ΕΛΕΝΑ
ΠΟΝΙΑΤΟΦΣΚΑ ΑΜΟΡ: Η επαναστάτρια πριγκίπισσα
Γυναίκα των έξι ονομάτων και των περισσότερων από σαράντα
βιβλίων, κάτοχος σειράς βραβείων, με αποκορύφωμα τη σπουδαιότερη διάκριση για την
ισπανόφωνη λογοτεχνία, το Βραβείο Θερβάντες το 2013, γενναιόδωρη, χαμογελαστή,
ένοικος ενός σπιτιού γεμάτου βιβλία απ’ το δάπεδο ως την οροφή, ένας θηλυκός
Δον Κιχώτης με τη διάνοια όμως ακέραιη: η Ελέν Ελίζαμπεθ Λουίζ Αμελί Πάουλα
Ντολόρες, κόρη του Πολωνού πρίγκιπα Ζαν Ε. Πονιατόφσκι και της Πάουλας, της
Μεξικανής που της χάρισε το καλύτερο δυνατό επίθετο: Αμόρ (έρωτας).
Η Ελένα Πονιατόφσκα Αμόρ γεννήθηκε στο Παρίσι και βρέθηκε
στο Μεξικό σε ηλικία δέκα ετών, αφού η οικογένειά της κατέφυγε εκεί προκειμένου
να γλιτώσει από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια συγγραφέας που, όντας η ίδια πριγκίπισσα,
ενδιαφερόταν ακόμη και για την πνευματική υπεροχή των γάτων της, φροντίζοντας
γι’ αυτό να τους δώσει τους τίτλους Μόνσι και Βάις, προς τιμήν του φίλου της
Κάρλος Μονσιβάις. Προτίμησε ωστόσο να γίνει επαναστάτρια, παρά μία ακόμη από
τις πριγκίπισσες της αυλής όπως θα περίμενε κανείς.
Η Πονιατόφσκα είναι αριστερή συγγραφέας και δημοσιογράφος, μια γυναίκα που
ξέρει να στρέφει το βλέμμα της χαμηλά, στους φτωχούς, και ας παντρεύτηκε
κάποιον που κοίταζε ψηλά, έχοντας τα μάτια του κολλημένα στον ουρανό: τον
Μεξικανό αστρονόμο Γκιγιέρμο Άρο (1913-1988). Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, τον
Εμμανουέλ, τον Φελίπε και την Πάουλα.
Συνεπής στο ραντεβού, έφτασα στο σπίτι της στο Τσιμαλιστάκ, στην πόλη του
Μεξικού. Ήταν μια γλυκιά Δευτέρα και σκόπευα να ρωτήσω τη συνομιλήτριά μου για
τα πάντα. Την πόρτα μού άνοιξε η Μαρτίνα, η βοηθός της, και πέρασα σ’ έναν κήπο
με ιακαράνδεις και βοκαμβίλιες. Είδα τον Σάντοου, το μαύρο λαμπραντόρ με το
ζεστό βλέμμα, απλωμένο σ’ ένα παγκάκι. Με ένα «η κυρία κατεβαίνει», η Μαρτίνα
με άφησε να περιμένω στη σάλα. Η γυναίκα που έγραψε Τα λόγια του δέντρου κατέφθασε πολύ γλυκιά κι ευγενική. Συζητήσαμε
υπό το άγρυπνο βλέμμα του Μόνσι και του Βάις που έκοβαν βόλτες πότε ανάμεσα στα
πόδια μας και πότε στα νώτα μας. Τη ρώτησα:
─ Ποια η άποψή σας
για τη σημερινή δημοσιογραφία στο Μεξικό;
─ Προσωπικά,
ανέκαθεν συνεργαζόμουν με ανεξάρτητα κι αγωνιστικά έντυπα, όπως Η εργάσιμος (La Jornada) και
η Διαδικασία (Proceso).
Πάντοτε έγραφα άρθρα αντιδραστικού χαρακτήρα. Τα θεωρούσα μέσο συμμετοχής και
διαμαρτυρίας.
─ Θεωρείτε
ότι η δημοσιογραφία στο Μεξικό βρίσκεται στο σωστό δρόμο, συνεισφέρει
πραγματικά στην κοινωνία;
─ Η δημοσιογραφία, την οποία εγώ πρεσβεύω, αναμφίβολα.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη, εκείνη που πράττει πάντοτε το ίδιο και δεν είναι
παρά μία ακόμη επιχείρηση ανθρώπων που προστατεύουν τα οικονομικά τους
συμφέροντα.
─ Πώς
μπορεί κατά τη γνώμη σας να προστατευτεί ο δημοσιογράφος προκειμένου να μην
αποτελέσει είδηση ο ίδιος, είτε παραιτούμενος (λόγω λογοκρισίας) είτε –στη
χειρότερη των περιπτώσεων– λόγω δολοφονίας του;
─ Όντως, πολύ πρόσφατα δολοφόνησαν τον Ρουμπέν Εσπινόσα
μαζί με τέσσερις γυναίκες, γεγονός που μας εξόργισε όλους. Το Μεξικό είναι η
χώρα με τις περισσότερες δολοφονίες δημοσιογράφων. Είναι απαράδεκτος ο αριθμός
των δημοσιογράφων που πεθαίνουν απλά και μόνο επειδή κάνουν τη δουλειά τους. Το
κράτος θα όφειλε να τους παρέχει εγγυήσεις, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Αυτό θα
προϋπέθετε βέβαια ένα μη διεφθαρμένο κράτος. Η προστασία των δημοσιογράφων θα
ήταν δυνατή μόνο σε ένα δημοκρατικό κράτος που αποδέχεται την κριτική, κάτι που
προφανώς δεν ισχύει στην περίπτωση του Μεξικού, αφού τα έντυπα που ασκούν κριτική
εδώ υφίστανται πάμπολλες διώξεις.
─ Κατά
τη γνώμη σας, έχουμε σημειώσει πρόοδο όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης;
─ Τη στιγμή που δολοφονούνται ολοένα περισσότεροι
δημοσιογράφοι, πολύ δύσκολα μπορεί να γίνεται λόγος για ελευθερία της έκφρασης.
─ Έχει
σβηστεί από τη συλλογική μνήμη η 2α Οκτωβρίου[1];
─ Όχι, γίνεται πολύς λόγος για τις 2 του Οκτώβρη. Οι σημερινοί
πολιτικοί μιλούν ευχαρίστως για το ’68, αφού δε φέρουν οι ίδιοι ανάμειξη κι
ευθύνη. Αντιθέτως, δε λένε κουβέντα για τους 43 φοιτητές της Αγιοτσινάπα που
δολοφονήθηκαν το 2014[2].
Γαντζώνονται στο παρελθόν για να μην χρειαστεί να μιλήσουν για το παρόν.
─ Πώς
γίνατε από πριγκίπισσα η επαναστάτρια που όλοι φωνάζουν «η κόκκινη
πριγκίπισσα»; Πώς και ταχθήκατε με το μέρος της αριστεράς;
─ Θεωρώ ότι καταλυτικό ρόλο έπαιξε το επάγγελμά μου. Ως
δημοσιογράφος μπόρεσα να κάνω πολλά ρεπορτάζ για τη ζωή του απλού κόσμου και να
έχω πρόσβαση σε περιβάλλοντα που δεν θα είχα με άλλη ιδιότητα. Έτσι μπόρεσα να
αποκτήσω συναίσθηση πολλών πραγμάτων, όπως και τη διάθεση της ενεργούς
συμμετοχής, τα οποία εξακολουθώ να καλλιεργώ.
─ Στην
αρχή της πορείας σας είχατε συναντήσει την Χοσεφίνα Μπόρκες.
─ Ναι, πρόκειται για την πρωταγωνίστρια του
μυθιστορήματός μου Ώσπου να μη σε βλέπω
πια, Χεσούς. Ήταν γυναίκα της Επανάστασης, μια αντάρτισσα που μου διηγήθηκε
τη ζωή της.
─ Μήπως
η δουλειά σας πλάι στον ανθρωπολόγο Όσκαρ Λιούις σας επηρέασε ώστε να
πλησιάσετε τους φτωχούς;
─ Όχι, δούλεψα ένα μήνα με τον Όσκαρ Λιούις, αλλά δεν με
επηρέασε γιατί τότε δεν έγραφα ακόμη. Διάβασα όμως τα βιβλία του, Τα τέκνα των Σάντσες και Πέδρο Μαρτίνες, το οποίο αναφερόταν σε
έναν χωρικό στο Τεποτσλάν που ήρθε να ζήσει στην πόλη του Μεξικού κοντά στη
φυλακή Λεκουμπέρι.
─ Στο
μυθιστόρημά σας Το δέρμα του ουρανού
καταγγέλλετε τις δυσκολίες της επιστημονικής προόδου στις χώρες της Λατινικής
Αμερικής. Κατά πόσο σας επηρέασε η εργασία του συζύγου σας;
─ Το
δέρμα του ουρανού είναι μυθιστόρημα,
αλλά όταν κυκλοφόρησε όλοι με ρωτούσαν αν το είχα γράψει για το σύζυγό μου. Δεν
είναι όμως έτσι. Γι’ αυτό και έγραψα τη βιογραφία του Γκιγιέρμο Άρο, βασισμένη
σε πραγματικά γεγονότα, την οποία εξέδωσαν οι Εκδόσεις Πλανήτης με τον τίτλο Το σύμπαν ή τίποτα. Μία από τις πιο
γενναίες πράξεις του ήταν να προωθεί τη μεξικανική επιστήμη και να στέλνει
πολλούς νέους σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να
παρέχονται περισσότεροι πόροι εις όφελος της επιστήμης, αντί να πλουτίζουν οι
πολιτικοί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ώστε ένας πολιτικός στο τέλος της θητείας
του να είναι εκατομμυριούχος.
─ Ποια
η άποψή σας για τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή στο Μεξικό;
─ Θεωρώ ότι είναι σε γενικές γραμμές πολύ κατώτερη σε
σύγκριση με το παρελθόν, κάτι που δεν ισχύει μόνο για τη λογοτεχνία, αλλά και
γενικά. Δεν υπάρχει ένας Ντιέγο Ριβέρα, ένας Κλεμέντε Ορόσκο, ένας Νταβίντ
Αλφάρο Σικιέιρος[3],
ένας Χουάν Ρούλφο[4],
μια Φρίντα Κάλο, ένας Κάρλος Φουέντες, ένας Οκτάβιο Πας, ένας Χάιμε Σαμπίνες,
ένας Κάρλος Μονσιβάις[5]… Βέβαια,
μπορεί από τη νέα γενιά να αναδειχτούν σπουδαία ταλέντα. Δεν έχουμε, παρά να περιμένουμε.
─ Ποια
απ’ όλες τις γυναίκες λογοτέχνες εκτιμάτε περισσότερο;
─ Θεωρώ πολύ σημαντικές τη Ροζάριο Καστεγιάνος και την
Ελένα Γκάρρο, σίγουρα όμως η σπουδαιότερη όλων σε ολόκληρη τη
λατινοαμερικανική ήπειρο είναι η Σορ
Χουάνα Ινές ντε λα Κρους.
─ Τι
θα μπορούσατε να μας πείτε για το λογοτεχνικό εργαστήρι που διευθύνετε;
─ Ναι, διήρκεσε πολύ περισσότερο απ’ ό, τι πιστεύαμε,
συνεχίστηκε για χρόνια ολόκληρα. Διήρκεσε περισσότερα από 30 χρόνια στο σπίτι
της Αλίσιας Τρουέμπα, η οποία το κατασκεύασε ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό,
προσθέτοντας μάλιστα μια σκηνή, καθώς της αρέσει πολύ η αναπαράσταση. Αρκετές
από τις γυναίκες που έρχονταν στο εργαστήριο κέρδισαν σημαντικά βραβεία, όπως η
Ρόζα Νισάν, η Γουδαλούπε Λοαέσα, η Σύλβια Μολίνα και η Όλγα ντε Χουάμπελς που
διευθύνει τον Αιώνα του Τορρεόν.
Εξαιρετική η Όλγα. Γυναίκα που αποπνέει σιγουριά, προοδευτική, όμορφη και
κομψή. Ο πατέρας της ο Δον Αντώνιο ήταν πολύ περήφανος για εκείνην. Την άκουγε
μαγεμένος και φούσκωνε από υπερηφάνεια για την ομορφιά, τη χαρά και την
εξυπνάδα της. Το κατάλαβα όταν βρέθηκα δυο φορές στο σπίτι τους στο Τορρεόν,
καλεσμένη για φαγητό. Έφαγα με εκείνον και τη γυναίκα του και μας μιλούσε
κατευχαριστημένος για την Όλγα. Και εκείνη τώρα είναι περήφανη για την εφημερίδα
της.
─ Ποια
είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση και ποια η μεγαλύτερη ανησυχία σας;
─ Η μεγαλύτερη ικανοποίηση ήταν το βραβείο Θερβάντες, το
οποίο θεωρείται το Νομπέλ της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Μου έδωσε μεγάλη χαρά.
Εξίσου με χαροποιεί η σχέση μου με τον κόσμο. Λαμβάνω τόση θέρμη. Αυτό που με
ανησυχεί περισσότερο είναι η υγεία μου, γιατί δίχως αυτήν δεν μπορώ να εργαστώ.
Δεν προσέχω και όσο θα ’πρεπε.
Συνεχίσαμε τη συζήτησή μας για λίγο πίνοντας τσάι. Ύστερα
είπα μια ανοησία, την οποία προσπάθησα να καλύψω αστειευόμενη: «Θέλω να σας
εντυπωσιάσω». Η Μαρτίνα, τελώντας πλέον χρέη φωτογράφου, έσπευσε να αποκριθεί:
«Εμάς τίποτε δεν μας εντυπωσιάζει». Εμένα, αντιθέτως, η συγγραφέας της Νύχτας του Τλατελόλκο με είχε
εντυπωσιάσει βαθιά.
Μεξικό,
17 Αυγούστου 2015
[1] 2 Οκτωβρίου 1968: Ο Μεξικανικός Μάης του ’68.
[2] Φοιτητές που ‘εξαφανίστηκαν’ στις 27 Σεπτεμβρίου 2014
[3] Ριβέρα, Ορόσκο, Σικιέιρος: Σπουδαίοι Μεξικανοί ζωγράφοι, φημισμένοι για τις
τοιχογραφίες τους.
[4] Χουάν Ρούλφο: Μεξικανός συγγραφέας και φωτογράφος.
[5] Κάρλος Μονσιβάις: Μεξικανός συγγραφέας, δημοσιογράφος, ακτιβιστής.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Το κοράλλι", τεύχος 9 (Απρίλιος-Ιούνιος 2016)