Ηρώ Νικοπούλου
Στοιχίζει η μοναδικότητα
Μαλλιά καστανά απ' τους ήλιους καμένα
ξυπόλυτη παίζεις μοναχοκόρη
στης μάνας σου την γέρικη
καρκινική αγκαλιά
Γλυκό κορίτσι αργότερα
στεφανωμένο σφιχτές πλεξούδες
περίμενες μέσα σε ριχτά
της εποχής φορέματα
Όμως -βράδυ να ήταν ή ξημέρωμα;-
άλλα σου αναγγείλανε
σάστισε η σκέψη σου βουβή
κι έκτοτε με χαμόγελο κοιτούσες
μισό τη ζωή που σου ετάχθη
Ο γάμος κι ύστερα ο κατατρεγμός
δεν καταλάβαινες
κι ο Γιος
που άρχισε γοργά να μεγαλώνει
Έπειτα για λίγο όλα έμοιασαν εντάξει
μα πού να 'ξερες
Φυλακισμένη πως θά 'σουνα
μες στους αιώνες σε τέμπλα
σε χιλιοφίλητα γυαλιά
πάλι και πάλι να πονάς διστάζοντας
και να πολυδακρύζεις
-δεν είχε τέτοιες διευκρινίσεις ο αγγελιοφόρος
(κούριερ τους λέμε σήμερα, που φέρνουν συστημένα)
Αλλιώς σου τά 'πε τότε όλα καλά χαρμόσυνα
"ευλογημένη εσύ μόνη απ' όλες τις γυναίκες..."
κι εκεί ξεχάστηκες
κάτι σου τράβηξε την προσοχή
αυτό το "εσύ μόνη" ίσως
δεν άκουσες το παρακάτω
θα θρηνείς αδάκρυτη μες στους αιώνες
το θάνατό Του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου