Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Vicente Aleixandre. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Vicente Aleixandre. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17/6/12

Γυμνή, ποτέ δοσμένη...



 Vicente Aleixandre
 

Θεά


Στην τίγρη ξαπλωμένη,
η κόμη της κοιμάται.
Κοιτάξτε τη μορφή της
σε δέρμα ωραίο πάνω
και ήρεμο ανασαίνει.
Ποιος το μπορεί, ποιος τάχα
τα χείλη του να βάλει
στο φως της τύχης πάνω
που –θείο, λες– κοιμάται
Κοιτάξτε: Πόσο μόνη!
Τι τέλεια! Τάχα απτή ’ναι;
Θεία σχεδόν, το στήθος
ανάλαφρο ανεβαίνει,
βυθίζεται, στενάζει
σαν την αγάπη. Η τίγρη
περήφανα την φέρει
ωσάν την Υρκανία,
που διάφανη επιπλέει,
γυμνή, ποτέ δοσμένη.

Θνητοί εσείς! Ποτέ σας.
Γυμνή, ποτέ δική σας.
Στο πύρινο το δέρμα
Δείτε την: μια θεά!


***


Ο ποιητής αναθυμάται τη ζωή του


Συγχωρήστε με: κοιμόμουν.
Κι ο ύπνος, ζωή δεν είναι. Ειρήνη ημίν.
Ζωή δεν είναι να στενάζεις ή λέξεις να εικάζεις που μας ζουν ακόμα.
Να ζεις μέσα τους; Οι λέξεις πεθαίνουν.
Όμορφες στο άκουσμα, μα ποτέ δεν διαρκούνε.
Έτσι κι αυτήν τη νύχτα την ξάστερη. Χθες κατά το χάραμα,
ή καθώς η εξαντλημένη μέρα την αχτίδα απλώνει
τη στερνή, και τυχαία στο πρόσωπό σου καταλήγει.
Μ’ ένα πινέλο από φως, τα μάτια κλείσε.
Κοιμήσου.
Η νύχτα είναι μακρά, μα έχει ήδη περάσει.


***

Σκέψεις του τέλους


Γεννήθηκε και δεν έμαθε. Αποκρίθηκε και δε μίλησε.

Οι ψυχές ξαφνιασμένες σε κοιτάζουν
καθώς δεν περνάς. Ο άνεμος ποτέ δεν υπακούει.
Μόνη η σκέψη σου πέφτει αργά.
Όπως τα άψυχα φύλλα πέφτουν, και πάλι
πέφτουν κι ο άνεμος τα σκορπά.

Και η γη ανεπιτήδευτη τα περιμένει,
ανοιχτή. Σιωπηλή η καρδιά, τα μάτια άφωνα,
η σκέψη σου αργή εξαϋλώνεται
στον αέρα. Η κίνησή της ανεπαίσθητη. Ένας ήχος από κλαδιά
του τέλους, ένα όνειρο θολό από χρυσάφι ζωντανό
σκορπίζει… Τα φύλλα ολοένα πέφτουν.




Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Diosa


Dormida sobre el tigre,
su leve trenza yace.
Mirad su bulto. Alienta
sobre la piel hermosa,
tranquila, soberana.
¿Quién puede osar, quién sólo
sus labios hoy pondría
sobre la luz dichosa
que, humana apenas, sueña?
Miradla allí. ¡Cuán sola!
¡Cuán intacta! ¿Tangible?
Casi divina, leve
el seno se alza, cesa,
se yergue, abate; gime ορθώνεται, παλεύει
como el amor. Y un tigre
soberbio la sostiene
como la mar hircana,
donde flotase extensa,
feliz, nunca ofrecida.

¡Ah, mortales! No, nunca;
desnuda, nunca vuestra.
Sobre la piel hoy ígnea
miradla, exenta: es diosa.


***

El poeta se acuerda de su vida


Perdonadme: he dormido.
Y dormir no es vivir. Paz a los hombres.
Vivir no es suspirar o presentir palabras que aún nos vivan.
¿Vivir en ellas? Las palabras mueren.
Bellas son al sonar, mas nunca duran.
Así esta noche clara. Ayer cuando la aurora,
o cuando el día cumplido estira el rayo
final, y da en tu rostro acaso.
Con un pincel de luz cierra tus ojos.
Duerme.
La noche es larga, pero ya ha pasado.


***

Pensamientos finales


Nació y no supo. Respondió y no ha hablado.

Las sorprendidas ánimas te miran
cuando no pasas. El viento nunca cumple.
Tu pensamiento a solas cae despacio.
Como las fenecidas hojas caen y vuelven
a caer, si el viento las dispersa.

Mientras la sobria tierra las espera,
abierta. Callado el corazón, mudos los ojos,
tu pensamiento lento se deshace
en el aire. Movido suavemente. Un son de ramas
finales, un desvaído sueño de oros vivos
se esparce...Las hojas van cayendo.



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι" (αφιέρωμα στη γενιά του '27 της  ισπανικής ποίησης), τεύχος 3.
 

20/12/11

Φεγγαροτρόπια...




















 Vicente Aleixandre

 Αγαπιόντουσαν


Αγαπιόντουσαν.
Πάσχιζαν στο φως, χείλη μπλαβά κατά το ξημέρωμα,
χείλη που βγαίνουν από μια νύχτα σκληρή,
χείλη μισάνοιχτα, αίμα∙ αίμα; Πού;
Αγαπιόντουσαν σε στρώμα πλεούμενο, μισό νύχτα, μισό φως.

Αγαπιόντουσαν όπως τα λουλούδια και τα αγκάθια τα βαθιά,
σ’ εκείνο το μπουμπούκι της αγάπης σε κίτρινο καινούργιο,
όταν τα πρόσωπα γυρίζουν μελαγχολικά,
φεγγαροτρόπια που μ’ εκείνο το φιλί γυαλίζουν.

Αγαπιόντουσαν τη νύχτα, καθώς τα σκυλιά στα βάθη
αλυχτούν κάτω απ’ τη γη και οι κοιλάδες τεντώνονται
σαν ράχες αρχαϊκές που ανακαινισμένες αισθάνονται
-χάδι, μετάξι, χέρι, φεγγάρι που φτάνει κι αγγίζει.

Αγαπιόντουσαν απ’ αγάπη στο χείλος του ξημερώματος,
ανάμεσα στις σκληρές πέτρες τις κλειστές της νύχτας,
σκληρές σαν τα σώματα, παγωμένα απ’ τις ώρες,
σκληρές σαν τα φιλιά από δόντι σε δόντι μονάχο.

Αγαπιόντουσαν τη μέρα, παραλία που ολοένα επεκτείνεται,
κύματα που, φτάνοντας στα πόδια, χαϊδεύουν τα βρύα,
σώματα που σηκώνονται απ’ τη γη και αιωρούμενα…
Αγαπιόντουσαν τη μέρα, πάνω στη θάλασσα, κάτω απ’ τον ουρανό.

Μεσημέρι απόλυτο, αγαπιόντουσαν τόσο μόνοι κι οικείοι,
θάλασσα άφταστη και νέα, αισθαντικότητα διάσπαρτη,
μοναξιά του έμψυχου, ορίζοντες απόμακροι
πλεγμένοι σαν σώματα μοναχικά που τραγουδούν.

Μες στην αγάπη. Αγαπιόντουσαν σαν φωτεινή σελήνη,
σαν αυτή τη θάλασσα τη στρογγυλή που περιρέει αυτό το πρόσωπο,
γλυκιά έκλειψη νερού, μάγουλο σκιασμένο,
όπου τα ψάρια τα ερυθρά πάνε κι έρχονται δίχως μουσική.

Μέρα, νύχτα, δειλινά, ξημερώματα, χώροι,
κύματα νέα, παλιά, φευγαλέα, αέναα,
είτε θάλασσα είτε γη, πλεούμενο, στρώμα, φτερό, κρύσταλλο,
μέταλλο, μουσική, χείλη, σιωπή, βλάστηση,
κόσμος, γαλήνη, η μορφή τους.
Αγαπιόντουσαν. Να το ξέρετε.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


*******************************

Se querían
 
Se querían.
Sufrían por la luz, labios azules en la madrugada,
labios saliendo de la noche dura,
labios partidos, sangre, ¿sangre dónde? 

Se querían en un lecho navío, mitad noche, mitad luz.
Se querían como las flores a las espinas hondas,
a esa amorosa gema del amarillo nuevo,
cuando los rostros giran melancólicamente,
giralunas que brillan recibiendo aquel beso. 

Se querían de noche, cuando los perros hondos
laten bajo la tierra y los valles se estiran
como lomos arcaicos que se sienten repasados:
caricia, seda, mano, luna que llega y toca. 

Se querían de amor entre la madrugada,
entre las duras piedras cerradas de la noche,
duras como los cuerpos helados por las horas,
duras como los besos de diente a diente solo. 

Se querían de día, playa que va creciendo,
ondas que por los pies acarician los muslos,
cuerpos que se levantan de la tierra y flotando... 
Se querían de día, sobre el mar, bajo el cielo. 

Mediodía perfecto, se querían tan íntimos,
mar altísimo y joven, intimidad extensa,
soledad de lo vivo, horizontes remotos
ligados como cuerpos en soledad cantando. 

Amando. Se querían como la luna lúcida,
como ese mar redondo que se aplica a ese rostro,
dulce eclipse de agua, mejilla oscurecida,
donde los peces rojos van y vienen sin música. 

Día, noche, ponientes, madrugadas, espacios,
ondas nuevas, antiguas, fugitivas, perpetuas,
mar o tierra, navío, lecho, pluma, cristal,
metal, música, labio, silencio, vegetal,
mundo, quietud, su forma. Se querían, sabedlo.



 Πρώτη δημοσίευση: Αφιέρωμα στη γενιά του '27 της ισπανικής ποίησης, Περιοδικό "Κουκούτσι" (τεύχος 3)