Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωστής Παλαμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωστής Παλαμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

6/7/12

Από το χρέος σου είμαι ωραίος...






















Κωστής Παλαμάς


Δεν ξέρω εγώ κανένα θεό Χρέος,
ένα θεό εγώ ξέρωτην Αγάπη.
Αγάπη, από το χρέος σου είμαι ωραίος.

Εσύ με κάνεις δούλο, εσύ σατράπη,
φτερά τα κάνεις τα σκοινιά του γάμου 
πότε με δέρνεις, βέργα ενός αράπη,

πότε ανθείς, περιβόλι ολόγυρά μου.
Εσύ με τα βαθιά τα καταφρόνια
με γιομίζειςπλαταίνεις την καρδιά μου,

σα θάλασσας αγέρας τα πλεμόνια.
Έρωτα εσύ, μονάρχη και γενάρχη!
Εσύ τυφλή και η Μοίρα, εσύ και η Πρόνοια.

Ό,τι δεν αγαπούμε, δεν υπάρχει.




Από τα "Σατιρικά γυμνάσματα"


7/9/11

Η κατάρα αυτού που ξεχωρίζει...






«Καλοσημαδιά» ή «κακοσημαδιά»; 

Η κατάρα αυτού που ξεχωρίζει


«Τρισεύγενη»
Εθνικό Θέατρο
Μάρτιος 2011


«Μ’ έφαγεν ο κόσμος, μ’ έφαγεν ο ίδιος ο εαυτός μου». Η φράση αυτή, ξεστομισμένη από τα χείλη της «ασκλάβωτης» Τρισεύγενης, μιας ύπαρξης ανάμεσα σε «θηλυκό και δαίμονα», «γυναίκα του Φλώρη και νεράιδα του γιαλού» συνάμα, συνοψίζει άριστα το δράμα που συνιστά το μοναδικό θεατρικό έργο του Παλαμά. Γραμμένο το 1902 και τυγχάνοντας τότε αρνητικής κριτικής για την «αντιθεατρικότητά» του, το έργο αυτό παντρεύει κατά τρόπο θαυμαστό τον ποιητικό λόγο με τη δραματοποιημένη αναπαράσταση, δίνοντας πρόσφορο έδαφος για πλήθος ερμηνειών, ανά τους καιρούς και τις –επικρατούσες ή μη– ιδεολογίες. 

Πέρα και πάνω από μια ιστορία αγάπης που συναντά σοβαρά εμπόδια, κατά το σαιξπηρικό πρότυπο του «Ρωμαίου και της Ιουλιέτας», η «Τρισεύγενη» γίνεται καθρέφτης πλείστων κοινωνικών συμπεριφορών και τραγικών αληθειών, όπως της απόλυτης ομορφιάς, αυτής που γίνεται «τρομερή» (με την ποιητική γλώσσα των Γαίητς και Ζέρβα) μέσα σε μια μοιραία τάση (αυτό)καταστροφής. Ακόμη, καθρεφτίζει τη διαφορετικότητα που ασφυκτιά μέσα στα στενά όρια της κοινωνικής σύμβασης, η οποία επιτρέπει δύο μόνο δρόμους: την προσαρμογή ή την απόρριψη, αμφότερες καταστροφικές για το διαφορετικό. «Πού αέρας και πού φως μ’ εσάς;» αγανακτεί η Ποθούλα. Αναπαριστάται μια βουλιμική κλειστή κοινωνία όπου όλοι είναι «ένα χωριό», «ένα σόι, μια γνώμη», όπου «τίποτα δε μένει κρυφό» κι όπου το σύνολο θρέφεται παρασιτικά από τη δυστυχία και τον πόνο του άλλου σαν όρνιο που κατασπαράζει το ψοφίμι: «του καθενός μας η ζωή σαν τη φωνήν είναι που …γυρίζει αντιλαλημένη διπλά και τρίδιπλα.» Μα ταυτόχρονα θίγονται οι δεινές συνέπειες του πείσματος εν είδει εγωισμού, της υλιστικής αντιμετώπισης της ζωής, αλλά και των «παλαιών» ηθών περί τιμής και ηθικού χρέους που σε πολλές περιπτώσεις όχι απλά βάραιναν, αλλά συνέθλιβαν υπάρξεις. 

Η μεταφορά του δράματος στη σκηνή το 2011 φέρει την υπογραφή του εργατικού χεριού της Λυδίας Κονιόρδου. Μεταξύ άλλων, η μακρά της εμπειρία τής επέτρεψε να καταπιαστεί με ένα έργο απαιτητικό και δύσκολο, ζωγραφίζοντας με την κλασική και καλαίσθητη πρότασή της και με φροντίδα στη λεπτομέρεια μια ζωηρή νησίδα στο μινιμαλιστικό σκηνικό, στο οποίο τείνει το σημερινό θέατρο. Ευφάνταστη και ιδανικά αρμονική η αλληγορία της τελευταίας σκηνής, με το σπάσιμο μιας στάμνας ανάμεσα στους άσπονδους –έως τότε– εχθρούς, πατέρα και σύζυγο της Τρισεύγενης. Με το σπάσιμο αυτό σωματοποιείται το ανοιχτό τέλος του έργου του Παλαμά, ωστόσο η Κονιόρδου προχωρά ένα βήμα παραπέρα, περνώντας το δικό της μήνυμα: τα θραύσματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν φονικό όργανο σε μια τελευταία πάλη, συνιστούν μέσο συμφιλιωτικό. Με τον τρόπο αυτό δικαιώνεται η θυσία, παύοντας να είναι μονοδιάστατη: το φαρμάκωμα της Τρισεύγενης με «αγνό φαρμάκι» τη σώζει από το ύπουλο φαρμάκι του κόσμου, επιφέρει ξανά τη διαταραγμένη –από την αλλόκοτη ύπαρξή της– ισορροπία κι επιτυγχάνει το ακατόρθωτο, να συμφιλιώσει το έως τότε ασυμβίβαστο. Η ύβρις και των τριών προσώπων, καθώς και μια μοίρα κακή, μια «κακοσημαδιά», οδήγησαν στην καταστροφή και μένουν πατέρας και σύζυγος να συλλέγουν τα θρύψαλα. Εύστοχη και η παρατεταμένη παύση του δεύτερου μέρους, όπου η απόλυτη σιωπή γεμίζει με ένταση ηθοποιούς και θεατές κι αποτυπώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την εσωτερική πάλη της Τρισεύγενης, ανάμεσα στη συμβατική προσδοκία μιας νοικοκυράς (που θέλουν να της επιβάλουν) και την ανάγκη ελευθερίας μιας εκ φύσεως χειραφετημένης, «ανυπόταχτης» και «τρισελεύθερης» γυναίκας. Αξίζει ακόμη να τονιστεί ο προτεινόμενος από την Κονιόρδου συσχετισμός προσώπων και ρόλων, φέρνοντας στο μυαλό του θεατή πότε χορό τραγωδίας (με το χορό των γυναικών) και πότε σκηνή από όπερα (με το διάλογο Πέτρου Φλώρη και Πάνου Τράτα στην πρώτη σκηνή του δεύτερου μέρους). Αντιθέτως, παράταιρη κι αταίριαστη με το όλον, η σκηνή του αρραβώνα μοιάζει με στιγμιότυπο εντελώς διαφορετικής σκηνοθετικής αντίληψης από την προτεινόμενη. Η γερή δόση της αφύσικης κι απροσδόκητης υπερβολής ξενίζει τον θεατή. 

Τα σκηνικά του Βασίλη Ματζούκη και τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, ακολουθούν τη γραμμή της σκηνοθεσίας, πλαισιώνοντάς την αρμονικά. Τα χρώματά τους, όμως, είναι αναιτιολόγητα φαιδρά, κι ούτε παραπέμπουν σε επιρροή απ’ το έργο του Νίκου Στεφάνου -στον οποίο αφιερώνεται η παράσταση- αν αυτός ήταν ο στόχος. Η αθωότητα της υπαίθρου φτάνει στο θεατή, πλην αυτού, και με άλλα μέσα, ενώ με τη συγκεκριμένη χρωματική επιλογή απαλύνεται η σκοτεινή, «δαιμονική» πλευρά των χαρακτήρων.

Ωστόσο, χωρίς μια δυνατή –υποκριτικά– ομάδα, η όποια σκηνοθεσία δε θα λειτουργούσε. Η απόδοση του Γάλλου, κομμένη και ραμμένη στις ανάγκες κι απαιτήσεις του ρόλου, δείχνει έναν ηθοποιό που ξέρει ν’ αλλάζει με τον εκάστοτε ρόλο του. Ερμηνείες φυσικές και λειτουργικά καίριες έδωσαν επίσης η Θλιβέρη ως «Ποθούλα» κι ο Καστρής ως «Δεντρογαλής». Πειστικός ο Στέργιογλου ως «Μπουρνόβας» με την άρτια και συγκινητική απόδοση του χορικού της Ελέγκως κι απολαυστική μέσα στην αθωότητά της η Χατζηπασχάλη ως «Πραξιθέα». Η Γουλιώτη ανταποκρίθηκε στον απαιτητικό ρόλο της Τρισεύγενης, ωστόσο με κάποια αδεξιότητα σε κίνηση και φωνή. Ικανοποιητικός εξίσου κι ο Κουρής, ως «Πέτρος Φλώρης», χωρίς να φτάνει στο ύψος άλλων ερμηνειών του. 

Κρίμα μόνο που ο Παλαμάς, ως άλλη Τρισεύγενη, δέχθηκε το πλήγμα των συμβάσεων της εποχής του, με αποτέλεσμα να στερηθεί το ελληνικό θέατρο περισσότερων ανάλογων έργων, με βάθος και γλώσσα θαυμαστά.



Έλενα Σταγκουράκη,
Αθήνα, 26.03.2011



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη", τεύχος 5



22/7/11

Στους ακριβούς σου εμπρός θεούς ξεχνούσαν το θεό τους...



Leconte De Lisle

Υπατία

Από το θρόνο όταν της γης τα μεγαλεία όταν πέφτουν,
Όταν τα θεία θρησκεύματα γερμέν’ από τα χρόνια,
Το μονοπάτι παίρνοντας το ερημικό της λήθης,
Τους αστραποκαμένους των βωμούς ριγμένους βλέπουν,

Όταν το φύλλο σκορπιστό του δέντρου της Ελλάδος,
Των προπυλαίων των έρημων το δρόμο αποσκεπάζει,
Κ’ εκείθε από τα πέλαγα τα νυχτοβυθισμένα,
Ο νους ο ανθρώπινος τραβάει προς νέον ήλιο πέρα,

Των νικημένων των θεών την τύχη αγκαλιάζει,
Πάντοτε μια τρανή καρδιά και τους βοηθάει που πάσχουν∙ 
Η αυγή των νέων ημερών τη θλίβει, την πληγώνει,
Στον ουρανόν ακολουθεί τ’ αστέρι των προγόνων.

Με ροιζικό καλλίτερον άλλοι καιροί ας προβάλλουν,
Κι από ένα κόσμο γέροντα δίχως φροντίδα ας φεύγουν
Στο ευτυχισμένο τ’ όνειρο της νιότης καρφωμένη,
Βαθειά τη στάχτη των νεκρών ακούει ν’ ανατριχιάζη.

Ήρωες τότε και σοφοί ξυπνούν ζωή γεμάτοι!
Τα τραγουδούν οι ποιηταί τα ωραία ονόματά των,
Και των ονείρων ο Όλυμπος με το ιερό τραγούδι
Στυλώνετ’ ελεφάντινος μέσα στους Παρθενώνες!

Κόρη, που θρήσκα επρόβαλες και με το φόρεμά σου
Των κοιμισμένων σου θεών εσκέπασες το μνήμα,
Ω της λατρείας των, σβυστής, ιέρεια ταιριασμένη,
Άδολη ακτίνα και στερνή μεσ’ απ’ τους ουρανούς των!


Παρθένα μεγαλόψυχη, δική μου αγάπη, χαίρε!
Η μπόρα όταν ετάραξε τον πατρικό σου κόσμο,

Με τον μεγάλο Οιδίποδα στην εξορία πήγες,
Και μ’ έρωτα παντοτεινό τον τίλυξες εκείνον.


Ορθή, φεγγαροπρόσωπη μεσ’ στους αγίους ναούς σου,
Που παραιτούσαν κ’ έφευγαν ταχάριστα τα πλήθη,
Στο μαντικό τον τρίποδα Πυθία θρονιασμένη,
Οι προδομένοι Αθάνατοι μεσ’ στη καρδιά σου εζούσαν.

Στα σύγνεφα τα πύρινα τους έβλεπες! περνούσαν
Και με σοφία και μ’ έρωτα σε πότιζαν ακόμα,
Και τ’ όνειρό σου μάγευε, κι άκουεν η γη να ψάλλη,
Της Αττικής η μέλλισα στα ολόχρυσά σου χείλη,


Σα νέος λωτός που σων σοφών τα μάτια εμπρός ανθίζει,
Λουλούδι της χρυσόστομης και της δικαίας ψυχής των,
Στων περασμένων την νυχτιά, πιο λίγο τότε μαύρη,
Ο νους σου έκανες κ’ έλαμπε μεσ’ απ’ την ομορφιά σου.


Τα σοβαρά μαθήματα της αρετής αιωνίας
Έσταζαν απ’ τα χείλη σου και τις καρδιές μαγεύαν,
Κ’ οι Γαλιλαίοι που με φτερα σ’ έβλεπαν στο όνειρό τους,
Στους ακριβούς σου εμπρός θεούς ξεχνούσαν το θεό τους.


Αλλά τους έσερνε ο καιρός όλους αυτούς μακρυά σου,
Γιατί κ’ αδύνατη κλωστή τους έδενε μ’ εσένα,
Προς της επαγγελίας τη γη τους έβλεπες να φεύγουν 
Όμως η παντογνώστρα εσύ μαζί τους δεν επήγες.

Κόρη για τέτοιο φρένιασμα τι σ’ έμελλεν εσένα;
Δεν είχες την Ιδέαν εσύ που γύρευαν οι άλλοι;
Ήξερες μέσα στων καρδιών τα βάθη να διαβάζης,
Τίποτε δε σ’ απόκρυψαν καλόβουλ’ οι θεοί σου.


Σοφή παιδούλα, πάναγνη μέσα στ αγνά σου αδέρφια,
Μέτωπο τρισεγευνικό χωρίς καμμιά κηλίδα,
Και ποια ψυχή τραγούδησε σε πλέον ωραία χείλη,
Ποια καθαρότερη έλαμψε στα μάτια τα εμπνευσμένα;

Να γγίξουν δεν ετόλμησαν τ’ άγγιχτο φόρεμά σου,
Τα χέρια σου δεν πείραξαν του αιώνος οι αμαρτίες
Προς την αστέρινη Ζωή τα μάτια υψωμένα,
Μακρυά απ’ την ανθρώπινη κακία, περπατούσες.


Σ’ αναθεμάτισεν εσέ χυδαίος ο Γαλιλαίος,
Σε χτύπησεν, αλλ’ έπεσες τρανώτερη, και τώρα
Της Αφροδίτης το κορμί, του Πλάτωνος το πνεύμα
Απ’ της Ελλάδος έφυγαν τους ουρανούς για πάντα!


Κοιμήσου, θύμα ολόλευκο, στα βάθη της ψυχή μας,
Μεσ’ στο λωτοστεφάνωτο παρθένο σάβανό σου,
Κοιμήσου η ρυπαρή ασχήμια στον κόσμο βασιλεύει,
Το δρόμο τον εχάσαμε που φέρνει προς την Πάρο!

Στάχτη οι θεοί, βουβή και η γη, στον αδειανό ουρανό σου
Φωνή δεν ξανακούεται, κοιμήσουαλλ’ όμως μένε
Ζωντανεμένη στην καρδιά του ποιητή και ψάλλε
Της τρισαγίας Ομορφιάς τον εναρμόνιον ύμνο.


Μόνη αυτή στέκει ζωντανή κι ασάλευτη κ’ αιώνια,
Ο θάνατος τα σύμπαντα ταράζει και σκορπίζει,
Αλλ’ η Ομορφιά λαμποκοπάει, κι όλα τα ξαναπλάθει,
Και κάτου απ’ τ’ άσπρα πόδια της γυρνούν ακόμα οι κόσμοι!




Μετάφραση / απόδοση: Κωστής Παλαμάς

5/4/11

Στην αγκαλιά των απαλών ονείρων της αυγής...

 


Κωστής Παλαμά

Σε μια που πέθανε

Ζωούλα εσύ, που σ' έσβησε το φύσημα του Χάρου
στην αγκαλιά των απαλών ονείρων της αυγής,
στη σκαλιστή δε δύναμαι λαμπράδα του μαρμάρου
να σ' αναστήσω αθάνατη, φτωχός τραγουδιστής.
Ω σωπασμένη μουσική, που η μνήμη δε μπορεί μου,
να θυμηθεί τον ήχο σου και να τον ξαναπεί,
γι' αυτό με κάτι πιο βαθύ τη δένεις την ψυχή μου,
εσύ ατραγούδιστη κ' εσύ αζωγράφιστη πνοή.
Σα μακρινό ξημέρωμα χάραξες μέσ' στο νου μου,
πολύ γλυκό, πολύ δειλό, πολύ διαβατικό.
Μια μέρα απάνω από τ' αγνό κεφάλι του παιδιού μου
ανθού χαμόγελο έσκυψες και χάϊδεμ' αγαθό.
Και κάτι μέσα μου άφησες ξανθό σαν κεχριμπάρι,
και πέρασες αγύριστη. Και τώρα στη βραδιά,
που αργά ανεβαίνει μέσα μου, την όψη σου έχει πάρει
των γαλανών παραμυθιών η άϋλη ξωτικιά.

3/4/11

Το μυστικό φεγγάρι κλαίει σε παλάτι αμίλητο, βαρύ...

 


Κωστής Παλαμάς

Στη γυναίκα μου

Εδώ το σπίτι άνθιζ', εδώ το πράσινο βλαστάρι
μέσα στον ίσκιο της χλωρής χλωρής κληματαριάς.
Περιπλεχτό μεσ' στα χλωρά το μυστικό φεγγάρι
σαν πνέμα πρωτοθώρητο κατέβαινε σ' εμάς.
Εδώ του πόθου δυο πηγές μάς δρόσιζαν τα χρόνια,
η μια στα μάτια μας μπροστά, κ' η άλλη ονειρευτή∙
η Μούσα εδώ αποκοίμιζε της έγνοιας τα τρηδόνια
και τη μανία ανάσταινε της λύρας την ιερή.
Εδώ γλυκαπολάψαμε της πρωτογεννημένης
τα πρώτα ξεπετάματα, και πήρε μας το νου,
σαν ερχομός παμπόθητος που δεν τον περιμένεις,
το φέγγος τ' ολοστρόγγυλο του δεύτερου καρπού.
Εδώ πρωτοδεχτήκαμε στην αγκαλιά μια μέρα
τον τρίτο τον ασύγκριτο και τον περαστικό,
που ολόγυρά μας άλλαξε τον κοσμικόν αέρα
σε θείο κρασί στ' ολάσπρο φως του Ολύμπου προσφερτό.
Εδώ τα νιάτα σου είτανε και στη φροντίδα απάνου
μια ζωγραφιά βενέτικη πλατιά ζωγραφιστή
από το χέρι κανενός φεγγόβολου Τισιάνου,
λαμποκοπώντας τη χαρά σε αδρότατο κορμί.
Εδώ το σπίτι άνθιζ', εδώ το πράσινο βλαστάρι,
και το 'κρυβε η κληματαριά στον ίσκιο της χλωρή.
Τώρα δε μένει τίποτε... Το μυστικό φεγγάρι
κλαίει σε παλάτι αμίλητο, τετράπατο, βαρύ.
Εδώ η ζωή που πέθανεν ήθελε νεκροθάφτη
κάποιον Απρίλη, ανθότοπον ήθελε τάφον, ω!
ποιος να την καταράστηκε; Δε βρέθηκε για δαύτη
παρά ένα μνήμα αταίριαστο κι αναγελαστικό.