Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διονύσης Καψάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διονύσης Καψάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23/6/14

Η γνώση ποτέ κανέναν δεν θα σώσει...














Διονύσης Καψάλης

4.

Κι όμως με τέτοια υλικά,
φθαρμένα, μελαγχολικά,


είναι πλασμένη η επιθυμία·
κι ούτε η άγρια χημεία

των χωρισμών μας ούτε η γνώση 
ποτέ μας κανέναν δεν θα σώσει,

ποτέ κανέναν, ούτε ο πόνος
για όσα χάλασε ο χρόνος, 

κι η κουρασμένη τελετή
του έρωτα καλά κρατεί.



13/6/14

Κάτω από κάθε ρούχο που φορώ...





















Διονύσης Καψάλης

4. 

Πάντα το φως και πάντα το σκοτάδι,
η προσμονή για σένα και για μένα,
το πλοίο που δεν θά 'ρθει από τα ξένα
κι η λάμπα στο παράθυρο το βράδυ.

Πάντα θα μένει ακόμα λίγο λάδι,
τα φανερά της γης και τα κρυμμένα
να βλέπουν να μαλώνουν· πάντα ένα
πάνω στο δέρμα μου κρυφό σου χάδι

θα μένει, αφηρημένα τρυφερό
-όταν μιλούσαν γύρω μας, θυμάσαι;
και τίποτα δεν έλεγαν- και θα 'σαι

κάτω από κάθε ρούχο που φορώ:
και είθε αυτό να με δεξιωθεί
πηγαίνοντας στον ύπνο το βαθύ.


3/12/12

Των άσωτων μαλλιών τους κάποιο χτένι...





















Διονύσης Καψάλης

Κασετίνα

Της μάνας μου φθαρμένη κασετίνα,
με κρύσταλλο κι ασήμι δουλεμένη,
ταμείο της στοργής της, σαν εκείνα
που κράτησαν μια φλόγα αναμμένη
(μια φλόγα δροσερή μέσα στα κρίνα)

εκεί που άλλες άναβαν καντήλι,
στων άγουρων φιλιών τους τα τεμένη:
της πρώτης γνωριμίας κάποια ύλη
(των άσωτων μαλλιών τους κάποιο χτένι),
για να γυρνούν τα γερασμένα χείλη,

ένα λινό που του πεσε μαντίλι,
ενώτια, καρφίτσες, δαχτυλίδια,
το γράμμα που δεν έστειλαν σε φίλη
(με την ψυχή τους το 'γραφαν την ίδια)∙
κάποιος βυθός της μνήμης ν' ανατείλει

ολάνθιστος, μ ένα σταυρό των Φώτων
και μέσα στη φθαρμένη κασετίνα
ενθύμια λανθάνουν των ερώτων
(εκείνων που αξιώθηκα τα κρίνα),
των πρόσφατων ματαίων και των πρώτων.

           


16/11/12

Οι μοίρες οι ασυνάρτητες...


















 Διονύσης Καψάλης


Λάμπουν κομμάτια από ουρανό ακόμη,
βραδιάζει και ξεπλέκουν τα μαλλιά τους
οι μοίρες οι ασυνάρτητες∙ ποιος είδε
τόση παράξενη ομορφιά να φεύγει,
να χάνεται για πάντα από τον κόσμο,
ξένη στη γη, στον ουρανό πιο ξένη;



Γι' αυτούς που δε φταίνε σε τίποτα που τους καπηλεύτηκαν...

3/7/12

Φυσάει στον κόσμο κι είναι αργά...














Διονύσης Καψάλης


Φυσάει στον κόσμο κι είναι αργά∙
μεγάλα σύννεφα βαριά

μαζεύτηκαν απ' το πρωί,
κι ο ήλιος έμοιαζε κερί

πίσω από λερωμένο τζάμι
η φλόγα μέσα στην παλάμη

που όλο φοβάσαι μη σου σβήσει∙
φυσάει εδώ κι έχω καθήσει

και φτιάχνω απ' τις σιωπές του δρόμου
ένα ταξίδι στο μυαλό μου,

κι ένα κερί κρατώ αναμμένο,
που το φυλώ και το πηγαίνω-

δεν ξέρω πού, για ποιο σκοπό,
ούτε κι αν φτάσω τι θα πω.


12/12/11

Με μιαν αγάπη ίση...





















Διονύσης Καψάλης

Πρόλογος 

Μαζεύω γύρω μου χαρτιά τόσων ετών,
απομεινάρια μιας γιορτής που 'χει σκορπίσει
γράφω ημέρα, μήνα, χρόνο, "ο αιτών",
και βεβαιώνω όσους μ' έχουν αγαπήσει
πως τους αγάπησα με μιαν αγάπη ίση
όμως τις ώρες της σιωπής κι όταν κοιμάμαι,
σαν κάποιος θρίαμβος να μ' έχει εκτοπίσει,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Κάτι τελείωσε λοιπόν; Ένα κοτσύφι
πήρε στα μαύρα του φτερά λίγη βροχή
ψηλά στη λεύκα που φωτίστηκε σαν νύφη
κι έχει στα φύλλα της δροσιά και ταραχή,
πήρε τον κόσμο τρεις φορές απ' την αρχή
κι απ' τη γιορτή που αναγγέλλει και δεν θα 'μαι,
κι απ' της φωνής του την απόδημη ψυχή,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Πώς να μιλήσω για το φως; Πέρασαν χρόνια,
παιδιά γεννήθηκαν και γράφτηκαν βιβλία
σκιές αντίδοτες τα μαύρα χελιδόνια
έρχονται, φεύγουν, γράφουν μια συνομιλία,
μια λησμονιά με του αέρα τη φιλία
όμως στο λίγο φως που σκάβω και κοιμάμαι,
στην ολονύχτια σαθρή μου βασιλεία,
αγαπημέους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Είναι αργά, είναι νωρίς; Ό,τι κι αν πω,
μια παντομίμα εκτελώ με τα κρυμμένα
και όπως γέρνω με το φως και αγαπώ,
μες στο φθινόπωρο που άρχισε για μένα
και είμαι μέσα του και σκέφτομαι σαν ένα 
άχαρο σκιάχτρο που επάνω του κρεμάμε
παλιά αισθήματα, πολύχρωμα, φθαρμένα,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Μη με ρωτάς για ποιους μιλώ: Με το βοριά
περνούν, αλλάζουν αφορμές, πλάθουν αιτίες
όπως ανάβουν κι όπως σβήνουν τα κεριά,
φέγγουν σαν πρόσωπα δοσμένα σε νηστείες,
σε παραισθήσεις και των άστρων μαθητείες
κι όπως βυθίζομαι στον ύπνο που κοιμάμαι
και με κυκλώνουν οι θαμπές τους μεσιτείες,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Μα πιο πολύ, ψηλά στον ίλιγγο, απ' όπου
πέφτω στον ύπνο ξαφνικά μ' ένα κοφτό
ύστατο χτύπημα βαθύ του ξυλοκόπου,
μετρώ σκιές με της καρδιάς μου το κρυφτό,
σ' ένα παλάτι που σωριάζεται κι αυτό
κι από το φόβο του θανάτου που φοβάμαι,
κι απ' το παιδί που τα φυλά για να κρυφτώ,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Κι εσύ που ξέρεις η καρδιά μου αν κοιμόταν,
κι όπως στον έρωτα οι δυο μας περπατάμε,
μια στο σκοτάδι μια στο φως, και δεν φοβάμαι,
πόσο σε νιώθω πιο κοντά μου, νιώσε, όταν 
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.


21/11/11

Ποιος αφόρισε τα μάγια και τα λύνει;















 

Ποίηση αναδυόμενη


Διονύσης Καψάλης
«Εδώ κι εκεί»
Εκδ. Άγρα, 2010

«Ψηλά ο Θεός, με κεραυνούς κι εκλείψεις,/ κι εδώ, κάτω στη γη, μονάχα εμείς,/ τα φοβισμένα όντα της στιγμής,/ οι ταξιδιώτες της αιώνιας θλίψης.» Γραμμένα μεταξύ τέλη Ιουλίου κι Οκτωβρίου 2010 –σημαδιακή η 23η του μήνα στο πρώτο και το τελευταίο ποίημα της συλλογής;– τα δεκατέσσερα δεκατετράστιχα του Καψάλη απαρτίζουν την τελευταία του ποιητική συλλογή, στην οποία την πρωτοκαθεδρία έχει ο θάνατος, το φευγαλέο πέρασμα του ελάχιστου, φοβισμένου ανθρώπου από την αιωνιότητα του σύμπαντος.

O Καψάλης στα σονέτα του τον ονομάζει δημιουργικά «επιστροφή», «ύπνο ανεμπόδιστο», «πυθμένα απύθμενο», το «Εκεί». Το πράττει, δίχως να γίνεται απαισιόδοξος ή μοιρολάτρης, αλλά αντιθέτως με ρεαλισμό που φτάνει κάποτε να γίνεται μακάβριος, μιλώντας για τον «άθλιο που θα ’ρθει να μεταφέρει αλλού τα κόκαλά μου». Επιτυγχάνει δε στόχο διπλό: αφενός εκφράζει και ξεπερνά τη δική του αγωνία, αφετέρου συμφιλιώνει τον αναγνώστη με την ιδέα του αναπόφευκτου. 

Κατά τρόπο συνεπή επιλέγει και το φόντο του: η νύχτα, το φεγγάρι στις διάφορες φάσεις του, τα αστέρια, ο ύπνος, η ανάμνηση, ένα μαχαίρι ή νυστέρι, συνιστούν σταθερά μοτίβα προσδιορισμού του ποιητικού του χωρόχρονου, όντας τα ίδια ταυτοχρόνως και σύμβολα του ταξιδιού στο επέκεινα. Το «φεγγάρι στη χάση» είναι η ζωή που συρρικνώνεται, ενώ αλλού, το «μισό (του φεγγαριού) που πέφτει σαν άδειο ρούχο στον αιώνα» είναι τα περασμένα χρόνια που συμπίπτουν με τον κάτι παραπάνω από μισό αιώνα ζωής του ποιητή. 

Ο τόνος του Καψάλη, αληθινά τραγικός, θυμίζει χορό σε αρχαίο δράμα που αναρωτιέται: «Ποιος έχτισε την πόρτα και ποιος κλείνει/ το κρίμα και τον κρότο του πολέμου/ σ’ αυτό το ήσυχο όνειρο – ποιος, θε μου, / αφόρισε τα μάγια και τα λύνει;» Η τραγικότητα αυτή συνεπαίρνει τον αναγνώστη κι οφείλεται στο πανανθρώπινο θέμα που θίγεται, στη λυρική φωνή του ποιητή και σ’ έναν σταθερό εσωτερικό ρυθμό, φαινομενικά αυθύπαρκτο. 

Επιπλέον, η ποίηση του Καψάλη είναι συγκινητικά ανθρώπινη, πράγμα που δεν οφείλεται αποκλειστικά στη θεματολογία. Πέρα από τα καθολικά θεματικά δίπολα (ζωή και θάνατος, ειρήνη και πόλεμος, ομορφιά κι ασχήμια), είναι η ειλικρινής αγωνία, η ζεστή συγκατάβαση, ακόμη κι ο θρήνος για τον πόνο «στις γειτονιές του ανθρώπου» που δηλώνουν την αγάπη του ποιητή για τον άνθρωπο, για τις μητέρες «με τ’ άγρια μάτια», τις «μεγαλωμένες στους λυγμούς του ανέμου».

Με χρώματα λυρικά περιγράφονται «τα κορίτσια που κεντάν/ στο τρυφερό τους δέρμα τον ανθό/ του πόθου», με την ανησυχία του ποιητή αν, μέσα στον αγνό ερωτισμό τους «θα ‘ρθουν άραγε να πουν/ τρισάγιο για εκείνους που αγαπούν/ εδώ στη γη…» Απ’ την άλλη, ο Καψάλης αναλογίζεται με τρόπο εξίσου λυρικό το σκοτάδι που θα γίνει μαχαίρι για να μοιράσει τον έναν εδώ και τον άλλον άγνωστο πού, πάντως αλλού.  Όσο για το συνεχές ηχητικό παιχνίδι, ένα μουσικό και γλαφυρό μέσο αφήγησης του ποιητή, συνιστά «βάλσαμο … στην τόση/ λύπη και φλόγα της πληγής...»

Αυτό όμως που εκπλήσσει θετικά ακόμη και τον υποψιασμένο αναγνώστη του Καψάλη είναι η τεχνική αρτιότητα των τελευταίων αυτών ποιημάτων. Όλα τους σονέτα, κάποια μάλιστα στην πιο αυστηρή και κλασική τους μορφή, κατά το παράδειγμα του Πετράρχη, αποδεικνύουν πώς μια τόσο «παλιά» μορφή μπορεί να διατηρεί την ουσία και το νόημά της και να προσφέρει αισθητική τέρψη, αιώνες αργότερα. Παρά την ιδιαίτερα απαιτητική και «σφιχτή» δομή του σονέτου, οι στίχοι του Καψάλη θυμίζουν τρεχούμενο νερό, με ρίμες αβίαστες, πρωτότυπες κι απολαυστικές. Από την άλλη, η αυστηρότητα της μορφής συμπορεύεται με την αυστηρή συνοχή που διέπει ολόκληρη τη συλλογή, τόσο θεματολογικά (όπως αναφέρθηκε ήδη), όσο και υφολογικά και γλωσσικά. Η πύκνωση του λόγου φτάνει στον μέγιστο βαθμό, αυτόν που επιτρέπει να ειπωθεί το απαραίτητο χωρίς να γίνει η γλώσσα άκαμπτη.  Πέρα όμως από το δεδομένο πλαίσιο, στο οποίο εντάσσονται, οι στίχοι της συλλογής είναι στίχοι αψεγάδιαστοι, καθένας απ’ τους οποίους δίνει την εντύπωση του μόνου δυνατού. Σαν σε παζλ αποτελούμενο από αναρρίθμητα κομμάτια, ο ποιητής ψάχνει «εδώ κι εκεί» και βρίσκει τελικά μέσα στην απεραντοσύνη των δυνατών συνδυασμών το σωστό ταίρι, δηλαδή το σωστό στίχο, τη σωστή λέξη.

Ο Καψάλης παρατηρεί: «Πλέοντας σε πελάγη παρακμής,/ …, μια νέα καρτερούμε ανάδυση/ κι ανώδυνα βουλιάζουμε – κι εμείς/ κι οι απωλεσμένοι μας παράδεισοι.» Ο ίδιος όμως δεν καρτερεί απλώς, αλλά αποδεικνύει εμπράκτως, εν προκειμένω εμμέτρως, ότι στη θάλασσα της ποίησης ολοένα αναδύεται.



Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 28.02.2011 

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 4 (καλοκαίρι-φθινόπωρο 2011)


8/10/11

Αγάλι αγάλι ο γλυκασμός καλέ μου...





















Διονύσης Καψάλης

2. Φωνή σταλμένη για να με απαλύνει...


Φωνή σταλμένη για να με απαλύνει,
στίχοι σαν από γύρισμα του ανέμου:
αγάλι αγάλι ο γλυκασμός, καλέ μου,
από τη Θήβα στη βαθιά γαλήνη.

Ποιος έχτισε την πόρτα και ποιος κλείνει
το κρίμα και τον κρότο του πολέμου
σ' αυτό το ήσυχο όνειρο -ποιος, θέ μου,
αφόρισε τα μάγια και τα λύνει;

Οι γιορτινές ημέρες προσπεράσαν
αθόρυβα, σαν νά 'παιζαν κρυφτό,
και σκόρπισαν μακριά μου και γεράσαν.

Και τι μου λείπει για να ονειρευτώ;
Ο ύπνος ο ανεμπόδιστος -αυτό,
και μια βαθιά ως την ψυχή μου ανάσα.


29.08.2010

28/2/11

Πλασμένοι από πηλό...

 


Διονύσης Καψάλης

Ι.

Το προσωπείο του έρωτα δακρύζει,
το πρόσωπο από μέσα σιωπηλό
σαν πέτρα∙ είτε πλασμένοι από πηλό
είτε από μέταλλα ευγενή, ορίζει

άλλος την ώρα της επιστροφής:
έγκλειστος μέσα μου σε χαμηλό
κελί, περνούν οι μέρες μου, μιλώ
μόνος με τις σκιές της οροφής

κι εκτίω μιας αόριστης ποινής
τις εποχές∙ με λίγο φως τα βράδια
μετέρχομαι μιας τέχνης ταπεινής

την ταπεινή παρηγοριά - σκοτάδια
αργοπορούν τριγύρω μου σαν χάδια,
εδώ που δεν αγάπησε κανείς.

 

16/1/11

Πτυχές του σώματός σου...


Διονύσης Καψάλης

Νυχτερινό


Πτυχές του σώματός σου στα σεντόνια,
δεν έχω άλλο κόσμο να σου δώσω·
απόψε που με βάρυναν τα χρόνια
και σκέπτομαι να φύγω, να τελειώσω,

γυρεύω το σκοτάδι σου σα νά ’σουν
αυγερινός σ’ αυτούς που θα με χάσουν,
γυρεύω το ξημέρωμα πριν φύγει
το σώμα μου στα δάση και στα ρίγη.

Μα σκύβω κι ακουμπώ στη μυρωδιά σου,
με τ’ άστρωτα λευκά παρηγοριέμαι,
και να, θυμάμαι κάτι στα μαλλιά σου
σαν φως, και λίγο λίγο αποκοιμιέμαι.

12/6/10

Βάσκο του Δίγαμα




Διονύσης Καψάλης

Σονέττο VI

Πριν από χρόνια πίστεψα πως θα μιλούσα
όλες τις γλώσσες της στιγμής, ερωτευμένος,
και με το θαύμα της φωνής διαπιστευμένος,
σε μιαν ισότητα φωτός θα κατοικούσα,

Βάσκο του Δίγαμα, δεινός θαλασσοπόρος,
της ερημιάς σου εθελούσιος Ροβινσώνας,
μήκη και πλάτη να διαβεί ο αρραβώνας
στην κιβωτό του σώματός μας, κοσμοφόρος.

Πώς να γεμίσεις τ' ουρανού το λάλο ψέμα:
κάτι εμπορεύσιμο που πέρασε στο άιμα,
του γάμου σύμβολο κι αυτό, "εν τούτω νίκα",

στην ύπτια στάση του θνητού σε βρήκε τόσο 
γόνιμη που σ' ανέλαβε πριν συπληρώσω
χρόνια συντάξιμα στου έρωτα το ΙΚΑ.


("Δίγαμα", 1988)

26/2/10

Μαντεύω λίγο ουρανό με το πυρακτωμένο φως



Διονύσης Καψάλης

Κάποτε θα ‘φτασα ψηλά στην ομορφιά·
ακόμη βλέπω το κενό να κατεβάζει
πυρακτωμένο φως, κι ο ύπνος αποστάζει
πυρήνες κόσμου γαληνεύοντας βαθιά.

Μα τόσος κόπος, τόσος θάνατος, παρείλκε:
έτσι κι αλλιώς ο τόπος θα ‘πιανε τραγούδι,
μόλις αμίλητος στα χείλη σαν το χνούδι,
κι αρκούσε λίγος Σολωμός ή λίγος Ρίλκε.

Ό,τι ευτύχησα να πάθω περιττεύει,
ό,τι καρπώθηκα νωρίς με καταργεί·
ένα απόγευμα ζωής να με μαγεύει,

μια καλοσύνη της ακάλεστης κι αργή,
και το τραγούδι ανεπίδοτο θ’ ανέβει
μέσα σε νάρκη φθινοπώρου και σιγή.


*******************

Αλλοτε θα ‘παιρνες αργόπλοα τα χρόνια
όπως ανέβαιναν του ύπνου το ποτάμι·
θαμποί παράδεισοι θα ‘φεγγαν απ’ το τζάμι,
όχθες με λίκνισμα του θέρους και τριζόνια.

Τώρα στο βύθισμα του υπνοδότη νόμου
ακούς τη φρίκη των βωμών, όλους τους κρότους
του σαρκασμού, και στην αργή καρδιά του σκότους
μετρά τις μέρες η κραυγή του υλοτόμου.

Αλλοτε, τώρα, χρόνια μπρος και χρόνια πίσω,
ασκώ μια μάταιη χημεία· τις εικόνες
τις εμφανίζει ο ουρανός - και ποιόν θα πείσω·

όταν κοιμάμαι κι ονειρεύεσαι αιώνες,
πρώτο μου πρόσωπο κομμένο στους αγκώνες,
μαντεύω λίγο ουρανό για ν’ αγαπήσω.