entonces diputado nacionalista, Enrique Erro, sin embargo, hito en su vida y su trayectoria constituyó su encuentro con Ché Guevara en la Cuba posrevolucionaria. En Europa y en Grecia, el Che ha llegado a ser casi como un héroe, como un ideal, como un símbolo estampado en banderas y camisetas. Sin embargo, no estamos en condiciones de imaginar siquiera el carisma de esta personalidad, asunto sobre el cual coinciden sus camaradas y opositores, ni por supuesto, el resultado de haberlo conocido, sobre lo cual escriben todos los que lo conocieron, políticos, poetas, escritores y personas en general. Mujica describe su encuentro con el gran revolucionario: “Fue irrepetible, pionero y marcó nuestros años de juventud”.

Alrededor de 1970, el Uruguay ya era otro: inflación, pobreza, estancamiento. En 1962-63 habían precedido manifestaciones fascistas, así como la situación del asilo de la Universidad y su ocupación, similar a la de nuestra Universidad Politécnica en 1973. Con el ideal puesto en el Che Guevara y en Cuba, y dada la fisionomía urbana de Montevideo, Mujica, junto con un grupo de su misma ideología, se volcó a la guerrilla ciudadana, dentro de la organización “Tupamaros”, cuya denominación proviene del nombre del revolucionario peruano del siglo XVIII, Túpac Amaru II. Los tupamaros evitaban el dogmatismo y actuaban según el método de ensayo y error. Se caracterizaban por evitar la violencia, por tener una visión objetiva de la justicia y por el simbolismo-teatralidad de sus acciones. De este modo, ingresarían en el domicilio de un juez infame, sólo para quitarle las armas y una máquina de escribir que más tarde devolverían (junto con una amenaza) ya que la usaba el hijo del juez para sus estudios. Ingresarían en un banco de inversión, propiedad de un ministro del gobierno, para arrebatar no sólo una abultada suma, sino también las listas de las que se rumoreaba que contenían transacciones ilegales, las cuales dejarían en la puerta de la fiscalía para que los culpables pudieran ser juzgados y encarcelados. O incluso, efectuarían una redada en el casino de San Rafael y devolverían las propinas a los trabajadores. Por todo eso, el periódico The New York Times los calificó como “guerrilleros de Robin Hood”. Respecto a su participación en el grupo de los tupamaros, Mujica comentará que fue una reacción frente al hecho de que la mitad del Uruguay pertenecía a mil doscientas familias, las cuales eran consideradas más patriotas, exactamente por eso, por ser propietarias de la mitad de la patria. “Nosotros no queríamos ser filósofos charlatanes de boliche”. Pero el que tiene armas, tarde o temprano las usa. En marzo de 1970, un policía reconoció a Mujica, por lo que ambos empuñaron sus armas. Como resultado, dos policías fueron heridos por los disparos de Mujica que fue a parar a la cárcel herido, ya que recibió seis disparos. Como dirá él mismo décadas después, “a la primavera le siguió el crudo invierno”, tanto en lo personal como en lo colectivo. Fue a la cárcel (de la que logró escapar dos veces) por más de una década y conoció el aislamiento en celdas sin retrete que llevaban a la mayoría hasta la locura. Pero la vida pacífica de Montevideo también fue perturbada por los tupamaros, que cometían secuestros, ataques con bombas y ejecuciones que cambiaron la opinión pública sobre ellos. Los disturbios reinaban y entonces se le encargó al ejército el desmantelamiento y exterminio de los tupamaros, hecho que se cumplió con éxito en menos de un año. Entre los últimos que arrestaron, en agosto de 1972, estaba Mujica, a quien encontraron durmiendo con una ametralladora y una granada de mano. Al año siguiente, en 1973, fue el golpe de estado bajo el gobierno de Juan María Bordaberry. Muchos consideraron responsables a los tupamaros.

Cuando salió de la cárcel con la pelela bajo el brazo y orgulloso por su acervo, Mujica ya no era el mismo. No era que hubiera claudicado o renunciado. Sino que más bien en la cárcel se hizo adulto. Eso es a lo que se refirió cuando habló sobre las revoluciones y los levantamientos: “Me gusta esta energía de juventud y la espontaneidad, pero creo no va dirigir a nada si no madura.” Y esto lo dice la misma persona que hizo estallar fábricas de propietarios extranjeros y que mucho más tarde, como Presidente del Uruguay, los beneficiaría reduciendo impuestos. “Necesariamente tiene que funcionar el capitalismo y necesariamente tienen que aumentar los impuestos para poder afrontar los serios problemas que tenemos. El intento de superar todo eso de una sola vez tendría como resultado que sufran las mismas personas por las que se lucha”. Algunos viejos compañeros lo critican: “Algunos dejaron sus ideales en sus celdas”, dirá Jorge Sabalsa. ¿La respuesta de Mujica? “Algunos de los viejos compañeros no entienden, no ven que cada día luchamos contra los problemas de la gente y no entienden que la vida no es una utopía.”

Prefiriendo la participación activa a la marginación, hecho que les permitió contribuir enérgicamente en el desarrollo político, los tupamaros formaron parte del Parlamento y del “Frente Amplio” en 1989. A pesar de eso, para algunos, como el analista político Adolfo Garcé, parecen estar preparados para recordar de un momento a otro el pasado y actuar de manera oculta. En las elecciones de 1994, los tupamaros consiguieron dos escaños en la Cámara de Diputados, uno de los cuales lo obtuvo Mujica.

A partir de ahí, Mujica continuará su trayectoria estable y ascendente en la política, hasta las elecciones del 2009, en las que fue electo Presidente de la República, cargo que asumió y ejerció hasta el año 2014. Incluso la ceremonia de su juramento estará a cargo de la Presidenta del Poder Legislativo, esposa y compañera en las ideas, Lucía Topolanski. Topolanski, proveniente de una familia acomodada, fue también miembro de los tupamaros, desarrollando con una actividad intensa. De niña la llamaban “la Flaca”, sin embargo los tupamaros cambiaron su apodo por el de “la Tronca”, porque era fuerte y dura. Se casó con Mujica recién en 2005, después de veinte años de convivencia y trece años que pasaron presos en cárceles diferentes. La Constitución del Uruguay no permite la reelección sucesiva del Presidente de la República, el cual es votado directamente por el pueblo, y así a Mujica lo sucedió Tabaré Vázquez.

En cuanto a su carácter político, Mujica, aclara: “La gente no me votó porque fui tupamaro, pero tampoco oculté mi pasado”. Y en otra oportunidad dijo: “quizás me votaron porque les digo la verdad sin vueltas, aún cuando no les guste”. Un trago amargo similar habrá sentido el día en que fue electo Presidente, al votarse también el rechazo a la anulación de la amnistía a las personas que ejercieron un rol activo durante la dictadura.

El ex Presidente se auto caracteriza como liberal, considerando como máximo desafío y logro, su mezcla de idealismo y pragmatismo. De este modo, el Mujica pragmático considera inútil la lucha contra la globalización e incluso recurre a la siguiente comparación: “Es algo parecido a cuando me miro al espejo y me veo las arrugas: no me gustan, sin embargo son inevitables.” Por otra parte, como explica, el problema de la globalización no es un fenómeno en sí mismo, sino la falta de voluntad política. “La globalización es un error porque es gobernada por el mercado y no por la política. A los gobiernos sólo les importan las elecciones nacionales, de ahí que nadie se ocupe seriamente de los numerosos problemas del mundo. Esto no significa, claro, que sea inevitable que alguien viva en sistemas capitalistas. Si así fuera, no habría confianza en el hombre, que si bien puede tener muchos defectos, tiene también unas posibilidades impresionantes”.

Según Mujica, de lo que nos debemos ocupar principalmente es del aquí y ahora, del tema de la pobreza y mejorar la vida diaria, mientras que por el contrario, la utopía del idealismo de hecho se orienta hacia el futuro. En cuanto a su propia vida, refuta, la calificación de “el Presidente más pobre del mundo” diciendo, en concordancia con Séneca, que pobre no es el que tiene poco, sino el que quiere cada vez más viviendo consumido por el deseo y sin disfrutar la vida. “Cuanto más se rodea alguien de bienes materiales, más tiempo necesita para administrarlos. Por eso nosotros [él y su esposa] vivimos hoy como hace cuarenta años, en el mismo barrio, con las mismas personas y las mismas cosas. Uno no deja de ser una simple persona por el hecho de haber sido electo Presidente.”

De todos modos, estas palabras en el caso del “Pepe” no fueron dichas en el aire aunque generalmente los políticos no logran superar con éxito el obstáculo que los separa de lo deseable y del compromiso asumido. Durante su presidencia, Mujica rechazó todos los honores que se le ofrecieron en razón de su cargo, desde el palacio presidencial hasta el uso de auto oficial con chofer. En vez de eso, permaneció en su simple casa de tres ambientes en una chacra fuera de Montevideo, donde cultiva flores, que luego vende para ganarse la vida. En vez de un lujoso Mercedes Benz con vidrios oscuros maneja su escarabajo azul del ’70 que él mismo, dentro de lo posible, va reparando. Tampoco le teme al tractor, y las fotos suyas sobre este vehículo dan la vuelta al mundo. Más debería uno temerle a lo que él califica como “pobreza espiritual”: “Nuestra vida se ha vuelto más simple, pero esto trae aparejado la falta de creatividad”.

Además, como Presidente, Mujica hizo lo que habría sido suficiente que hubieran hecho los políticos griegos para convencer a su pueblo sobre la necesidad de asumir los sacrificios que impone la crisis actual. Por iniciativa propia, cedió el 90% de su sueldo al sustento de familias monoparentales como consecuencia del abandono del hogar por el cónyuge. “Las mujeres que con mayor frecuencia son víctimas de la discriminación, son las que viven en condiciones de pobreza. La violencia de género se observa principalmente en las clases sociales más bajas. Las niñas pobres, no son bien tratadas por nuestra sociedad”, reconoce Mujica.

Para el ex presidente, el conflicto de las clases sociales es un hecho. “Sí, se trata sin duda de una guerra. Es absurdo que una mujer se refiera a su empleada doméstica como ‘compañera’, desde el momento en que la primera es la jefa y la otra una sirvienta.” De ahí que uno de los objetivos centrales de la presidencia de Mujica fuera la eliminación de las diferencias sociales y el logro de la igualdad. No de la mal interpretada, por la cual todos son iguales, sino la igualdad de oportunidades que es muy importante y dista mucho de existir en su país, aunque también existe en las sociedades de la mayoría de los países, añadiríamos nosotros.

Las reformas progresistas durante su gobierno hicieron popular a Mujica en todo el mundo, aunque él no se sienta tan entusiasmado por el progreso logrado. “Es posible que estas reformas obedezcan al sentido de justicia y respeto de los derechos humanos, sin embargo la causa del problema sigue siendo y no es otra que el conflicto entre las clases sociales”. El Uruguay ha aprobado recientemente la ley que despenaliza el aborto hasta la décimo segunda semana del embarazo, así como también el matrimonio entre homosexuales. Sin embargo, el Presidente comenta sencillamente que la homosexualidad “es un fenómeno tan viejo como la humanidad. Lo ideal es que cada uno vivía como quiera”.

Vernazza, asesor de Mujica, comentó que en los cuarenta años de su carrera nunca antes había conocido a una persona tan flexible y de tan amplia capacidad de adaptación. Mujica lo había contratado para que normalizara la situación y que las empresas no amenazaran con abandonar el país en caso de que ganara las elecciones. Fue Vernazza quien asesoró al Presidente en el cuidado de su apariencia y lo convenció a peinarse y a usar camisa. De este modo, aunque sin llegar a un total acuerdo con sus ideas y sus costumbres, Mujica adoptó una imagen que le aseguró el cargo de Presidente.

En el futuro, el ex Presidente sueña con crear una escuela agraria para jóvenes, ya que “de joven luché por mejorar el mundo y no tuve hijos”. Reservamos para el final la frase que pronunció el hijo del juez aquel, en cuya casa habían irrumpido los tupamaros (incluso en las elecciones presidenciales votó al intruso de aquel entonces): “Quizás debería haber alimentado alguna amargura respecto a él. Sin embargo, es el único maestro que enseña a cumplir la ley”. No se trata de poca cosa, si se tiene en cuenta la terrible dificultad para encontrar un caso similar en Grecia. En cuanto a aquellos que habiendo llegado hasta este punto del texto, se apresuran a encontrar similitudes entre Mujica y recientes falsos héroes –menores y mayores de edad- en Grecia, les aseguramos que no han comprendido este texto en lo más mínimo.

* Según título del documental de Emir Kusturika sobre la vida de José Mujica “El último héroe de la política” (“The last hero of politics”).


******************************************



Con el motivo de nuestra ocupación con el caso del ex-Presidente José Mujica, comunicamos con la embajadora de la República Oriental del Uruguay en Atenas, señora Adriana Lissidini, quien tuvo la gentileza de contestar nuestras preguntas.


E.S.: Después de dos años en Grecia, ¿en qué características cree usted que coinciden y en cuáles se distinguen los uruguayos de los griegos? Me refiero a elementos de su carácter como pueblo y de su cultura.
A.L.: Como afirmación general diría que existe una afinidad espiritual entre los pueblos griego y uruguayo, una similar forma de pensar y sentir que hace que se puedan entender con facilidad, más allá de los diferentes idiomas. El papel de la familia es central en ambos países. Culturalmente los uruguayos nos hemos formado admirando la Grecia clásica y entre otros aspectos quisiera destacar que somos grandes entusiastas del teatro. La principal diferencia entre ambos pueblos radica en el papel de la religión, que es inseparable del ser griego, mientras que en Uruguay, el laicismo es una característica dominante.

E.S.: En este momento Grecia pasa por una de las crisis más pesadas de su historia y gran parte de los griegos es pesimista. ¿Cuál es la situación contemporánea del Uruguay?
A.L.: Uruguay ha estado creciendo en forma ininterrumpida desde el año 2003, en la década 2003-2013 creció un promedio de 5,2%. Ello se debió a los buenos precios de sus más importantes productos de exportación (carne, granos, madera, celulosa), al desarrollo de otros sectores estratégicos como el turismo, la tecnología de la información, las finanzas, logística y transporte, construcción, entre otros; por una importante inversión extranjera así como por el aumento de la demanda interna.

E.S.: ¿Conoce usted al Presidente Mujica? En caso que sí, ¿cuál es su impresión de él? A.L.: No lo he tratado personalmente. Mi impresión es la de la mayoría de la población: se trata de una persona inteligente, honesta, que vive como predica y por sobre todas las cosas que ha trabajado en pro del arte de convivir.

E.S.: ¿Qué le pareció Mujica durante su mandato como Presidente? ¿Cree usted que el pueblo del Uruguay se quedó contento con él?
A.L.: Mujica terminó su mandato con un porcentaje altísimo de aprobación de su gestión: 68 %, creo que ello responde a su pregunta sin necesidad de ningún agregado.

E.S.: En nuestro texto intentamos dar una respuesta a la pregunta que resulta de las dos opiniones opuestas sobre el Presidente Mujica, es decir, si se trata de un revolucionario desistido o de un conservador de ropa revolucionaria. ¿Cuál es su opinión?
A.L.: Yo lo describiría como una persona que supo mantener sus sueños de juventud al tiempo de adaptarlos a la realidad posible. La preocupación por los más necesitados ha continuado siendo el principal motor de su vida. Quisiera recordar que dona el 90% de su sueldo a distintos proyectos, entre ellos un plan de viviendas para personas humildes. Si ser revolucionario es atreverse a examinar vías diferentes para la solución de problemas, su decisión de legalizar la producción, venta y consumo de marihuana es una medida revolucionaria, siendo el Uruguay el primer país en el mundo en atreverse a probar este nuevo camino.

E.S.: ¿En qué se diferencia su mandato en Grecia de sus funciones en otros países del mundo? ¿Qué aspira usted a conseguir en el tiempo que le queda en Grecia?
A.L.: Hasta ahora todos mis mandatos han sido diferentes entre sí, mi primera sede fue la Misión del Uruguay ante las Naciones Unidas, es decir un puesto multilateral. Mi segundo destino diplomático fue en la Embajada en Roma, que me dio mi primera experiencia consular y el tercero fue Cónsul General en Nueva York en el que el énfasis estaba en la atención a la comunidad compatriota.

En Grecia entonces, tuve la oportunidad por primera vez de ejercer como Embajadora de mi país. Esto me ha dado una responsabilidad mucho mayor a la que tuve antes, al mismo tiempo me ha brindado la oportunidad de tratar directamente con autoridades del país en nombre del Uruguay. Llegué a Grecia en un período muy particular, agosto de 2012, poco después de la asunción de gobierno de Samarás, por lo que he vivido intensamente una situación inédita en la zona euro, que al margen del drama social que encierra, es un punto de inflexión sin precedentes en la historia europea.

En el tiempo que me queda en Grecia, una de mis aspiraciones es contribuir al conocimiento por parte del pueblo griego de aspectos culturales de mi país. Por ello, la Embajada está apoyando este año la publicación y traducción al griego de la obra de nuestra poetisa Idea Vilariño; de la edición de un número especial sobre literatura uruguaya por parte de una revista literaria griega, así como la puesta en escena en Atenas de una obra de teatro sobre la vida de Sócrates, basada en un texto de un escritor uruguayo.

E.S.: Por favor, un mensaje para los lectores de la revista Neo Planodion, es decir para los ciudadanos griegos.
A.L.: A los ciudadanos griegos les digo que aunque muy lejanos geográficamente, los uruguayos nos sentimos muy cerca, no sólo por los motivos afectivos y culturales que expresé anteriormente, sino porque Uruguay ha sufrido durísimas crisis económicas que lo han puesto al borde del abismo en más de una oportunidad. Sin embargo, hemos logrado salir de las mismas con una confianza renovada en nosotros mismos. Como uruguaya deseo todo lo mejor a un pueblo que tanto ha dado al mundo.
Publicado en: Revista "Neo Planodion" (http://neoplanodion.gr/2015/05/26/el-ultimo-de-los-heroes/)