«Φιλοκτήτης»
του Σοφοκλή
σκην. Κώστας Φιλίππογλου
Επίδαυρος 2014
Το θέμα –το μόνο θέμα όλων των τραγωδιών και όλων των αιώνων–
είναι η πληγή. Γύρω από μιατρομερή ανθρώπινη πληγή
η ανθρωπότητα ξαστοχάκαι η Ιστορία περιμένει.
Σαν όρνιο.»
Θανάσης Τριαρίδης
«Η πληγή μου ζητά
συνοδοιπόρο» εξομολογείται ο Φιλοκτήτης και μοιάζει να μην απευθύνεται
μονάχα στο Νεοπτόλεμο, μα να προσπέφτει στο ίδιο το κοινό της τραγωδίας.
Πώς όμως, που «οι άνθρωποι υποφέρουν, βασανίζουν ο ένας τον άλλο,
πληγώνουν και πληγώνονται, και κανένα ποίημα, κανένα θεατρικό έργο δεν
μπορεί να διορθώσει ένα λάθος που έγινε κάποτε και με τα χρόνια
κατάντησε αθεράπευτη πληγή»*; Να βρήκε ο σημερινός Φιλοκτήτης τους
συνοδοιπόρους που αναζητούσε;
Οι Αχαιοί
εγκαταλείπουν το Φιλοκτήτη, μαζί με το δηλητηριασμένο –από το δάγκωμα
φιδιού– πόδι του, στη Λήμνο και βάζουν πλώρη για την Τροία. Παρέρχονται
δέκα χρόνια, και το αποτέλεσμα εξακολουθεί αβέβαιο. Χρησμός τούς
πληροφορεί πως χωρίς το τόξο του Φιλοκτήτη, ιερό κληροδότημα του Ηρακλή,
η νίκη είναι αδύνατη. Καθότι «γλυκός καρπός η νίκη», ο γιος του
Αχιλλέα, Νεοπτόλεμος, πείθεται από τον τετραπέρατο Οδυσσέα να τον
βοηθήσει να αποσπάσει το τόξο με δόλο. Ύστερα από πολλές μεταπτώσεις και
αμφιταλαντεύσεις του έντιμου κι ευσυνείδητου Νεοπτόλεμου και την
παρέμβαση του «από μηχανής» Ηρακλή, ο Φιλοκτήτης θα τους ακολουθήσει
στην Τροία ως μόνος δυνατός κάτοχος του τόξου. Η συμβολή του μάλιστα στη
νίκη των Αχαιών, δηλαδή στο κοινό καλό, θα τον λυτρώσει από το βραχνά
του και την κακοφορμισμένη πληγή του, μήνυμα που συνδέει άμεσα το
ατομικό με το συλλογικό καλό. Ο Φιλοκτήτης, ο Ηρακλής, ο Οδυσσέας είναι
«ήρωες, θύματα, θεοί και άνθρωποι, πρόσωπα συμπαγή, απόλυτα πεπεισμένα
πως καθένα έχει το δίκιο με το μέρος του, πάντα πρόθυμοι να επαναληφθούν
και να επαναλάβουν τα λάθη τους»*. Έτσι, στον Φιλοκτήτη του, ο Σοφοκλής
θεματοποιεί την ανθρώπινη πλευρά των ηρώων του τρωικού πολέμου,
φωτίζοντας όλες τις αδυναμίες τους. Ό,τι και να κάνει όμως κανείς, όσο
και να προσπαθήσει, «το μέρισμά του στη ζωή καρπώνεται», τίποτα
περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Η σκηνοθετική απόδοση
της σοφόκλειας τραγωδίας από τον Φιλίππογλου υπήρξε γοητευτική, παρά
κάποιες ενστάσεις. Σημαντικότερο ίσως στοιχείο της ήταν η χρήση και
μεταφορά ενός χαρακτηριστικού, ίδιου του κινηματογράφου, στο θέατρο,
δηλαδή η ανύψωση κάθε φορά και είσοδος σε πρώτο πλάνο του εκάστοτε
ομιλητή/χαρακτήρα. Εξίσου καίρια ήταν και η διαρκής αναζήτηση της
ισορροπίας και της αρμονίας, γεγονός στο οποίο τα σκηνικά του ΜακΛέλλαν,
με αυτά τα ταλαντευόμενα μαδέρια πάνω σε μεταλλικές βάσεις, συνέβαλαν
καίρια. Λειτουργικός ο πρόλογος εκτός ορχήστρας. Έντεχνες και δυνατές
εικαστικά σκηνές. Έξοχη σύλληψη η πρόσληψη του μηνύματος του «από
μηχανής» Ηρακλή μέσω σκορπισμένων φυλλαδίων. Αντιθέτως, υβριστική υπήρξε
για το χώρο της Επιδαύρου η μικροφωνική εγκατάσταση, όπως και το
φουτουριστικό μουσικό φόντο. Ένα από τα στοιχήματα εξάλλου στο
συγκεκριμένο χώρο είναι να επιτευχθεί ο στόχος δίχως εξωτερικά τεχνικά
μέσα. Υπερβολική η είσοδος του έρποντος στη σκηνή Φιλοκτήτη. Άτοπα τα
κωμικά στιγμιότυπα.
Η απόδοση του έργου
στη νέα ελληνική από τον Γιώργο Μπλάνα υπήρξε εξόχως λυρική,
αναδεικνύοντας το κείμενο και επιτρέποντας την απόλαυσή του. Εξαιρετικά
τα λιτά και ολοένα εκ νέου διαμορφούμενα σκηνικά του ΜακΛέλλαν, όπως και
οι φωτισμοί του Βλασόπουλου.
Αναφορικά με τους
ηθοποιούς, οι ερμηνείες δεν μας έπεισαν, θυμίζοντάς μας κάμπιες που, αν
και είχαν τη δυνατότητα να γίνουν πεταλούδες, τελικά δεν τα κατάφεραν.
Άνευρος ο Νεοπτόλεμος του Χειλάκη –περιμέναμε μια περισσότερο βιωμένη
ερμηνεία, για την οποία γνωρίζουμε πως είναι ικανός–, αβαθής ο Οδυσσέας
του Μαρκουλάκη, και εντελώς μπαρόκ ο Φιλοκτήτης του Μαρμαρινού. Η
ερμηνεία αυτού του τελευταίου κυμαινόταν μεταξύ αυταρέσκειας, στόμφου
και γλυκερής μεμψιμοιρίας: ένα «αχ!» αβίωτο και ρητορικό, απέναντι σε
ένα συναισθηματισμό που μόνο ήρωα αρχαίας τραγωδίας δεν θυμίζει.
Δεδομένου ότι θεωρούμε πως ο Μαρμαρινός δεν ανήκει στην κατηγορία των
ηθοποιών που ακολουθεί τυφλά και απόλυτα τις σκηνοθετικές οδηγίες, δίχως
να βάλει ο ίδιος μέρος του εαυτού του και της κοσμοθεωρίας του στο
ρόλο, όπως και ότι εντοπίσαμε έντονο το προσωπικό στοιχείο στον
Φιλοκτήτη του, φρονούμε ότι φέρει εξίσου με τον σκηνοθέτη την ευθύνη του
συγκεκριμένου ρόλου. Με άλλα λόγια, αν οι ερμηνείες ήταν καλύτερες, η
παράσταση θα απογειωνόταν και θα μιλούσαμε για το γεγονός του φετινού
καλοκαιριού.
Η ευωδία του πεύκου
από την εξαγνιστική βροχή που είχε προηγηθεί και ο γεμάτος αστέρια
ουρανός μπορεί να μην απάλυναν τον πόνο του Φιλοκτήτη, παρηγόρησαν όμως
τους θεατές από τη σκέψη πως «η μόνη μας συντροφιά (είναι) κάποιοι
παράλογοι θεοί».
* Σήμους Χήνυ
Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 20.07.2014
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=5943)