Vicente Aleixandre
Θεά
Στην τίγρη ξαπλωμένη,
η κόμη της κοιμάται.
Κοιτάξτε τη μορφή της
σε δέρμα ωραίο πάνω
και ήρεμο ανασαίνει.
Ποιος το μπορεί, ποιος τάχα
τα χείλη του να βάλει
στο φως της τύχης πάνω
που –θείο, λες– κοιμάται
Κοιτάξτε: Πόσο μόνη!
Τι τέλεια! Τάχα απτή ’ναι;
Θεία σχεδόν, το στήθος
ανάλαφρο ανεβαίνει,
βυθίζεται, στενάζει
σαν την αγάπη. Η τίγρη
περήφανα την φέρει
ωσάν την Υρκανία,
που διάφανη επιπλέει,
γυμνή, ποτέ δοσμένη.
Θνητοί εσείς! Ποτέ σας.
Γυμνή, ποτέ δική σας.
Στο πύρινο το δέρμα
Δείτε την: μια θεά!
***
Ο ποιητής αναθυμάται τη ζωή του
Συγχωρήστε με: κοιμόμουν.
Κι ο ύπνος, ζωή δεν είναι. Ειρήνη ημίν.
Ζωή δεν είναι να στενάζεις ή λέξεις να εικάζεις που μας ζουν ακόμα.
Να ζεις μέσα τους; Οι λέξεις πεθαίνουν.
Όμορφες στο άκουσμα, μα ποτέ δεν διαρκούνε.
Έτσι κι αυτήν τη νύχτα την ξάστερη. Χθες κατά το χάραμα,
ή καθώς η εξαντλημένη μέρα την αχτίδα απλώνει
τη στερνή, και τυχαία στο πρόσωπό σου καταλήγει.
Μ’ ένα πινέλο από φως, τα μάτια κλείσε.
Κοιμήσου.
Η νύχτα είναι μακρά, μα έχει ήδη περάσει.
Κι ο ύπνος, ζωή δεν είναι. Ειρήνη ημίν.
Ζωή δεν είναι να στενάζεις ή λέξεις να εικάζεις που μας ζουν ακόμα.
Να ζεις μέσα τους; Οι λέξεις πεθαίνουν.
Όμορφες στο άκουσμα, μα ποτέ δεν διαρκούνε.
Έτσι κι αυτήν τη νύχτα την ξάστερη. Χθες κατά το χάραμα,
ή καθώς η εξαντλημένη μέρα την αχτίδα απλώνει
τη στερνή, και τυχαία στο πρόσωπό σου καταλήγει.
Μ’ ένα πινέλο από φως, τα μάτια κλείσε.
Κοιμήσου.
Η νύχτα είναι μακρά, μα έχει ήδη περάσει.
***
Σκέψεις του τέλους
Γεννήθηκε και δεν έμαθε. Αποκρίθηκε και δε μίλησε.
Οι ψυχές ξαφνιασμένες σε κοιτάζουν
καθώς δεν περνάς. Ο άνεμος ποτέ δεν υπακούει.
Μόνη η σκέψη σου πέφτει αργά.
Όπως τα άψυχα φύλλα πέφτουν, και πάλι
πέφτουν κι ο άνεμος τα σκορπά.
Και η γη ανεπιτήδευτη τα περιμένει,
ανοιχτή. Σιωπηλή η καρδιά, τα μάτια άφωνα,
η σκέψη σου αργή εξαϋλώνεται
στον αέρα. Η κίνησή της ανεπαίσθητη. Ένας ήχος από κλαδιά
του τέλους, ένα όνειρο θολό από χρυσάφι ζωντανό
σκορπίζει… Τα φύλλα ολοένα πέφτουν.
Μόνη η σκέψη σου πέφτει αργά.
Όπως τα άψυχα φύλλα πέφτουν, και πάλι
πέφτουν κι ο άνεμος τα σκορπά.
Και η γη ανεπιτήδευτη τα περιμένει,
ανοιχτή. Σιωπηλή η καρδιά, τα μάτια άφωνα,
η σκέψη σου αργή εξαϋλώνεται
στον αέρα. Η κίνησή της ανεπαίσθητη. Ένας ήχος από κλαδιά
του τέλους, ένα όνειρο θολό από χρυσάφι ζωντανό
σκορπίζει… Τα φύλλα ολοένα πέφτουν.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Diosa
Dormida sobre el tigre,
su leve trenza yace.
Mirad su bulto. Alienta
sobre la piel hermosa,
tranquila, soberana.
¿Quién puede osar, quién sólo
sus labios hoy pondría
sobre la luz dichosa
que, humana apenas, sueña?
Miradla allí. ¡Cuán sola!
¡Cuán intacta! ¿Tangible?
Casi divina, leve
el seno se alza, cesa,
se yergue, abate; gime ορθώνεται, παλεύει
como el amor. Y un tigre
soberbio la sostiene
como la mar hircana,
donde flotase extensa,
feliz, nunca ofrecida.
¡Ah, mortales! No, nunca;
desnuda, nunca vuestra.
Sobre la piel hoy ígnea
miradla, exenta: es diosa.
Sobre la piel hoy ígnea
miradla, exenta: es diosa.
***
El poeta se acuerda de su vida
Perdonadme: he dormido.
Y dormir no es vivir. Paz a los hombres.
Vivir no es suspirar o presentir palabras que aún nos vivan.
¿Vivir en ellas? Las palabras mueren.
Bellas son al sonar, mas nunca duran.
Así esta noche clara. Ayer cuando la aurora,
o cuando el día cumplido estira el rayo
final, y da en tu rostro acaso.
Con un pincel de luz cierra tus ojos.
Duerme.
La noche es larga, pero ya ha pasado.
***
Pensamientos finales
Nació y no supo. Respondió y no ha hablado.
Las sorprendidas ánimas te miran
cuando no pasas. El viento nunca cumple.
Tu pensamiento a solas cae despacio.
Como las fenecidas hojas caen y vuelven
a caer, si el viento las dispersa.
Mientras la sobria tierra las espera,
abierta. Callado el corazón, mudos los ojos,
tu pensamiento lento se deshace
en el aire. Movido suavemente. Un son de ramas
finales, un desvaído sueño de oros vivos
se esparce...Las hojas van cayendo.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι" (αφιέρωμα στη γενιά του '27 της ισπανικής ποίησης), τεύχος 3.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου