29/10/18

"Εγώ δεν είμαι εγώ" (4/5) - Από το αφιέρωμα του Νέου Πλανοδίου στο Juan Ramón Jiménez



«ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ» —
Καθρέφτες και είδωλα στη ζωή και το έργο του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ

Επιμέλεια αφιερώματος, επιλογή υλικού, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

**********

Ποίηση μιας Ατλαντίδος: Ο ποιητικός πλούτος του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ

του Αλφόνσο Αλέγκρε Χάιτσμαν

Ξεκινώντας την εισήγησή μου θα ήθελα να αναφερθώ στα λόγια ενός σπουδαίου ποιητή, ο οποίος αποτελεί για μένα, πέρα από δάσκαλο αγαπημένο, και φίλο αείμνηστο. Δεν είναι άλλος, από τον Ισπανό Χοσέ Άνχελ Βαλέντε, ο οποίος απεβίωσε στη Γενεύη τον Ιούλιο του 2000. Με αφορμή την έκδοση στην Ισπανία, την άνοιξη του 1999, του τόμου Ποίηση μιας Ατλαντίδος (Lírica de una Atlántida), ο Βαλέντε έγραψε στις πολιτιστικές σελίδες εφημερίδας της Μαδρίτης ένα σύντομο, ωστόσο ιδιαίτερης βαρύτητας, άρθρο, ενά φωτισμένο σχεδόν σημείωμα, υπό τον τίτλο «Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ στο δικό μας φως του». Εκεί εξέθετε τις ουσιώδεις παρατηρήσεις του, όχι μόνο ως προς την εσωτερική κριτική αξία του ποιητή, αλλά και ως προς τους λόγους για τους οποίους κατόρθωσε δίχως καμιά αμφιβολία να συνιστά έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της ισπανικής γλώσσας στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Το άρθρο εκείνο εκκινούσε με την εικόνα του νεαρού τότε ποιητή, ο οποίος, μετά βίας δέκα εννιά ετών, έφτανε στα 1900 στη Μαδρίτη και ξεκινούσε την πορεία του στην ποίηση χαίροντας της στήριξης των μεγάλων ποιητών της προηγούμενης γενιάς. «Χρόνια αργότερα», γράφει ο Βαλέντε, «τη στιγμή που ο Εμφύλιος διασκόρπιζε τους Ισπανούς ανά την υφήλιο, ο Χουάν Ραμόν ήταν, από κοινού με τον Ματσάδο, ο κεντρικός ποιητής της ισπανικής ποιητικής παράδοσης εκείνου του αιώνα. Στα μετεμφυλιακά χρόνια, η απόσταση, η θλιβερή τροπή που πήρε η ποίηση της Ιβηρικής και η κακεντρέχεια των ανθρώπων μετέτρεψαν τον Χιμένεθ σε φιγούρα μεθοδικά αποσιωπημένη, απόμακρη, και της οποίας το έργο, προς ντροπή μας, δεν διέθετε βαρύτητα στο χώρο των γραμμάτων εκείνης της εποχής. Τα τελευταία βιβλία του τον πήγαν πολύ πιο μακριά στον κόσμο της ποιητικής εμπειρίας απ’ ό,τι κατάφερε να φτάσει η γενιά του ’27, η οποία διαθέτει δύο μόνο ποιητές του διαμετρήματός του ως προς τη δημιουργική ένταση: το Λόρκα και το Θερνούδα».

Την εικόνα του έφηβου ποιητή που στις αρχές του 20ου αιώνα καταφθάνει στη Μαδρίτη, την ξαναπιάνει ο Βαλέντε στο τέλος του άρθρου του, προκειμένου να τονίσει τη σπουδαιότητα της συγκεντρωτικής έκδοσης του ύστερου έργου του Χιμένεθ, και μάλιστα με το πέρας του ίδιου αυτού αιώνα, οι αρχές του οποίου είδαν την έκδοση των πρώτων βιβλίων του. Ο Βαλέντε επεδίωκε έτσι να υποδείξει συμβολικά πως ο αιώνας ξεκίνησε και τελείωσε με την ποίηση του Χιμένεθ: «Τώρα πια ο αναγνώστης θα έχει στη διάθεσή του τα βιβλία, τα οποία δεν είχαμε έως τώρα την ευκαιρία να διαβάσουμε με τον κατάλληλο τρόπο ή την κατάλληλη στιγμή: Από την άλλη πλευρά, Ένα ύψωμα μεσημβρινό, Θεός επιποθούμενος και επιποθών, Ποταμοί που φεύγουν. Αυτή η επανεμφάνισή τους, με ενωμένες πλέον δυνάμεις, έχει ως αποτέλεσμα εκείνος ο έφηβος του 1900 που αναφέραμε στις πρώτες αράδες να κλείνει τώρα τον αιώνα, επιβάλλοντας το ανάστημά του, με όλο το βάθος και τον πλούτο της γλώσσας του. Εκείνος μας συναθροίζει και εξήγει ο ίδιος το λόγο: ‘Κάθε φορά που στην Ισπανία θα κυριαρχεί μια μειοψηφία, θα στρέφει το πρόσωπό της σε μένα όπως στον ήλιο’».

Τα λόγια του Βαλέντε, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονικότητα της ποίησης το βεληνεκές του ύστερου έργου του Χιμένεθ, και μάλιστα κατά τρόπο τόσο κατηγορηματικό, είναι λόγια υψίστης σημασίας. Όχι μόνο υπογραμμίζουν την ιστορική αδικία που επέφερε η αποσιώπηση του ύστερου έργου του Χιμένεθ στην Ισπανία, αλλά και καταδεικνύουν την ισχύ που έχει στις μέρες μας –το λιγότερο για μια μειοψηφία, μακάρι ευμεγέθη– η ποίηση που ο ποιητής έγραψε στην Αμερική κατά τα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του.

Η σπουδαιότητα της μαρτυρίας αυτής μπορεί να τεκμηριωθεί με μιαν αναδρομή στην πρόσληψη, της οποίας έτυχε το ύστερο έργο του Χιμένεθ στην Ισπανία, καθώς και στις ελλιπείς εκδόσεις των τελευταίων δεκαετιών. Ελάχιστοι αρνούνται τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Χιμένεθ στο πρώτο τρίτο του εικοστού αιώνα. Η επιρροή του τόσο στην Ισπανία, όσο και στη Λατινική Αμερική, σε μια από τις πιο γόνιμες εποχές στην ιστορία της ισπανόγλωσσης ποίησης υπήρξε καθοριστική και βρίσκεται πέραν πάσης αμφιβολίας. Ωστόσο, ελάχιστοι ήταν και εκείνοι που συνειδητοποίησαν ή θέλησαν να συνειδητοποιήσουν τον παράγοντα της ανανέωσης ή του ποιητικού πλούτου που γέννησαν αργότερα έργα όπως Ρομάντζα στο Κόραλ Γκέημπλς, Χώρος ή Ζώο του βάθους. Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι αυτό συνέβαινε στην Ισπανία, τη στιγμή που η ποίηση εκεί, τα χρόνια που δημιουργούνταν ο Χώρος ή ο Θεός επιποθούμενος και επιποθών, ακολουθούσε της συντεταγμένες ενός Ρεαλισμού, καθ’ όλα ξένου προς την ποιητική καινοτομία, στην οποία είχε εμβαθύνει ο Χιμένεθ. Ξένου δε ακόμη και σε όσους υπήρξαν μαθητές του. Από αυτούς, μόνο ο Χεράρδο Ντιέγο χαιρέτισε δημόσια και ενθουσιωδώς την έκδοση του Χώρου, ήδη από την έκδοση του Πρώτου εδαφίου το 1943, γι’ αυτό και ο Χιμένεθ, ανταποκρινόμενος γενναιόδωρα στην κριτική του τιμιότητα, του αφιέρωσε την ολοκληρωμένη εκδοχή του ποιήματος. Από την πλευρά του Σαλίνας και του Γκιγιέν υπήρξε παντελής έλλειψη κατανόησης, όχι μόνο αναφορικά με το Χώρο, αλλά και με ολόκληρο το ύστερο έργο του, έλλειψη με πιθανή αιτία –αν και κάτι τέτοιο διόλου την δικαιολογεί– τη γενικότερη δυσαρέσκεια, με την οποία αντιμετώπιζαν οτιδήποτε σχετιζόταν με το πρόσωπο που κάποτε υπήρξε δάσκαλός τους. Παρόμοια υπήρξε και η στάση του Λουίς Θερνούδα, ο οποίος από το 1954 δεν θα μιλούσε πλέον για τον Χιμένεθ βάσει της οξείας κριτικής του ικανότητας, παρά της ακραίας προσωπικής αντιπάθειας για τον ποιητή που τόσο θαύμαζε στα νεανικά του χρόνια. Το βραβείο Νομπέλ το 1956 και η συνακόλουθη διεθνής καταξίωση του Χιμένεθ ελάχιστα βελτίωσαν την κατάσταση. Στην Ισπανία, πέρα από τις επιβεβλημένες ευκαιριακές εκδόσεις, το ποιητικό έργο, στο οποίο αφιέρωσε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του, παρέμενε παραγκωνισμένο και –το χειρότερο– ανέκδοτο. Ακόμη και σαράντα χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, το εκδοτικό πανόραμα του ύστερου έργου του εξακολουθεί να είναι απόλυτα απογοητευτικό, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων ερευνητών προς την αντίθετη κατεύθυνση. Από τους τέσσερις τόμους που περιλαμβάνουν την ποίηση της εξορίας, μόνο το βιβλίο Θεός επιποθούμενος και επιποθών αντίκρισε το φως της δημοσιότητας, αν και πάνε σαράντα χρόνια που δεν αναδημοσιεύεται. Το βιβλίο Ένα ύψωμα μεσημβρινό περιμένει ακόμη την πρώτη του έκδοση. Το Ποταμοί που φεύγουν γνώρισε μονάχα μία έκδοση, το 1974, με ελάχιστη προσοχή από τους κριτικούς και σχεδόν ανύπαρκτη διάδοση. Η έκδοση από την Αουρόρα ντε Αλμπόρνοθ, το 1974, του βιβλίου Από την άλλη πλευρά δεν γνώρισε έκτοτε άλλη ανατύπωση, και βρίσκεται εδώ και χρόνια εκτός εμπορίου. Θα έλεγε κανείς πως στην Ισπανία επιδιώχθηκε συστηματικά η απόκρυψη της σπουδαιότητας της ύστερης ποίησης του Χιμένεθ. Ακόμη και σήμερα, υφίσταται μεγάλη άγνοια για την καλύτερη ποίησή του, μια αληθινή εξορία.

Η κυριαρχία της τάσης του Ρεαλισμού τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο σήμανε αναμφίβολα μιαν οπισθοδρόμηση της ποίησης στην Ισπανία συγκριτικά με τη λάμψη εκείνης των δεκαετιών του είκοσι και τριάντα. Μια από τις πιο ολέθριες συνέπειες αυτής της κυρίαρχης τάσης υπήρξε, το δίχως άλλο, όπως υπογραμμίζει ο Βαλέντε, η έλλειψη κατανόησης, η αποσιώπηση και η απουσία βαρύτητας της ύστερης ποίησης του Χιμένεθ στην Ισπανία. Ο αποκλεισμός αυτός έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε η ποίησή του να παραληφθεί από την ανθολογία Είκοσι χρόνια ισπανικής ποίησης 1939 – 1959 (Veinte años de poesía española, 1939-1959), από τις βασικές ανθολογίες εκείνης της εποχής, υπό την επιμέλεια του κριτικού Χοσέ Μαρία Καστεγιέ και δημοσιευμένη το 1962, έξι χρόνια μετά την απονομή του Νομπέλ λογοτεχνίας στον Χιμένεθ. Η ανθολογία αναδημοσιεύτηκε συμπληρωμένη το 1966. Αιτία της παράλειψης υπήρξε, σύμφωνα με τον ανθολόγο, «η απώλεια της ιστορικής τεκμηρίωσης του περιορισμένου έργου που [ο Χιμένεθ] δημοσίευσε τα τελευταία είκοσι χρόνια». Αυτό που για τη συγκεκριμένη ανθολογία θεωρείται «περιορισμένο δημοσιευμένο έργο» περιλαμβάνει τίτλους τόσο σημαντικούς για την ποίηση του αιώνα μας όπως Η απόλυτη εποχή (La estación total, 1946), Ρομάντζα στο Κόραλ Γκέημπλς (1948) και Ζώο του βάθους (1949), για να μην αναφερθούμε στο ποίημα Χώρος, δημοσιευμένο στην πλήρη του μορφή στο περιοδικό Ισπανική ποίηση (Poesía española) και στην Τρίτη ποιητική ανθολογία (Tercera antolojía poética, 1957), η οποία συμπεριελάμβανε σημαντικό μέρος του έργου που ο ποιητής δημιούργησε στην Αμερική. Όσο για την «απώλεια της ιστορικής τεκμηρίωσης», δικαιολογείται αν αναλογιστούμε τις παραμέτρους ρεαλισμού, στις οποίες βασίζεται τόσο η συγκεκριμένη ανθολογία, όσο και το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης εκείνης της εποχής. Πράγματι, ο ανθολόγος, παραλείποντας τον Χιμένεθ, υπήρξε απόλυτα συνεπής ως προς αυτές τις παραμέτρους, όχι όμως και με την ιστορική αλήθεια. Περισσότερο κατανοητή γίνεται η κατάσταση της ποίησης στην Ισπανία εκείνων των δεκαετιών διαβάζοντας τον πρόλογο της ανθολογίας. Εκεί, ο συγγραφέας χαρακτηρίζει την ποίηση της παράδοσης του συμβολισμού ως «μη ρεαλιστική και πολύσημη, φορμαλιστική και εστέτ», αναφέροντας μάλιστα το όνομα ενός Μαλλαρμέ, ενός Βαλερύ, ενός Ουγκαρέττι, ενός Έλιοτ ή ενός Μπεν. Εμπρός σε ένα τέτοιο είδος ποίησης, ο ανθολόγος προτάσσει μια ποίηση «με ξεκάθαρη ανθρωπιστική σημασία, γραμμένη σε γλώσσα στρωτή και καθημερινή».

Όντας η κατάσταση της ποίησης στην Ισπανία τόσο ξένη προς την αισθητική καινοτομία που εισηγόταν ο Χιμένεθ, ήταν αναμενόμενο, η αναγνώριση και εκτίμηση του ύστερου έργου του να έρχεται κατά κύριο λόγο εκτός των ισπανικών συνόρων. Ένας από τους ποιητές που συνειδητοποίησε νωρίς και με ιδιαίτερη οξύνοια το βεληνεκές της ύστερης ποίησης του Χιμένεθ υπήρξε ο Οκτάβιο Πας. Υπό την έννοια αυτή, θα ήταν ευχής έργον αν του είχε αφιερώσει και εκείνου, όπως έπραξε με άλλους ποιητές πολύ λιγότερο σημαντικούς για τον ίδιο, κάποιο δοκίμιο, άρθρο ή έστω κάποιο σχετικό σημείωμα. Ο Μεξικανός ποιητής, αναφερόμενος στον Χιμένεθ και συσχετίζοντάς τον με τον Γέητς, σημειώνει: «αμφότεροι εκκινούν από μια ποίηση πυκνή, η οποία σταδιακά αραιώνει, ώσπου γίνεται διάφανη· αμφότεροι φτάνουν στο γήρας προκειμένου να γράψουν τα καλύτερα ποιήματά τους. Η πορεία τους προς το θάνατο υπήρξε πορεία προς την ποιητική νεότητα». Στη συνέχεια, αναφερόμενος στο Χώρο, καταλήγει: «Ο Χώρος συνιστά ένα από τα μνημεία της μοντερνιστικής ποιητικής συνείδησης και με το εξέχον αυτό κείμενο κορυφώνεται το ερώτημα που ο μεγάλος τροβαδούρος έθεσε στον Νταρίο ήδη στη νεότητά του». Τη σπουδαιότητα του ύστερου Χιμένεθ για την ισπανόγλωσση ποίηση ο Πας την επικεντρώνει σχεδόν αποκλειστικά στο Χώρο, τον οποίο θεωρεί ένα από τα κορυφαία κείμενα της μοντερνιστικής ποίησης. Για τον Μεξικανό ποιητή, ο Χώρος είναι το μοναδικό έργο ολόκληρης της ισπανικής λογοτεχνίας αυτού του αιώνα συγκρίσιμο, όσον αφορά την ριζοσπαστική κριτική αναθεώρηση της γλώσσας και των εννοιών, με τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας μοντερνιστικής λογοτεχνίας: «Το κριτικό πάθος των Ισπανών» τονίζει ο Πας «δεν είναι ριζοσπαστικό, δεν συνιστά εξέταση της γλωσσικής συνείδησης όπως στις περιπτώσεις του Προυστ και του Τζόυς, του Μπρετόν και του Έλιοτ, του Γιούνγκερ και του Μαγιακόφσκι. […] Έγραψα πριν: πλην μιας εξαιρέσεως. Τώρα θα προσθέσω την εξαίρεση αυτή, η οποία δεν είναι άλλη από το ποίημα Χώρος του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ».



Η άποψη του Οκτάβιο Πας, η οποία τοποθετεί το Χώρο στον αιώνα μας είναι σωστή και δίκαιη, ωστόσο δημιουργεί προηγούμενο. Σήμερα, ο εντοπισμός της μοντερνικότητας του ποιητή του Μογέρ αποκλειστικά στο Χώρο θεωρείται σχεδόν κοινός τόπος από μεγάλο μέρος της κριτικής, σαν να επρόκειτο για φαινόμενο απομονωμένο ή για κάποιου είδους θαύμα· θεώρηση που αποκαλύπτει άγνοια ως προς τη δημιουργική πορεία του ποιητή και ως προς τη θέση του Χώρου σε αυτήν. Ο Χώρος όχι μόνο συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι του βιβλίου στο οποίο συμπεριλαμβάνεται (Από την άλλη πλευρά), αλλά σχετίζεται άμεσα και με το αμέσως επόμενο (Ένα ύψωμα μεσημβρινό), όπως και –υπό την ευρεία έννοια– με ολόκληρο το ύστερο έργο του Χιμένεθ. Μάλιστα, κάποια από τα ποιήματα αυτών των δύο βιβλίων συνιστούσαν σε ένα πρώτο στάδιο εδάφια του Χώρου, τα οποία ο ποιητής αργότερα αποφάσισε να μην συμπεριλάβει σε αυτόν και αντιθέτως να τα παρουσιάσει ως ανεξάρτητα ποιήματα. Κατά τρόπο ανάλογο, σημερινά εδάφια του Χώρου υπήρξαν κατά το παρελθόν ανεξάρτητα ποιήματα, τα οποία δε σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν δημοσιευτεί ως τέτοια σε περιοδικά της εποχής.

Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος προκειμένου να ακολουθήσουμε αυτήν την –ομολογουμένως γοητευτική– δημιουργική πορεία, και αν την αναφέραμε, το πράξαμε μονάχα για να τονίσουμε το γεγονός ότι ο Χώρος δεν δύναται να αποκοπεί από το υπόλοιπο έργο του Χιμένεθ ή να αποσυνδεθεί από τα βιβλία που ο ποιητής έγραφε εκείνα τα χρόνια. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν διαθέτουν όλα τα ποιήματα εκείνων των βιβλίων την ποιητική αρτιότητα του Χώρου, το πράττει ωστόσο ικανός αριθμός αυτών. Ποιήματα όπως «Τα πουλιά απ’ όπου κι αν έρχονται», «Άνθρωποι δέντρα», «Καταμεσής του μαύρου», «Θεός επισκέπτης», «Πλανόδιο ηφαίστειο», «Στο βάθος της ζωής», «Μαζί της και με τον καρδινάλιο» και τόσα άλλα, είτε ανήκαν κάποια στιγμή στο Χώρο είτε όχι, είναι απότοκοι της ίδιας ποιητικής, γραμμένα υπό το ίδιο φως που χαρακτηρίζει το μεγαλόπνοο αυτό ποίημα, το οποίο, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ίδιου του Χιμένεθ, του υπαγορεύτηκε από μια μέθη ραψωδική, από μια ασυγκράτητη φυγή, στον απέραντο χώρο της Φλόριδας. Από την άλλη –και με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να καταδείξω το στοιχείο αυτό–, η αρχή αυτής της δημιουργικής πορείας, της ανανέωσης στην ποίησή του, εντοπίζεται πολύ νωρίτερα στη ζωή και το έργο του ποιητή. Κλειδί για την κατανόηση της σπουδαιότητας και της μοντερνικότητας της ποίησής του δεν συνιστά το έτος 1943, χρονιά της έκδοσης του πρώτου εδαφίου του Χώρου στο Μεξικό, αλλά ήδη το 1923, χρονιά κατά την οποία ο ποιητής ξεκινά τη συγγραφή της Απόλυτης εποχής με τα τραγούδια του νέου φωτός στην Ισπανία.

Ακόμη και το 1982, ενθυμούμενος την εμφάνιση στο Μεξικό, το 1941, της ανθολογίας μοντερνιστικής ισπανόγλωσσης ποίησης με τιτλό Δάφνη (Laurel), ο Οκτάβιο Πας σημειώνει: «Προς το τέλος της μακράς του πορείας, ο Χιμένεθ άλλαξε ρότα και, εκμεταλλευόμενος το δίδαγμα των νεότερων, όπως έπραξε ο αγαπημένος του Γέητς με την ποίηση του Πάουντ, έγραψε κάποια ποιήματα έξοχα. Για τη Δάφνη επιλέχθηκαν κάποια από τα καλύτερα: «Τυχερό πλάσμα», «Λουλούδι της επιστροφής», «Πιστό πουλί», «Αέναη θέση» και «Τα δέντρα». Ο Πας επισημαίνει την αλλαγή πλεύσης που χάρισε στον Χιμένεθ τον ποιητικό του πλούτο, δεν συνειδητοποιεί ωστόσο πως το σύνολο των ποιημάτων, τα οποία ο ίδιος αναφέρει και με τα οποία περιλαμβάνεται ο Χιμένεθ στην ανθολογία –πλην ενός («Τα δέντρα») –, δεν δημοσιεύτηκαν στην Αμερική «στο τέλος της μακράς του πορείας», παρά στην Ισπανία, στις αρχές της δεκαετίας του τριάντα. Το σημαντικό εν προκειμένω είναι πως ο Πας αποκαλύπτει έτσι, άθελά του, ένα θεμελιώδες ζήτημα, καθώς εντοπίζει ξεκάθαρα το σημείο, από το οποίο εκκινεί η τρίτη περίοδος του Χιμένεθ και το οποίο στην πραγματικότητα δεν τοποθετείται στο τέλος της ζωής του ποιητή, παρά σχεδόν στα μισά του βίου του. Και αυτή η ανανέωση στην ποίησή του είναι εξίσου σπουδαία ως προς τον μελλοντικό της αντίκτυπο –αν όχι ακόμη περισσότερο–, με εκείνην του 1916 με το Ημερολόγιο ενός ποιητή και η θάλασσα. Στη δεκαετία του τριάντα, κατά την οποία γίνεται περισσότερο ή λιγότερο εμφανής η επιρροή του Σουρεαλισμού στους ποιητές της γενιάς του ’27, ο Χιμένεθ ακολουθεί ανάλογη πορεία με εκείνην των μεγάλων δημιουργών του καιρού του, αν και πάντοτε προσωπική και αποδεσμευμένη από ρεύματα και τάσεις. Τα χρόνια κατά τα οποία ο Χιμένεθ γράφει την Απόλυτη εποχή, είναι τα χρόνια του θριάμβου του Σουρεαλισμού στην Ευρώπη. Είναι αυτή ακριβώς η εισβολή του κινήματος στην Ισπανία και η αποφασιστική επιρροή που άσκησε στους ποιητές της γενιάς του ’27 που θα σημάνουν τη μέγιστη αποστασιοποίηση μεταξύ των εκπροσώπων της και του ανθρώπου που υπήρξε δάσκαλός τους.

Ο Σουρεαλισμός συνιστούσε μια ριζοσπαστική απόπειρα υπέρβασης της αντιπαράθεσης υποκειμένου-αντικειμένου, ό,τι δηλαδή συνιστά αυτό που καλούμε πραγματικότητα. Ομολογουμένως, δεν είναι άλλος ο στόχος και η επίτευξη της ποίησης του Χιμένεθ εκείνη την εποχή, αν και η διαδρομή του προς αυτήν διαφέρει πολύ. Ήδη με την Απόλυτη εποχή, βιβλίο γραμμένο μεταξύ 1923 και 1936, παρατηρείται στο έργο του η έξοδος από τον εαυτό, η ισχυροποίηση της διαφορετικότητας και αυτή του ατόμου μέσα στη διαφορετικότητα, στοιχεία που –όπως και το εγχείρημα του Σουρεαλισμού– επιδιώκουν την υπερνίκηση του παραπάνω δυαδισμού, αυτής της άεναης αντιπαράθεσης μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου. Το πρόβλημα συνίσταται στο ότι η καινοτόμα διάσταση αυτής της ανανέωσης στην ποίηση του Χιμένεθ, η οποία αποτυπώνεται σε μια νέα διαδικασία απόλυτης ουσιαστικοποίησης και απόλυτης γύμνιας, δεν έγινε κατανοητή τη δεδομένη στιγμή, ούτε όμως και αργότερα, στα μετεμφυλιακά χρόνια.

Ο Χιμένεθ δεν συμπεριέλαβε τη συλλογή Απόλυτη εποχή με τα τραγούδια του νέου φωτός στον τόμο που συγκεντρώνει το ύστερο έργο του. Ωστόσο, πρόκειται για βιβλίο θεμελιακό, καθώς σε αυτό παρατηρείται στην πραγματικότητα η ανανέωση που θα σημάνει την έναρξη της τρίτης περιόδου της ποίησής του, αυτής που ο ίδιος χαρακτήρισε «επαρκή ή αληθινή». Εάν οι ιστορικές συγκυρίες, τις οποίες επρόκειτο να ζήσει, ήταν διαφορετικές, ο ποιητής θα τοποθετούσε κατά πάσα πιθανότητα τη συγκεκριμένη συλλογή στις αρχές της τελευταίας περιόδου του, όπως μοιάζει να υποδηλώνει και ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής. Ωστόσο, ο Εμφύλιος, βιωμένος εναγώνια πρώτα στη Μαδρίτη και ύστερα μακριά από την Ισπανία, όπως και η κατοπινή αδυναμία επιστροφής στα πάτρια εδάφη, είχαν ως αποτέλεσμα μια παρένθεση ιδιαίτερα βαρύνουσας σημασίας. Πράγματι, τα χρόνια του Εμφυλίου, τα οποία ο ποιητής πέρασε στο μεγαλύτερο μέρος τους στην Κούβα, δεν υπήρξαν ιδιαίτερα παραγωγικά. Μόνο από το 1940, ενόσω ο Χιμένεθ βρίσκεται μαζί με τη σύζυγό του στη Φλόριδα, η ποίηση θα αρχίσει ξανά να τον επισκέπτεται όπως και πριν.

Στην Απόλυτη εποχή, η σχέση του ποιητή με την πραγματικότητα βιώνει μια μεταβολή καθοριστική. Ολόκληρη τη συλλογή τη διαπερνά μια βεβαιότητα, η σιγουριά της επίτευξης ενός πράγματος κρίσιμου, της άφιξης σε ένα σημείο, από το οποίο τα πάντα είναι διαφορετικά. Και ο ποιητής έχει συναίσθηση αυτής της άφιξης και το καταδεικνύει ήδη στο πρώτο ποίημα της συλλογής:

«Και έκτοτε πόση γαλήνη!
Τα χέρια πια δεν απλώνω
προς τα έξω. Το άπειρο
βρίσκεται εντός. Εγώ είμαι
ο απόμακρος ορίζοντας.

Εκείνη, η Ποίηση, ο Έρωτας,
το κέντρο το αναμφίβολο.»

Ουσιαστική αιτία αυτής της αίσθησης πληρότητας είναι το βαθύ προμάντεμα της ύπαρξης ενός κέντρου εσωτερικού που αποκαλύπτεται στον ποιητή στο πιο βαθύ είναι του. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για γλώσσα αφηρημένη ή τελεολογικές υποθέσεις. Ολόκληρο το ποιητικό σύμπαν του Χιμένεθ εκπηγάζει από το νέο αυτό κέντρο:

«Το τέλος μες στο κέντρο ενυπάρχει,
του αιώνιου τη θέση την πιστή.
Γι’ αυτό εμείς εδώ ήρθαμε και παύει
το κάθε τι με λάμψη πρόσκαιρη.

Ανάπαυλα η ψυχή απολαμβάνει:
οι δρόμοι βρήκαν λήξη οριστική».

Πρόκειται λοιπόν για μια αποκάλυψη μυστικιστικού χαρακτήρα, η οποία οδηγεί τον ποιητή στη συνάντηση –σε αυτό το γυμνό βάθος– με το άπειρο, την απόλυτη Ύπαρξη, αυτό που ο ποιητής ονομάζει «Θεό» ή «αθροισμένη συνειδήσηση». Έτσι, όταν ο Χιμένεθ θα γράψει χρόνια αργότερα το Θεός επιποθούμενος και επιποθών και όντας πλέον ο Θεός για εκείνον «το όνομα των ονομάτων», θα πει με εύγλωττη στρογγυλότητα: «Το θείο ενυπάρχει μέσα μας, στα ίδια τα θνητά σωθικά μας, σαν το διαμάντι μες σε μεταλλωρυχείο». Και αυτή η εικόνα του θείου, χωνεμένου στα βάθη του Είναι σαν το διαμάντι, θα αποτελέσει ένα από τα πάγια και ομορφότερα σύμβολα της ποίησής του.

Αυτή η συνάντηση με τον εσωτερικό Θεό προκάλεσε συχνά σύγχυση και παρανοήθηκε στο έργο του Χιμένεθ, κυρίως δε στην Απόλυτη εποχή, ως μια ναρκισσιστική εξύμνηση του Εγώ, σαν να μην μπορούσε ο Χιμένεθ να πάει πιο πέρα από ένα Εγώ ρομαντικής κοπής ή να μην έβλεπε στον κόσμο περισσότερη πραγματικότητα απ’ όση προσφέρει το είδωλό του στο νερό. Πρόκειται για ό,τι πιο εσφαλμένο διατυπώθηκε ποτέ για τον ποιητή. Η συνάντηση με την απόλυτη Ύπαρξη στα βάθη της ψυχής είναι παρούσα σε κάθε εκδήλωση μυστικιστική. Παρόλο που στην περίπτωση του Χιμένεθ δεν εντάσσεται σε συγκεκριμένη θρησκευτική ιδεολογία ή πρακτική, παρά σε ό,τι ο ίδιος ορίζει ως «ενδογενή θρησκεία», οι συμπτώσεις και οι αναλογίες της εμπειρίας αυτής στην ποίησή του με τον μυστικισμό της Δύσης και ακόμη περισσότερο με εκείνον της Ανατολής είναι προφανείς. «Ο Θεός», διαβεβαίωνει ο ποιητής «βρίσκεται μέσα μας, στο απόλυτο Είναι μας. Όμως ο κάθε μυστικιστικός ποιητής εξέφρασε το Θεό του κατά τρόπο διαφορετικό».

Στην Απόλυτη εποχή, ο ποιητής νιώθει ευθύς εξαρχής πως «το άπειρο βρίσκεται εντός». Αυτό το εσωτερικό άπειρο δεν συνιστά εγκλεισμό σε μια εγωκεντρική υποκειμενικότητα, παρά στη γαλήνη εκείνου, του οποίου η αναζήτηση δεν συντελείται απεγνωσμένα στον εξωτερικό κόσμο· εξάλλου, στο τέλος, και ύστερα από μακρά αναζήτηση, ο ίδιος νιώθει συστατικό στοιχείο του παντός: στο εσωτερικό ενός κέντρου, μεστού νοήματος, που τον περικλείει. Ωστόσο, ώς την άφιξη του στο σημείο αυτό, η πορεία του ήταν πορεία μέσα από την ξηρασία και το κενό. Στο κατώφλι της δεύτερης περιόδου της ποίησής του, την οποία ο ίδιος ονόμασε «πνευματική», και συγκεκριμένα στα Πνευματικά σονέτα, ο ποιητής δεν νιώθει, παρά μονάχα το απόλυτο Τίποτα απέναντι στον μεθυστικό πλούτο της φύσης, πλούτος από τον οποίο ο ίδιος τότε ακόμη παρέμενε αποκομμένος. Αντιμέτωπος με την εγκατάλειψη που γίνεται αισθητή εμπρός στη φύση, ο ποιητής επιδιώκει την κατάφαση της ζωής, εκκινώντας από τον εαυτό του, την υποκειμενικότητά του, παρόλο που με τον τρόπο αυτό δεν κατορθώνει τίποτε άλλο, από το πιο απόλυτο υπαρξιακό κενό. Έτσι, στο σονέτο με τίτλο «Τίποτε», διαβάζουμε:

«Στον ίσκιο μου θα φτιάξω την αυγή μου,
μακριά η λύρα απ’ του άνεμου τη μήνι.
Το στήριγμα θα ψάξω στην ψυχή μου.
Και –αχ!– δεν ήταν τίποτε η γαλήνη;
Ναι, τίποτε, ναι, τίποτε!

Εσύ είσαι εσύ, ανθρώπινο εσύ έαρ,
και γη και αέρα και φωτιά, τα πάντα,
ενώ εγώ είμαι η σκέψη μου μονάχα.»

Ο ποιητής βιώνει επομένως αυτήν την καταστροφική αντίφαση προσπαθώντας να επιδοκιμάσει τη ζωή με αφετηρία τη συνείδησή του. Έτσι αντιμετωπίζει ο Χιμένεθ τη διάσταση υποκειμένου-αντικειμένου και Εγώ-κόσμου, αδυνατώντας να κατανικήσει αυτήν τη δυαδικότητα και να επιστρέψει στην πραγματικότητα την πρότερη ιερή ισχύ της ή στον άνθρωπο τη θέση του μέσα σε αυτήν.

Υπάρχει ένα ποίημα στη συλλογή Πέτρα και ουρανός (Piedra y cielo, 1919), κατά τι μεταγενέστερο του «Τίποτε», που συνιστά παράδειγμα αυτής της νοσταλγίας του ποιητή για την ομορφιά, την οποία αναζητεί εκτός του εαυτού του και η οποία του διαφεύγει τη στιγμή που φτάνει να την αποκτήσει. Στο περιώνυμο αυτό ποίημα, γράφει:

«Πεταλούδα φωτός,
η ομορφιά αλαργεύει σαν φτάνω εγώ
στο ρόδο της.

Τρέχω πίσω της, τυφλός…
Την μετρώ, την αγγίζω εδώ και εκεί…
Στο χέρι μου μονάχα απομένει
της φυγής της η μορφή!».

Έχοντας συναίσθηση του εμβληματικού χαρακτήρα του συγκεκριμένου ποιήματος, ο Χιμένεθ θα κάνει μνεία σε αυτό τριάντα χρόνια αργότερα στη συλλογή Θεός επιποθούμενος και επιποθών, προκειμένου, από ένα παρόν πλέον πλούτου, να αναφερθεί σε εκείνην την ακατάπαυστη νοσταλγία, σε εκείνην την αναζήτηση, η οποία για τόσο καιρό είχε υπάρξει ατελέσφορη.

Ας συγκρατήσουμε τώρα αυτές τις λέξεις: «η μορφή υπήρχε εντός μου/ και τρέχοντας πίσω από το Άλλο, το άφηνα». Μόνο όταν ανακαλύψει ο ποιητής πως η ομορφιά που τόσο καιρό αναζητεί εκτός του εαυτού του βρίσκεται εντός του, στον εσώτατο χώρο που τώρα του αποκαλύπτεται, θα φτάσει στη γαλήνη και δεν «θα απλώνει τα χέρια προς τα έξω», ούτε θα τρέχει, τυφλός, πίσω της. Η αποκάλυψη αυτής της αλήθειας, του απέραντου εσώτατου χώρου, τον οποίο ο ποιητής ταυτόχρονα νιώθει ως κέντρο της ζωής, είναι καθοριστικής σημασίας για το αίσθημα χαράς και πληρότητας που διακατέχει την τελευταία περίοδο της ποίησής του.

Αυτή η συνειδητοποίηση της εσφαλμένης αναζήτησης της ομορφιάς εκτός του εαυτού τη στιγμή που αυτή πάντα υπήρχε εντός, αντηχεί ως παράπονο στον δυτικό μυστικισμό ήδη από τον Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος στο δέκατο κεφάλαιο των Εξομολογήσεών (Confesiones) του γράφει: «Πόσο άργησα να σε αγαπήσω, Ομορφιά τόσο παλαιά και τόσο νέα, πόσο άργησα! Εσύ βρισκόσουν εντός μου, και εγώ εκτός του ίδιου του εαυτού μου! Εκτός μου σε αναζητούσα: καταγινόμουν, μες στην ασχήμια μου, με τη χάρη των δικών σου πλασμάτων. Εσύ ήσουν μαζί μου και εγώ δεν ήμουν μαζί σου, κρατημένος μακριά σου από πράγματα που δίχως σου δεν θα υπήρχαν». Ενθυμούμενος τον Άγιο Αυγουστίνο, ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού, ποιητής τον οποίο θαύμαζε υπέρμετρα ο Χιμένεθ, θα γράψει αιώνες αργότερα στα σχόλια του Πνευματικού Άσματος (Cántico espiritual): «Γι’ αυτό ο Άγιος Αυγουστίνος έλεγε ‘Δεν σε έβρισκα, Κύριε, εκτός, αφού κακώς Σε έψαχνα εκτός μου, Εσένα που μέσα μου βρισκόσουν.’» Κατά τρόπο ανάλογο, ο Χιμένεθ συνειδητοποιεί στην ενδογενή θρησκεία του, πως η πληρότητα και ο Θεός που αναζητούσε υπήρχαν ανέκαθεν στο απέραντο βάθος του ή όπως θα πει αργότερα, «στη γύμνια του ωραίου βάθους του».

Η αποκάλυψη του χώρου, του εσώτατου χώρου, φέρνει τον Χιμένεθ σε απόλυτη συμφωνία με τη φύση. Η ύπαρξη του ποιητή, με αφετηρία το νέο αυτό κέντρο, είναι τώρα, περισσότερο από ποτέ, μια ύπαρξη ανοιχτή στον κόσμο. Τίποτε λοιπόν πιο ξένο από το ναρκισσισμό που του επιρρίπτουν. Το απέραντο μυστηριώδες βάθος που ο ποιητής διαισθάνεται εντός του, ως «ιερή πηγή του εαυτού» όπως θα πει αργότερα, το νιώθει με την ίδια ένταση και για την ύπαρξη άλλων πλασμάτων, στα «αιώνια αδέρφια» του: το πουλί, το δέντρο, το λουλούδι. Ο Χιμένεθ νιώθει έντονα το σύνδεσμο αυτού του κέντρου –«του αιώνιου τη θέση την πιστή»– με τη φύση. Περισσότερο ακόμη, πρόκειται για τη διαπίστωση πως καθένα από αυτά τα αγαπημένα πλάσματα στηρίζουν και στηρίζονται σε ένα χώρο, βαθύ και απέραντο, πράγμα που επιβεβαιώνει στον ποιητή το βάθος και της δικής του ύπαρξης. Γι’ αυτό και, κατά τρόπο ζωτικό, ποιητικό και γλαφυρό, γράφει ήδη στην αρχή της Απόλυτης εποχής:

«Δεν έχει νόημα αυτή η φωνή ή το βλέμμα.
Αυτή η μορφή πια τώρα δεν αρκεί.
Πρέπει να βγούμε και να γίνουμε άλλο
πλάσμα σε άλλου πλάσματος μορφή».

Ο Χιμένεθ βιώνει έντονα την ύπαρξη ενός κέντρου ιερού σε πολλαπλή προβολή. Το κέντρο του δεν είναι το κέντρο, παρά ένα οποιοδήποτε κέντρο. Έτσι, με την παρατήρηση ο ποιητής συναντά την αιωνιότητα: την αιωνιότητα του Είναι του στο Είναι των υπόλοιπων όντων. Και έτσι το εκφράζει στο δεύτερο ποίημα της Απόλυτης εποχής, με τίτλο «Αιώνια θέση».







Στο διάλογό του με τον κόσμο, σε εκείνες τις μετατοπίσεις όπου ο ποιητής συναντά τη «στιγμιαία αιωνιότητα σε βαθειές πατρίδες απροσδόκητες», η ύπαρξη που με τη διάφανη παρουσία της είναι σημαντικότερη για εκείνον, είναι το δέντρο: η πράσινη λεύκα, το λευκό καβάκι, το πεύκο, η φτελιά, η μελία, ο δρυς, όχι μόνο είναι παρόντα, αλλά και πρωταγωνιστούν σε ολόκληρη την ύστερη ποίηση του Χιμένεθ. Αυτή η έξοδος από τον εαυτό προκειμένου να είμαστε «άλλο πλάσμα σε άλλου πλάσματος μορφή» συνιστά την απαρχή μιας διαφορετικής –μεταφυσικής– αντίληψης του κόσμου και μιας καινούργιας ποιητικής. Στα χρόνια συγγραφής της Απόλυτης εποχής, ο Χιμένεθ ακολουθεί το δρόμο που θα φέρει την ποίησή του «σε μιαν άλλη γύμνια», μια ανανέωση ριζοσπαστική, η οποία θα προκύψει ακριβώς από την προβολή σε μια άλλη ύπαρξη και την συναίσθηση μιας αλλότητας κοσμικής. «Όταν θα παρατηρούμε τα άψυχα πράγματα και τα έμβιαόντα» γράφει ο Χιμένεθ προς τα τέλη της ζωής του, «όταν θα τα αγαπούμε και θα τα απολαμβάνουμε, όταν θα αποκτούμε την εμπιστοσύνη τους αφού πρώτα τους έχουμε προσφέρει τη δική μας, όταν θα τα θεωρούμε ως πλήρη συνειδήσεως, και εκείνα –ως τέτοια– θα μας φανερώνουν το περιεχόμενό τους, τότε μόνο θα κατέχουμε το πιο βαθύ τους μυστικό».



Στην ποίηση εκείνων των χρόνων παρατηρείται μια αφηρημένη εκδήλωση αυτού του κέντρου και ταυτόχρονα μια συγκεκριμενοποίηση του βάθους της «εσωτερικής αιωνιότητας», τόσο στον άνθρωπο όσο και σε κάθε άλλο ον. Σε μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του, η ταύτιση με το άλλο ον και η προβολή σε αυτό φτάνουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε προκάλεσαν σύγχυση στους κριτικούς, οι οποίοι συνέχεαν την εξύμνηση του υποκειμενικού Εγώ με κάτι που δεν είναι, παρά προβολή ενός Εγώ στο Εσύ, εκδήλωση του κάθε πλάσματος σε κάποιο άλλο πλάσμα, εσωτερική βίωση της πλήρους συνειδήσεως, προβολή, ταύτιση και πλήρωση στο Εσύ. Κάποια στιγμή ο Χιμένεθ έφτασε να πει πως ο Θεός δεν είναι παρά ένα ρίγος που νιώθουμε εντός, η ουσία του ανείπωτου. Ωστόσο, πρόκειται για ουσία που φανερώνεται στον ποιητή μέσω της φύσης και των όντων που αγαπά.

Η πρώτη αναφορά σε δέντρο που συναντούμε στο Χώρο, σχεδόν στην αρχή του ποιήματος, είναι η εξής: «Εκείνη η λεύκα φωτός μού το είχε μηνύσει στη Μαδρίτη, στον γαλανοπράσινο ουρανό του φθινοπώρου: ‘Μέσα σου ολοκληρώσου, όπως εγώ’. Όλα όσα τριγύρω πετούσαν, πόσο φευγαλέα ήταν! Και εκείνη πόσο άρτια στον εαυτό της, πράσινη και χρυσαφιά, δίχως καλύτερο μες στον πράσινο χρυσό της.» Σε αυτό το απόσπασμα ενυπάρχει μια ανάμνηση που παραπέμπει όχι μονάχα στη Μαδρίτη και την Ισπανία, αλλά και στην ίδια του την ποίηση. Αυτή την ίδια «λεύκα φωτός» την συναντούμε πολύ νωρίτερα, στην προ εξορίας ποίησή του, και συγκεκριμένα στην Απόλυτη Εποχή.

Στην πραγματικότητα, η παρουσία του δέντρου, του λουλουδιού, του κοτσυφιού ή του βουνού, η αιώνια θέση τους, η πληρότητα της ύπαρξης και της κατάστασής τους, το κεκτημένο κέντρο τους, και η ολοκλήρωση εντός τους, τα οποία ο ποιητής αποζητά, συνιστούν στοιχεία σταθερά και θεμελιώδη της συλλογής. Ο Χιμένεθ, μέσω της έντασης της παρατήρησης και του ανοίγματος στη φύση, αναγνωρίζει τον εαυτό του στην συνάντηση με τα άλλα όντα. Τώρα πια δεν είναι μόνος: μέσα του ζει ένα κομμάτι του κόσμου.



Το αποτέλεσμα είναι έτσι η ρήξη με το χώρο, μια ρήξη όπου –ομοίως με την κοσμοθεώρηση των παραδοσιακών θρησκειών– με αφετηρία ένα κέντρο, οι τέσσερις ορίζοντες προβάλλονται στα τέσσερα σημεία. Πρόκειται για την αποκάλυψη ενός χώρου ποιοτικά ξεχωριστού, τον οποίο δεν μπορούμε παρά να χαρακτηρίσουμε «ιερό». Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια ιεροφάνεια, την αποκάλυψη του ιερού, από το οποίο εκκινεί το σύμπαν και προβάλλεται από ένα σημείο κεντρικό. Χώρος και χρόνος τέμνονται και γίνονται ένα σε αυτό το σημείο, αυτήν την ύψιστη στιγμή.

Η βίωση του κέντρου θα γίνει τόσο σημαντική στον Χιμένεθ, ώστε χρόνια αργότερα να αποτελέσει βασικό κίνητρο του Θεός επιποθούμενος και επιποθών. Στη συγκεκριμένη συλλογή υπάρχει ένα ποίημα που, με το πιο αφηρημένο ιδίωμα, συνιστά ωδή στο νέο κέντρο που ο ποιητής ανακαλύπτει εντός του και στο σύμπαν. Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος με τίτλο «Στο ακτινοβολόν κέντρο», γράφει:

«Απ’ το Βορρά μου έρχεσαι ώς το Νότο,
και από τη Δύση ώς την Ανατολή μου
με συντροφεύεις, με οδηγείς, σταυρέ μου,
στα τέσσερα του ορίζοντα σημεία,
στο κέντρο τους και κέντρο μου με αφήνεις
που είναι και δικό σου κέντρο.»

Πρόκειται για κέντρο μεταφορικό, η αποκάλυψη του οποίου στα άλλα όντα γίνεται αισθητή από τον ποιητή ως αποκάλυψη του δικού του χώρου. Ένα από τα ποιήματα της Απόλυτης εποχής που καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο αυτήν την προβολή του ποιητή στη φύση είναι το ποίημα με τίτλο «Στο άνθος 50». Το ποίημα είναι γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο, ωστόσο το ερώτημα είναι ποιος μιλάει. Το δέντρο ή ο ποιητής;:

«Με άνθη είμαι γεμάτος και με φύλλα
στη μοναξιά την πράσινη που λάμπει,
όπου λαλούνε τα πουλιά γαλήνια. […]
Ξανά ετούτη η νέα η φρεσκάδα,
που τον κορμό τον γκρίζο μού καλύπτει
και πάλι μου υπόσχεται τα νιάτα.»

Στην Απόλυτη εποχή υπάρχει ένα ποίημα που εκφράζει ίσως καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο αυτής της συλλογής την αποκάλυψη του προσωπικού χώρου του ποιητή σε αρμονία με τη φύση. Πρόκειται για το ποίημα με τίτλο «Ο μετοπωρινός»:

«Μεστός είμαι ο ίδιος από φύση,
στης ωριμότητας το χρυσό δείλι,
αέρας που το πράσινο διατρέχει.
Κρυφά τα πλούσια φρούτα μου κρατάω
και ό,τι μέσα μου είναι μεγάλο:
το άπειρο, η γη, η φωτιά, ο αέρας.

Φωτός δεσμίδα: διώχνω το σκοτάδι.
Οσμή διεισδυτική: Θεός μυρίζει.
Εκβάλλων ήχος: μουσική του βάθους.
Της γεύσης φίλτρο: πίνει την ψυχή μου.
Μαυλιστικό της μοναξιάς το μέτρο.

Εγώ ο θησαυρός, τρανός και μέγας,
με χρώματα πολλά και στρογγυλάδα,
από την τόση δράση. Είμαι τα πάντα.
Τα πάντα που είν’ του τίποτε το απόγειο,
τα πάντα που αρκούνται στον εαυτό τους
και τρέφονται απ’ την φιλοδοξία.»

Πρόκειται για ποίημα εμβληματικό, τόσο ως προς την εσωτερική του αξία, όσο και ως προς τη σημασία του στην ποιητική πορεία του δημιουργού του. Συχνότατα η κριτική έβλεπε στο ποίημα αυτό ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πρωταγωνιστικού ρόλου του Εγώ στην ποίηση του Χιμένεθ, της ομοιογένειας του ποιητικού του Εγώ ή ακόμη και του ναρκισσισμού του. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, προς τι «ο» μετοπωρινός; Προς τι το τρίτο πρόσωπο στον τίτλο; Οι περισσότερες αναλύσεις του συγκεκριμένου ποιήματος το απέκοπταν από τα συμφραζόμενά του. Η δομή ωστόσο της Απόλυτης εποχής συνιστά υπόδειγμα σύνθεσης, όπου κάθε τι έχει τη σημασία του και όπου τα ποιήματα συνδιαλέγονται μεταξύ τους. Δεν πρέπει να αψηφούμε το γεγονός ότι η συλλογή αυτή καθεαυτή δεν εκδόθηκε πριν το 1946 –διανύοντας μάλιστα μια μακρά διαδικασία ζύμωσης μεταξύ 1923 και 1936–, παρόλο που πολλά ποιήματά της είχαν ήδη δημοσιευτεί στην Ισπανία πριν τον Εμφύλιο. Ο Χιμένεθ επομένως είχε στη διάθεσή του αρκετό χρόνο, ώστε να δουλέψει τη δομή της συλλογής και τη θέση κάθε ποιήματος μέσα σε αυτήν. «Ο μετοπωρινός» βρίσκεται σχεδόν στην αρχή της συλλογής, συνιστώντας παράλληλα τμήμα ενός κύκλου τριών ποιημάτων υπό τον τίτλο «Παράδεισος».

Το πρώτο από αυτά φέρει τον τίτλο «Αυτό που ακολουθεί» και καταλήγει με την εικόνα μιας χρυσής λεύκας το φθινόπωρο. Το δεύτερο, με τίτλο «Η άλλη μορφή», περιλαμβάνει λέξεις στις οποίες ταιριάζει απόλυτα ό,τι παραπάνω αναφέραμε ως «υπαρξιακή και ποιητική φόρμα» και η οποία έχει βαρύτητα σε ολόκληρη τη συλλογή: «Δεν έχει νόημα αυτή η φωνή ή το βλέμμα./ Αυτή η μορφή πια τώρα δεν αρκεί./ Πρέπει να βγούμε και να γίνουμε άλλο/ πλάσμα σε άλλου πλάσματος μορφή». Το τρίτο ποίημα αυτού του κύκλου, όπου το δέντρο του φθινοπώρου μιλά για την ύπαρξή του και στο οποίο ο ποιητής μάς προσκαλεί να βγούμε από τον εαυτό μας και να γίνουμε άλλο πλάσμα σε άλλου πλάσματος μορφή, δεν είναι, παρά το ποίημα «Ο μετοπωρινός». Ποιος είναι τότε ο μετοπωρινός: ο άνθρωπος-ποιητής που βρίσκεται στην απόλυτη εποχή του φθινοπώρου ή η λεύκα η χρυσή που εξυμνεί την ύστατη αλήθεια της; Ή μήπως ισχύουν αμφότερα, βάσει της επιταγής για έξοδο από τον εαυτό και ύπαρξης σε άλλο πλάσμα;

Η Απόλυτη εποχή είναι ο χώρος όπου συμπίπτουν όλες οι εποχές μαζί, το σημείο όπου τέμνονται, όπως είδαμε, ο χώρος και ο χρόνος. Πρόκειται για την παρουσία του χρόνου σε ένα και μόνο κέντρο, το κέντρο του ποιητή –αλλά και του δέντρου, του πουλιού ή του λουλουδιού–, το οποίο ταυτόχρονα συνιστά και το κέντρο της γης και της ζωής. Και όταν, χρόνια αργότερα, ο Χιμένεθ θα υμνήσει στο Ζώο του βάθους τη συνάντηση με αυτόν τον «θεό, ικανό να υπάρξει μέσω της ποίησης», θα το πράξει χρησιμοποιώντας την ίδια φράση: «απόλυτη εποχή, ολάκερη σε ένα μόνο σημείο». Παράλληλα, η εικόνα του ακέραιου χρόνου μέσα σε μια στιγμή και σε έναν χώρο θα είναι και πάλι αυτή του δέντρου. Δεν γνωρίζω άλλη περίπτωση στην ισπανόγλωσση ποίηση του αιώνα που διανύουμε, όπου η φύση να μιλά όπως εδώ. Και αυτή ακριβώς είναι «η άλλη γύμνια» που ο Χιμένεθ αποζητούσε στο ύστερο έργο του: η λέξη του σύμπαντος. Η ανάληψη της συμπαντικής αλλότητας αποδίδεται κατά τέτοιο τρόπο στην Απόλυτη εποχή, που ο ποιητής νιώθει πως η πρώτιστη έγνοια του δεν είναι η ομιλία, αλλά η ακοή. Η λέξη φτάνει από το στρογγυλό όλον σε ένα κέντρο με ακοή κυκλική. Μονάχα ο ποιητής, επαγρυπνώντας και όντας συγκεντρωμένος στο κέντρο του, μπορεί να την αντιληφθεί.

Πολύ πριν τη συγγραφή του Χώρου, η ποίηση του ύστερου Χιμένεθ γεννιέται ακριβώς από την πορεία προς αυτόν. Η λέξη δεν προκύπτει από το Εγώ του ποιητή, παρά από τη συνάντηση μαζί του. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο ποιητής επιβεβαιώνει εύγλωττα: «Όταν γράφω, εξαφανίζομαι πλήρως». Η αλλού: «Η αληθινή ποίηση γίνεται μόνη της, όπως ο ανθός ή ο καρπός στο κλαδί. Το δέντρο προσφέρει τον ανθό ή τον καρπό, ωστόσο δεν τους παράγει, δεν διαθέτει τη βούληση να το πράξει. Ο ποιητής οφείλει να είναι το στήριγμα της ποίησής του –δικής του επειδή προκύπτει μέσω εκείνου, όχι όμως επειδή ο ίδιος είναι ο δημιουργός της».

Το έργο –έχει γράψει ο Μωρίς Μπλανσό– δεν είναι παρά η προσμονή του έργου. Μόνο με αυτήν την αναμονή συγκεντρώνεται η απρόσωπη προσοχή, η οποία βρίσκει διέξοδο και χώρο μέσα από τον ίδιο το χώρο της γλώσσας. Η ριζοσπαστική κριτική αναθεώρηση της γλώσσας για την οποία έκανε λόγο ο Πας, γνώρισμα των μεγάλων έργων της μοντερνιστικής λογοτεχνίας, δεν συνιστά αποκλειστικότητα του Χώρου. Αντιθέτως, χαρακτηρίζει ολόκληρη την ποίηση της εξορίας του Χιμένεθ, η οποία συγκεντρώθηκε στους τέσσερις τόμους που απαρτίζουν την Ποίηση μιας Ατλαντίδος, και δη πριν την εμφάνιση της Απόλυτης εποχής, με την οποία αυτή ξεκινά. Η λέξη, στην ύστατη γύμνια της ποίησης του Χιμένεθ, προκύπτει από τη συνάντηση του ποιητή και του Είναι του με το κέντρο του. Έτσι, η ποίηση γίνεται η προσμονή της λέξης. Το ύψιστο επίτευγμα του ποιητή είναι η δημιουργία του κατάλληλου χώρου για την υποδοχή της –η ολοκλήρωσή του στον εαυτό του.



Η διάλεξη εκφωνήθηκε για πρώτη φορά στις 17 Νοεμβρίου 2000 στην αίθουσα «Ζηνοβία και Χουάν Ραμόν Χιμένεθ» του Πανεπιστημίου του Πουέρτο Ρίκο στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από το έργο του Χιμένεθ. Αργότερα (2001), δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό ισπανιστικών σπουδών» του συγκεκριμένου πανεπιστημίου. 

26/10/18

"Εγώ δεν είμαι εγώ" (3/5) - Από το αφιέρωμα του Νέου Πλανοδίου στο Juan Ramón Jiménez



«ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ» —
Καθρέφτες και είδωλα στη ζωή και το έργο του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ

Επιμέλεια αφιερώματος, επιλογή υλικού, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

**********

ΧΩΡΟΣ (ESPACIO)
Στον Χεράρδο Ντιέγο, ο οποίος, ως κριτικός, υπήρξε δίκαιος στην τοποθέτηση
του πρώτου εδαφίου αυτού του «Χώρου», όταν δημοσιεύτηκε
για πρώτη φορά πριν χρόνια στο Μεξικό.
Με λυρικές ευχαριστίες για τη διαρκή τιμιότητα της ανταπόκρισής του.


Εδάφιο πρώτο

«Οι θεοί ουσία περισσότερη δεν είχαν από αυτήν που έχω εγώ.» Εγώ έχω, όμοια με εκείνους, την ουσία κάθε τι βιωμένου και κάθε τι που μένει να βιωθεί. Δεν είμαι μονάχα παρών, μα και φυγή, ρεύμα απ’ άκρη σ’ άκρη. Και αυτό που βλέπω εδώ και εκεί σε τούτην τη φυγή (ρόδα, φτερά, σκιά και φως) είναι όλα δικά μου, ανάμνηση και αγωνία δικές μου, προαίσθημα και λήθη. Ποιος από μένα περισσότερα γνωρίζει, ποιος, ποιος άνθρωπος, ποιος θεός μπορεί, μπόρεσε ποτέ ή θα μπορέσει να πει σε μένα τι είναι η ζωή μου και ο θάνατός μου, και τι δεν είναι; Αν κάποιος υπάρχει που το γνωρίζει, εγώ περισσότερο ακόμη από εκείνον το γνωρίζω, και αν υπάρχει κάποιος που το αγνοεί, περισσότερο από εκείνον εγώ το αγνοώ. Πάλη ανάμεσα σε αυτήν την άγνοια και αυτήν τη γνώση η ζωή μου, η ζωή του, η ζωή. Άνεμοι διαβαίνουν σαν πουλιά, πουλιά ίδια λουλούδια, λουλούδια ήλιοι και φεγγάρια, φεγγάρια ήλιοι σαν εμένα, σαν ψυχές, σαν σώματα, σώματα σαν τον θάνατο και την ανάσταση – σαν θεοί. Και είμαι θεός δίχως ξίφος, δίχως κάτι από αυτά που οι άνθρωποι με τη διάνοια δημιουργούν, παρά μονάχα με ό,τι της ζωής είναι καρπός, με ό,τι όλα τα αλλάζει: ναι, από φωτιά ή από φως, φως. Γιατί να τρώμε και να πίνουμε πράγμα άλλο από φως και από φωτιά; Καθώς γεννήθηκα στον ήλιο, και από τον ήλιο ήρθα εδώ στη σκιά, να είμαι άραγε από ήλιο και σαν ήλιος να φωτίζω; Η νοσταλγία μου, όμοια με εκείνην της σελήνης, είναι που κάποτε υπήρξα του ήλιου ήλιος και τώρα μια αντανάκλαση μονάχα.

Περνά η ίριδα τραγουδώντας σαν τραγουδώ κι εγώ. Αντίο ίριδα, θα συναντηθούμε άραγε ξανά, σαν την αγάπη του παντός, όπως μου συνέβη στον ήλιο, με τον ήλιο, εντός μου με εμένα; Η θάλασσα ήρεμη, γαλήνιος ο ουρανός, φως θεϊκό και γήινο τα έσμιγε σε λευκό, σε ασήμι, σε χρυσό απεραντοσύνης, σε πραγματικότητα μονή και διπλή: μια νήσος επέπλεε ανάμεσα στα δυο, στα δυο και σε κανέναν, και μια στάλα ίριδος λαμπρής, πέρλα γκρι, έτρεμε μέσα της. Εκεί θα βρίσκεται, τρέμοντας μέσα μου, η αποστολή που ποτέ ώς εμένα από το αλλού δεν θα φτάσει. Στη νήσο εκείνη, εκείνη την ίριδα, το τραγούδι εκείνο θα πορευτώ, ελπίδα μαγική, τη νύχτα ετούτη. Πόση αναστάτωση στα φυτά τα έκθετα σε έναν ήλιο καθάριο, καθώς, επιστρέφοντας σε μένα, χαμογελώ επιστρέφοντας πια στον κήπο τον απαρνημένο! Να προσμένουν κάτι περισσότερο από το πράσινο, από το άνθος, από τον καρπό; Να περιμένουν, σαν εμένα, εκείνο που με περιμένει, κάτι παραπάνω από το χώρο που καλύπτουν στο φως, κάτι παραπάνω από τη ζωή τους όπως τη ζούνε, όπως τη ζούμε, κάτι παραπάνω από την απώλεια του φωτός, παραπάνω από τον ύπνο και το ξύπνημα; Μα υπάρχει –οφείλει να υπάρχει– ένα σημείο, μια εξόδος: το μέρος απ’ όπου θα συνεχίσουμε πιο αληθινοί, με όνομα όχι επινοημένο, διαφορετικό από αυτό που είναι διαφορετικό και επινοημένο, και που στην απόγνωσή μας ονομάζουμε Όαση, Παράδεισο, Εδέμ, Ουρανό, και που δεν είναι τέτοιος, και εμείς γνωρίζουμε πως δεν είναι, σαν τα παιδιά που γνωρίζουν πως δεν είναι αυτό που δεν είναι και που πλάι τους πορεύεται. Να ιστορείς, να τραγουδάς, να κλαις, να ζεις εν τέλει: «Ύμνος στα δάκρυα»[1] που εμπεριέχουν στη θραυσμένη τους ίριδα (ο Σούμπερτ χαμένος μεταξύ υποτακτικών χάριν ενός αφέντη) ό,τι δεν έχουμε, ό,τι έχουμε θραυσμένο, ασύνδετο. Τα άνθη μάς περιβάλλουν με λαγνεία, χρώματα, αρώματα και σχήματα αισθησιακά· περιβαλλόμαστε από εκείνα που είναι όργανα γεννητικά, φύλα όλο χρώματα, αρώματα και σχήματα αλλιώτικα· αποστέλλουμε ένα φύλο, λεπτεπίλεπτο, χρυσάφι γεμάτο και εξιδανίκευση, σε ένα άνθος, σε μιαν αγάπη παρθένα, σε μιαν αγάπη δοκιμασμένη· φύλο ερυθρό στον ένδοξο, φύλο λευκό στην άπειρη, φύλο βιολετί στην πλαγιασμένη. Και η ομιλία, πόση σύγχυση!, τι πράγματα ξεστομίζουμε δίχως να ξέρουμε τι ξεστομίζουμε. Έρωτας, έρωτας, έρωτας, (το τραγουδούσε ο Γέητς), «έρωτας αντί για περιττώματα». Απέχθεια απέναντι στο είναι μας, την αρχή μας και το τέλος μας, απέχθεια απέναντι σε εκείνο που μέσα μας περισσότερο ζει και περισσότερο μας πεθαίνει; Ποιο είναι, τότε, το άθροισμα το απόλυτο, πού βρίσκεται, των μαθηματικών ειδήμονα ουράνιε, το άθροισμα που τα πάντα περικλείει και ποτέ δεν εξαντλείται; Όμορφο είναι να μην κατέχεις ό,τι κτάται, τίποτε από ό,τι για μας σημαίνει το τέλος δεν είναι τέλος, αφού τρέπεται εναντίον μας και το τέλος το αληθές ποτέ δεν το πράττει. Εκείνη η λεύκα φωτός μού το είχε μηνύσει στη Μαδρίτη, στον γαλανοπράσινο ουρανό του φθινοπώρου: «Μέσα σου ολοκληρώσου, όπως εγώ». Όλα όσα τριγύρω πετούσαν, πόσο φευγαλέα ήταν! Και εκείνη πόσο άρτια στον εαυτό της, πράσινη και χρυσαφιά, δίχως καλύτερο μες στον πράσινο χρυσό της. Φτερά, τραγούδια, φως, φοινικιές, κύματα, φρούτα με κυκλώνουν, με περικλείουν στο ρυθμό τους, στη χάρη τους, στη λεπτή δύναμή τους· κι εγώ μέσα σε όλα αυτά ξεχνιέμαι, και χορεύω και τραγουδώ, γελώ και κλαίω για τους άλλους σαν σε μέθη. Αυτό θα πει να ζεις; Υπάρχει πράγμα άλλο από το να ζεις την αλλαγή και τη δόξα; Εγώ πάντοτε ακούω εκείνη τη μουσική που ηχεί στο βάθος του παντός, πιο πέρα από τα πράγματα· είναι αυτή που με καλεί από τη θάλασσα, στο δρόμο και στον ύπνο. Εμπρός στην οξεία και γαλήνια γύμνια της, πάντοτε αλλόκοτη και απλή, το αηδόνι δεν είναι παρά πρόλογος δυσφημιστικός. Τι στίχοι πανανθρώπινοι, ύστερα, οι δικοί του! Και ο καλύτερος μουσικός ακόμη τους τρέμει. Αλίμονο στον άντρα αν η γυναίκα είχε πάντα μυρωδιά και γεύση ρόδου! Πόσο γλυκειά η γυναίκα η καθημερινή, τι τρυφερή, πόσο απαλή (Βιγιόν), τι μορφή αυτή των μορφών, τι ύπαρξη, τι ουσία της ουσίας, των υπάρξεων, τι φλόγα της κάθε φλόγας: η γυναίκα, η μάνα, η αδερφή, η ερωμένη! Ύστερα, ξάφνου, αυτή η σκληρότητα να προχωρήσεις πιο πέρα και από τη γυναίκα, από τη γυναίκα που για μας είναι το παν και όπου να εξαντλούνταν θα ’πρεπε ο ορίζοντάς μας. Το ποτήριον του δηλητηρίου, σε αριθμό πληθυντικό, πόσο σε πειρασμό μας βάζει, έτσι όπως είναι από άνθη, βότανα και φύλλα. Μας κυκλώνει το δηλητήριο και μας νανουρίζει σαν τον άνεμο, άρπες της σελήνης και ήλιος σε κλώνους τρυφερούς, κουρτίνες που ανεμίζουν, δηλητηριώδεις, γεμάτες πουλιά, σαν κοφτερά αστέρια· τα πάντα δηλητήριο, δηλητήριο που κάποτε επιτρέπει να μην σκοτώσουμε. Αυτό είναι μαζί και γλύκα, και αψήφηση εντολής και παύση και διαφυγή. Εισήλθαμε από δρύες μακρυμαλλούσες· κρυφομιλούσανε για το θραυσμένο γήρας τους, σκοτεινές, άψυχες, κενές, τερατώδεις, με ιστούς αράχνης να κρέμονται νεκρώσιμοι· ο άνεμος ανακάτευε τα μαλλιά τους, με αγωνιώδεις και παράξενους κυματισμούς, κι ανάμεσά τους, μες από ίσκιο χαμηλό, βαθύ, αναδινόταν η πλούσια μυρωδιά τους, μυρωδιά από πορτοκαλανθό και γη πορτοκαλιά, καυστική κραυγή με λευκές φωνούλες μωρών και κοριτσιών. Πότε-πότε, κάποιο δέντρο πατρικό, πλάι σε κάποιο σπίτι, μονάχο στην έρημο (στεγνό και με κοράκια γεμάτο· εκείνος ο κενός κορμός, γκρίζος, μαραμένος, στην έξοδο του απέραντου πρασίνου, με εκείνο το κοράκι να κρέμεται νεκρό απ’ το φτερό σε ένα κομμάτι ξύλο, ενώ τα ζωντανά ακόμη κοράκια ξαποσταίνουν κοντά του, δίχως να το ραμφίζουν, σοβαρά)! Και κάποιο δέντρο πάνω σε ένα ποτάμι. Πόσο βαθειά η ζωή τούτων των δέντρων· τι οντότητα, τι ύπαρξη, πόση γαλήνη, πόση πληρότητα καρδιάς ολόκληρης που θέλει να δοθεί (εκείνος ο δρόμος που στα δυο χωριζόταν, εκείνη η πολυπόθητη ζωγραφιά)! Και τη νύχτα, τι είδηση άνοιξης εσωτερικής σε ύπνο μαύρο! Τι φίλος το δέντρο, εκείνο το πεύκο, πράσινο, ψηλό, πεύκο στρογγυλό, πράσινο, πλάι στο σπίτι μου, στη Φουεντεπίνια! Πεύκο, ίδιο με κορώνα, πού βρίσκεσαι; Βρίσκεσαι μακρύτερα απ’ ό,τι αν βρισκόμουν εγώ μακριά; Και τι τραγούδια μού ψιθυρίζει το χιλιετές φύλλωμά σου, φύλλωμα που σκέπαζε λαούς και χωριά και φώτιζε με τη στρογγυλή μορφή του το ναύτη! Η μουσική η καλύτερη είναι εκείνη που ηχεί και σιωπεί, που εμφανίζεται και αφανίζεται, εκείνη που ταιριάζει, με ένα «ξάφνου», στην πιο αφηρημένη ακοή μας. Αυτό που υπήρξε το πρωί πια δεν υπάρχει, ούτε και υπήρξε ποτέ πιο αφηρημένο. Αυτό που υπήρξε το πρωί πια δεν υπάρχει, ούτε και υπήρξε πέρα από μένα: ύψιστη δόξα, πιστή σκηνή, που, δημιουργώντας την, την νόμιζα περισσότερο των άλλων παρά δική μου. Οι άλλοι δεν το πρόσεξαν: τη νοσταλγία μου που ήταν νοσταλγία να ’μαι μαζί τους, να ’μαι μαζί μου, μαζί με όποιον μέσα του βρισκόμουν. Η δόξα είναι όπως είναι, κανείς δεν την κινεί, τίποτε δεν υπάρχει να της προσθέσεις ή να της αφαιρέσεις, και ο παρόντας θεός βρίσκεται πολύ μακριά, αφηρημένος κι εκείνος με τις τόσο μεγάλες μικρότητες που του ζητούν. Να νιώθει άραγε, στις στιγμές του στον κήπο, καθώς υποδέχεται το βρέφος το ελεύθερο, το μόνο υψηλό που δημιούργησε, ακέραιος σε μια ύπαρξη ακέραια; Τι όμορφα τα άνθη τα ξερά πάνω στα κρύα χόρτα του κήπου που τώρα είναι δικός μας. Ένα βιβλίο, βιβλίο; Καλό είναι ν’ αφήνεις ένα μεγάλο βιβλίο μισοδιαβασμένο πάνω σε κάποιο παγκάκι, το μεγάλο που τελειώνει· και πρέπει το μάθημά του να πάρει εκείνος που να το τελειώσει θέλει, εκείνος που επιδιώκει να το τελειώσουμε. Μεγάλο είναι το βραχύ, και αν θέλουμε να είμαστε και να φαινόμαστε πιο μεγάλοι, ας ενωθούμε μονάχα με έρωτα και όχι με αριθμούς. Η θάλασσα δεν είναι παρά στάλες ενωμένες, ο έρωτας δεν είναι παρά ψίθυροι ενωμένοι, εσύ, ο κόσμος, όχι άλλο παρά ενωμένοι κόσμοι μικροσκοπικοί. Το πιο ωραίο είναι το έσχατο άτομο, το μόνο αδιαίρετο, και όντας τέτοιο, παύει να είναι πια μικρό. Ένωση ενοτήτων το εν. Και τι άνεμο ευφρόσυνο ξεσηκώνουνε εκείνα τα μικρότατα σύννεφα στην κορυφή· τι γλυκό το φως εκείνου του ερυθρού αθροίσματος του μοναδικού! Άθροισμα είναι η ζωή στο σύνολό της, και γλυκό. Γλυκός σαν ετούτο το φως ήταν ο έρωτας· πόσο ευφρόσυνος και τούτος ο έρωτας ακόμη! Ονειρεύομαι· κοιμήθηκα; Ώρα ουράνια και πράσινη όλη· μόνοι. Ώρα που οι τοίχοι και οι θύρες αφανίζονται σαν νερό και σαν αέρας, και η ψυχή εξέρχεται και εισέρχεται στα πάντα, από και προς τα πάντα, σε μια επικοινωνία φωτός και ίσκιου. Τα πάντα ορώνται υπό το φως το εσωτερικό, τα πάντα εντός, και τα αστέρια δεν είναι παρά σπίθες ημών που αγαπιόμαστε, όμορφες πέρλες της εύκολης και ήσυχης επαφής μας. Τι φως υπέρτατο για τη ζωή μας και την αιωνιότητά μας! Το ρυάκι μιλούσε χαμηλόφωνα σε εκείνην την όχθη, ανάμεσα στους τάφους, οικίες των πράσινων πλαγιών· κοιλάδα αποκοιμισμένη, κοιλάδα ακοίμητη. Τα πάντα πράσινα, ανθισμένα· και οι νεκροί οι ίδιοι πράσινοι, με το άνθος του θανάτου· και η πέτρα η ίδια πράσινη, με το άνθος της πέτρας. Εκεί η είσοδος και η έξοδος σαν σε νύχτωμα αργό από αργό ξημέρωμα. Τα πάντα κυκλωμένα από πέτρα, ουρανό και ποταμό· και κοντά η θάλασσα, πιο νεκρή και από τη γη, η θάλασσα, κατάμεστη από νεκρούς της γης, ανέστιους, χωρισμένους, φαγωμένους απ’ την ποικίλη διασπορά. Για να θυμάμαι το λόγο που γεννήθηκα, σε σένα επιστρέφω, θάλασσα. «Η θάλασσα που υπήρξε λίκνο μου, στήριγμα και δόξα μου· η θάλασσα, η αιώνια και μόνη, που μ’ έφερε στην αγάπη»· και της αγάπης είναι ετούτη η θάλασσα που τώρα φτάνει ώς τα χέρια μου, χέρια πιο σκληρά πια, σαν πρόβατο λευκό που έρχεται να πιει τη γλύκα της αγάπης. Αγάπη σαν εκείνην της Ελοΐζας: πόση τρυφερότητα, πόση απλότητα, πόση πραγματικότητα αψεγάδιαστη! Τα πάντα ξεκάθαρα και ονομασμένα με το όνομά της σε απόλυτη εγκράτεια. Και εκείνη, μέσα σε όλα, αλώβητη από το ποταπό μέσα στο ακέραιο. Αν η γυναίκα σου, Αβελάρδε, μπόρεσε τέτοια να είναι, το ιδανικό υπάρχει και δεν αρμόζει να το στρεβλώνουμε. Το ιδανικό σου υπήρξε. Γιατί το στρέβλωσες, ανόητε Αβελάρδε; Άνδρες, γυναίκες, άνδρες, το ιδανικό οφείλουν να εντοπίσουν· και πες, τι είσαι τώρα εσύ και πού βρίσκεσαι; Γιατί, Αβελάρδε απερίσκεπτε, την έστειλες στο μοναστήρι και εσύ κλείστηκες με τους πληβείους μοναχούς, αφού εκείνη ήταν το κέντρο της ζωής σου, της ζωής της, της ζωής, και θα ήταν όλα το ίδιο μετά τον ευνουχισμό σου όπως και πριν, και ήταν το ιδανικό; Δεν το ήξερες, εγώ είμαι εκείνος που το είδε, ανυπακοή της γλυκειάς υπάκουης, χάρη ακέραια. Ερωμένη, μητέρα, αδερφή, κορίτσι εσύ, Ελοΐζα. Πόσο καλά γνώριζες τον εαυτό σου και τι όμορφα που του μιλούσες, τι τρυφερά που το όνομά του πρόφερες, εκείνου· και τι κρίνο θανατερό σού πρόσφερε η γη σου. Ξεραμένο δεν ήταν το δέντρο του χειμώνα, όπως λέγεται, και εγώ πίστεψα στη νιότη μου· όπως εγώ, έχει και εκείνο πράσινο, χρυσό και σπόρο στη ρίζα και εντός, εντός μου, στο εσωτερικό μου, τόσο που γεμίζει με χρώμα διπλό ατέλειωτο. Κορμός είμαι του χειμώνα, που με το θάνατο θα απλώσει το διπλό γεμάτο φύλλωμά του, που βλέπουν πώς είναι μονάχα όσοι θέλω. Είδα έναν κομμένο κορμό στην όχθη της ουδέτερης λίμνης· ξεριζωμένος από το χώμα, έμοιαζε με ζώο νεκρό· ο θάνατος προσέδιδε στην ηρεμία του τη βεβαιότητα πως υπήρξε κάποτε ζωντανός· οι αρτηρίες του κομμένες με τσεκούρι, μάτωναν ακόμη. Η δυστυχία και η οργή για τον ξεριζωμό του από το χώμα έτρεχαν μέσα στα σκληρυμένα σωθικά του και διαχέονταν στο νερό και στην άμμο, ώς τον απέραντο γαλάζιο ουρανό. Ο θάνατος και, πάνω από όλα, το έγκλημα, χαρίζει ισότητα στους ζωντανούς, στους περισσότερο ή λιγότερο ζωντανούς, και το λιγότερο φαντάζει πάντοτε, με το θάνατο, περισσότερο. Όχι, δεν ήταν όλα λιγότερο, όπως είπα κάποτε, «όλα είναι λιγότερο»: όλα ήταν περισσότερο, και όντας έτσι, ο θάνατος είναι περισσότερο, για να γίνουμε περισσότερο, περισσότερο από κάθε τι. Ποιος νόμος της ζωής κρίνει –με τους αστεϊσμούς του– το θάνατο δίχως νόμους και τον καταδικάζει σε ανικανότητα; Ναι, όλα, τα πάντα ήταν περισσότερο και τα πάντα θα είναι περισσότερο! Δεν πρόκειται για το παρόν, μα για ένα σημείο στήριξης ή σύγκρισης, ολοένα πιο σύντομο· και ό,τι αυτό παραλείπει, και ό,τι συγκρατεί, ολοένα πιο μεγάλο. Όχι, εκείνος ο σκύλος που γαβγίζει τον ήλιο που δύει, δεν γαβγίζει στο Μοντούριο του Μογέρ, ούτε κοντά στην Καρμόνα της Σεβίλλης, ούτε στο δρόμο Τορρίχος της Μαδρίτης· γαβγίζει στο Μαϊάμι, στο Κόραλ Γκέημπλς, στη Φλόριδα, και εγώ τον ακούω εκεί, εκεί!, όχι εδώ, όχι εδώ, μα εκεί, εκεί! Με πόση ζωντάνια γαβγίζει πάντοτε ο σκύλος τον ήλιο που δύει! Και τη σκιά που καταφθάνει γεμάτη, το κυκλικό σημείο που εναποθέτει τώρα ο ήλιος πάνω στη γη, σαν το νερό στην πηγή του, το περίγραμμα στο τριγύρω λυκόφως· και ύστερα, όλοι οι κύκλοι που φτάνουν ώς το κυκλικό όριο της σφαίρας του κόσμου, και συνεχίζουν, και συνεχίζουν. Εγώ σε άκουσα, σκύλε, πάντοτε σε άκουγα, από τα παιδικά μου χρόνια, όπως και τώρα· σε κανένα μέρος δεν αλλάζεις, παραμένεις ίδιος εσύ, όπως και εγώ. Νύχτα ίδια, τα πάντα ίδια αν το θέλαμε και αν το επιτρέπαμε. Και αν κοιμόμαστε. Πόσο εγκαταλειμμένη εκείνη η άλλη πραγματικότητα! Εμείς επικοινωνούμε στα πράγματα την ανησυχία της μέρας και την ηρεμία της νύχτας. Πότε, πώς να κοιμούνται τα δέντρα; «Όταν τα αφήνει ο άνεμος να κοιμηθούν» απαντά η αύρα. Και πώς προπορεύεται, αύρα ανήσυχη και γκρίζα, ο σκύλος ο πιστός όταν βαδίζουμε χαράματα προς τον κάθε προορισμό μας, χαρούμενοι ή βαρείς· εκείνος τα κάνει όλα, λυπημένος ή ευχαριστημένος, πριν από εμάς. Μπορώ να χαϊδέψω όπως θέλω ένα σκύλο, ένα ζώο οποιοδήποτε, και κανένας δεν θα πει τίποτε· όχι όμως και έναν όμοιό μου· κατακριτέο θεωρείται να πράξω με εκείνους ό,τι θέλω, και ας το επιδιώκουν εκείνοι σαν τον σκύλο. Ζωή ζωική, ζωή όμορφη; Τα βαλτοτόπια γεμάτα με όντα ελεύθερα που με περιμένουν σε ένα δέντρο, στο νερό ή σε ένα σύννεφο, με το χρώμα τους, το σχήμα τους, το τραγούδι τους, τις κινήσεις τους, τα μάτια τους, την όμορφη κατανόησή τους, διαθέσιμα σε μένα που τα κατανοώ! Το παιδί με κατανοεί ακόμη, η γυναίκα θα ήθελε να με κατανοεί, ο άνδρας όχι· όχι, δεν θέλω τίποτε από τον άνδρα, είναι άπιστος, ανόητος, καχύποπτος· και ενόσω κολακευτικός, επιστημονικός. Πώς αστειεύεται η φύση με τον άνδρα, με εκείνον που δεν την κατανοεί. Και τα πάντα είναι ή οφείλουν να είναι στροφή προς το θεό ή λησμονιά κάθε δημιουργήματος του θεού, αυτού του ίδιου ή ό,τι άλλου. «Ό,τι άλλου» θα πει της μόνης αλήθειας: εγώ σε κοιτάζω όπως κοιτάζω εμένα τον ίδιο και στην αλήθεια σου συνηθίζω όπως στη δική μου αλήθεια. Μαζί σου, το «ό,τι άλλο» είμαι εγώ ο ίδιος, και εσύ, εσύ η ίδια, ο ίδιος, «ό,τι και να ’σαι». Τραγούδι; Τραγούδι, πουλί, ξανά! Βρίσκεσαι ήδη εδώ, γύρισες πάλι, ωραία, ωραίος, με όνομα άλλο, με το γαλάζιο στήθος σου, γκρίζο, φορτωμένο διαμάντια! Από πού έρχεσαι εσύ, εσύ σε τούτο το απόγευμα το γκρι με το ζεστό αεράκι; Ποια κατεύθυνση φωτός και αγάπης ακολουθείς ανάμεσα στα σύννεφα από χρυσάφι βιολετί; Γύρισες πια στην πράσινη, νηφάλια γωνιά σου. Πες μου, πώς εσύ, τόσο μικρό, όλα τα καλύπτεις και επιδιώκεις τα περισσότερα; Ναι, ναι, μια νότα από καλάμι, από πουλί, από παιδί, από ποιητή, όλα τα καλύπτει, ακόμη και τον κρότο του κεραυνού. Ο θόρυβος αποσύρεται και μεγαλύνεται το τραγούδι. Εσύ και εγώ, πουλί, είμαστε ένα: τραγούδησέ μου, τραγούδησε εσύ, να σε ακούω εγώ, που η ακοή μου είναι τόσο ταιριαστή στο τραγούδι σου. Ταίριαξε και εσύ περισσότερο το τραγούδι σου στην ακοή μου που καρτερεί να τη γεμίσεις με αρμονία. Θα τραγουδήσεις και άλλη μιαν άνοιξη, θα τραγουδήσεις! Ξανά εσύ, ξανά και η άνοιξη! Αν ήξερες τι σημαίνεις για μένα! Πώς να μπορέσω να σου πω αυτό που είσαι, αυτό που είσαι εσύ, αυτό που είμαι εγώ, αυτό που εσύ για μένα είσαι; Πώς σε καλώ, πώς σε ακούω, πώς σε λατρεύω, αιώνιε αδερφέ, πουλί της χάρης και της δόξας, ταπεινό, λεπτό και ξένο· άγγελε του αιθέρα, κήρυκα μουσικής ακέραιας! Πουλί, σε αγαπώ όπως τη γυναίκα, τη γυναίκα, την αδερφή σου, περισσότερο από εμένα. Ναι, τώρα πιες το νερό της πηγής μου, ράμφισε το κλαδί, απόβαλε το πράσινο, είσελθε και έξελθε, κατάγραψε ολόκληρη την κτήση σου από το χθες. Εμένα να κοιτάς, πουλί μου, παρηγοριά πανανθρώπινη, της γυναίκας και του άντρα! Θα έρθει η νύχτα η απέραντη, ανοιχτή ολάκερη για να μου τραγουδήσεις για την παράδεισο, και την παράδεισο να μου φέρεις εδώ, εσύ, εγώ, η ελπίδα· ποτέ πριν δεν σε κατανόησα σαν και τώρα, ποτέ το θεό σου δεν αντίκρισα σαν και σήμερα, το θεό που ίσως υπήρξες και που με κατανοεί. «Οι θεοί ουσία περισσότερη δεν είχαν από αυτήν που έχεις εσύ.» «Πόσο όμορφη η άνοιξη που στην αγάπη μάς περιβάλλει και μακριά μάς κρατά από το μίσος! Είμαι πλέον ευτυχής! Το τραγούδι, εσύ και το τραγούδι σου! Το τραγούδι. Εγώ είδα να παίζουν ο σκίουρος και το πουλί, ο γάτος και η κότα, ο ελέφαντας και ο γάϊδαρος, ο άνθρωπος με τον άνθρωπο, ενόσω ο άνθρωπος τραγουδούσε. Όχι, ο σκύλος ετούτος δεν ξεσηκώνει τα πουλιά, τα κοιτάζει, τα κατανοεί, τα ακούει, στο έδαφος ρίχνεται, και σιωπά, και εμπρός τους κοιμάται. Τι μεγάλος ο κόσμος ο ειρηνικός, τι μπλε λαμπρό για εκείνον που μπορεί να μην κραυγάζει, παρά να τραγουδά: να τραγουδά, να κατανοεί και να αγαπά! Απεραντοσύνη, σε σένα και στο τώρα ζω· ούτε βουνά, ούτε πέτρα, ούτε νερό, ούτε ουρανός· απεραντοσύνη, όλα και τα πάντα απεραντοσύνη: αυτό που τη θάλασσα από τον ουρανό χωρίζει, τον ουρανό από τη γη, και ανοίγοντας για μας και χωρίζοντάς μας, περισσότερο ενωμένους μας αφήνει και εγγύς, γεμίζοντας με το γεμάτο απώτερο την ολότητα! Χώρος και χρόνος και φως, στα πάντα εγώ, σε όλους, και εγώ και όλοι! Εγώ με την απεραντοσύνη! Είναι κάτι διαφορετικό: ποτέ πριν δεν το υποψιάστηκα και τώρα το κατέχω. Οι δρόμοι δεν είναι παρά είσοδοι και έξοδοι φωτός, σκιάς, σκιάς και φωτός· και τα πάντα εντός τους ζουν, για να είμαι πιο απέραντος εγώ, και να είσαι και εσύ. Τι δώρο αυτό του κόσμου, τι σύμπαν απέραντο, εντός σου και εκτός, απεραντοσύνη τετελεσμένη! Εικόνες αγάπης σε τούτη την παρουσία· χάρη ολική και δόξα της εικόνας, να πλάσουμε αιωνιότητα; Εσείς, εγώ, να πλάσουμε μπορούμε την αιωνιότητα, μία και χιλιάδες φορές, κατά βούληση! Τα πάντα δικά μας και ανεξάντλητα! Αγάπη, μαζί σου και με το φως τα πάντα γίνονται· και ό,τι αγάπη, ανεξάντλητο!

[1] „Lob der Tränen“: Franz Schubert
 
 

23/10/18

"Εγώ δεν είμαι εγώ" (2/5) - Από το αφιέρωμα του Νέου Πλανοδίου στο Juan Ramón Jiménez



«ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ» —
Καθρέφτες και είδωλα στη ζωή και το έργο του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ

Επιμέλεια αφιερώματος, επιλογή υλικού, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

*************

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΦΗΒΕΙΑ (ADOLESCENCIA)

Κάποια στιγμή στο μπαλκόνι
μείναμε οι δυο μας μονάχοι.
Απ’ τη γλυκειά εκείνη μέρα
ήμαστε οι δυο μας μια αγκάλη.
—Το νυσταγμένο τοπίο
κοιμόταν σε τόνους σκόρπιους
κάτω από ουρανό γκρίζο
και ροδαλό, φθινοπώρου.—
Της είπα, θα την φιλούσα·
τα μάτια ήρεμα κλείνει
και θησαυρό σαν να χάνει
τα δυο της μάγουλα δίνει.
—Πέφταν τα φύλλα φρυγμένα
στο σιωπηλό μέσα κήπο,
και στον αέρα αιωρούνταν
άρωμα από ηλιοτρόπιο.—

Να με κοιτάξει, πού τόλμη;
Της είπα, είμαστε ένα,
…κι έμειναν τα δυο της μάτια
μελαγχολικά, βρεγμένα.


Η ΑΛΛΑΓΗ (EL CAMBIO)

Το γήινο, για σένα,
εξαίσιο εγίνη,
ουράνιο.
Και τότε,
το ουράνιο, για μένα,
ευχάριστα εγίνη
επίγειο.


ΓΕΓΟΝΟΣ (EL HECHO)

Σαν έχει φύγει ενείνη,
το μάτι τη διακρίνει.
Μετά, καθώς γυρνάει,
στο πουθενά σκορπάει.


Ο ΠΙΟ ΜΟΝΟΣ (EL MÁS SÓLO)

Πάντα, μετά, πόσο ωραία
σαν μοναχός μου απομείνω.
Όσα θα ήταν στιγμιαία,
μάτια μου, αιώνια τα ντύνω.


ΡΥΘΜΟΣ (EL RITMO)

Ρίξε τού τώρα τον λίθο,
κοιμήσου και ξέχνα. Αν είν’ φως,
θα τον ξαναβρείς το πρωί,
χαράζοντας, ήλιος σωστός.



ΚΟΝΤΥΛΕΝΙΟ (GRÁCIL)

Σ’ έπιασα; Δεν ξέρω
αν σ’ έπιασα, φτερό λεπτότατο,
ή αν έπιασα σκιά σου.


ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ (IDA DE OTOÑO)
 

Σε δρόμο χρυσαφένιο τα κοτσύφια… Πού πάνε;
Σε δρόμο χρυσαφένιο και τα ρόδα… Πού πάνε;
Σε δρόμο χρυσαφένιο και η αφεντιά μου…
Για πού το
φθινόπωρο; Για πού, πουλιά και άνθη; 


 


Η ΑΠΟΥΣΙΑ (LA AUSENCIA)

Καθώς η αγάπη φεύγει,
μοιάζει να μεγαλώνει.Πόσο στο σώμα η θλίψη
ψυχή τρανή υψώνει!Καθώς ο ήλιος δύει,
στα άστρα το τιμόνι.



Η ΑΠΟΥΣΑ (LA AUSENTE)

Κλείσε την πόρτα, κλείσ’ την,
σαν άρεσε σ’ εκείνην…
Μην χάσει τη βολή της
η ανάμνησή της!


ΤΟ ΥΣΤΑΤΟ ΦΥΛΛΩΜΑ (LA COPA FINAL)

Σε άφραστο πάνω ουρανό
δεσπόζει η κίτρινη λεύκα,
ψηλή η ομορφιά της μες στον
γεμάτο όλο έκσταση αέρα.

Το φως συγκεντρώνεται εντός
σαν σε ήσυχη μέσα φωλιά
του αιώνιου. Και η λεύκα η καλή
εντός της πληρείται απαλά.


 

ΑΝΟΙΞΗ ΜΗΤΕΡΑ (PRIMAVERA MADRE)

Άνοιξη μητέρα,
πράσινη και πάλι,
πιο όμορφη, πιο καίρια!(Όμως, αν και γιος σου,
μένω εγώ με φύλλα
πιο ξερά και στείρα.)Άνοιξη μητέρα,
κι ας με μιας πεθάνω,
μείνε πάντα νέα!(Νέα εσύ να μείνεις
και με φρέσκα φύλλα
πιο πολλά και φίνα.)



ΚΑΙ ΑΝ ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ, ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΔΕΝ ΚΛΑΙΝΕ
(ESTOY TRISTE Y MIS OJOS NO LLORAN)

Και αν θλιμμένος, τα μάτια δεν κλαίνε.
Κανενός δεν ποθώ πια τα χάδια.
Η γαλήνια ματιά μου σκορπάει
μες στου πάρκου τα υγρά μονοπάτια.

Για ποιο λόγο να θέλω αγάπες
σ’ ένα απόγευμα σκούρο, ψιχάλας,
όπου αρώματα δεν κυριαρχούνε
στου αέρα τα γύρω κανάλια;

Περασμένη η ώρα του ύπνου
και μονάχο το άδειο τοπίο.
Έχουν φύγει αργά τα κοπάδια,
ο καπνός πάνω απ’ το έρμο χωρίο.

Το παράθυρο κλείνω στους ίσκιους
και στο τζάμι γυαλίζει μια στάλα.
Και αν θλιμμένος, τα μάτια δεν κλαίνε.
Κανενός δεν ποθώ πια τα χάδια!

Τον καιρό νοσταλγώ που ’μουν νήπιο,
καθώς είναι η ώρα του ύπνου.
Τότε η μάνα μου και η αγκαλιά της
ήταν όλη μια αγάπη μαζί μου.

Στον αχό της καλής μου καμπάνας
που ηχεί απ’ το ξωκλήσι στον κάμπο,
τα δυο μάτια μου –να!– μισανοίγουν
στο μυστήριο της νύχτας επάνω…

Ένα σήμαντρο που ήχησε τώρα,
τη γαλήνη ταράζει του αιθέρα.
Ο ρυθμός δάκρυα φέρνει στα μάτια
που κανένα δεν θέλουν τα χάδια!

Απ’ τα μάτια μου δάκρυα ας κυλήσουν!
Πια υπάρχουν λουλούδια, τραγούδια.
Αν τα χάδια μου πόθησε κάποιος
ας κοπιάσει εδώ, στη φτερούγα.

Και τα δάκρυα τρέχουν… Δεν πάνε…
Ποιος θα ’ρθει στο θλιμμένο τοπίο;
Μόνο ηχεί στη σιωπή τη μεγάλη
η καμπάνα απ’ αγγέλων ωδείο.


 

Η ΓΙΟΡΤΗ (LA FIESTA)Όλες τις μέρες εγώ είμαι.
 

Μα λίγες όσες εγώ είμαι
Εγώ!Όλες τις μέρες τα ουράνια
ζουν μες στα μάτια. Μα πότε είν’
θεός;Όλες τις μέρες μιλείς μου.
Σπάνια ακούω της φωνής σου
αχό. 




 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΡΑΧΑΤΙ (LA MUERTE ES EL REPOSO)
 

Ο θάνατος ραχάτι
απ’ της ζωής τη μέρα –
ξεκούραστοι για να ξυπνήσουμε έτσι
στη μέρα την απόλυτη του απείρου. 






 

ΕΝΑ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ Η ΘΑΝΗ ΜΑΣ (LA MUERTE ES SÓLO UN REPOSO)
 

Ένα διάλειμμα η θανή μας
πιο καλό και από τον ύπνο.
Απ’ αυτήν, θα ’ρθει η μέρα,
-άριστη, άφταστη, εξαίσια-
που θα βγούμε αντρειωμένοι,
σε μια ζήση τόσο αιώνια
σαν εκείνην,
σ’ ένα αθάνατο αγώνα. 




Η ΝΥΧΤΑ (LA NOCHE)

Είναι γέφυρα ο ύπνος
απ’ το σήμερα στο αύριο.
Σαν σε όνειρο, από κάτω
τρέχει πνεύμα, τρέχει ύδωρ.


Η ΣΕΙΡΑ (LA VEZ)

Συ, το μέγα, εμπρός, πια στάσου
για του ελάσσονος τη χάρη―
μιας κι ο κόσμος του είναι η ώρα
κι ώρα σου είναι η πλάση.


ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ (OJOS DE AYER)

Μάτια που θέλουν
χαρά να βλέπουν,
μα βλέπουν λύπη!

Αχ, πώς θα γίνει
γέρικος τοίχος
πάλι να λάμψει—
ή κορμός σάπιος
φύλλα ν’ ανοίξει,
μάτια ν’ανοίξει,
άλλα από εκείνα
που μόνο θέλουν
χαρά να βλέπουν,
μα βλέπουν λύπη!

Αχ, δεν θα γίνει!


ΜΙΚΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ, ΡΟΔΟ (ROSA NIÑA)

Ρόδο, το φθινόπωρο
είναι το φύλλο το δικό σου
στον αέρα.

Μικρή μου, ο πόνος όλος
είναι το δάκρυ το δικό σου
από αίμα.


ΜΟΝΑΧΑ ΕΣΥ (SÓLO TÚ)

Μονάχα εσύ –όχι η Άφροδίτη–
να ’σαι μπορείς
άστρο δικό μου της βραδιάς,
άστρο δικό μου της αυγής!


ΡΟΔΟ (ROSA)

Συ μοναχά
θα είσαι εσύ
σαν με πληγώνεις.


Ω ΕΣΥ, ΚΑΡΔΙΑ, ΜΙΚΡΗ, ΚΑΘΑΡΙΑ (OH CORAZÓN PEQUEÑO Y PURO)

Ω εσύ, καρδιά, μικρή, καθάρια
πιο δυνατή απ’ το κύμα ―
στον απαλό σου χτύπο πιο τρανή και
από το σίδερο το κρύο!
Ω θάλασσα, στ’ αλήθεια
εσένα διαπερνώ για την αγάπη.



ΜΟΝΑΞΙΑ (SOLEDAD)

Μέσα σου υπάρχεις, θάλασσα, ακέρια,
μα πόσο δίχως σου είσαι, πόσο μόνη,
και πόσο μακριά από εσένα πάντα!
Κάθε στιγμή ανοιχτή σε μύριους πόνους,
σαν και το μέτωπό μου.
Τα κύματά σου έρχονται και πάνε
σαν και τους λογισμούς μου,
όλο έρχονται και πάνε,
χωρίζουν, ξανασμίγουν,
σε αιώνια γνωριμία,
μα και αποξένωσή τους.
Εσύ είσαι, δεν το ξέρεις.
Και αν σφύζει η καρδιά σου, δεν το νιώθει…
Πόσο μονάχη, θάλασσα, και μόνη!


Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ (EL NUEVO MAR)

Ι.

Για να ξεχάσω το λόγο που ήρθα,
το σκοπό που γεννήθηκα, που γεννηθήκαμε,
έρχομαι να σε αγναντέψω, θάλασσα, αέναη τρελή.
Η κίνησή σου, η ανησυχία σου με γαληνεύουν.
Είσαι η μόνη που ξέρει
να είναι ο εαυτός της, εσύ να ’σαι εσύ,
η μόνη και μοναδική που δεν σταματά
ν’ ανταπαντά στα κύματά της, στις λέξεις της,
στα ερωτήματα του φωτός του αλαζονικού.
Τις ημέρες τις ήρεμες, σαν ο αέρας
με τον ουρανό από πάνω, ψηλά, θαρρεί πως
σε εξουσιάζει και το γνωρίζεις,
εσύ είσαι απόμακρη, κοιμάσαι,
ονειρεύεσαι
την ελευθερία που σημαίνεις στον κόσμο
κρύβοντας στα βάθη σου μιαν επανάσταση βουβή.

ΙΙ

Εσύ είσαι η μόνη που πράγμα άλλο δεν επιθυμεί
από το να υπάρχει, να υπάρχεις μέσα σου, στον εαυτό σου,
και η μάχη γίνεται με εσένα την ίδια,
δυναμίστρια εσύ αισθητική, παίκτρια ηττημένη
της απέραντης μοναχικής ομορφιάς.
Εσύ μονάχα είσαι η πιο μόνη απ’ όλα τ’ άλλα.
Μήτε μας βλέπεις, σαν τα ουράνια,
μήτε να σε βλέπουν γυρεύεις, μήτε σε νοιάζει,
μήτε παρηγοριά προσφέρεις, μιαν απάντηση
για εκείνον που έρχεται να σε κοιτάξει με μάτια δικά του,
όχι δικά σου,
για εκείνον που για χάρη σου βυθίζεται εντός του.

ΙΙΙ.

Μα εμένα δεν με νοιάζει αν μ’ ακούς.
Εγώ ξέρω πως εσύ είσαι εσύ, και πως κι εγώ θα μπορούσα
να ’μαι σαν εσένα, και τούτο μου αρκεί:
φίλη αληθινή, δίχως δεσμό,
φίλη στο όμορφο και στην τρέλα,
φίλη που δεν επιθυμείς να ’σαι κάτι παραπάνω,
που τίποτε δεν ζητάς και από κανέναν.
Τίποτε παραπάνω. Βουίζεις, λαμπυρίζεις,
πετιέσαι και βυθίζεσαι, σκουραίνεις,
μαζεύεσαι, απλώνεσαι,
παντού φτάνεις και μακραίνεις,
όλες τις γλώσσες ομιλείς και σωπαίνεις,
απέραντα κλαις μ’ αναφιλητά,
ξεκαρδίζεσαι στα γέλια
γέλια που καταλήγουν σε χαρά πανανθρώπινη,
δίνεσαι κι αποσύρεσαι…
Κι όλα τούτα έτσι απλά, παράδεισε μέγα
συγκεντρωμένης ελευθερίας εσωτερικής.

IV.

Εσύ, θάλασσα γυμνή,
ζεις, θάλασσα, στο κέντρο της ζωής:
όπου εσύ, εκεί το κέντρο,
η αρχή και το τέλος του παντός,
νάρκη ενεργή.
Είσαι, θάλασσα, το γυμνό,
η ομορφιά η γυμνή,
η ομορφιά η μοναδική που δεν σηκώνει
πέπλα εξωτερικά, σαν την στεριά,
που σπάει, που καταπίνει κάθε βέλο
κάνοντάς το γυμνότητα, πηγή κάθε γυμνού,
της Αφροδίτης πόδι
σε μια στιγμή ανθρώπινης επαφής,
σαν μια αισθητοποίησή σου
στην εγγύτητα του ανθρώπου.
Μέσα σου υπάρχεις, θάλασσα, στο αιώνιο κύμα σου,
μορφή και ισχύς
παντός γυμνού, μεταμόρφωση
ατέρμονη,
αιώνια του γυμνού γυμνότητα.

V.

Έργο στην ακτή, στέκομαι
ανάμεσα στο έργο μου κι εσένα. Από σένα
σ’ εκείνο πηγαίνω, δείγμα νέο,
δείγμα ελεύθερο του έργου μου.
Σε διαδοχή αέναη είσαι τα πάντα,
όλα όσα ο κόσμος μπορεί να περικλείσει
και όλα τα υπόλοιπα
δίχως αρχή μήτε τέλος, το έργο μου, το κύμα σου,
σάρκα και ψυχή και καθρέφτισμα μιας στιγμής της,
αθωότητα, ελπίδα υπό φως πανομοιότυπο,
σε σχέδιο πανομοιότυπο και πανομοιότυπο τόπο,
σε ειρήνη και δύναμη μαζί,
θάλασσα ποιήτρια
με τη μήτρα μέσα σου,
ακούραστη δουλεύτρα
υπό σελήνη κι ήλιο εξίσου δυνατά,
την αυγή, το μεσημέρι και το δείλι
μα και τη νύχτα,
ξάγρυπνη οραματίστρια της αβύσου σου.

VI.

Ζωντανή νεκρή είσαι, θάλασσα: πιάνεις το θάνατο,
τον χτυπάς, τον ενσωματώνεις, τον αποχαιρετάς,
τον αφομοιώνεις.

VI.

Θάλασσα τρελή, λόγε μοναδικέ του κόσμου,
πόσο καλά συνταιριάζεις την απέραντη λογική
με την ατέλειωτή σου τρέλα.
Με την τρέλα σου ποθώ να τρελαθώ,
η σκέψη μου να γίνει θέλει εσύ,
μαζί με όλα τα άλλα, με τα ψάρια σου,
τα φύκια και τις πέτρες σου,
δίχως πλήγμα κανένα στη μοναχική σου ύπαρξη.
Πόση απέραντη ειρήνη ο ατέλειωτός σου πόλεμος!
Αχ, να μην μπορώ μέσα σου να μείνω ζωντανός!,
δίχως πείνα, δίχως δίψα μήτε ύπνο,
αφού δεν θέλω να σε βλέπω, μα να σε είμαι,
να είμαι μέσα σου και μέσα σου να ζω,
να είμαι, άρτιος σαν εσένα, πάντοτε εγώ ο ίδιος,
και πάντοτε ίδιος, πάντοτε αλλιώτικος,
επανειλημμένος, δίχως οδηγίες, πάντοτε.

και VIII.

Ο άνθρωπος
θα ’πρεπε να μπορεί να είναι ό,τι επιθυμεί,
θα ’πρεπε να μπορεί να είναι στο μέτρο
της πλάνης και της επιθυμίας του.
Τότε εγώ θα ’μουν εσύ, που είσαι εσύ η ίδια,
που είσαι η επιθυμία της απόλυτης επιθυμίας.
Εσύ μονάχα, θάλασσα, όλα τα ξέρεις
κι όλα τα ξεχνάς —
εσύ μονάχα, θάλασσα, σου αρκείσαι και περισσεύεις.
Είσαι, και συνάμα παύεις να είσαι, τα πάντα. 



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέο Πλανόδιον" (03.11.2017)  (https://neoplanodion.gr/2017/11/03/%ce%b5%ce%b3%cf%89-%ce%b4%ce%b5%ce%bd-%ce%b5%ce%b9%ce%bc%ce%b1%ce%b9-%ce%b5%ce%b3%cf%89-24-%ce%b1%cf%86%ce%b9%ce%ad%cf%81%cf%89%ce%bc%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%cf%87%ce%bf%cf%85/)