7/4/17
Ποιος άδειασε την άμμο απ' τα παπούτσια σας;
Nelly Sachs
Ποιος όμως άδειασε την άμμο απ’ τα παπούτσια σας
Ποιος
όμως άδειασε την άμμο απ’ τα παπούτσια σας,
Σαν
χρειάστηκε να σηκωθείτε και να πορευτείτε στο θάνατο;
Την
άμμο που ανήκει στο Ισραήλ,
Την
άμμο της περιπλάνησής του;
Καιόμενη
άμμος του Σινάι
Ανάκατη
με λαρύγγια από αηδόνια
Ανάκατη
με φτερά από πεταλούδες
Ανάκατη
με σκόνη λαχτάρας από φίδια
Ανάκατη
με όλα όσα χάθηκαν απ’ τη σοφία του Σολομώντα
Ανάκατη
με την πίκρα απ’ το μυστικό του άψινθου –
Ω,
δάχτυλα εσείς
Που
την άμμο αδειάσατε απ’ τα παπούτσια των νεκρών,
Ίδια
αύριο θα γίνετε κι εσείς σκόνη
Στα
παπούτσια των ερχόμενων!
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
4/4/17
Ο άνθρωπος είναι ικανός για την αλήθεια...
"Κάθε συγγραφέας αποζητά εκ φύσεως να αποκτήσει κοινό, να ακουστεί. Και όμως νιώθει υπέροχα τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι είναι σε θέση και να εισακουστεί, δηλαδή να έχει αντίκτυπο∙ ένα παραπάνω, όταν καλείται να πει δυο παρηγορητικά λόγια σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη την παρηγοριά, δηλαδή στο μέσο άνθρωπο, τον τραυματισμένο και πληγωμένο από το μέγα και βαθύ πόνο που χαρακτηρίζει και ξεχωρίζει τα ανθρώπινα πλάσματα από όλα τα υπόλοιπα πλάσματα της φύσης. Πρόκειται για τρομερή και ακατανόητη διάκριση. Εφόσον όμως είναι έτσι, και καλούμαστε να υπομείνουμε και να ζήσουμε με αυτή τη διάκριση, ποια μορφή πρέπει να πάρει η παρηγοριά και τι ρόλο να παίξει, αφού ‒κατά τη γνώμη μου‒ είναι αδέξια η προσπάθεια επίτευξής της μέσω των λέξεων; Οι λέξεις θα την έκαναν να μοιάζει υπερβολικά μικρή, υπερβολικά φτηνή, υπερβολικά πρόσκαιρη.
Όμως αποστολή του συγγραφέα δεν μπορεί να είναι η απάρνηση του πόνου, η απόκρυψη των σημαδιών του και η παραπλάνηση. Αντιθέτως, πρέπει να αναγνωρίζει την ύπαρξή του και ‒προκειμένου να τον αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης‒ να τον αναπαριστά. Άλλωστε, όλοι μας επιδιώκουμε την ενόραση. Και ο εν λόγω βαθύς πόνος μάς καθιστά ευαίσθητους ως προς το βίωμα, ιδιαίτερα δε εκείνο της αλήθειας. Με απλά λόγια, λέμε πολύ σωστά κάθε φορά που φτάνουμε στη διαυγή κι οδυνηρή κατάσταση, όπου ο πόνος γίνεται γόνιμος: «Μου άνοιξαν τα μάτια». Δεν το λέμε αυτό επειδή αντιλαμβανόμαστε ένα αντικείμενο, ένα θέμα ή μια περίπτωση εξωτερικά κι επιφανειακά, αλλά επειδή συνειδητοποιούμε ό,τι συνήθως δεν βλέπουμε. Και αυτό ακριβώς είναι το καθήκον της τέχνης: να μας ανοίγει ‒με την έννοια που προείπα‒ τα μάτια.
Ο συγγραφέας απευθύνεται εκ φύσεως, με όλο του το Είναι, σε ένα Εσύ: σε κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να μετέχει στην εμπειρία του ως ανθρώπου (ή στην εμπειρία του για τα πράγματα, τον κόσμο, την εποχή του ή και όλα αυτά μαζί!), κυρίως του ανθρώπου που μπορεί να είναι καθένας μας ή στα περιβάλλοντα όπου καθένας μας μπορεί να νιώθει περισσότερο Άνθρωπος. Τεντώνοντας τις κεραίες του, αποζητά να ανακαλύψει τη μορφή του κόσμου και τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου ανθρώπου. Πώς νιώθει, τι σκέφτεται, πώς ενεργεί; Ποια τα πάθη του, ποιες οι έγνοιες του και ποιες οι ελπίδες του;
Για το έργο μου Ο καλός Θεούλης του Μανχάταν, όπου τίθενται ερωτήματα σχετικά με την αγάπη μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας, όπως και για το τι είναι αγάπη και πόσα ‒πολλά ή λίγα‒ μπορεί να σημαίνει, θα μπορούσε κανείς να πει: «Μα πρόκειται για οριακή, υπερβολική περίπτωση» ή «Μα πάει πολύ μακριά η βαλίτσα...»
Και όμως, η υπερβολή ενυπάρχει ακόμη και στις πιο συνηθισμένες εκφάνσεις της αγάπης, κάτι που μπορούμε ‒και ίσως θα έπρεπε να προσπαθούμε‒ να διαπιστώσουμε. Κι αυτό γιατί, για όλα όσα πράττουμε, σκεφτόμαστε και νιώθουμε, θα θέλαμε κάποτε να φτάσουμε στον υπέρτατο βαθμό. Μέσα μας αγρυπνά η επιθυμία να ξεπεράσουμε τα όρια που μας έχουν τεθεί. Εν είδει μάλιστα συμπλήρωσης και όχι αντίφασης των λόγων μου, θα ήθελα να διευκρινίσω το εξής: Συμμερίζομαι την άποψη ότι πρέπει να διατηρηθεί η τάξη, ότι είναι αδιανόητος ο αποκλεισμός από την κοινωνία και ότι πρέπει να δοκιμάζουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους μεταξύ μας. Ωστόσο, εντός των ορίων διατηρούμε το βλέμμα μας στραμμένο στο ακέραιο, το αδύνατο και το άφταστο, είτε πρόκειται για την αγάπη είτε την ελευθερία είτε οποιοδήποτε άλλο μέγεθος. Στην αναμέτρηση του απίθανου με το πιθανό αγωνιζόμαστε να αυξήσουμε τις δυνατότητές μας. Το ζητούμενο είναι ακριβώς η δημιουργία αυτής της διελκυστίνδας που συμβάλλει στην εξέλιξή μας: ο προσανατολισμός σε έναν στόχο που, καθώς τον πλησιάζουμε, ολοένα απομακρύνεται.
Όπως ο συγγραφέας προσπαθεί μέσω της αποτύπωσης να ενθαρρύνει τους άλλους στην αναζήτηση της αλήθειας, έτσι και οι άλλοι ενθαρρύνουν εκείνον, όταν με τον έπαινο ή την κριτική τους του υπενθυμίζουν ότι ζητούν από εκείνον την αλήθεια, επιδιώκοντας την ενόραση. Βλέπετε, ο άνθρωπος είναι ικανός για την αλήθεια.
Εκείνοι που έχουν χτυπηθεί από μια μοίρα βαριά είναι οι καλύτεροι μάρτυρες για το ότι η δύναμη του ανθρώπου είναι πολύ περισσότερη από την εκάστοτε ατυχία του και ότι μετά από κάθε πτώση ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να σηκώνεται ξανά στα πόδια του και να ζει τη ζωή του ίσως αποκαρδιωμένος, όχι όμως χωρίς καρδιά. Πιστεύω ότι στον άνθρωπο επιτρέπεται ενός είδους περηφάνεια, η περηφάνεια εκείνου που δεν ενδίδει στο σκότος του κόσμου και δεν ανακόπτεται στην αναζήτηση του δίκαιου.
Ένα γιορτινό διάλειμμα μεταξύ δύο εργασιών, όπως είναι το σημερινό, συνιστά ταυτόχρονα ευκαιρία περίσκεψης. Εφόσον πρόκειται για δική μου περίσκεψη, τη θέτω στη διάθεσή σας για την απάντηση των ερωτημάτων που δικαίως μπορείτε να μου θέσετε και τις ολοένα καινούργιες προσπάθειές μου που καλούνται να παίξουν το ρόλο απαντήσεων. Έτσι, έρχομαι λοιπόν να εκφράσω τις ευχαριστίες μου για την τιμή που μου γίνεται σήμερα. Καθότι όταν εκφράζει κανείς τις ευχαριστίες του δεν το πράττει αόριστα, θέλω κι εγώ να τις απευθύνω σε εκείνους που με τη γενναιοδωρία τους καθιστούν δυνατή ή διευκολύνουν τόσο τη δική μου δουλειά όσο και όλων των λογοτεχνών: στους σταθμούς της γερμανικής ραδιοφωνίας, στους ακροατές που απέκτησα, στους αγνώστους, των οποίων το όνομα αγνοώ, πάνω απ’ όλα όμως στους τυφλούς του πολέμου που ξέρουν να ακούνε καλύτερα από τον καθένα και οι οποίοι, ως σεβάσμια αρχή, μου απονέμουν αυτό το βραβείο.
Σας ευχαριστώ."
Ευχαριστήρια ομιλία της Μπάχμαν στην απονομή του Βραβείου Ραδιοφωνικού Έργου, στις 17 Μαρτίου 1959 στη Βόννη.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
1/4/17
Αγάπη στη μεγαλούπολη (Liebe in der Großstadt)
Mascha Kaléko
Αγάπη στη μεγαλούπολη (Liebe in der Großstadt)
Γνωρίζονται στα πεταχτά, τυχαία
και δίνουν ύστερα το ραντεβού.
To 'κάτι' που θα ονόμαζες «μοιραία»
τους κάνει αχώριστους και είναι ωραία.
Η δεύτερη φορά τούς βρίσκει αλλού.
και δίνουν ύστερα το ραντεβού.
To 'κάτι' που θα ονόμαζες «μοιραία»
τους κάνει αχώριστους και είναι ωραία.
Η δεύτερη φορά τούς βρίσκει αλλού.
Πολλή η χαρά, και μες στο γκρι της μέρας
το βράδυ περιμένουν πώς και πώς.
Μοιράζονται τις έγνοιες και το πέρας
του παζαριού της αύξησης· «Το τέρας!»
Τα λένε στο τηλέφωνο ευθαρσώς.
το βράδυ περιμένουν πώς και πώς.
Μοιράζονται τις έγνοιες και το πέρας
του παζαριού της αύξησης· «Το τέρας!»
Τα λένε στο τηλέφωνο ευθαρσώς.
Μες στη βουή του δρόμου συναντιούνται,
αφού στο σπίτι μένουν αλλωνών.
Με μηχανές και τραμ αναμετριούνται,
οι θείες και οι γειτόνοι τους καυχιούνται
ανέγγιχτοι πως φεύγουνε και τρων’.
αφού στο σπίτι μένουν αλλωνών.
Με μηχανές και τραμ αναμετριούνται,
οι θείες και οι γειτόνοι τους καυχιούνται
ανέγγιχτοι πως φεύγουνε και τρων’.
Φιλιούνται πού και πού σ’ ένα παγκάκι
και στην καλύτερη μες στο λουτρό.
Ο έρωτας, της Κυριακής παιδάκι,
το μέλλον δεν φαντάζει παιχνιδάκι,
τα λόγια μετρημένα. «Το μετρό!»
και στην καλύτερη μες στο λουτρό.
Ο έρωτας, της Κυριακής παιδάκι,
το μέλλον δεν φαντάζει παιχνιδάκι,
τα λόγια μετρημένα. «Το μετρό!»
Λουλούδια δεν δωρίζουν και καρδούλες,
-κορώνα ή γράμματα;-, δεν ρίχνουν κέρμα,
της Κυριακής μπουχτίσαν τις βαρκούλες.
Με του ταχυδρομείου τις καρτούλες
ή με sms το στέλνουνε το «τέρμα!».
-κορώνα ή γράμματα;-, δεν ρίχνουν κέρμα,
της Κυριακής μπουχτίσαν τις βαρκούλες.
Με του ταχυδρομείου τις καρτούλες
ή με sms το στέλνουνε το «τέρμα!».
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Στο Athens Books' Journal, τεύχος 75.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)