Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αργύρης Χιόνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αργύρης Χιόνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
20/9/13
15/1/12
Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση (ΙΙΙ)...
Αργύρης Χιόνης
Η ποίηση
Η ποίηση είναι ένα ποτήρι αδειανό
που το γεμίζουμε με το αίμα μας.
Ύστερα το προσφέρουμε στους άλλους
ή δεν το προσφέρουμε αλλά μας το παίρνουν
και το μυρίζουν και το δοκιμάζουν
και μιλούνε για το χρώμα του
και αναλύουνε στο μικροσκόπιο τη σύνθεσή του
και το ταξινομούνε σε ομάδες
και βρίσκουνε συχνά μικρόβια
και μας καταδικάζουν.
Η σημασία βέβαια είν' αλλού∙
η αιμορραγία να συντελείται
κι ό,τι θέλει ας λέει η επιστήμη τους.
Ο ποιητής δεν είναι αστρονόμος
μα αστρολόγος∙
τ' άστρα τον ενδιαφέρουν μόνο
για τη δύναμή τους πάνω στη ζωή
τον έρωτα ή το θάνατο∙
κινείται μες στη μαγγανία
κι αναμειγνύοντας βοτάνια μαγικά,
ευχές, ξόρκια και δηλητήρια
φτιάχνει το ατίμητο χρυσάφι
που είναι αδύνατο οι άλλοι
να το κάνουνε νομίσματα.
13/1/12
Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση (ΙΙ)...
Αργύρης Χιόνης
Η ποίηση με οδηγεί όπως ο σκύλος τον τυφλό∙ βρίσκει για μένανε το δρόμο που, όμως, δεν οδηγεί ποτέ στο σπίτι.
***
Γράφω τα ποιήματά μου με τον ίδιο τρόπο που στρώνει το κρεβάτι του ο μελλοθάνατος λίγο πριν από την εκτέλεση∙ μεθοδικά και τακτικά, φροντίζοντας σχολαστικά την κάθε λεπτομέρεια, την ίδια τρέφοντας μ' αυτόν φρούδη ελπίδα ότι, αν δείξω επιμέλεια, θα μου δοθεί, την τελευταία στιγμή, η χάρη.
***
Τα ποιήματα είναι τοπία ή αποσπάσματα τοπίων, όπως αυτά που βλέπεις απ' το παράθυρο υπερταχείας: στιγμιαίες, ξαφνικές εικόνες που προς εσένα έρχονται ή φεύγουν από σένα, ανάλογα με το αν κοιτάς κατάφατσα τον προορισμό σου ή αν την πλάτη σου του 'χεις στραμμένη.
***
Κοντή κουβέρτα η ποίηση και, κάθε που την τραβάς για να φυλάξεις το κεφάλι σου από τους εφιάλτες του άλλου κόσμου, στην παγωνιά αυτού του κόσμου τα πόδια σου αφύλακτα αφήνεις.
***
Προσπαθώντας να συνθέσει ένα ποίημα στη γραφομηχανή, ανακαλύπτει, ξαφνικά, ότι ματώνουν τ' ακροδάχτυλά του. Τα πλήκτρα έχουν γίνει αιχμηρά, οι λέξεις έχουν βγάλει αγκάθια, οι φράσεις φράχτες βάτων γίνανε, άβατος τόπος έγινε το ποίημα, μούλιασε το χαρτί στο αίμα.
"Αυτό δεν είναι ποίηση", σκέφτεται, "αυτό είναι σφαγή", κι αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δολοφόνο μηχανή και να επιστρέψει στο μολύβι. Όμως κι αυτό δεν είναι επικίνδυνο; Κι αυτό δεν απειλούσε να τιναχτεί από το χέρι του, τα μάτια να του βγάλει;
Μονάχα με το δάχτυλο θα γράφει, στο εξής, τα ποίηματά του, μονάχα με το δάχτυλο, πάνω στην άμμο ή στο χιόνι ή στη σκόνη.
10/1/12
Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση (Ι)...
Αργύρης Χιόνης
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς δύο τόσο βελουδένια ζώα, όπως η γάτα και η ποίηση, έχουν γυαλόχαρτο για γλώσσα.
***
Η ποίηση ήταν γι' αυτόν
ό,τι για τον Περσέα ο καθρέφτης∙
μόνο μέσ' απ' αυτήν μπορούσε να κοιτάζει
τη φρικτή πραγματικότητα.
***
Κάθε λέξη είναι μια αχτίδα
Κάθε ποίημα μια απόπειρα φωτός.
***
Είσ' ένα τέρας, Ερατώ,
π' ανάθεμά σε∙
έπαψες να με θυμάσαι
και μ' άνηβα μειράκια κοιμάσαι.
9/1/12
Άρνηση...
Πόσο παρήγορη η ελπίδα της άρνησης...
Ελπίδα ψεύτικη, καθώς τίποτα δε μεταβάλλει.
Αδυνατεί να κάνει το ον, μη ον,
το τετελεσμένο, μη τετελεσμένο.
Και πώς η συμφιλίωση με τη σκέψη ότι
στα ξεραμένα φύλλα ψάχνοντας του πάγκου
ένα λουλούδι δε θα βρίσκω πια ν' ανθεί,
όμοιο με την παπαρούνα σου στην άκρη του πεζόδρομου.
Κι όμως, θα ψάχνω.
Κι όμοια μ' απόψε, στον ύπνο μου,
θα συναντιόμαστε∙
όχι σε μνημόσυνο,
μα σε γιορτή.
Ε.Σ.
Έπεται ένα ακόμη αφιέρωμα στην ποίηση του Αργύρη Χιόνη.
Θέμα: "Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση"
16/9/11
Βροχή δωματίου...
Αργύρης Χιόνης
Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω. Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.
Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου.
********************
Τα βιβλία μπούχτισαν τη σοφία τους, δεν μπορούσαν πια ούτε μια τυπωμένη λέξη ν' αντικρίσουν, σβήσαν όλες τις σελίδες τους, σβήσαν τους χρυσούς τίτλους απ' τα εξώφυλλά τους, έπαψαν να 'ναι βιβλία.
Ο άνθρωπος δεν πήρε τίποτα χαμπάρι, συνέχισε να τα βγάζει απ' τη βιβλιοθήκη, να τα ξεσκονίζει, να τα ξεφυλλίζει, να βυθίζεται μέσα τους.
14/4/11
Εν’ ασημένιο κέρμα το φεγγάρι...
Αργύρης Χιόνης
Εν’ ασημένιο κέρμα το φεγγάρι, που κάποτε
τινάξαν στο διάστημα οι θεοί, κορώνα γράμ-
ματα την τύχη παίζοντας αυτού του κόσμου,
εν’ ασημένιο κέρμα που δεν έπεσε ποτέ, αλλ’
έμεινε εκεί, μετέωρο, στο χάος. Γι’ αυτό και
δεν αποφασίστηκε ακόμα η τύχη αυτού του
κόσμου, γι’ αυτό κι αδιάκοπα κοιτάμε μ’ α-
γωνία το φεγγάρι, μην πάει και πέσει απ’ του
χαμού μας την πλευρά.
28/1/11
Την έλευση να ματαιώσει του χειμώνα...
Αργύρης Χιόνης
ΧΙΙΙ
Αυτός ο άνθρωπος δεν αντέχει το φθινόπωρο∙
τον φθίνει, ανεπανόρθωτα τον φθίνει, κι ας μηνείναι οπώρα. Είναι, ως εκ τούτου, φυσικό που
του αντιστέκεται, που σαν τρελός μαζεύει τα
πεσμένα φύλλα και τα ξανακολλάει στα κλα-
διά των δέντρων.
Θα καταφέρει άραγε να ακυρώσει έτσι του κα-
λοκαιριού την αναχώρηση, την έλευση να μα-
ταιώσει του χειμώνα;
14/7/10
Δε φτάνει ν' αγαπήσεις για ν' αγαπηθείς
Αργύρης Χιόνης
Για την αλιεία της σελήνης, απαιτείται απεριόριστη επιμονή κι υπομονή, αλλά και αντοχή, κυρίως, στη σίγουρη αποτυχία. Οι φεγγαροψαράδες, οπλισμένοι με απόχη ή αγκίστρι (ή, ακόμα, με κουβά, όταν ψαρεύουν σε πηγάδι), κάθονται, συνήθως, στην όχθη λίμνης γαληνής και περιμένουνε να εμφανιστεί μες στα νερά η σελήνη. Αρχίζει, τότε, η αλιεία που τελειώνει μόνο με το φως της μέρας, όταν η σελήνη αποσύρεται στο σκοτεινό βυθό. Βέβαια, οι απόχες ανασύρονται κενές, τ' αγκίστρια αδάγκωτα, αλλά οι ταγμένοι φεγγαροψαράδες δεν το βάζουν κάτω κι εγκαταλείπουν τον αγώνα μόνον όταν αδειάζει η σελήνη και κρύβεται για να γεμίσει.
Λένε πως, αν δολώσεις το αγκίστρι με αστέρι, σίγουρα θα 'χεις στο τηγάνι σου φεγγάρι. Πώς όμως να ψαρέψεις εν' αστέρι, αφού τ' αστέρια, ως γνωστόν, δεν καθρεφτίζονται στις λίμνες.
**************
Αυτός ο άνθρωπος ερωτεύτηκε τη ζωή του∙ μ' όλη τη δύναμη της ψυχής του κι ακόμα πιο πολύ την αγαπά∙
σχεδόν αφύσικα. Ωστόσο, η ζωή του αδιαφορεί γι' αυτόν τον έρωτα και συστηματικά τον αγνοεί∙ μάλιστα του γυρίζει και την πλάτη.
Αυτός ο άνθρωπος κοιτά την πλάτη της ζωής του και διαπιστώνει (ακόμα μια φορά) ότι δεν φτάνει ν' αγαπήσεις για ν' αγαπηθείς.
Θα μπορούσε να της γυρίσει κι αυτός τον πλάτη. Θα μπορούσε ν' αναζητήσει μιαν άλλη, φιλικότερη ζωή. Θα μπορούσε, πισώπλατα, να της καρφώσει ένα μαχαίρι. Τιποτ' απ' όλ' αυτά δεν κάνει. Μένει ακίνητος, εκεί, κοιτώντας με παράπονο την πλάτη της.
***************
Οι μέρες του περνούν δίχως να έρχονται. Αυτός, ωστόσο, ειν' εκεί και τις προσμένει. Εν' αδειανό ορίζοντα κοιτώντας, καρτερεί να υποδεχτεί τις μέρες που, χωρίς να φτάνουν, έχουν κιόλας φύγει.
Το παρελθόν αυξάνει ιλιγγιωδώς, το παρελθόν ενός αβίωτου παρόντος∙ οι αναμνήσεις μιας άζωης ζωής σωρεύονται, αδιάκοπα, και τον συνθλίβουν.
7/4/10
Όταν η ποίηση γίνεται απόλαυση...
(Εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα», 11/11/2009, σελ.34)
Όταν η ποίηση γίνεται απόλαυση…
Ο Αργύρης Χιόνης στο θέατρο Κυδωνία
Γράφει η Έλενα Σταγκουράκη
Από την Παρασκευή, 6 Νοεμβρίου, και για οκτώ ακόμα παραστάσεις, ως τις 22 του μήνα, το θεατρόφιλο κοινό των Χανίων έχει τη δυνατότητα να απολαύσει και πάλι το πρώτο μέρος του δίπτυχου αφιερώματος στον Αργύρη Χιόνη, στο θέατρο Κυδωνία.
Πρόκειται για το έργο του Χιόνη με γενικό τίτλο «Βροχή δωματίου», αποτελούμενο από 32 ποιήματα του ίδιου και τις παντομίμες «Ο ρήτορας ή ο κανιβαλισμός» και «Αυτός
εντός και εκτός του κοστουμιού του», γραμμένες στο Άμστερνταμ το 1971 και σε
σκηνοθεσία Δέσποινας Πολλαναγνωστάκη.
Η παράσταση ξεκινά με την ερμηνεία ποιημάτων του Χιόνη από το απόλυτα ταιριαστό δίδυμο των Μαρία Μπουλουγούρη και Λίλα Τρουλλινού. Η ερμηνεία των δύο ηθοποιών δίνει σάρκα και οστά στην ποίηση του Χιόνη και την κάνει άκρως απολαυστική. Αξίζει να τονιστεί η εκφραστικότητα της Μαρίας Μπουλουγούρη και η επιτυχημένη εναρκτήρια
σκηνή.
Στη συνέχεια ο θεατής παρακολουθεί την πρώτη παντομίμα, «Ο ρήτορας ή ο κανιβαλισμός», όπου με ιδιαίτερα σατιρικό και σαρκαστικό τρόπο ο Salih Hatisarou θίγει τα κακώς κείμενα και ταυτόχρονα μεγάλες αλήθειες της πολιτικής ζωής και της δημαγωγίας. Συμβολισμός και αλληγορία επιστρατεύονται για να καυτηριάσουν την αλαζονεία της δύναμης, το φανφαρονισμό και την τυφλή υποταγή των πληθών ανά τον κόσμο κι ανά εποχή.
Την πρώτη παντομίμα ακολουθεί το ιντερμέδιο ποίησης από το παραπάνω δίδυμο, το οποίο αποφορτίζει το θεατή κατά τρόπο -τι άλλο;- ποιητικό. Το κοινό απολαμβάνει την
ιδιαίτερη δύναμη της ποίησης του Χιόνη και προετοιμάζεται για τη δεύτερη παντομίμα.
Η παντομίμα «Αυτός εντός και εκτός του κοστουμιού του» μοιάζει με αυτοτελή παράσταση, λόγω του διαφορετικού ύφους της, της ξεχωριστής εικαστικής της απόδοσης και της πολύπλευρης διάστασης του χαρακτήρα. Ο Θοδωρής Σεραφείδης, συνεπικουρούμενος από τον τσελίστα Arnold Smith, δίνει τον καλύτερό του εαυτό για να δείξει ακριβώς ένα άτομο φυλακισμένο στο ίδιο το εγώ του.
Αν και η δεύτερη παντομίμα φορτίζει έντονα το θεατή, η λήξη της παράστασης επιφέρει τη συναισθηματική ισορροπία: «Έρχονται κάτι μέρες τόσο χαρούμενες, τόσο ρόδινες που δεν μπορείς ν’ αντισταθείς, να μην τις ασπαστείς στο στόμα».
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943, ωστόσο έζησε για περισσότερα από είκοσι χρόνια σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Εργάστηκε για δέκα χρόνια ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το 1992 παραιτήθηκε. Έκτοτε ζει σ’ ένα χωριό της Κορινθίας όπου «καλλιεργεί τη γη και την ποίηση». Η ποίηση του Χιόνη έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς φαινομενικά δεν εστιάζει στην αισθητική πλευρά της ποίησης, αλλά παρουσιάζει με ποιητικό τρόπο τη φιλοσοφία. Κανείς
διαβάζοντας το έργο του αναρωτιέται: πρόκειται για ποιητή που φιλοσοφεί ή για
φιλόσοφο που γράφει ποίηση; Ενδεικτικά παρατίθενται οι εξής στίχοι: «Πώς
νοιώθει άραγε η νύχτα/ μ’ όλα τούτα τ’ άστρα/ στο κορμί της/ ωραία ή
σημαδεμένη;» ή «Είμαστε το παραβάν του εαυτού μας/ πίσω μας γυμνή συμβαίνει η
ζωή μας». Συχνά δε η ποίησή του περιστρέφεται γύρω από κάποιο δίπολο. Στην
παράσταση ξεχωρίζουν μεταξύ άλλων τα δίπολα χρυσόψαρο-παρατηρητής,
σαράκι-σιωπή, μοναξιά-εκείνος, βροχή-τζάμι, τζάμι-άνθρωπος.
Η παράσταση «Βροχή δωματίου» αποδεικνύει περίτρανα πώς η ποίηση μπορεί να γίνει θέαμα. Πολύ περισσότερο ακόμη, πόσο η ποίηση είναι συνυφασμένη με τη ζωή, ακόμα και με τις πιο κοινότοπες εκφάνσεις της. Η σκηνοθεσία ήταν επιτυχής, προτρέποντας τη διάδραση κοινού-σκηνής και φροντίζοντας για τη συνεχή εγρήγορση των αισθήσεων.
Ο φωτισμός της Μαρίας Μπαλαντίνου έπαιξε σωστά το ρόλο του. Είναι μια παράσταση, την οποία οι λάτρεις του θεάτρου και της ποίησης δεν πρέπει να χάσουν!
Ε.Σ: Γιατί επιλέξατε το θεατρικό έργο του Αργύρη Χιόνη; Πώς προέκυψε η ιδέα;
Δ.Π: Η ιδέα της παρουσίασης του θεατρικού έργου του Αργύρη Χιόνη ανήκει στο Μιχάλη
Βιρβιδάκη, και αυτό στα πλαίσια της προβολής τα τελευταία χρόνια του έργου
Χανιωτών δημιουργών από το θέατρο Κυδωνία. (Ο Αργύρης Χιόνης κατάγεται από τα
Χανιά από την πλευρά της μητέρας του.) Εγώ απλά είχα την ιδέα, μαζί με τις
παντομίμες που θα σκηνοθετούσα, να παρουσιαστεί και ένα μέρος του ποιητικού του
έργου, χάρη στο οποίο είναι περισσότερο γνωστός στο ελληνικό κοινό.
Ε.Σ: Τι σας συγκινεί εσάς προσωπικά στο ποιητικό έργο του Χιόνη;
Δ.Π: Τον Χιόνη τον γοητεύουν πάντα ιστορίες ανθρώπων στους οποίους δεν συνέβη ποτέ, τίποτε… Ανθρώπων που «κραυγάζουν ήσυχα, απαλά, σχεδόν ψιθυριστά», που διανύουν μεγάλες αποστάσεις δίχως κοινό και δίχως αντιπάλους, ανθρώπων καθισμένων στα αγκάθια μιας ανθισμένης ακακίας, που ναυαγούν μέσα στο κοστούμι τους, μες τη βαθιά τους πολυθρόνα, ανθρώπων που καταπίνουν το τραγούδι τους αδιάκοπα, ώσπου μια μέρα ρόδινη ερωτεύονται τρελά ένα σαράκι και το τελευταίο σπαρτάρισμα τους είναι
γεμάτο μουσική. Ο ποιητής τούς χαϊδεύει το κεφάλι και τους εύχεται να είναι
γλυκός ο ύπνος τους.
Ε.Σ: Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε για τη σκηνοθεσία της συγκεκριμένης παράστασης;
Δ.Π: Πρόκληση ήταν η επιλογή των ποιημάτων, το πώς αυτά θα γίνονταν παράσταση, η σύνδεσή τους με τις παντομίμες και κυρίως η ανάδειξη τόσο του καυστικού χιούμορ, όσο και της υπαρξιακής αγωνίας που διαπνέει το έργο του ποιητή. Φυσικά, στο σημερινό αποτέλεσμα φτάσαμε ύστερα από πολλή δουλειά.
Ε.Σ: Μιας και μιλήσατε για την επιλογή των ποιημάτων, με ποια κριτήρια πραγματοποιήθηκε;
Δ.Π: Για μένα ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση γιατί όλα τα ποιήματα ήταν εξαιρετικά. Η επιλογή πραγματοποιήθηκε σε διάφορα στάδια καθώς εξελίσσονταν οι πρόβες. Τελικά διάλεξα αυτά που κάλυπταν εμένα και τους ηθοποιούς συναισθηματικά και νοητικά και
ταυτόχρονα θα μπορούσαν να συνυπάρξουν ως ένα σώμα για τις ανάγκες της παράστασης.
Ε.Σ: Η πολλή και καλή δουλειά φαίνεται από το άριστο αισθητικό αποτέλεσμα της παράστασης. Καλή συνέχεια στο έργο σας κι εμείς ανυπομονούμε για όσα έπονται.
1/3/10
Ο άνεμος
Αργύρης Χιόνης
Μην εμπιστεύεσαι τον άνεμο που σου χαϊδεύει τα μαλλιά
που μπαίνει στ’ ανοιχτό πουκάμισό σου
και τρίβεται ερωτικά στο στήθος σου
Εκεί που δεν το περιμένεις βγάζει δόντια
εκεί που δεν το περιμένεις χώνεται στις σάρκες σου
και σε αδειάζει από τα μέσα
και σε αδειάζει τόσο που δεν απομένει
ούτε καν μεδούλι στα οστά σου
που δεν σ’ αφήνει ούτε ψίχουλο ψυχής
που γίνεσαι κοχύλι άδειο ηχείο
κουκούλι του κενού
Μην εμπιστεύεσαι τον άνεμο που πλέκει
τα δάχτυλά του μες στα δάχτυλά σου
και με υποσχέσεις για ταξίδια και φτερά σε νανουρίζει
ο θάνατος είναι η μόνη χώρα που γνωρίζει
Στήλωσε στέρεα τα πόδια σου στη γη
και τίναξέ τον από πάνω σου τον άνεμο.
30/1/10
Αργύρης Χιόνης 2
Δε θέλω ιδέες που χωράνε στο κεφάλι
Θέλω μονάχα μια ιδέα αλλά μεγάλη
Τόσο που να χωρέσει το κεφάλι μου
Που ολόκληρο να με χωρέσει
Μια ιδέα που γεννά
Και δε γεννιέται
*************
Αν είναι η δυστυχία
Πηγή δημιουργίας
Αν είναι η δημιουργία
Πηγή ευτυχίας
Η δυστυχία είν' ευτυχία
Πόνεσέ με πιο πολύ
************
Όσο περνούν τα χρόνια
Μεγαλώνουν οι κλειδαρότρυπες
Μικραίνουνε οι πόρτες
************
Όσο περνούν τα χρόνια
Λιγοστεύει η γη κάτω απ' τα πόδια σου
Μεγαλώνει ο ορίζοντας μπροστά σου
*************
Μετά από τόσες ερήμους που διάνυσα
Χωρίς ούτε σταγόνα βροχής
Συνεχίζω να ελπίζω
Στην ξαφνική παπαρούνα
10/1/10
Αργύρης Χιόνης 1
Πώς νιώθει τάχα η νύχτα
μ' όλα τούτα τ' άστρα στο κορμί της
ωραία ή σημαδεμένη;
***
Ο δρόμος από κάπου αρχινά, κάπου τελειώνει. Όσοι τον δια-
νύουν πάνε κάπου. Ο ίδιος πουθενά δεν πάει. Όσοι τον δια-
νύουν ξέρουν την αρχή του και το τέλος του. Η αρχή του δρόμου
δεν ξέρει το τέλος του, ποτέ δεν έφτασε ως εκεί. Το τέλος του
δρόμου δεν ξέρει την αρχή του, ποτέ δεν ξεκίνησε απ' αυτήν.
"Παίρνω το δρόμο", λέμε, αλλά ποτέ δεν πάρθηκε κανένας δρόμος.
"Χάνω το δρόμο", λέμε, αλλά ποτέ δεν χάθηκε κανένας δρόμος.
"Γυναίκα του δρόμου, παιδί του δρόμου", λέμε, αλλά ποτέ δεν
είχε ούτε γυναίκα ούτε παιδί ο δρόμος.
Παράξενο, αλήθεια... Αναφερόμαστε σ'αυτόν σαν να 'ταν
κάποιο πρόσωπο ή ζώο ή πράγμα... Λες να φοβόμαστε στο
βάθος ότι δεν υπάρχει δρόμος, ότι δεν υπάρχουν παρά σπίτια ή
χωράφια ή δάση δεξιά κι αριστερά από μιαν έμμονη ιδέα που
τη λέμε δρόμο;
***
Ο δρόμος που τελειώνει σ' αδιέξοδο
ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;
***
Η μετάνοια θυμάται αλήθεια
ότι κάποτε λεγόταν τόλμη;
***
Το φεγγάρι όταν το λεν σελήνη διχάζεται;
***
Είναι το σκοτάδι που 'ναι τυφλό
ή το φως που σκοντάφτει πάνω του;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)