Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Δημητριάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Δημητριάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23/5/13

"Ma che ca...!"





“Ma che ca…!
Ένας Αντι-Μονόλογος (á la maniére de)


“Insenso”
Δημήτρη Δημητριάδη
Nixon Screaning Room
Σκην. Εμμανουήλ Κουτσουρέλης
Ιούνιος 2012


“Io non sono Livia Sarpieri. Io non sono Italia. Io non sono una donna. IoNonIo…” «Όχι, εγώ δεν είμαι η Λίβια Σαρπιέρι∙ είμαι το θύμα ενός άψογου ρήτορα που κοινοτόπησε πρωτοτυπώντας. Ενός ρήτορα που ως αντίποδα του φαινομένου του 1978, έφτιαξε έναν Φρανκενστάιν: εμένα. Και με διαμέλισε...»

Η Λίβια της συγγραφής
«Δεν είμαι η Λίβια Σαρπιέρι. Μου έδωσαν φωνή που δεν θέλησα, φωνή που δεν τους ζήτησα. Με έκαναν φορέα γραφής πρόσκαιρης, και επικαιρικής αισθητικής. Με καταδίκασαν. Με καταδίκασαν να το υποστώ και αύριο να χαθώ. Δεν με ρώτησαν. Πως κι εγώ θα ’θελα να ’μουν μια Νανά, μια Λολίτα, έστω μια Γυναίκα της Ζάκυθος. Θύμα έπεσα. Θύμα του ναρκισισμού του παρόντος, του γιγαντώδους Εγώ της μοντερνιστικής γραφής. Μεγάφωνο έγινα κι απ’ το στόμα μου βγήκαν σοφίσματα και φράσεις γλυκερές: ‘Γιατί ο έρωτας είναι αλύπητος;’ ‘Ο άνθρωπος είναι πολύς για τον άνθρωπο.’ ‘Το ίδιο το αλύπητο είναι λιγότερο αλύπητο.’ ‘Ποιος ακούει την καρδιά όταν κλαίει;’ Θήραμα έγινα στα νύχια μιας ψεύτικης πρωτοτυπίας, μα ενός καλοστημένου σκηνικού: Βενετία – 1866 – La Fenice – Αυστρία – Φραντς. Φραντς! ΦΡΑΝΤΣ!! Όμως, είμαι πρωταγωνίστρια. Αγωνίστρια: Θέατρο για το θέατρο. Πρωτοτυπία για την πρωτοτυπία. Πυροτέχνημα! Κοιτάξ’ τε με όμως: Έχω πόζα! Πολλή πόζα! Κι άλλη πόζα! Δύσκαμπτη, δύσπεπτη πόζα!»

Η Λίβια γυναίκα
«Δεν είμαι η Λίβια Σαρπιέρι. Μου αφαίρεσαν ό,τι το καλό έχει το φύλο μου. Με βίασαν κι αφαίρεσαν την ουσία μου. Τα λάγνα πάθη μου γιγάντωσαν κι απ’ την εποχή μου βίαια με τράβηξαν. Εγώ η Ιταλία; Εγώ καθολική; Λάθος! Τους ορίζοντες της σκέψης μου ασφυκτικά τους περιόρισαν σε μια ‘καυλωμένη ψωλή της σκέψης’ (sic). Έτσι, τη γλώσσα μου την άλλαξαν και τον τρόπο που σκέφτομαι. Με ταπείνωσαν: η λογική μου να τσακώνεται με την καρδιά μου κι υποχείριο να γίνομαι ενός ζεύγους χεριών. Με μια μονάχα αρχή να πορεύομαι: ‘Η ζωή όλη είναι η αγκαλιά του άντρα.’ ‘Δεν την αξίζουν την αγκαλιά όλες!’ Την εκδικητική μανία μου μεγένθυναν. Με άλλα λόγια, με μίσησαν! Γιατί… με ζήλεψαν.

Η Λίβια αναπαράσταση                                                                                           

            «Μπορεί και να ’μαι η Λίβια Σαρπιέρι. Σ’ ένα μαύρο βελούδινο ανάκλιντρο με κάθισαν κι έδωσαν στις σκέψεις μου φωνή. Δεν με αγνόησαν. Με λυπήθηκαν και τρυφερά χάιδεψαν την αδύναμη και μονομερή φύση μου. Με απέδωσαν διπλή: φρόνηση-συναίσθημα. Ψέμμα δεν είναι, δεν το αρνούμαι. Όμως, με σεβάστηκαν. Ο Εμμανουήλ με σεβάστηκε.

Η Λίβια του τέλους
            «‘Λίβια, είσαι νεκρή – με σκότωσα’: Είμαι, αλήθεια, κάποια που δεν θα θυμούνται. Το μέλλον θα μ’ αγνοήσει. ‘Iouna donna fugata. Μια όπερα χωρίς μουσική’.»



Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 06.06.2012


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη", τεύχος 13, (Σεπ-Οκτ 2012) 

15/9/12

Δεν θέλω να είμ' αυτή η χώρα...

















Δημήτρης Δημητριάδης

Επιλογή αποσπασμάτων από το βιβλίο "Πεθαίνω σαν χώρα"
 

... Την χρονιά εκείνη έγιναν κι οι περισσότερες συνωμοσίες στα ανώτατα κρατικά κλιμάκια, κοπάδια βουλευτών εξαγοράζονταν και προσχωρούσαν κορδωμένοι στην ακριβώς αντίθετη παράταξη μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν προσωπικές ή οικογενειακές φιλοδοξίες, οι φανατικοί πατριώτες κι εθνικόφρονες φυγάδευσαν περιουσίες ολόκληρες στο εξωτερικό με την βοήθεια των αλληλοκαθρεφτιζόμενων καθεστώτων που ορισμένοι απ' αυτούς τα κρατούσαν με τα λεφτά τους και τις διασυνδέσεις του στην εξουσία, οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη μ' έναν πυρετώδη ρυθμό αλληλουχίας αποτυχιών, εγκλημάτων κι αναρίθμητων μορφών ανικανότητας που έφτανε στα όρια της πνευματικής παραλυσίας, φρενιασμένοι οπαδοί πεθαμένων πολιτικών αρχηγών τούς έβγαλαν απ' τους τάφους τους και κρατώντας τους ψηλά μέσα στα λασπωμένα φέρετρά τους, τους περιέφεραν στους δρόμους ζητώντας με εξτρεμιστικά συνθήματα την επαναφορά τους στην ενεργό πολιτική γιατί υποστήριζαν πως μόνο αυτοί θα γλίτωναν την χώρα απ' την ολοκληρωτική της εξαφάνιση, φανατισμένοι λόγιοι έβγαιναν στα μπαλκόνια τους και παρακινούσαν τα σαστισμένα πλήθη ν' απαρνηθούν την ζωή, να τρέφονται μόνο με ρίζες και ν' αναπαράγονται πλαγιάζοντας με ακρωτηριασμένα αγάλματα, μέσα σε μια συναισθηματική κι ιδεολογική παράκρουση όμοια μ' εκείνων που προσπαθούσαν να επέμβουν στην καυτή πραγματικότητα για να την αλλάξουν ριζικά εφαρμόζοντας πολιτικά προγράμματα που ήσαν επινοήσεις άλλων εποχών (...), οι δολοφονίες έφτασαν σε ασύλληπτη συχνότητα και ωμότητα, άνθρωποι εξαφανίστηκαν για πάντα μέσα σε μια νύχτα και ποτέ κανείς δεν ξανάκουσε να γίνεται λόγος γι' αυτούς.


...Κι ένα μόνιμο φως πόνου κι αξόδευτης αγάπης πλανιόταν πάνω απ' όλα τα κτίσματα...

...Γιατί είχαν μαζευτεί πάρα πολλά μες στις καρδιές των ανθρώπων, τόσα που οι καρδιές δεν άντεχαν να τα κρατάνε άλλο μέσα τους...


**********************************

...Μια γυναίκα δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα ζώντας απ' αυτά. Εγώ δεν θέλω να 'μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δεν θέλω να είμ' αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα 'θελα να ζήσω, θα 'θελα να μπορούσα να ζήσω, (...) όμως αυτή η χώρα δεν μ' αφήνει να το θέλω, δεν μ' αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω την ζωή, (...) έχει κάτσει όλη πάνω στην καρδιά μου και την έχει κουρελιάσει απ' τα εμφράγματα και τις εμβολές, κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μου 'χουν σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, (...) κι όλο μου φέρνει κρύα ρίγη η χυδαιότητά της, η προσήλωσή της στα φαντάσματά της, οι υπεκφυγές της, οι αντιγραφές της, τα φρακαρισμένα της μυαλά...