Heinrich Böll
Κάτι θὰ γίνει: Μιὰ ὑπερδραστήρια ἱστορία
Στις πιο ξεχωριστές περιόδους τῆς ζωῆς μου θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ κατατάξει ἐκείνη, ὅταν ἐργαζόμουν στὸ ἐργοστάσιο τοῦ Ἄλρεντ Βούνζηντελ. Ἐκ φύσεως τείνω μᾶλλον πρὸς τὴν περίσκεψη καὶ τὴν ἀπραγία παρὰ πρὸς τὴν δουλειά, ἀλλὰ ὅλο κι ἀναγκάζομαι λόγῳ διαρκοῦς οἰκονομικῆς δυσπραγίας —ἡ περίσκεψη ἐξάλλου ἀποφέρει τόσα ἀκριβῶς ὅσα καὶ ἡ ἀπραγία— ν’ ἀποδέχομαι μιὰ, ὡς εἴθισται ν’ ἀποκαλεῖται, θέση ἐργασίας. Ἔχοντας φτάσει λοιπὸν γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ σὲ τέτοιο σημεῖο παρακμῆς, ἐμπιστεύτηκα τὴν τύχη μου στὰ χέρια τοῦ γραφείου εὑρέσεως ἐργασίας, τὸ ὁποῖο μ’ ἔστειλε μαζὶ μὲ ἄλλους ἑπτὰ στὸ ἐργοστάσιο τοῦ Βούνζηντελ, ὅπου θὰ ὑποβαλλόμασταν καὶ σὲ ἐξετάσεις καταλληλότητος… Ἡ ἴδια ἡ ὄψη τοῦ ἐργοστασίου ξύπνησε τὴ δυσπιστία μέσα μου: τὸ ἐργοστάσιο ἦταν κατασκευασμένο ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ γυάλινα τοῦβλα, καὶ ἡ ἀπέχθειά μου γιὰ τ’ ἀνοιχτόχρωμα κτίρια καὶ τοὺς φωτεινοὺς χώρους εἶναι τόσο μεγάλη ὅσο αὐτὴ γιὰ τὴ δουλειά. Ἀκόμα πιὸ δύσπιστος ἔγινα σάν μᾶς σέρβιραν (στὸ φωτεινὸ καὶ ἀνοιχτόχρωμο κυλικεῖο) καὶ πρωινό. Ὄμορφες σερβιτόρες μᾶς ἔφεραν αὐγά, καφὲ καὶ τόστ, γουστόζικες κανάτες περιεῖχαν χυμὸ πορτοκάλι καὶ τὰ χρυσόψαρα πλησίαζαν στὸ τζάμι τοῦ ἐνυδρείου ἀναδεικνύοντας τὰ σὰν σὲ λήθαργο ἀδιάφορα μάτια τους. Οἱ δὲ σερβιτόρες τόσο εὔθυμες, ποὺ κόντευαν, θαρρεῖς, νὰ σκάσουν ἀπὸ τὴν τόση εὐφορία. Μόνο μὲ τὴν καταβολὴ ὑπερβολικῆς προσπάθειας καὶ τὴν ἐπίδειξη ἐκπληκτικῆς ἐγκράτειας —αὐτὴν τὴν ἐντύπωση εἶχα τουλάχιστον— κατάφερναν νὰ μὴν ξεσπάσουν σὲ κελαϊδητὸ διαρκείας. Τόσο γεμάτες ἔμοιαζαν ἀπὸ τραγούδια μὴ τραγουδισμένα, ὅσο καὶ κότες ἀπὸ κυοφορούμενα ἀκόμα αὐγά.
Ἀμέσως διέβλεψα αὐτὸ ποὺ οἱ ἄλλοι ὑποψήφιοι φαίνεται πὼς ἀγνοοῦσαν: ὅτι δηλαδὴ τὸ πρωινὸ ἀποτελοῦσε μέρος τῆς ἐξέτασής μας. Ἔτσι, μασοῦσα λοιπὸν κι ἐγὼ στωικά, μὲ ὕφος ἀνθρώπου ποὺ συνειδητοποιεῖ ὅτι εἰσφέρει στὸ σῶμα του τροφὲς ἀνεκτίμητης ἀξίας. Μέχρι ποὺ ἔφτασα νὰ κάνω καὶ αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲ θὰ μποροῦσε νὰ παρακινήσει καμία δύναμη —γνωστὴ καὶ ἄγνωστη— αὐτοῦ τοῦ κόσμου: μὲ ἄδειο στομάχι, ἤπια τὸ χυμό, δὲν ἄγγιξα κὰν τὸν καφὲ καὶ τ’ αὐγά, ἐνῶ ἄφησα στὸ πιάτο τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ τόστ. Ἔπειτα σηκώθηκα κι ἄρχισα νὰ βαδίζω πάνω κάτω στὸ κυλικεῖο, μὲ τὸν ἀέρα ἀνθρώπου ποὺ καταστρώνει στὸ μυαλό του σχέδιο δράσης γιὰ ὅλα ὅσα ἔχει νὰ κάνει.
Ἔτσι, ὁδηγήθηκα πρῶτος στὴν αἴθουσα τῆς ἐξέτασης, ὅπου ἤδη μᾶς περίμεναν πάνω σὲ φίνα τραπέζια τὰ ἐρωτηματολόγια. Οἱ τοῖχοι δὲ βαμμένοι σὲ τέτοιο τόνο τοῦ πράσινου, ποὺ θὰ ἔκανε κάθε φανατικὸ τῆς διακόσμησης ν’ ἀναφωνήσει μὲ δέος «θαῦμα!». Κανεὶς δὲ φαινόταν τριγύρω, ὡστόσο ἤμουν τόσο σίγουρος ὅτι μὲ παρακολουθοῦν, ποὺ συμπεριφερόμουν ὅπως ἕνας πολυπράγμων ἄνθρωπος ποὺ ἀγνοεῖ ὅτι τὸν παρακολουθοῦν: ἀνυπόμονα ἔβγαλα ἀπ’ τὴν τσέπη τὴν πένα μου, ἀφαίρεσα τὸ καπάκι, κάθησα στὸ πλησιέστερο τραπέζι καὶ τράβηξα πρὸς τὸ μέρος μου τὸ ἐρωτηματολόγιο, ὅπως τραβᾶ τὸ λογαριασμὸ στὸ ἑστιατόριο ὁ ἰδιότροπος. Ἐρώτηση πρώτη: Θεωρεῖτε σωστὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος διαθέτει μόνο δύο χέρια, δύο πόδια, δύο μάτια καὶ δύο ἀφτιά; Ἐπιτέλους, νὰ μιὰ φορὰ ποὺ χρειάστηκε ν’ ἀδράξω τοὺς καρποὺς τῆς κοπιώδους περίσκεψής μου, γράφοντας χωρὶς κανένα δισταγμό: «Ἀκόμα καὶ τέσσερα χέρια, πόδια, μάτια κι ἀφτιὰ νὰ εἶχε ὁ ἄνθρωπος, ἐμένα δὲ θὰ μοῦ ἔφταναν. Τόση ἡ πολυπραγμοσύνη μου, ἀλλὰ τί νὰ κάνω; Ἐλλιπὴς ὁ ἐξοπλισμὸς τοῦ ἀνθρώπου.» Ἐρώτηση δεύτερη: «Πόσα τηλεφωνήματα εἶστε σὲ θέση ν’ ἀπαντήσετε ταυτοχρόνως;» Ἡ ἀπάντηση καὶ αὐτῆς τῆς ἐρώτησης ἦταν τόσο εὔκολη, ὅσο μιὰ ἐξίσωση πρώτου βαθμοῦ. «Μὲ ἑφτὰ μόνο τηλεφωνήματα», ἔγραψα, «εἶμαι ἀνυπόμονος. Μόνο ὅταν γίνουν ἐννιά, αἰσθάνομαι ὅτι ἀγγίζω τὴ μέγιστη ἀπόδοση.» Ἐρώτηση τρίτη: «Τί κάνετε μετὰ τὸ σχόλασμα;» Ἡ ἀπάντησή μου: «Δὲν ξέρω πιὰ τί σημαίνει ἡ λέξη ‘σχόλασμα’. Τὴ διέγραψα ἀπ’ τὸ λεξιλόγιό μου στὰ δέκατα πέμπτα γενέθλιά μου διότι ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ πράξις.» Ἡ δουλειὰ ἦταν δική μου. Πραγματικά, οὔτε καὶ μὲ τὰ ἐννιὰ τηλεφωνήματα αἰσθανόμουν ὅτι προσέγγιζα τὴ μέγιστη ἀπόδοση. Φώναζα μὲς στὸ ἀκουστικό: «Ἀναλάβατε ἀμέσως δράση!» ἢ «Κάνετε κάτι!» ἢ «Κάτι πρέπει νὰ γίνει! Κάτι θὰ γίνει! Κάτι ἔγινε! Κάτι θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει!». Τὶς περισσότερες φορὲς ὅμως (καθὼς αὐτὸ φαινόταν ν’ ἁρμόζει στὴ γενικότερη ἀτμόσφαιρα) χρησιμοποιοῦσα τὴν προστακτική. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσίαζαν τὰ διαλείμματα γιὰ τὸ μεσημεριανὸ φαγητό, ὁπότε ὅλοι στὸ κυλικεῖο, περιβαλλόμενοι ἀπὸ ἄφωνη εὐφορία, καταναλώναμε πλούσιες σὲ βιταμίνες τροφές. Τὸ ἐργοστάσιο τοῦ Βούνζηντελ ἔβριθε ἀνθρώπων ποὺ ἔκαναν σὰν παλαβοὶ γιὰ νὰ διηγηθοῦν στὸν ἄλλο τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἀκριβῶς ἁρμόζει σὲ πολυπράγμονες ἀνθρώπους. Ἡ ἱστορία τῆς ζωῆς τους εἶναι γιὰ κείνους σημαντικότερη ἀπὸ τὴ ζωή τους τὴν ἴδια. Δὲν ἔχει παρὰ νὰ πιέσει κανεὶς ἕνα κουμπὶ καὶ νά σου, ξεχύνεται σὰν χείμαρρος ὁ δρόμος τους, γεμάτος δάφνες καὶ τιμές.
Ὁ ἀντικαταστάτης τοῦ Βούνζηντελ ἦταν ἕνας ἄνδρας ὀνόματι Μπρόσεκ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποκτήσει φήμη σεβαστή, καθώς, ὄντας φοιτητής, δούλευε νύχτα γιὰ νὰ θρέψει τὰ ἑφτὰ παιδιὰ καὶ τὴν παράλυτη γυναίκα του, ἐνῶ παράλληλα εἶχε διεκπεραιώσει ἐπιτυχῶς τέσσερις ἐμπορικὲς ἀποστολὲς καὶ μέσα σ’ ὅλα αὐτά, εἶχε περάσει ἐπιτυχῶς δύο φορὲς μέσα σὲ δύο χρόνια τὶς κρατικὲς ἐξετάσεις καὶ μάλιστα μὲ ἔπαινο. Ὅταν ρωτήθηκε ἀπὸ δημοσιογράφους «Καὶ πότε κοιμᾶστε, κύριε Μπρόσεκ;» ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ὕπνος ἴσον ἁμαρτία!» Ἡ δὲ γραμματέας τοῦ Βούνζηντελ ἔτρεφε τὸν παράλυτο σύζυγό της καὶ τὰ τέσσερά τους παιδιὰ ζωγραφίζοντας, εἶχε ἐκπονήσει διατριβὴ παράλληλα στὴν ψυχολογία καὶ τὴν ἐθνογραφία, ἐξέτρεφε λυκόσκυλα καί, δουλεύοντας ὡς τραγουδίστρια σὲ μπάρ, εἶχε γίνει γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα «Βὰμπ 7». Ἀλλὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Βούνζηντελ ἀνῆκε σ’ ἐκείνους ποὺ πρωὶ-πρωί, πρὶν κὰν ξυπνήσουν γιὰ τὰ κάλα, εἶναι ἕτοιμοι γιὰ δράση. «Πρέπει νὰ δράσω», σκέφτονται, τὴ στιγμὴ ποὺ σφίγγουν στὴ μέση τους τὴ ζώνη τοῦ μπουρνουζιοῦ τους. «Πρέπει νὰ δράσω», σκέφτονται, ἐνῶ ξυρίζονται, κοιτάζοντας θριαμβευτικὰ τὶς τρίχες ποὺ ξεπλένει τὸ νερὸ ἀπ’ τὴν ξυριστικὴ μηχανὴ μαζὶ μὲ τὸν ἀφρὸ ξυρίσματος. Αὐτὲς οἱ τρίχες εἶναι τὰ πρῶτα θύματα τῆς ὁρμῆς τους γιὰ δράση. Ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ ἰδιωτικὲς ἐνέργειες προκαλοῦν ἱκανοποίηση στοὺς ἀνθρώπους αὐτούς. Τὸ νερὸ τρέχει ἀπ’ τὸ καζανάκι, χρησιμοποιεῖται χαρτί. Κάτι γίνεται. Ἐκεῖνοι τρῶνε ψωμί, καθαρίζουν τὸ αὐγό. Ἡ παραμικρὴ δραστηριότητα συνιστοῦσε γιὰ τὸν Βούνζηντελ δράση. Τὸ πῶς ἔβαζε τὸ καπέλο του, τὸ πῶς —σφύζοντας ἀπὸ ἐνέργεια— κούμπωνε τὸ παλτό του, τὸ πῶς φιλοῦσε τὴ γυναίκα του φεύγοντας, ὅλα γιὰ τὸν Βούνζηντελ ἦταν δράση.
Μπαίνοντας στὸ γραφεῖο του, χαιρετοῦσε τὴ γραμματέα του λέγοντάς της: «Κάτι πρέπει νὰ γίνει!» Κι ἐκείνη ἀπαντοῦσε εὔθυμη: «Κάτι θὰ γίνει!» Πήγαινε τότε ὁ Βούνζηντελ ἀπὸ τὸ ἕνα τμῆμα τοῦ ἐργοστασίου στὸ ἄλλο φωνάζοντας μὲ εὐφορία: «Κάτι πρέπει νὰ γίνει!» Κι ὅλοι ἀπαντοῦσαν: «Κάτι θὰ γίνει!» Ἀκόμα κι ἐγὼ τοῦ φώναζα λάμποντας, ὅταν ἐκεῖνος ἐρχόταν καὶ στὸ δικό μου γραφεῖο: «Κάτι θὰ γίνει!»
Τὴν πρώτη κιόλας ἑβδομάδα ὁ ἀριθμὸς τῶν τηλεφωνημάτων ποὺ ἀπαντοῦσα ἔφτασε τὰ ἕντεκα καὶ τὴ δεύτερη τὰ δεκατρία. Εἶχε πλάκα ν’ ἀνακαλύπτω κάθε πρωὶ στὸ τρὰμ νέες προσταγὲς καὶ νὰ βρίσκω νέους τρόπους νὰ παίζω μὲ τὸ ρῆμα «γίνομαι», χρησιμοποιώντας το σὲ διάφορους χρόνους, πρόσωπα καὶ φωνές. Δυὸ μέρες συνεχόμενα ἔλεγα μία καὶ μόνο φράση γιατὶ μοῦ ἄρεσε πάρα πολύ: «Κάτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει γίνει.» Δυὸ ἄλλες μέρες ἔλεγα: «Αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχει γίνει.» Ἔτσι, ἄρχισα νὰ αἰσθάνομαι ὅτι φτάνω πραγματικὰ τὸν ὕψιστο βαθμὸ ἀπόδοσης, ὅταν ξαφνικὰ κάτι ἔγινε στ’ ἀλήθεια. Μιὰ Τρίτη πρωί, πρὶν καλὰ καλὰ ἀρχίσω τὴ δουλειά, μπῆκε σὰν σίφουνας ὁ Βούνζηντελ στὸ γραφεῖο μου μὲ τὸ οἰκεῖο του «Κάτι πρέπει νὰ γίνει!». Κι ὅμως, κάτι ἀνεξήγητο στὸ πρόσωπό του μ’ ἔκανε νὰ διστάσω καὶ νὰ μὴν ἀπαντήσω μ’ εὐχάριστο καὶ ζωντανὸ ὕφος, ὅπως προβλεπόταν, μὲ τὴ φράση «Κάτι θὰ γίνει!». Κατὰ τὰ φαινόμενα, ὁ δισταγμός μου αὐτὸς διήρκεσε πολύ, καθὼς ὁ Βούνζηντελ, ὁ ὁποῖος ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες σπανίως σήκωνε τὸν τόνο τῆς φωνῆς του, μοῦ φώναξε ἐξοργισμένος: «Ἀπαντῆστε! Ἀπαντῆστε τώρα, ὅπως προβλέπεται κι ἁρμόζει!» Κι ἐγὼ ἀπάντησα χαμηλόφωνα, ἀντιδραστικός, σὰν παιδὶ ποὺ τὸ βάζουν νὰ πεῖ «Εἶμαι κακὸ παιδί.» Κατόπιν μεγάλης προσπάθειας κατάφεραν νὰ προφέρουν τὰ χείλη μου τὴ μαγικὴ φράση «Κάτι θὰ γίνει!» Δὲν πρόλαβα νὰ τελειώσω τὴ φράση κι ἐκεῖ ἀπάνω ἔγινε πραγματικὰ κάτι. Σωριάστηκε στὸ πάτωμα ὁ Βούνζηντελ, κύλησε πέφτοντας στὸ πάτωμα καὶ σταμάτησε μπροστὰ ἀκριβῶς στὴν ἀνοιχτὴ πόρτα, φράζοντάς την. Ἀμέσως κατάλαβα αὐτὸ ποὺ σὲ λίγο διαπίστωσα μὲ βεβαιότητα σὰν τὸν πλησίασα, βγαίνοντας ἀργὰ ἀργὰ πίσω ἀπ’ τὸ γραφεῖο μου: ἦταν νεκρός.
Κουνώντας τὸ κεφάλι πέρασα ἀπὸ πάνω του κι ἀφοῦ διέσχισα τὸ διάδρομο, ἔφτασα στὸ γραφεῖο τοῦ Μπρόσεκ, ὅπου μπῆκα χωρὶς νὰ χτυπήσω στὴν πόρτα. Ὁ Μπρόσεκ καθόταν στὸ γραφεῖο του, σὲ κάθε χέρι κι ἀπὸ ἕνα ἀκουστικὸ καὶ στὸ στόμα ἕνα στυλό, μὲ τὸ ὁποῖο κρατοῦσε σημειώσεις σὲ ἕνα σημειωματάριο. Μὲ γυμνὰ τὰ πόδια χειριζόταν μία πλεκτομηχανὴ τοποθετημένη κάτω ἀπ’ τὸ γραφεῖο, καθὼς αὐτὸς ἦταν ὁ τρόπος του νὰ συμβάλλει στὴν ἔνδυση τῆς οἰκογένειας. «Κάτι ἔγινε» τοῦ εἶπα σιγά. Ὁ Μπρόσεκ ἔφτυσε τὸ στυλὸ ἀπ’ τὸ στόμα, ἔκλεισε καὶ τὰ δυὸ τηλέφωνα, τράβηξε διστακτικὰ τὰ δάχτυλα τῶν ποδιῶν του ἀπ’ τὴν πλεκτομηχανὴ καὶ ρώτησε: «Τί ἔγινε;» «Ὁ κύριος Βούνζηντελ εἶναι νεκρός» ἀπάντησα. «Ἀποκλείεται» ἀντέδρασε ὁ Μπρόσεκ. «Κι ὅμως» εἶπα «ἐλᾶτε μαζί μου». «Ὄχι, ἀδύνατον», διαμαρτυρήθηκε ὁ Μπρόσεκ, ἀλλὰ φόρεσε τὶς παντόφλες του καὶ μ’ ἀκολούθησε στὸ διάδρομο. «Ὄχι» ἀναφώνησε φτάνοντας στὸ πτῶμα τοῦ Βούνζηντελ, «ἀδύνατον!» Δὲν ἀντέδρασα. Κύλησα ἀνάσκελα τὸν Βούνζηντελ μὲ προσοχή, τοῦ ἔκλεισα τὰ μάτια καὶ τὸν κοίταξα σκεπτικός.
Αἰσθανόμουν σχεδὸν τρυφερότητα γιὰ ἐκεῖνον καὶ γιὰ πρώτη φορὰ συνειδητοποιοῦσα ὅτι ποτέ μου δὲν τὸν εἶχα μισήσει. Στὸ πρόσωπό του ἦταν ἀποτυπωμένη ἡ ἔκφραση ποὺ ἀντικρίζει κανεὶς στὰ πρόσωπα μικρῶν παιδιῶν ποὺ ἀρνοῦνται πεισματικὰ νὰ παρατήσουν τὴν πίστη τους στὸν Ἅι-Βασίλη, παρὰ τὴν πειστικότητα τῶν ἐπιχειρημάτων τῶν φίλων τους ποὺ τὰ πειράζουν. «Ὄχι», ἐπανέλαβε ὁ Μπρόσεκ, «ἀδύνατον». «Κάτι πρέπει νὰ γίνει» εἶπα χαμηλόφωνα. «Ναί», συμφώνησε ἐκεῖνος, «κάτι πρέπει νὰ γίνει». Κι ὄντως κάτι ἔγινε: Ὁ Βούνζηντελ κηδεύτηκε κι ἐπέλεξαν ἐμένα ἀπ’ ὅλους νὰ κουβαλῶ ἕνα στεφάνι ψεύτικα τριαντάφυλλα πίσω ἀπ’ τὸ φέρετρό του, καθὼς πέρα ἀπ’ τὴν τάση μου πρὸς περίσκεψη κι ἀπραγία, διαθέτω καὶ τὴν ἰδανικὴ κορμοστασιὰ καὶ τὸ ἰδανικὸ πρόσωπο γιὰ τὰ μαῦρα κουστούμια. Προφανῶς ἤμουν χάρμα ὀφθαλμῶν μὲ αὐτὸ τὸ στεφάνι ἀπὸ ψεύτικα τριαντάφυλλα στὰ χέρια, πίσω ἀπ’ τὸ φέρετρο τοῦ Βούνζηντελ. Ἔτσι, ἕνα γραφεῖο τελετῶν μοῦ πρότεινε ἔμμισθη θέση ἐπαγγελματία πενθοῦντος. «Εἶστε γεννημένος γι’ αὐτὴν τὴ θέση», εἶπε ὁ διευθυντὴς τοῦ γραφείου καὶ πρόσθεσε: «Τὰ ροῦχα τ’ ἀναλαμβάνουμε ἐμεῖς. Ἄχ τὸ πρόσωπό σας: ἁπλὰ ὑπέροχο!»
Ὑπέβαλα στὸν Μπρόσεκ τὴν παραίτησή μου μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι δὲ φτάνω στὸ ἐργοστάσιο τὸν ὕψιστο βαθμὸ ἀποδοτικότητάς μου κι ὅτι, παρὰ τὰ δεκατρία τηλεφωνήματα, ἕνα μέρος τῶν ἱκανοτήτων μου παραμένει ἀνεκμετάλλευτο. Μετὰ τὴν πρώτη κιόλας ἐμφάνισή μου ὡς ἐπαγγελματία πιὰ σὲ κηδεία, εἶπα στὸν ἑαυτό μου: «Ἐδῶ ἀνήκεις! Αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός σου.» Στέκομαι σκεπτικὸς πίσω ἀπ’ τὸ φέρετρο τοῦ νεκροῦ μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ κρατῶ μιὰ ἁπλὴ ἀνθοδέσμη ἐνῶ ἀκούγεται τὸ «Λάργο» τοῦ Χαῖντελ, ἕνα ἔργο πραγματικὰ παραγνωρισμένο. Τὸ καφενεῖο τοῦ νεκροταφείου ἔχει γίνει τὸ στέκι μου κι ἐκεῖ περνῶ τὸ χρόνο μου ἀνάμεσα στὶς διάφορες ἐπαγγελματικές μου ἐμφανίσεις. Ὡστόσο, μερικὲς φορὲς ἐμφανίζομαι καὶ σὲ κηδεῖες ποὺ δὲ μ’ ἔχουν παραγγείλει, ἀγοράζω ἀπ’ τὴ δική μου τσέπη μιὰ ἁπλὴ ἀνθοδέσμη καὶ πλησιάζω τὸν ὑπάλληλο τῆς Πρόνοιας ποὺ ἀκολουθεῖ μόνος τὸ φέρετρο κάποιου ἀπάτριδος. Συχνὰ πυκνὰ ἐπισκέπτομαι καὶ τὸν τάφο τοῦ Βούνζηντελ γιατί σὲ τελικὴ ἀνάλυση χρωστάω σ’ ἐκεῖνον τὴ νέα μου δουλειά, ὅπου ἡ περίσκεψη εἶναι ἐπιθυμητή, ἡ δὲ ἀπραγία ὑποχρέωσή μου. Ἦταν πιὰ πολὺ ἀργὰ ὅταν μοῦ πέρασε ἀπ’ τὸ μυαλὸ ὅτι στὴν οὐσία δὲν ἐνδιαφέρθηκα ποτὲ γιὰ τὸ ἀντικείμενο ποὺ παραγόταν στὸ ἐργοστάσιο τοῦ Βούνζηντελ. Θὰ πρέπει νά ‘ταν μᾶλλον σαπούνι.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Πρώτη δημοσίευση:
Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον" (03.12.2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου