Αλφονσίνα Στόρνι
Ο πόνος
Ετούτο το δείλι του Οκτώβρη πώς θέλω
στην άκρη της θάλασσας να περπατώ
να βλέπουν η άμμος, το πράσινο ύδωρ
κι o θόλος ο ουράνιος πως μόνη περνώ.
Ας ήμουν ψηλή, αψεγάδιαστη, αιθέρια
σαν άλλη Ρωμαία για να συμφωνώ
με τ’ άψυχα βράχια, τα κύματα τα άγρια
και την παραλία λουσμένη με αφρό.
Με βήμα βραδύ, με τα μάτια μου κρύα
και άλαλο στόμα να παρασυρθώ,
να μη βλεφαρίσω το κύμα σαν σπάζει
στο μαύρο γρανίτη, παρά να αφεθώ·
να βλέπω που τρώνε τα λαίμαργα όρνια
μικρούλια ψαράκια και να μην ξυπνώ,
τις εύθραυστες βάρκες σχεδόν να μπατάρουν
στα κύματα μέσα χωρίς στεναγμό
και τον πιο ωραίο άντρα να με προσπερνάει
περήφανος – δεν θέλω πια να αγαπώ...
Να χάσω το βλέμμα μου αφηρημένη,
με μιας να το χάσω, ποτέ μην το βρω·
ανάμεσα σε άμμο και ουράνια ολόρθη
να νιώσω της θάλασσας τον ξεχασμό.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Η Αλφονσίνα Στόρνι (1892-1938) -η ίδια Αλφονσίνα του περίφημου τραγουδιού 'Η Αλφονσίνα και η θάλασσα' που τραγούδησε τόσο έξοχα η Μερσέντες Σόσα- υπήρξε σπουδαία ποιήτρια της Αργεντινής και γυναίκα των γραμμάτων με αντισυμβατική ζωή και έργο, αν κρίνουμε από το ότι -μεταξύ άλλων- εργάστηκε σε περιοδεύοντα θίασο κι απέκτησε παιδί εκτός γάμου, για τα οποία επικρίθηκε σφοδρά από την αργεντίνικη κοινωνία της εποχής.
**************
Alfonsina Storni
Dolor
Quisiera esta tarde divina de octubre
pasear por la orilla lejana del mar;
que la arena de oro, y las aguas verdes,
y los cielos puros me vieran pasar.
Ser alta, soberbia, perfecta, quisiera,
como una romana, para concordar
con las grandes olas, y las rocas muertas
y las anchas playas que ciñen el mar.
Con el paso lento, y los ojos fríos
y la boca muda, dejarme llevar;
ver cómo se rompen las olas azules
contra los granitos y no parpadear;
ver cómo las aves rapaces se comen
los peces pequeños y no despertar;
pensar que pudieran las frágiles barcas
hundirse en las aguas y no suspirar;
ver que se adelanta, la garganta al aire,
el hombre más bello, no desear amar...
Perder la mirada, distraídamente,
perderla y que nunca la vuelva a encontrar:
y, figura erguida, entre cielo y playa,
sentirme el olvido perenne del mar.
pasear por la orilla lejana del mar;
que la arena de oro, y las aguas verdes,
y los cielos puros me vieran pasar.
Ser alta, soberbia, perfecta, quisiera,
como una romana, para concordar
con las grandes olas, y las rocas muertas
y las anchas playas que ciñen el mar.
Con el paso lento, y los ojos fríos
y la boca muda, dejarme llevar;
ver cómo se rompen las olas azules
contra los granitos y no parpadear;
ver cómo las aves rapaces se comen
los peces pequeños y no despertar;
pensar que pudieran las frágiles barcas
hundirse en las aguas y no suspirar;
ver que se adelanta, la garganta al aire,
el hombre más bello, no desear amar...
Perder la mirada, distraídamente,
perderla y que nunca la vuelva a encontrar:
y, figura erguida, entre cielo y playa,
sentirme el olvido perenne del mar.