Gioconda Belli
Αυτό θα πει αγάπη (Esto es amor)
"Αυτό θα πει αγάπη− όποιος το ζει, το ξέρει"
(Lope de Vega)
Ο νους αρνείται τα όμορφα να ξεχάσει,
αρπάζεται απ’ αυτά και κάθε πόνο παραβλέπει,
με τρόπο μαγικό παραδομένος στο ωραίο.
Λόγια δε θυμάμαι για μπράτσα πλαδαρά,
παρά τη δική σου πάντα λεπτή μέση∙
θυμάμαι την απαλή, ακριβή, καθάρια διαφάνεια των χεριών σου,
τις λέξεις σου σε ένα χαρτί που βρίσκω παραπέρα,
την αίσθηση της γλύκας το πρωί.
Ωραίο γίνεται και το πεζό,
άμα η αγάπη το ακουμπήσει με του Φοίνικα τα φτερά,
στάχτη απ’ το τσιγάρο μου που είναι ο καπνός
μετά τον έρωτα,
ή ο κοινός καπνός,
ο αφαιρεμένος απαλά απ’ το στόμα δίχως λέξη,
γνωρίζοντας βαθειά πως ό,τι ο ένας, αυτό κι ο άλλος
όταν οι δυο σ’ αλλήλους ανήκουν.
Δεν σε καταλαβαίνω και θα ’θελα να σε μισώ,
θα ’θελα να μη νιώθω όπως τώρα
την κάψα των δακρύων μου στα μάτια
για όλον αυτόν τον χρόνο προς το κενό,
προς τον κόρο ασήμαντων ημερών,
που αθάνατες επιστρέφουν στην ηχώ μέσα του γέλιου σου,
και σ’ αγαπώ, τέρας αποκαλυπτικό της βίβλου των ημερών μου
και σε κλαίω, ποθώντας να μισήσω
κάθε τι που κάποτε μ’ έκανε να νιώσω
άνθος σπάνιο σε παράδεισο ανακτημένο,
όπου κάθε ευτυχία θα ήταν δυνατή,
και με πονάς στο σώμα το ευαίσθητο και ξηρό από χάδια,
εγκαταλειμένο ήδη μήνες στον ήχο των φιλιών,
λέξεων ψιθυριστών ή γέλιων την ώρα του μπάνιου.
Σε ποθώ με την αγριότητα του κάκτου μες στην έρημο
και ξέρω πως δεν θα ’ρθεις
ποτέ σου δεν θα ’ρθείς
και πως αν έρθεις, αδύναμη θα δειχτώ όπως δεν πρέπει,
κι αντιστέκομαι, μη γίνω βράχος,
Ταρπήιος,
ή Σπαρτιάτισσα που την ανήμπορη αγάπη της ρίχνει, να μη ζήσει,
και σε κρύβω και σε φυλώ μες στο σκοτάδι
και ανάμεσα στα γράμματα τα μαύρα των γραπτών μου,
γυρτά σαν λάβας ποταμό στις μπλε πάνω γραμμές του τετραδίου
που μου θυμίζουν πως η γραμμή είναι ευθεία,
αν και ο κόσμος καμπύλος
σαν των γοφών μου την γραμμή.
Σ’ αγαπώ και σ’ το φωνάζω όπου και να ’σαι,
κι ας μην ακούς
τη μόνη λέξη που μπορεί να σε σώσει απ’ την κόλαση
που κατεργάζεσαι, σαν τυφλός καταστροφέας
της πιο δικής σου, καταπιεσμένης τρυφεράδας
που εγώ γνωρίζω και που απ’ τη γνώση της
ποτέ πια δεν θα μπορέσεις να ξεφύγεις.
Και ξέρω πως η δίψα μου μονάχα με το ύδωρ το δικό σου ξεδιψά
και πως άλλος κανένας να μου δώσει να πιω δεν μπορεί,
ούτε αγάπη, ούτε έρωτα, ούτε κλαδί ανθισμένο
δίχως εγώ να τον μισήσω στην προσπάθειά του να σου μοιάσει,
και γι’ άλλες φωνές να ξέρω δεν θέλω
κι ας με πονά η νοσταλγία της στοργής
και της συζήτησης, βαθειάς και διεξοδικής, μεταξύ των δυο,
γιατί μονάχα εσύ κατέχεις τον κώδικα τον μυστικό
για το κλειδί των λέξεών μου
και μόνο εσύ μοιάζει να κατέχεις
τον ήλιο, το φεγγάρι, το σύμπαν της χαράς μου,
και για τούτο θα ’θελα να σε μισώ όπως δεν μπορώ,
όπως ξέρω πως ποτέ δεν θα μπορέσω
αφού με μάγεψες με τη δισάκι σου γεμάτο με βοτάνια
και νοσταλγίες και σπίθα αναμμένη
και μακρόσυρτες σιωπές
και όμηρο θα με κρατάς των ηράκλειων χεριών σου
κι εγώ θα εξαϋλωθώ, Αφροδίτη θα γίνω σε μια θύελλα δαφνόφυλλων,
και το όζον στην ατμόσφαιρα, που νιώθει τον ερχομό της βροχής,
θα ξέρει πως πια δεν υπάρχουν σύννεφα,
ούτε εξάτμιση,
ούτε ποτάμια,
ότι ο κόσμος αποξηράθηκε
και πως ποτέ πια δεν θα βρέξει,
ούτε χιόνι θα υπάρξει ούτε κρύο ούτε παράδεισος
όπου κάποιο πουλί να σπάσει θα μπορέσει
του θρήνου τη σιωπή.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Πρώτη σημοσίευση: Περιοδικό Poeticanet, τεύχος 18 (Απρίλιος 2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου