Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορέστης Αλεξάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορέστης Αλεξάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29/9/13

Ζω τη μικρή μου ανθρώπινη αυταπάτη...












Ορέστης Αλεξάκης

Είσαι νερό

σ' ένα βαθύ πηγάδι
κελάρυσμα κρυμμένο στα καλάμια
στάλα βροχής
σε μια πευκοβελόνα

Σ' αγγίζω κι εξατμίζεσαι
γίνεσαι σύννεφο λευκό και ταξιδεύεις
και με κοιτάς χαμογελώντας απ' τα ύψη σου
και προκαλείς τη δίψα μου
κι υπόσχεσε να βρέξεις
στα ραγισμένα από το λίβα χείλη μου

Είσαι μια υπόγεια φλέβα
που κυλά
σε σκοτεινές σπηλιές
θαμμένες κοίτες
ακρογιαλιές πανάρχαιες
σκεπασμένες
από την άμμο και τη λήθη των αιώνων

Φοβάμαι να σ' ακολουθήσω
με τρομάζει
των ωκεανών η διφορούμενη άπλα
το ανεξιχνίαστο μπλε
των οριζόντων

Κλείνομαι στον μικρό μου βέβαιο τόπο
ζω τη μικρή μου ανθρώπινη αυταπάτη
κολλώ σαν όστρακο στο βράχο μου

σωπαίνω

κι ωστόσο 
δίχως να το νιώθω

ρέω

μια μάζα σκόνης
στο θαμπό βυθό σου


26/9/13

Και σε φοβάμαι μέσα στην αγάπη...

 



















Ορέστης Αλεξάκης

Αναμονή

Ξέρω πως είσαι μέσα μου κι ωστόσο
θαρρώ πως απ' τον έξω κόσμο θα 'ρθεις
Ακούω τα βήματά σου να πλησιάζουν
από τα βάθη του μακρινού διαδρόμου
Άλλοτε λυπημένα με κοιτάς
μέσ' απ' το φως φανταστικής οθόνης
μου δείχνεις ένα πέτρινο πηγάδι
κι ένα παιδί στο φιλιατρό
να κλαίει
Κάποτε σκοτεινιάζεις και γεμίζεις
τον ύπνο μου κεριά και μαύρα ρούχα
και σε φοβάμαι μέσα στην αγάπη
και σε φοβάμαι
μέσα στην ελπίδα
Όμως καμιά φορά
χαμογελάς
με τόση τρυφερότητα        με τόση
παιδική μνήμη που άξαφνα διακρίνω
-κάπου στα βάθη των 
διαλογισμών
κάπου στα μάκρη ενός
χαμένου κόσμου-
πρόσωπα που εξαγνίζονται στο φως
πράγματα που εξαχνίζονται
στη δόξα

Σα να 'χει κάπου ο χρόνος να σταθεί

Σαν να 'χει κάπου κι ο Θεός
πατρίδα

 

23/9/13

Σε ποιους καθρέφτες αλλοιώθηκε η μορφή μου...;

 



















 Ορέστης Αλεξάκης


Νιώθω θρυμματισμένος

ελλιπής

με διαπερνά σαν ρίγος η υποψία
πως κάποτε
πληρέστερος υπήρξα
πλησιέστερος στο ιδανικό μου αρχέτυπο

Σε ποιους καιρούς λοιπόν έχω φθαρεί;
Σε ποιους καθρέφτες αλλοιώθηκε η μορφή μου;
Πώς του εαυτού μου το
κακέκτυπο έγινα;

Βυθίζομαι στη μέσα μου σιγή

Ψάχνω να βρω
το πρώτο πρόσωπό μου
στο μπλάβο φως
που εντός μου ακινητεί

στο σιωπηλό
κι ακύμαντο
βυθό μου 

8/9/13

"Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι"...

Φωτογραφία: Έλενα Σταγκουράκη


«Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι» Μια συνομιλία του Ορέστη Αλεξάκη με την Έλενα Σταγκουράκη

Ε.Σ.: Κύριε Αλεξάκη, στη «Λάμψη» μας αυτοσυστήνεστε: «Ορέστης», λέτε, «μα στη λέξη» να μη σταθούμε. Αντιθέτως, να δούμε «τη νύχτα του χιονιού» και «του αγριμιού το μάταιο κλάμα». Η ποίησή σας, λοιπόν, νύχτα χιονισμένη και μάταιο κλάμα; 
Ο.Α.: Έτσι φαίνεται. Το εξομολογείται η ίδια. Κι απ’ όσο ξέρω, είναι ειλικρινής. Αλλά εδώ θα πρέπει ίσως να γίνει μια διευκρίνιση. Η ποίηση περιγράφει την εσωτερική μας πραγματικότητα. Που δεν συμπίπτει ωστόσο πάντοτε με την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, με την πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής. Γιατί αυτή, η δεύτερη, δέχεται επιρροές και παρεμβάσεις που αλλοιώνουν συχνά την πρωταρχική της εικόνα. Παρεμβάσεις από διάφορους παράγοντες, κυρίως  από την ίδια την «κοινωνικότητά» της, που καταναγκάζει συχνά τον άνθρωπο σε ποικίλες «προσαρμογές» –διάβαζε συμβιβασμούς– αλλά και εκπτώσεις κάποτε. Η ποίηση, συνειδητά ή ασυνείδητα, αυτήν την εσωτερική πραγματικότητα προσπαθεί να προσεγγίσει και να διασώσει, διατρυπώντας επιχωματώσεις που έχει μοιραία δεχθεί η «κατά συνθήκην» ζωή μας.


Ε.Σ: Κάπου γράφετε: «Ανακαλύπτω στο βυθό των ματιών μου ίχνη ξένων βλεμμάτων.» Ποια είναι τα βλέμματα που ανακαλύπτετε σήμερα στα μάτια σας, αυτά που σας έδειξαν το δρόμο κι αποτέλεσαν πρότυπα για σας, ως ποιητή κι ως άνθρωπο;  Ο.Α.: Αυτά τα ξένα βλέμματα που ανακαλύπτω στο βυθό των ματιών μου, δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ποίηση και τις διάφορες επιρροές που έχω δεχτεί. Έχουν να κάνουν με ολόκληρη τη ζωή μου, με ολόκληρη την ύπαρξή μου. Και μολονότι νιώθω, πολλές φορές με εντυπωσιακή ενάργεια, την παρουσία τους, όμως αγνοώ την ταυτότητα και προέλευσή τους. Ξέρω ότι ο εαυτός μου δεν είμαι μόνον εγώ. Αλλά ποιοι άλλοι είναι, δεν ξέρω.


Ε.Σ. Η ποίησή σας, μια ποίηση ουμανιστική, διακατέχεται από βαθύ στοχασμό, διάθεση μελαγχολική (άλλοτε ρέμβης κι άλλοτε δυσθυμίας), και δυνατό όμως σαρκασμό σε στίχους όπως «τόσο τυφλός που βλέπω την αλήθεια», «τόσο πιστός που απόμεινα μονάχος.» Πρόκειται γι’ αντικατοπτρισμό στοιχείων του χαρακτήρα του ποιητή, καταστάλαγμα της πείρας κι εμπειρίας του ή και για τα δυο αυτά μαζί;  Ο.Α.: Ό, τι κατασταλάζει μέσα μας σαν πείρα ζωής μεταλλάσσεται κατά κάποιο τρόπο σε στοιχείο του χαρακτήρα μας. Πρόκειται για τα «επίκτητα» λεγόμενα στοιχεία τα οποία προσλαμβάνονται και προστίθενται στην προσωπικότητά μας, κατά τη διαδρομή μας στο χρόνο. Αν και πιο αδύνατα από τα «εκ γενετής» λεγόμενα, επηρεάζουν τη ζωή μας όσο κι εκείνα. Σχετικά τώρα με τη σάτιρα, είναι κι αυτή ένας τρόπος έκφρασης, αλλά και θέασης των πραγμάτων, μια μέθοδος αγώνα, αμυντικού, αλλά και επιθετικού χαρακτήρα, προκειμένου να αντιμετωπίσει κανείς τις ποικίλες έξωθεν «προσβολές».
 
Ε.Σ.: Συχνές οι αναφορές σας στο παιδί, είτε ως ιδανική στιγμή αθωότητας κι ευαισθησίας είτε ως απλό αντίποδα του θανάτου. Για ποιο λόγο το πράττετε αυτό και με ποιο σκοπό; Συμμερίζεστε την άποψη πως μέσα μας υπάρχει πάντοτε ένα παιδί ή θεωρείτε πως αναπόφευκτα κάποια στιγμή της ζωής μας το παιδί αυτό χάνεται ή το σκοτώνουμε ακόμη κι εμείς οι ίδιοι; 
Ο.Α.: Έχω τη γνώμη ότι κάθε άνθρωπος κουβαλάει μέσα του το παιδί που κάποτε υπήρξε. Κι αυτό το παιδί, κάποιες στιγμές, διεκδικεί συμμετοχή στην τρέχουσα ζωή μας. Αξιώνει να έχει λόγο –τις περισσότερες φορές μάλιστα, επικριτικό. Παρά ταύτα, αξίζει τη συμπάθεια και την κατανόησή μας. Δεν έχει φταίξει σε τίποτα για τις όποιες  έκτοτε... δυσμενείς τυχόν εξελίξεις.


Ε.Σ.: Στη συνέχεια θα ήθελα να επικεντρωθούμε στη λέξη «λησμονήθηκα», μια λέξη που επανέρχεται συχνά στην ποίησή σας. Μοιάζει όμως να μη αφήνεστε καθόλου στην παθητικότητα που η λέξη υπονοεί. Αντιθέτως, είναι σαν να πρόκειται για συνειδητή ενέργεια, κατόπιν επιλογής, έως και ρεμβαστική απόλαυσή της εκ των υστέρων.  Ο.Α.:  Όταν λέω «λησμονήθηκα», εννοώ κυρίως την ασυνείδητη καταβύθιση στο τέλμα των αυτονοήτων. Την παροδική έστω απώλεια της συναίσθησης του θαύματος που αποκαλούμε ζωή. Την απομάκρυνση από το κορυφαίο αίνιγμα του υπάρχειν... Στο ποίημά μου «Αφύπνιση», από τη συλλογή «Η λάμψη», ποίημα που πιθανολογώ ότι αποτελεί την αφορμή του ερωτήματός σας, επισημαίνω μάλλον αυτό που ο τίτλος του ποιήματος δηλώνει. Τη στιγμή της αφύπνισης. Τη στιγμή που ο άνθρωπος, ο παρασυρμένος από την τύρβη και την πολυπραγμοσύνη της καθημερινότητας, επιστρέφει και πάλι στα επίπεδα της συνειδητότητας. Αντιλαμβάνεται δηλαδή την ύπαρξή του, μέσα στην απεραντοσύνη του χωρόχρονου. Εδώ θα πρέπει να επισημάνω ότι ο άνθρωπος, από την ίδια τη φύση του ίσως, «νυστάζει», έχει δηλαδή τη ροπή προς την ύπνωση, την σμίκρυνση μ' άλλα λόγια της συνειδητότητάς του, μέσα στα όρια των απαιτήσεων και αναγκών της πρακτικής ζωής. Για να εξασφαλίζομε συνεχή πληρότητα συνείδησης, όπως αξίζει στα τελειότερα όντα του πλανήτη, χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση.


Ε.Σ.: Κάπου γράφετε: «Πόση μουσική ουρανών/ μέσα σε πάμθηνα πράγματα.» Τα πάντα εν σοφία εποίησεν, λοιπόν;  Ο.Α.: Δεν διακατέχομαι από την αλαζονεία να βαθμολογώ τη ζωή και το σύμπαν! Όμως, ναι. Πολλές φορές σταμάτησα έκθαμβος μπροστά από ασήμαντα εκ πρώτης όψεως πράγματα, ανακαλύπτοντας ένα ασύλληπτο βάθος ή μιαν απροσδόκητη ομορφιά. Σας θυμίζω σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα το θαυμάσιο «Άγραφον» του Σικελιανού.


Ε.Σ.: Έχω την εντύπωση, ακολουθώντας χρονολογικά την ποιητική σας πορεία, πως η ρίμα ήρθε με τον καιρό. Πρόκειται για εσωτερική ανάγκη ή ενσυνείδητη επιλογή;  Ο.Α.: Η ποιήτρια Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου, που μου έκανε την τιμή να ασχοληθεί συστηματικά με την δουλειά μου και συνέγραψε σχετικά το μελέτημα «Συρραπτική του προσώπου κ.τ.λ.», που κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις των Φίλων», ισχυρίζεται ότι η μουσικότητα που διακρίνει την ποίησή μου και όχι μόνον την αυστηρώς έμμετρη, δεν είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, αλλά εκδήλωση ιδιοσυστασίας. Λέει χαρακτηριστικά ότι κουβαλώ την μουσική μέσα στο αίμα μου, γεγονός που η ίδια το αποδίδει στην επτανησιακή μου καταγωγή. Οφείλω να ομολογήσω ότι συμφωνώ μαζί της. Στα μαθητικά μου χρόνια, έγραφα έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματα, στη γνωστή ατμόσφαιρα του νεοσυμβολισμού (Άγρας, Λαπαθιώτης  κ.τ.λ.). Δύο από τα ποιήματα αυτά δημοσίευσα –εις μνήμην– στην επιλεκτική έκδοση «Υπήρξε», ενώ στον συγκεντρωτικό τόμο «Ποίηση», το μότο της συλλογής «Η Περσεφόνη των γυρισμών», καθώς κι εκείνο της ενότητας «Ο μεταμφιεσμένος χρόνος» έχουν επίσης την ίδια προέλευση. Μετά την καθολική επικράτηση όμως της λεγόμενης νεώτροπης ή νεωτερικής ποίησης, αποφάσισα κι εγώ –ανέκδοτος ακόμη τότε νεοσσός– να προσαρμοσθώ στα νέα ρεύματα των καιρών. Προσπάθησα πολύ, κουράστηκα πολύ, κατόρθωσα λίγα. Ήμουν αγκυλωμένος στους ρυθμούς, από τους οποίους ποτέ δεν απαγκιστρώθηκα εντελώς. Τώρα, σχετικά με τα έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματά μου, των συλλογών «Αγαθά παιγνίδια» και «Μου γνέφουν», δίνω την εξήγηση της δημιουργίας τους στις «Σημειώσεις» του τόμου «Ποίηση». Σύμφωνα με τα εκεί γραφόμενα, τα ποιήματα αυτά δεν είναι προϊόντα σχεδιασμού, αλλά αποτελέσματα ενός «αιφνίδιου ξεσπάσματος» που μου επιβλήθηκε έσωθεν, χωρίς καμιά συγκεκριμένη αφορμή. Και αυτή είναι η αλήθεια.


Ε.Σ.: Αλλού γράφετε: «Σ’ αυτό το μετερίζι ξαγρυπνώ/ σ’ αυτή την έσχατη σκοπιά/ … των επιγείων τη μοίρα κατοπτεύω.» Ξάγρυπνος παρατηρητής, λοιπόν, της ζωής και του ρου της. Η παρατήρηση αυτή αφήνει τον Αλεξάκη αισιόδοξο ή απαισιόδοξο;  Ο.Α.: Ούτε αισιόδοξο ούτε απαισιόδοξο. Απλά, έναν απορημένον παρατηρητή. Τίποτα άλλο.


Ε.Σ.: Στίχος σας, εν έτει 1982: «Το κουκούτσι της ψυχής λησμονημένο.» Θα ’λεγε, όμως, κανείς πως μοιάζει πολύ περισσότερο με κριτική της σημερινής ή έστω μιας πολύ πρόσφατης, ελληνικής κι όχι μόνο, κοινωνίας.  Ο.Α.: Όχι. Δεν έχει στοιχεία κοινωνικότητας το ποίημα. Στην προσωπική περιπέτεια του καθενός μας αναφέρεται. Στην πολυθρύλητη χαμένη αγνότητά μας. Στο κουκούτσι της ψυχής που λησμονήθηκε, κάτω από την επικάλυψη τόσων συμβιβασμών και τόσων υποχωρήσεων.


Ε.Σ.: Στη θέση της τελευταίας ερώτησης, ζητώ απ’ τον συνομιλητή μου να μιλήσει απευθείας στο κοινό του. Ένα μήνυμα στον αναγνώστη σας, παρακαλώ.  Ο.Α.: Ούτε αγγελιοφόρος είμαι, ούτε διδάχος. Ένας απλός άνθρωπος μόνο, που προσπαθεί κι αυτός να αρθρώσει τον ταπεινό του λόγο, «γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά», για να θυμηθούμε το Σεφέρη. Αν όμως κάτι θα ’πρεπε να πω, έτσι... για να διασωθεί η παράδοση, θα ’λεγα: «Ευλογημένος, όποιος μπορεί να ανακαλύπτει την ομορφιά. Ακόμη και στα πιο ασήμαντα πράγματα. Η αισθητική πρόσληψη της ζωής είναι η μόνη ελπίδα να διασώσουμε την «δωρημένη άνωθεν» πνευματικότητά μας ή αυτό που ο Σικελιανός θα ονόμαζε «πρώτο μας Εαυτό».




Αθήνα, Οκτώβριος 2012

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 7 (χειμώνας 2012 - άνοιξη 2013)

4/2/13

Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι...




 «Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι»

Μια συνομιλία του Ορέστη Αλεξάκη με την Έλενα Σταγκουράκη


Ε.Σ.: Κύριε Αλεξάκη, στη «Λάμψη» μας αυτοσυστήνεστε: «Ορέστης», λέτε, «μα στη λέξη» να μη σταθούμε. Αντιθέτως, να δούμε «τη νύχτα του χιονιού» και «του αγριμιού το μάταιο κλάμα». Η ποίησή σας, λοιπόν, νύχτα χιονισμένη και μάταιο κλάμα;

Ο.Α.: Έτσι φαίνεται. Το εξομολογείται η ίδια. Κι απ’ όσο ξέρω, είναι ειλικρινής. Αλλά εδώ θα πρέπει ίσως να γίνει μια διευκρίνιση. Η ποίηση περιγράφει την εσωτερική μας πραγματικότητα. Που δεν συμπίπτει ωστόσο πάντοτε με την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, με την πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής. Γιατί αυτή, η δεύτερη, δέχεται επιρροές και παρεμβάσεις που αλλοιώνουν συχνά την πρωταρχική της εικόνα. Παρεμβάσεις από διάφορους παράγοντες, κυρίως από την ίδια την «κοινωνικότητά» της, που καταναγκάζει συχνά τον άνθρωπο σε ποικίλες «προσαρμογές» –διάβαζε συμβιβασμούς– αλλά και εκπτώσεις κάποτε. Η ποίηση, συνειδητά ή ασυνείδητα, αυτήν την εσωτερική πραγματικότητα προσπαθεί να προσεγγίσει και να διασώσει, διατρυπώντας επιχωματώσεις που έχει μοιραία δεχθεί η «κατά συνθήκην» ζωή μας.

 
(ολόκληρη η συνέντευξη στο "Κουκούτσι", τεύχος 7)


10/9/12

Στ' αδιάλυτα σκοτάδια...





















Ορέστης Αλεξάκης

 
Notturno 


Κάποιος έχει φύγει από το σπίτι
Κάποιος άλλος περπατάει στο δώμα
Νύχτα και δε φάνηκεν ακόμα
το παιδί που μπαίνει απ' το φεγγίτη

Εμπνοές σαλεύουν τις κουρτίνες
Όνειρα κι αράχνες με μουδιάζουν
Τα φεγγάρια ασίγαστα κοάζουν
Γέμισε το δέρμα μου λειχήνες

Ίσκιοι του ανυπόστατου επιστρέφουν
Κύλησαν νομίσματα στο χώμα
Νούφαρα σού σκέπασαν το σώμα
Δυο τρελοί απ' το ξέφωτο μού γνέφουν

Σαν να ψάχνω κάποιο μονοπάτι
Σαν ν' αναγνωρίζω τα σημάδια
Προχωρώ στ' αδιάλυτα σκοτάδια
μ' ανοιχτό το μέσα μόνο μάτι


9/6/12

Στα σιωπηλά σκιόφωτα του ονείρου...
















Ορέστης Αλεξάκης

Σιωπάς


κι ακούγονται μέσα στη σιωπή σου
θρόοι του χρόνου πέρ' από το χρόνο
πνοές σωμάτων πέρ' από την ύλη
τριγμοί φθοράς σε ακύμαντη αφθαρσία

Σιωπάς
κι είναι η σιωπή σου δάκρυα τοίχων
ερημητήριο πένθιμων διαδρόμων
πορώδη ασβεστοφέγγαρα που φέγγουν
στο μακρινό που με τρομάζει μέλλον

Σιωπάς
και γίνεσαι όλη μνήμη κήπων
άρπα στα βάθη της νυχτιάς των παγετώνων
ήχος βαθύς σταλακτιτών    φέγγος αγγέλων
εκτίναξη άστρων κι αναβρυτηρίων

Φλύαρη μες στην ίδια τη σιωπή σου
δε σε χωρά των εγκοσμίων ο λόγος




*************


Ναι μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις


και μόνον απ' την ίδια σου σιωπή
το λάλον ύδωρ αναβλύζει εντός μου

κι αυτό το φέγγος που
σε περιβάλλει
που μέσα του ενοικείς και κυοφορείσαι
θαρρώ σιωπής εμφάνεια είναι
θαρρώ τους δυο μες στη σιωπή
συμπλέκεις κόσμους

κι ο τόπος σου
είναι ο τόπος όπου σμίγουν
ζόφος και φως
κι εσύ
με φως και ζόφο
πλάθεσαι και κυριαρχείς
στα σιωπηλά σκιόφωτα του ονείρου

και ιδού
τα μέσα στο βυθό τοπία
ξυπνούν κι ανθίζουν με
τον ερχομό σου
στολίζονται άστρα κι όστρακα
κι αργά
προς τον δικό μας αναδύονται κόσμο

13/3/12

Πώς λησμονήθηκα λοιπόν...






















Ορέστης Αλεξάκης

Αισιοδοξία
 

Και μολονότι ξένος και μονήρης
ανθίζω κάποτε στο φως ωραίος και πλήρης

παρ' όλα αυτά τα κάτοπτρα που ωστόσο
μ' αμφισβητούν και μ' ασχημίζουν τόσο.


***


Αφύπνιση


Μέσα σε φως και μνήμη κατοικώ

πώς λησμονήθηκα λοιπόν 
στο σώμα;

8/11/09

Il fagotto




Ορέστης Αλεξάκης

Το φαγκότο


Ανοίγω τη μικρή γυάλινη θύρα
του σκοτεινού παλαιοπωλείου, χτυπάει
παλιοκαιρνό κουδούνι μα κανένας
δεν έρχεται ..Τριγύρω βασιλεύει
τέφρα σιωπής κι ακινησία θανάτου
Ποιος είναι εδώ; Ρωτώ και το κουδούνι
ξαναχτυπά καθώς η θύρα κλείνει
Νιώθω πως είμαι πια παγιδευμένος
σ’ ένα ψυχρό νεκροταφείο πραγμάτων
Μισοσβημένες προσωπογραφίες
παμπάλαια βάζα και μουγγά ρολόγια
ζώα και πετεινά ταριχευμένα
που με κοιτούν με το νεκρό τους βλέμμα
Χαμογελά χορεύτρια πορσελάνης
Μου γνέφει φιλικά μακάριος βούδας
Κάτι σα χνούδι νιώθω να μ’ αγγίζει
Ποιος είν’ εδώ; Ξαναρωτώ
και τότε
φέγγος θαμπό το χώρο πλημμυρίζει
Ξανθό κορίτσι βγάζει το κεφάλι
πίσω από τη ροτόντα και μου λέει
Σιγά .. μη σας ακούσει και σωπάσει
Παίζει φαγκότο πάλι .. τον ακούτε;
Παίζει φαγκότο
Κάτω
Στα θεμέλια

***********************

Il fagotto (για τον F.G.)

Abro la puerta de vidrio pequeña
del anticuario oscuro, suena
gastada la campanilla, pero nadie
aparece. Alrededor domina
la ceniza del silencio, la inmovilidad de la muerte
Está? Pregunto y la campanilla
suena otra vez por la puerta cerrándose.
Me siento ya atrapado
en una necrópolis frígida de cosas
Retratos que apenas se descifran
floreros antiguos y relojes mudos
animales y pájaros enbalsamados
que me guardan con su mirada fallecida
Sonriente danzadora de porcelana
Amistosamente me hace señas el buda gozoso
Algo como un vello siento que me toque
Está? Pregunto de nuevo
y entonces
una luz opaca rellena el cuarto
Una niña rubia su cabeza introduce
detrás de la bóveda y me dice
Más bajo, que no le escuche y se calle
Toca su fagot otra vez, no lo escucha?
Toca su fagot
Ahí bajo
En el fundamento

Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη